Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/7/09

Σ΄αγαπώ!

Κάθε φορά που εκείνη ήταν λυπημένη, βαριά συννεφιά φούσκωνε τα πνευμόνια του... Οι βαθιές εισπνοές από το τσιγάρο της, κάθε της ανησυχία, η κάθε έγνοια, πνίγαν την δική του αναπνοή... Ξύπνησε με αυτή την αίσθηση, πως γλυστρούσε στο βυθό της θάλασσας, σαν ένας νεκρός που ρίχθηκε από σανίδα πλοίου, καλά τυλιγμένος σ' άσπρο σεντόνι... Μια υπόκωφη βοή ησυχίας, και η αίσθηση τελικής πτώσης.... Μια πτώση που δεν έλεγε να σταματήσει... σα να μην είχε πάτο η θάλασσα.. Σαν αν έπεφτε αντί για τη θάλασσα στον ουρανό... ίδια απελπισία , ίδια η μοναξιά του ναύτη που στα κύματα θάβεται και κείνου του ονειροπόλου "αστροναύτη", που θάβει στα άστρα τις προσευχές του... Θα μπορούσε για πάντα να μείνει εκεί, να πέφτει... να πέφτει... κι όλο να πέφτει, ώσπου το τέλος του χρόνου να δώσει τέλος. Τον σώζαν τα μάτια της.. Τις ώρες, τους αιώνες ίσως, που τα μάτια του παραδινόντουσαν στο σκοτάδι και τα βλέφαρα ατσάλι βαρύ σκεπάζανε τις μνήμες, έβλεπε τα μάτια της... Φάρους φωτεινούς, που τα αλλάζαν όλα, δίνοντας χρώμα στη θάλασσα, ζωή, και κάνανε το σεντόνι να καεί, σα να ήταν φτιαγμένο από λάμψη μόνο να σκορπίσει στα κύματα, μέχρις να μείνει γυμνός.. γυμνός και λεύτερος.... Με την παλάμη της η θάλασσα, τον έφερνε τότε κοντά της... Παραλία γυμνή, με δυο πέτρες, που λάμπανε στο φως του φεγγαριού, αυτός κι εκείνη... Την πλησίασε αργά, με χαρά, με ιερότητα και πόθο.. Στοργικά γονάτησε δίπλα της, καθώς αυτή καθόταν στην άμμο, και κάπνιζε, κοιτόντας το φεγγάρι... _"Μα γιατί είναι τόσο θλιμένο..".... Μονολόγησε... "Το φεγγάρι είναι πάντα θλιμένο σαν με κοιτά, τα τελευταία χρόνια. Ίσως, γιατί το πρόδωσα... Γιατί δε βάσταξα φως μου, φως και για κείνο... Όλο το έδωσα. Όλο το χάρισα... Τίποτα δε κράτησα.. ".... Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα , κι ύστερα λευτέρωσε τον καπνό, μαύρο, πιο μαύρο από πριν.. και δάκρυ μαύρο κύλησε στην άμμο... "Δεν είχα χέρια να κρατήσω", συνέχισε, "δεν είχα βλέπεις πια ψυχή δική μου για να ορίσει τα χέρια μου. Τα έδωσα όλα... για μένα κράτησα μερικές αλήθειες μόνο, και τώρα με συντροφεύουν, καπνός, μες τη ζωή μου".... Ήθελε τόσο να την κάνει να τον κοιτάξει.. να δει τα μάτια της στα μάτια του, να νιώσει, να της πει πως εκείνη, με το φως που λέει πως δεν έχει, τον γύρισε πίσω στη ζωή... Τίποτα δεν είπε.. μόνο κάθησε δίπλα της, έπιασε το αριστερό της χέρι, απαλά... και κοίταξε κι αυτός το φεγγάρι... Τον τόπο που κατοικούνε όλοι οι έρωτες που χαθήκανε μα δε ξεχαστήκανε.. Το φεγγάρι... που καίει την αύρα μας, και κλέβει την λευκή της φλόγα....

Κι ύστερα, έπεσε ένα αστέρι... μία ευχή... μϊα ευχή που ίσως μοιραστήκανε.. γιατί το χέρι της έσφιξε τρυφερά το δικό του.. σα να σφίχτηκε η καρδιά της από λαχτάρα κρυφή.... Στράφηκε προς εκείνη και απαλά με τα δάχτυλα του άλλου χεριού, έστρεψε το προσωπό της προς αυτόν.... κοιταχτήκανε... Μια θλίψη απέραντη στα μάτια της.. κι άλλο δάκρυ... "Δεν μπορώ να αγαπήσω ξανά.."... του ψιθύρισε... "Δεν μπορώ να δώσω χαρά.."... Μα κείνος, σαν να μην άκουσε τα λόγια της, ακούγοντας μόνο τον παλμό της... ανάμεσα στο χέρι του.. στις άκρες των δαχτύλων που σχεδόν αγγίζανε τον λαιμό της, έσκυψε και την φίλησε... Εκείνη, παγωμένη στην αρχή, όπως ένα ερωτηματικό, που δεν τολμάει να ρωτήσει, ύστερα αφέθηκε στο φιλί.... Και κούρνιασε στην αγκαλιά του... Ανοίγοντας κάποια στιγμή, τα μάτια της, πριν αποκοιμηθεί, είδε πέρα στης θάλασσας την άκρη, το φεγγάρι να ζωγραφίζει με φως, τον ορίζοντα.... δεν σκέφτηκε άλλο.. Κούρνιασε και κοιμήθηκε εκεί.. στην αγκαλιά του..Κι ο πόνος της, έγινε πόνος του, κι ο δικός του πόνος, φτερά έβγαλε και πέταξε.. παίζοντας κυνηγητό με την ψυχή του ανάμεσα στ΄άστρα... Την ώρα που ανάλαφρη ήτανε πια, έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί το πιο μεγάλο του μυστικό.. "Σ΄αγαπώ!.. " Και μες τον ύπνο της, του φάνηκε πως χαμογέλασε και φωτίστηκε το προσωπό της... Έλαμψε και το δικό του πρόσωπο... "Αυτό, είναι! ".. σκέφτηκε.... "Θα της φανερωθώ στα όνειρά της.. εκεί που η αλήθεια του κόσμου, δεν μπορεί να φυλακίσει την αλήθεια της ψυχής... Και στο πιο όμορφο όνειρο, της Αγάπης, θα την πάρω να δραπετεύσουμε... Μέχρι που το όνειρο να γίνει η μόνη αλήθεια, και κάθε άλλη αλήθεια να μαραζώσει και να χαθεί.. Και τότε, θα της ζητήσω, να χορέψουμε! Κι όχι σα να είμαστε μόνοι, αλλά σα να ήμασταν από ανέκαθεν, μόνο μαζί! Σαν ένα... ολόκληρο Ένα... "... Και στα λόγια του, που άθελα τα είπε φανερά, ράγισε το φεγγάρι, κι άρχισε στον ορίζοντα, γαλήνια να έρχεται η αυγή... "Πόσο όμορφο να χορεύουμε στη νοτισμένη, δροσερή άμμο... ".. σκέφτηκε, "κι μέρα να χαράζει στα μάτια της..." Σαν ηχώ μιας λέξης που δεν ειπώθηκε, ένιωσε στο στήθος του την καρδιά της να χτυπά... κι ανάσανε σχεδόν ευτυχισμένος... την αναπνοή της...

"Σ΄αγαπώ! "....

24/7/09

"Big.. bang"...

Ο αληθινός κόσμος, είναι αυτός που ανθίζει μέσα μας, όταν δε φοβόμαστε, όταν, ο πόνος κι η χαρά μπορούν να χορέψουν μαζί.. και να ταξιδέψουν την σκέψη στα σωστά μονοπάτια.. Εκείνα που όταν όλες οι ανάγκες μας σβήσουν, όταν καταρεύσουν τα ψεύτικα πρότυπα μιας τίμιας ή ηδονικής ζωής, μιας ζωής ταγμένης σε ένα σκοπό ή άλλον, εκείνα τα μονοπάτια, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Τα μόνα, όταν όλος ο κόσμος χαλάσει.. Και δεν οδηγούν στα άστρα... όπως πολλοί ζωγράφοι, πολλά παιδιά κι ερωτευμένοι φαντάζονται.. Μα συγκλίνουν μέσα μας, γη κι ουρανό, όλα, μπορούν να τα χωρέσουν σε μια μικρή καρδιά. Ή ένα δάκρυ.


Ίσως τα άστρα να μην είναι παρά μια καρδιά που έσπασε... Το big bang, από το οποίο γεννήθηκε ο κόσμος, καθώς μας λένε οι αστρονόμοι, ίσως δεν είναι αλλο από μια καρδιά, που έσπασε απ΄αγαπή...

20/7/09

Ένα


Τα μάτια της θολά τοπία, βροχής... Τα μαλλιά της βρεγμένα κι αυτά. Ολόκληρο το κορμί της έτρεμε... Βάσταγε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, ενώ τα πόδια της προσπαθούσαν να τον φυλακίσουν εκεί.. Μα η ανάσα, οι αντοχές της, την προδίδαν.. Και χρειαζόταν τότε Αυτός, με όλη του τη δύναμη, να την υποτάξει... Η φωνή λυγμός έφτασε στα χείλη της... κι από κει άξαφνα, κραυγή έγινε, ζητώντας να πετάξει...Να πάρει μαζί ψυχή και κορμί ως τον ουρανό... Ναι.. εκεί ήταν... εκεί που καμιά ενοχή δε σκιάζει το φως, που βγάζουν δυο κορμιά σαν ενώνονται σε ένα... "Φτάνει... δεν αντέχω άλλο, φτάνει", του είπε, προσπαθώντας να πάρει ανάσα... Κι αυτός, με τη γεύση της στο στόμα, διψασμένος πιο πολύ από πρώτα, γλίστρησε απαλά φτιάχνοντας ένα μονοπάτι από φιλιά, ξεπερνώντας του αφαλού της τις δίνες, ως τα στήθη... ως το στόμα... Κι έκλεψε την αναπνοή της, καθώς, χανόταν μέσα στα σωθικά της... Πυρωμένα τα χείλη του, από την δική της φωτιά, κι αυτή η αίσθηση, πως είναι δική του, όσο δεν πάει.. Ψυχή και σώμα... Να κρυφτεί ήθελε ως το τέλος του χρόνου μέσα της, να μη γυρίσει ποτέ στον ψεύτικο κόσμο, της υποκρισίας.. Τόσο κοντά, έπρεπε πάντα να είναι.. Αυτός κι Εκείνη, ήταν Ένα.. Αυτή η μόνη αλήθεια. Το σμίξιμό τους ήταν το σμίξιμο μιας άδικα διαιρεμένης ψυχής.. Που από λάθος, ή φθόνο των Θεών, βρέθηκε μοιρασμένη σε δυο κορμιά... Δυο κορμιά που τώρα πια δεν υπήρχαν, δεν θέλανε να χωρίσουν... "Ταξίδι", ονόμαζε με το νου, την ώρα της αναμονής, τον τρόπο που ήθελε ο πόθος κοντά της να πετάξει... Όχι .. όχι, δεν είναι ταξίδι.. Δεν είναι μέρη ανεξερεύνητα το κορμί της... Δεν είναι άστρα τα μάτια της, δεν είναι θάλασσα τα κύματα που σπάνε στο στήθος του, καθώς την κρατά αγκαλιά... Όχι.. Ήταν και είναι το δικό του κορμί, αυτό που βαστάει.. Η δική του ανάσα, η ανάσα της... Επιστροφή είναι... στον παράδεισό! Εκεί, που δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο να ζητήσεις πια... γιατί τα έχεις όλα!...

Το πρωί, οι κουρτίνες παίζανε με το φως.. Τ’  απαλό χάδι του ανέμου, έφερνε αύρα θαλασσινή, και μνήμες ... που ζητούσαν επίμονα να ξαναγίνουν παρόν... Η παλάμη του, στοργικά σα φωλιά πουλιών, έκρυβε τη καρδιά της... Ολόκληρη, είχε φωλιάσει το κορμί της στο δικό του κορμί.. Τα πόδια τους μπλεγμένα... Της άρεσε αυτή η αίσθηση ανάμεσα στα πόδια της... Πέρασε το χέρι της πάνω από το δικό του.. "Σ’ αγαπώ! Ψιθύρισε.... σ’ αγαπώ!".... Ένα δάκρυ που κύλισε ως τα χείλη της, ήταν η πρώτη γεύση εκείνο το πρωινό.. Ένα δάκρυ, με τόσα πολλά συναισθήματα μέσα.. κι ίσως να είχαν κυλίσει κι άλλα... αν δεν την άκουγε μέσα στο όνειρό του, που ζούσε... Ανασηκώθηκε ελαφρά, έγειρε πάνω από το πρόσωπο της, και το χαμόγελό του σαν ήλιος, της ζέστανε την ψυχή... "Κι εγώ σ’ αγαπώ!" της είπε... Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια... γαλήνεψε η ψυχή της... "Μα, πως.. πως με άκουσες;" Του είπε παιχνιδιάρικα, μα με απορία.. "αφού σχεδόν, το είπα μέσα μου.. και κοιμόσουν".... "Είναι γιατί σ’ αγαπώ, μικρή μου! Ζωή μου! Φως μου! ".... Το χέρι του κύλησε στο λαιμό της... στήριξε το κεφάλι της, και της έδωσε ένα κατακόκκινο, απαλό φιλί... η μέρα είχε μόλις αρχίσει.. κι ήταν εκεί.. μαζί...

16/7/09

Μνήμη παλιά

Μνήμη παλιά που γέρασες μεστώνοντας τη γεύση,
και μόνο με του αρώματος την χάρη σου, μεθώ,
ξεχνόντας το δηλητήριο που σκίαζε η χαρά σου,
σαν ήλιος μες τα κύματα, στη δύση σου, σκορπώ...

Σε κάποια άμμο μακρινή, που δεν έχεις πατήσει,
με τέχνη αρχαία η θάλασσα τις σκέψεις μου θα βρει,
και σε τρομπέτα άγγελου, σ΄όστρακο θα τις κρύψει,
θανάτου εμβατήριο, πριν απ΄τα χείλη, βγει...

Στο τόπο που μου χάρισες, αγάπης εξορία,
τ΄αγγέλου σέρνω τα φτερά, δική μου τιμωρία,
στα πόδια σου ως οφειλή, που πρέπει πια να κλείσει,
κι ελεύτερο πλέον το κορμί, στη γη του να γυρίσει.

Στην βέρα πάνω, προσευχή, έγραψε το φεγγάρι,
και τούτο πια το ταίριασμα, ποιος θ΄αμφισβητήσει;
Οχιά που κουλουριάστηκε, τριγύρω μου με χάρη,
μα μάταια ψάχνει όνειρο στο στήθος να τρυγίσει.

Κι όταν το φως σβηστό, κι η σιωπή κρεβάτι,
και την ανάσα μου ακούς κοντά στο προσκεφάλι,
εσύ με σιγουριά διπλή στα χέρια θα με κλείνεις,
μα της οχιάς το δάγκωμα, δε θα το αποφύγεις.

Κι αν τούτος μοιάζει επίλογος, στο λέω, αρχή είναι
της συμφοράς ο ποταμός στον ουρανό γεννιέται,
κι όποιος ποτέ του δεν πενθεί ποτέ του δεν πεθαίνει
αυτός ποτέ του και δε ζει, και μόνο υπομένει...

9/7/09

χίλια θεριά...

Χίλια θεριά τα θέλω μου,
τριγύρω σου γυρίζουν,
μου έχουν ξεσχίσει τη καρδιά,
και στ΄άστρα τη σκορπίζουν.

Μ΄ενα βλέμα σου μπορείς
παράταση να δώσεις,
σ΄αυτή την άθλια ζωή,
κι ύστερα ας προδώσεις...

Κι από το θάνατο εγώ,
πνοή καινή θα πάρω,
σάρκα από τη σάρκα σου,
κι αγάπη από τον Χάρο.

Παράδεισος η νύχτα μου
στα σκοτεινά σου μάτια,
ποτάμι τα μονοπάτια σου,
και θάλασσα τα μάγια...

Κι όταν ψηλά στον ουρανό
θα γίνω ένα αστέρι,
και να αλλάζουν οι εποχές,
εμένα τι θα μέλλει;

Στον ουρανό ή στον βυθό,
ίδιο γαλάζιο φόντο,
μαύρο τις νύχτες όπου κλαις,
και φωτεινό στον όρκο...

Αστέρι μέσα στο βυθό
ή δίπλα στο φεγγάρι...
Που για ταξίδια άγνωστα,
ο μόνος θα σαλπάρει..

7/7/09

Της νύχτας τα κάστρα

Της ερήμου πλοία γίναν τα θηρία,
και τα άστρα μοιάζουν τόσο μακρινά.
Ξεχασμένα βρήκα αρμαθιές κλειδιά,
κάστρα ερημωμένα κάπου στο βοριά.

Κάπου βρήκα εμένα, κάπου και εσένα,
όαση, στο δάκρυ πάνω ζωγραφιά.
Της ερήμου, είπα, είναι τα παιχνίδια
κι όμως όπου πάω, βρίσκεσαι κοντά.

Νύχτα με τα δώρα, νύχτα τρυφερή,
πως θ΄αντέξω νά΄ ρθει πάλι η αυγή;
Μείνε στην καρδιά μου, σφάλισε τα μάτια
όταν με κοιτάξει τον πόνο μου μη δει.

Κι ίσως αν μετρήσω όλα σου τα άστρα,
τότε να ξεχάσω πως την αγαπώ...
Και θα χτίσω πάλι, όλα μου τα κάστρα
τα κλειδιά στο χέρι, γερά θα τα βαστώ..

1/7/09

Παιχνίδια ψυχής..

Το μαύρο δάκρυ που ζητάς γύρεψε στο ποτήρι,
τη νύχτα που ο πόνος τα βλέφαρα θα γύρει.

Όμως ποτέ άμα το πιεις, γυμνή να μη χορέψεις,
μπρος στης ματιά σου το φονιά, καθρέφτη να μη θέσεις.

Κι εσύ, που γύρεψες βωμό, βωμό θε να στολίσεις,
από τα πάθη της καρδιάς, όπου θα μαρτυρήσεις.

Κόκκινο χρώμα, της φωτιάς, σου πρέπει να φορέσεις,
μέσα στη νύχτα να καείς, κι ως το πρωί ν΄αντέξεις...

Καθώς τα άστρα σβήνουνε, να σβήσει κι η φωνή σου,
κι αυτό που φόραγες κορμί, να γίνει η ψυχή σου..

Στάχτη που σκόρπισε η αυγή, από τσιγάρο πρώτο,
κι ο χρόνος το λησμόνησε, χωρίς να κάνει κρότο...