Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/6/13

Κρυφό σύμπαν

Θα φυτέψω τα λουλούδια αναστραμμένα…
Να έχουν τη ρίζα τους στ’ άστρα, και το άνθος τους
Χωμένο βαθιά στη σκοτεινή γη.
Να μη το κάψει, όνειρό μου, το φως.

Θα γελιούνται οι τυφώνες του μίσους,
Από τον λάκκο.. θα προσπερνάνε.
Δε θα φαντάζονται, πως, σε μια τόση δα τρύπα
χώρεσε το απέραντο…

11/6/13

Χρόνος αόριστος.



Χρόνος αόριστος... νοθεύοντας ένα ατέλευτο παρόν. Σαν τι μοιάζει κάτι που δε συνέβη ποτέ;
Στον καθρέφτη ξεδιπλώνουν  όλες οι απάτες  τα φτερά τους. Πεταρίζουνε στη καρδιά… Δε τις φοβάμαι… Από το πρώτο σκίρτημα ως τα τώρα, συνήθισα. Δεν κοιτώ τον καθρέφτη. Κι όταν τον κοιτώ, γνωρίζω, πως είναι κάποιος άλλος εκεί.. Κάποιο μοχθηρό πνεύμα, μια καταδικασμένη ψυχή. Πώς θα μπορούσε να είναι η δική μου;
Μετρώ με τις νύχτες, τις φωτεινές μου στιγμές. Και το άθροισμα είσαι πάντα συ. Εσύ που ποτέ δεν υπήρξες  παρών και πληρών. Είναι η απουσία σου.. Ίσως, όμως, είναι η δική μου απουσία..  Τόσες ελπίδες, τόσα όνειρα, και σε κανένα να μη χωρέσω την ψυχή μου. Θάλασσες και πελάγη, μα κάθε που έσκυβα να πιω νερό από τα χείλη σου, στερεύανε… Μικραίνανε και γινόντουσαν ένα λίθινο κοίλωμα, λιοπύρι…  Που στέγνωνε στη δίψα τη ψυχή.
Αύγουστος, λες… θερισμού ώρα… Μα ακόμα κι οι άνεμοι στερεμένοι.. Σα να κοντοστέκονται, μήπως τελευταία στιγμή φανείς.. Σα να γυρεύουν να βρουν για να ταξιδέψουν την αρχή της κλωστής, το νήμα της ζωής μου. Στέκονται, σάμπως στη μέση του πουθενά..  Τα χείλη μου πληγιασμένα από την δίψα σου.. και στέκομαι μαζί τους, περιμένω… Αυτό που ποτέ δεν έζησα και ποτέ δε θα έρθει. Γίνομαι ολάκερος προσευχή, θάνατος… και στο τέλος τέλος, ένα λίθινο κοίλωμα… που δε χωρά τη ψυχή μου, όσο κι αν μίκρυνε. Όσο κι αν κλάδεψα τα όνειρά της.. κι αν αρνήθηκα την ύπαρξή σου, και τη δική μου μαζί..

Άτιτλο

Τυλίγω τη σπονδή των νεκρών στιγμών , κορδέλα κόκκινη, λάβαρό μου. Το σύνθημα:  " Όχι άλλες αδικοχαμένες στιγμές " ... Σελώνω το πιο άγριο Άτι της Νύχτας, για χαλινάρι του φορώ τα πιο φωτεινά άστρα. Μ ΄ακόμα κι έτσι, τα μάτια του πύλες είναι φωτιάς.. στο χτύπημα της οπλής του σχηματίζονται μικρές λίμνες ιδρώτας... Θάλασσα λες... μα είναι αλάτι που πίνεται, άγιασμα ζωής. Απόψε, σε χρίζω Βασίλισσά μου, μα πρι την αυγή θα έχω κάψει όλα τα πυκνά δάση, κι όλους τους χάρτες. Στη μέση της νήσου, εσύ... Σταυρωμένη, με τα πυρωμένα καρφιά των πόθων, ήρεμη και νεκρή.. Σημάδι να μη χάσει ξανά η Σελήνη το δρόμο της.. Ως το επόμενο γέμισμα της ψυχής σου...  και την ευκαιρία πάλι να σε σκοτώσω από έρωτα. Δίνοντάς σου την χαρά της ανάστασης.. Έτσι ώστε, καμιά στιγμή κοντά σου να μη πεθάνει ξανά, όσο η θελησή σου υποταγμένη θα είναι σε μένα. Άρχοντας και Κύριος της Καρδιάς σου....

7/6/13


Ζωγραφίζω στη σκόνη λουλούδια
και σκορπίζω, αεράκι σ' αυτά, τη ψυχή μου...
Το αναμένομενο: να περπατήσεις πάνω τους,
χωρίς να τα μυρίσεις ποτέ... 





Συναντάς σε ένα τρένο, στο βαγόνι, μια κοπέλα τρελή στα μάτια.. Με κερασένια χείλη, στάζουνε όνειρο πρωινό, και αίμα.. Πάνω στο κορμί της έχει φωλιάσει η συννεφιά μιας μπόρας που έπεται... Στο χέρι βαλίτσα. Τίποτα περισσότερο δεν έχει μέσα από την ίδια... "Δεν ήταν αυτός ο σταθμός", μονολογεί.. Και κοιτά από το παράθυρα τα δέντρα και τις πόλεις να περνάνε. Κι η καταιγίδα ολοένα έρχεται. Χωρίς ένα δάκρυ. Ένα βλεφάρισμα, μια απορία ή μια έκπληξη.
Πάνω από ένα γεφύρι, την είδα να πετά την βαλίτσα στα νερά.. Κατάλαβε πως την κοιτούσα. Θέλησε να τελειώνει με αυτό. "δεν έχει τίποτα μέσα", είπε.  Και τα μάτια της στραφήκανε πάλι στο παράθυρο. Μη καταλάβει κανείς, πως όλο αυτό ήταν μία ακόμα απόπειρα να δραπετεύσει.. Πως , αυτό που ήθελε, από την πρώτη στιγμή που είδε το γεφύρι από μακριά, και το ποτάμι να το διασχίζει, ήτανε να ταξιδέψει πέρα από τις ράγες, τη λογική, σε αυτά τα νερά...  Κι όπου "βγει"...
Ήταν ακόμα ένα πρωινό της όνειρο.. σε εκείνη την ατέλευτη διαδρομή. 


"Όσα χρόνια κι αν περάσουνε αγάπη μου, την ομορφιά σου δε θα την αγγίξει ο χρόνος", της είπε... Κι εκείνη, τον πίστεψε.. ανέβηκε στην οροφή του μεγάλου πετρόχτιστου σπιτού της, κοίταξε γύρω της τον κόσμο. Πρόσωπα του μόχθου, πρόσωπα του πολέμου, πρόσωπα μισά σα φεγγάρια κι άλλα, σκοτεινά σα υγρός πηλός, που περιμένουν ένα χέρι να δώσει μορφή. Σα ρόδι αφέθηκε να πέσει, κι έβαψε στο κόκκινό της το φως.. έβαψε και το σκοτάδι...
Θέλησε η ανόητη, να μοιραστεί την ομορφιά της, με όλο τον κόσμο...