Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

28/8/13

Μειδίασμα

   Κοίταξε τα μάτια της…
   Εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα, ατημέλητα, κοιτούσε μ’ ένα ελαφρό μειδίασμα που ερωτοτροπούσε με το φως, τις κουρτίνες στο ανοιχτό παράθυρο. Κι αυτές ανεμίζανε, χαιρόντουσαν τον δροσερό άνεμο που τις έσπρωχνε απαλά, σα χάδι.. Σα το δικό του χάδι, που συνεχιζότανε τώρα με τα μάτια του.. Τα ένιωθε,  να ασελγούν τρυφερά με το γυμνό της κορμί.. Ένιωθε την πληρότητα και μαζί τον πόθο του, να τη ντύνει ευτυχία!  Αυτή η ευτυχία ήταν κι ο λόγος που υπήρχε αυτό το απόλυτα γυναικείο, μειδίασμα! Ο λόγος που το φως σταματούσε στα χείλη της.. κόβοντάς του την ανάσα, σταματώντας την καρδιά του από την ανάγκη ν’ ανασάνει ξανά την πνοή της! Τα καστανά της μαλλιά, ακόμα μπερδεμένα με τα όνειρα….
   Κοίταζε τα μάτια της που κοίταγαν αλλού, κι ο χρόνος σκάλωσε, αρνήθηκε να κινηθεί προς τα μπρος… Κι ύστερα , άξαφνα, το όνειρό του έστρεψε αργά τα μάτια της πάνω του.. Ζούσε στο όνειρό του λοιπόν! Πώς να την αποχωριστεί; Πώς να φύγει; Πώς να γυρίσει πίσω στην κανονική ζωή, και πως, πώς να αντέξει το χρόνο, ώσπου, να τη συναντήσει πάλι; Καθότανε στο κρεβάτι, δίπλα της, και την κοιτούσε…  του έπιασε το χέρι.. του έτριψε τα δάχτυλα, την παλάμη..
«Πρέπει να ντυθούμε.. πέρασε η ώρα»…
Η ώρα! Αυτή η υπέροχη ώρα, που τους ανήκε, πέρασε… Η πραγματικότητά του πιο δυνατή από το όνειρο.. ή μήπως όχι; Όσο μακριά και να βρεθούνε, εκείνη θα είναι πάντοτε γυναίκα του, κι αυτός, σάρκα δική της και αλήθεια μέσα στο ψέμα. Η ζωή τους μία παρένθεση μες τη ζωή κάποιων άλλων.. Όμως ποιος αποφασίζει για το πώς θα ζήσει τελικά; Κανείς. Όλοι το θέλουνε, μα κανείς δεν αποφασίζει με αυτοκυριαρχία. Τα χρόνια δένουν τους ανέμους μέσα σε σπίτια, κι αφήνουν μόνο, ανοιχτό κάποιο παράθυρο, να μη πεθάνει από μαράζωμα το άνθος της ψυχής. Ακόμα και τα αστέρια γίνονται με τον καιρό, φωτογραφίες και κορνίζες που στολίζουν τα «θέλω», στους τοίχους και τα έπιπλα… Ελεγχόμενη τάξη, ένα τεράστιο ψέμα. Κι η αλήθεια, η ύπαρξη, μία μικρή παρένθεση, ένα μικρό ρυάκι σα ρωγμή, να κυλά το απέραντο, όσο χωρά…
   Μια τόση δα ρωγμή τα κόκκινα χείλη της. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πάνω της , μ’ ακόρεστη δίψα, να ρουφήξει φως και πνοή η ψυχή του… Ύστερα, με μια βαθιά ανάσα και με μάτια ακόμα κλειστά, ψιθύρισε  τρυφερά με απογοήτευση: «ναι, πέρασε η ώρα»… Ντυθήκανε, ο καθένας μόνος του, σταθήκανε αντικριστά και δώσανε ένα τελευταίο φιλί. Πιασμένοι χέρι χέρι, ανοίξανε τη πόρτα, κατεβήκανε τη σκάλα, και λίγο πριν την εξώπορτα αφήσανε και τα χέρια.
    Μαζί και μόνοι….  Αδύναμοι να αποποιηθούνε τις ευθύνες τους και συνάμα αρκετά δυνατοί για να μη το κάνουνε. Την συνόδεψε ως τον ηλεκτρικό, να πάρει το τραίνο.. κι όταν εκείνη αναχώρησε χαιρετώντας τον μέσα από το παράθυρο, με μια μικρή, μυστική χειρονομία, κι ένα μειδίασμα τόσο όμορφο, τόσο γλυκό και μαζί λυπημένο, αυτός δεν ήξερε, αν ήτανε μεγαλύτερη η χαρά του για την ευλογία που τη γνώρισε, ή, η λύπη, της καθημερινότητας χωρίς εκείνη. Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν εκείνη:
«Σ’ αγαπώ!» του είπε… «Ξέρω πως σου ζήτησα να μη το πούμε ποτέ, μα σ’ αγαπώ!»
«Κι εγώ… πολύ. Και ήδη μου λείπεις»…
«Να σου λείπω… έτσι πρέπει… Φιλί μου!»
«Φιλί σου»….
Έκλεισε το τηλέφωνο… « έτσι πρέπει» επανέλαβε τα λόγια της.. Κι άγγιξε ανεπαίσθητα με τον αντίχειρα τις άκρες των δαχτύλων του, αναπολώντας τη ζεστή της σάρκα.. «Έτσι πρέπει;»
Ίσως έτσι έπρεπε. Ίσως είναι η καθημερινότητα που αλλάζει τις αλήθειες και τις κάνει να μοιάζουνε ψέμα… Ίσως οι αλήθειες να μην αγαπάνε αληθινά τους δυνατούς ανέμους, όπως δεν αγαπούνε κι την έλλειψή τους. Ή  ίσως, είναι απαραίτητη μια καλή δικαιολογία, για να αντέχουμε, χωρίς τις θύελλες να ζούμε….

22/8/13

Κουτάκια

Κόπιασε, άμα διψάς, πεινάς, φοβάσαι..
Έχω για σένα τα πιο όμορφα κουτάκια.
Αν κρυφά αγαπάς, ελπίζεις, πεθαίνεις..
Έχω τα πιο κατάλληλα κουτάκια να ταφείς.
Έχουνε κάποια ζωγραφισμένο ουρανό,
κι άλλα μια τρύπα, να κοιτάς με το’ να μάτι.
Κανείς δε θα μάθει αν κρύβουνε λύπη ή θησαυρό,
πέρα από σένα που θα κατέχεις το κλειδί.

Όσα κουτάκια θες!.. να χτίσεις πολυώροφες  πολυκατοικίες
ή να τα βάζεις στη σειρά σα τραίνο έτοιμο ν’ αναχωρήσει
ή,  όπως βαγόνια αραγμένα στο σταθμό,
όπου κανείς δε πρόκειται,  πια, ν’ αναζητήσει…

ότι απομένει



Είδα το όνειρο να στέκεται ολάνθιστο μπροστά μου.
Τύφλωσε η λάμψη του τη λογική μου
παρέλυσε η ομορφιά του τις αισθήσεις μου.
Ένιωσα την τρέλα κοφτερό σπαθί, να μπήγεται στα σπλάχνα μου
και το θάνατο να με κατατρώει, αργά, βασανιστικά,
κι ωστόσο με σαδιστική βουλιμία.
Ένιωσα τη ζωή να γίνεται σκιά και γω σκιά της….
Βάσταξε αυτό χίλια χρόνια νεότητας...

Μα κάποτε, είδα την ομορφιά να δύει όπως ο ήλιος.
Σκοτεινιάσανε τα βαθυγάλανα νερά
και τα εύφορα λιβάδια, γίναν αμόνι
να σφυροκοπά ο παγωμένος άνεμος την αντοχή.
«Ό,τι απομένει», άκουσα ένα σύννεφο να μονολογεί,
«είναι η βροχή. Ούτε η γη, ούτε ο σπόρος.
Μόνο το αιώνιο υδάτινο ποτάμι που κάνει κύκλο».
«Ό,τι απομένει, είναι αγάπη» το διόρθωσε ένας άγγελος.
«Όλα τα άλλα είναι ψέμα και θα χαθούν
σα την ομορφιά, που παρασέρνει ο χρόνος».
«Ό,τι απομένει είναι ο θάνατος» συμπλήρωσε ένας τυχάρπαστος.
«Αλλά ευτυχώς, δε θα γίνω ποτέ λάφυρό του.
Αφήνω το θησαυρό, σε κείνους που του βρίσκουν αξία».

Είδα την ομορφιά να φθίνει, να χάνεται,
και τη νύχτα γυμνή, δίχως το πέπλο της.
Αισθάνθηκα τη γύμνια της στα κόκαλά μου.
Μία γυμνή ψυχή, απόμεινε η μόνη δύναμη,
που να μπορεί να με σώσει από τη γύμνια μου.
Ο θάνατος μου χαμογελά, μιλά και λέει:
«Μόνο ο θάνατος μπορεί να σε σώσει,
από το θάνατο ή τη ζωή σου».
Είδα τη νύχτα να κλαίει, σαν έφηβη,
ανάμεσα στ’ άστρα την αιωνιότητά της.
Κι όλοι να λένε κοιτώντας την περίλαμπρη σελήνη
τυλιγμένη στα γεμάτα βάτα μαλλιά της:
«Τι όμορφη που είσαι Νύχτα, τι όμορφη Νύχτα!»
Κάνοντας ευχές τα δάκρυά της
και ποιήματα τον πόνο της.

Κι η νύχτα θα φύγει, κι η μέρα θα ξαναφύγει.
Ό,τι απομένει, η ερημιά, ο κύκλος, το γυμνό ψέμα.
Ούτε καν η αγάπη, ούτε καν ο θάνατος.

18/8/13

Ελπίδα

_ Μια μέλισσα μπήκε στο αυτί μου! Μια μέλισσααα!!!!
_ Σώπα, ησύχασε, άσε με να δω… Έφυγε πάει!
_  Χριστέ μου!..  ευτυχώς που δε με τσίμπησε…
Αυτή ήταν η πιο έντονη αντίδραση της τις τελευταίες δυο εβδομάδες. Η αδρεναλίνη που κύλησε στο αίμα της, έκανε το χλωμό πρόσωπό  της , να ροδίσει απαλά…  Πλησίασε στο μεγάλο παράθυρο του σαλονιού, στήριξε ελαφρά τα δυο της χέρια στο πρεβάζι, και κοίταξε αόριστα έξω…  Ο καυτός μεσημεριάτικος άνεμος, και το τόσο φως, δε την βοηθούσε καθόλου.  Στάθηκε λίγο, αφουγκράστηκε τη κίνηση στο δρόμο κι ύστερα απογοητευμένη τράβηξε την κουρτίνα και στράφηκε ξανά στο εσωτερικό του σπιτιού. Ήτανε πάλι χλωμή.
_ Πρέπει να φύγω, της είπε. Τον κοίταξε αόριστα, όπως κοιτούσε έξω από τα παράθυρο…
_  Είμαι καλά, μην ανησυχείς… θα μου περάσει.
Την πλησίασε και την αγκάλιασε.. ευχότανε μέσα του να είχε η αγκαλιά του τη δύναμη να απορροφήσει το δηλητήριο που μαύριζε την καρδιά της…  Τον αγκάλιασε κι αυτή. Την κοίταξε λίγο στα μάτια πριν χαιρετήσει, κι έφυγε.
Τον τελευταίο καιρό, ένιωθε πως όλα γύρω της περνούν και φεύγουνε δίχως να μπορούνε να την ακουμπήσουν.. εκτός ίσως , από τον φόβο που έφερε εκείνη η μέλισσα.. το βουητό της. Κι ένα άλλο βουητό που τόσο λαχτάρησε …  Το βουητό της θάλασσας! Πέρα από τους τοίχους, το κάλεσμά της γινότανε μέρα με τη μέρα όλο πιο δυνατό,  αλμυρή πληγή στα στήθη της.. Κι ο χώρος ανάμεσα στους τοίχους, όλο πιο ασφυκτικός, πιο στενός…  Φορές φορές  γύρω στα χαράματα, είχε την αίσθηση πως  πριν προφτάσει να δει την αυγή, οι τοίχοι του σπιτιού θα την καταπιούνε.  Δεν ήθελε να πεθάνει.. δεν ήθελε να ζει.. δεν ήθελε απολύτως τίποτα, πέρα από τον κυματισμό της θάλασσας και τον ορίζοντά της. Όλα τα άλλα άοσμα κι άχρωμα, αδιάφορα.
Μια τυχαία ματιά, της αποκάλυψε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Δεν ήτανε πια παιδί, ούτε κορίτσι..  οι ρυτίδες της την κάνανε να φαίνεται μία γοητευτική γυναίκα. Περάσανε γρήγορα τα χρόνια, και δεν πρόλαβε  να συνειδητοποιήσει  το πώς, Πάντα είχε κάτι να κάνει, κάτι για τους άλλους, καθώς από μικρή που νυμφεύθηκε, οι ευθύνες των άλλων την ακολουθούσαν. Πάνω από όλα, ω ναι, έβαζε τα παιδιά της.. Ο χρόνος που αφιέρωνε σε αυτά, την προστάτευε από το κάλεσμα της θάλασσας. Μα τα παιδιά μεγαλώνουνε, κι έρχεται μοιραία κάποτε η ώρα που τελειώνουν οι δικαιολογίες, κι η ψυχή δε μπορεί πια να σωπάσει το κάλεσμα μέσα της. Ένα άγνωστο πρόσωπο κοιτούσε στον καθρέφτη, κι ας ήτανε κάθε ρυτίδα, μία δικιά της στιγμή, η έκφραση ενός χαμόγελου, ο πόνος κι η πίκρα κάποιας απώλειας – σημάδι πως η ρόδα πάντοτε κυλάει - , κάποια αγαπημένη γκριμάτσα, και κάποια άλλη, οργής…  Όλα τα συγνώμη και τα ευχαριστώ, οι σιωπές, οι φωνές, τα λάθη τα όνειρα και οι ευχές.. Όλα ήτανε αποτυπωμένα σ’ αυτό το πρόσωπο, που τόσο δύσκολο της ήτανε να αναγνωρίσει ως δικό της. «Ίσως», αναρωτήθηκε, «έζησα τη ζωή  μιας άλλης, κι όχι τη δική μου».
Υπήρχε ένα μικρό λιμάνι χωμένο στην άμμο..  και μια ξύλινη ετοιμόρροπη προκυμαία. Η άμμος είναι ιδανικό μέρος να βρίσκεις κοχύλια… κι αφιέρωνε ώρες ολόκληρες σε αυτό.  Πόσα διακοσμητικά είχε φτιάξει με τα σχεδόν κοριτσίστικα χέρια της από κοχύλια! Κάθε ένα που έφερνε μες την παλάμη της, είχε την δική του ιστορία και το δικό του τρόπο να της μιλά!.. Συνήθως της μιλούσανε με χρώματα.. άλλες φορές, σιγανά μέσα από τον άνεμο.. κι άλλες  με το φως…  Πόσο πολύχρωμος ήταν ο κόσμος! Απέραντος κι απρόβλεπτος…  γεμάτος μαγεία!  Άκουγε τα βράδια, κάτω από τα πεύκα, τη φωνή της θάλασσας.. Ιστορίες για κάποια γοργόνα που γύρευε τον μέγα Αλέξανδρο..   Ναυτικούς που χαθήκανε αφήνοντας  πίσω στη στεριά έρημες,  τις δικές τους γοργόνες να τους περιμένουνε.. Είχε ακούσει κάποτε κάποιον ψαρά, πριν ανοιχτεί με τη βάρκα του στο πέλαγος, ν’ αποκαλεί το ταίρι του γοργόνα.. και να την αποχαιρετά μ’ ένα φιλί.  Κανείς άλλος δεν είχε δει τόσα πολλά και δεν είχε τόσα να πει, τόσα να κρύψει ή να φανερώσει, όσα η θάλασσα! Σα την ψυχή της…
Ένα βράδυ ο άντρας της  επιστρέφοντας στο  σπίτι  βρήκε μόνο, χάρτινα καραβάκια στη σειρά.. και προσεχτικά τοποθετημένα δίπλα τους, αράδα, διάφορα μικρά κοχύλια... Τρεις μέρες αργότερα  βρήκανε τα ρούχα της διπλωμένα σ’ ένα βράχο  πλάι στην θάλασσα.
Τη νύχτα που εξαφανίστηκε , η Πανσέληνος ήτανε τόσο μεγάλη, που άγγιζε τη γη. Το φως της μπερδεύτηκε στα ξανθά της μαλλιά, και της έβαλε τέτοια φωτιά, που έφθασε ως την ψυχή και την κατέκαιε. Η θάλασσα έγινε η μόνη της ελπίδα, να τη σβήσει…

15/8/13

Κάλεσμα..

Κι αν με σιωπή σκεπάσεις τις εικόνες
δεν θα αντέξουνε.
Πάνω στα λευκά βότσαλα θα καούν.
Θα σκορπίσουν αφημένες στο κύμα
κι όπου κι αν είσαι ή ταξιδέψεις,
θα έρθει ο χρόνος πάλι ν' ανταμωθείτε.
Δεν ησυχάζουν οι θάλασσες
που γεννούνε τα μάτια σου.
Δεν ησυχάζει το κάλεσμα,
δε γίνεται να σωπάσει.
Κάποτε στέλνω στα κρυφά
από το βασίλειο των ονείρων μου,
ένα μικρό ψάρι, ένα γλάρο
ή ένα κρινάκι της θάλασσας
να βρει τη ματιά σου.
Μία ευχή, προσευχή, φιλί.. ή ένα χάδι.
Εικόνα περαστική
που τόσο γρήγορα σβήνεται
μέσα στις άλλες, ώστε,
ίσως δε το προσέξεις καν - μα ξέρω,
πως μια στιγμή έστω
θα γεμίσει την ψυχή σου.
Η ευχή, το φιλί και το χάδι μου!
Θα σε βρω όπου κι αν είσαι,
στην πιο απόμερη αμμουδιά, ή,
μέσα στα ψεύτικα τείχη μιας πόλης..
Δίπλα σε άσφαλτο γεμάτη αμάξια
ανάμεσα σε κόσμο..  ή μόνη.
Θα σε βρει
Γιατί αυτή η θάλασσα
δεν κοιμάται ποτέ,
δε γνωρίζει από κανόνες και πρέπει..
Είναι η θάλασσα των ονείρων μου,
των ονείρων που εσύ γέννησες..
Και πάντοτε ταξιδεύει..
Την γεννάνε τα μάτια σου,
κι αυτή η εικόνα, δε φθίνει.

Τα μάτια σου είναι πράσινα δάση
και διψασμένη γη..
Είναι τα καφετιά φτερά του σπουργίτη
την ώρα που σβήνουν στο φως.
Τα μάτια σου έχουνε το χρώμα των μαλλιών σου.
Κρύβονται σε αυτά παραμύθια,
χνάρια από ξωτικά κι ανάσες δράκων..
Άστρα γεννημένα από Αγάπη και Πόθο,
μου καίνε το βυθό της ψυχής μου!
Τα μάτια σου είναι τα δάση
κι είναι το κάλεσμα της θάλασσας..
Είναι ο ουρανός κι η γη.
Μήτρα του Θεού και δική μου..
Υπέροχος τρόπος να ζήσω ή να πεθάνω,
αφού, εντός σου,
μπορώ πάντα  να γεννηθώ ξανά..

Πως κυματίζουνε τα μαλλιά σου
και μεθούνε τον άνεμο!..
Κάλεσμα είσαι, Φιλί Μου..
Κι η θάλασσα μέσα μου, Εσύ!
Ο παράδεισος στη γη Εσύ!
Κι η κόλαση,  να είμαι μακριά σου..
αν ήτανε ποτέ μπορετό αυτό,
καθώς, απ' όταν τα ξωτικά των δασών σου
με στοιχειώσανε με ζωή,
η σκέψη μου   κι η καρδιά μου
σου ανήκει!
Κι είμαι
ευχή, χάδι, φιλί, όπου εσύ είσαι.
Θάλασσα απέραντη και κυματίζω..
Όνειρό μου, φιλί μου, Ζωή!!!