Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/11/15

Χωρίς αύριο




   Γύρω από το πρόσωπό του στροβιλιζότανε λευκός καπνός,  έμοιαζαν τα μάτια του φάροι που τους σκέπαζε πυκνή ομίχλη. Έρποντας από τα βάθη ξεχασμένου πηγαδιού, η φωνή του σταθερά και αργά ολοένα την πλησίαζε, με τρόπο που όταν αυτός γυμνός στάθηκε ένα χνώτο απόσταση από το χνώτο της, εκείνη βυθισμένη στην δίνη του ονείρου της, άπλωσε αβοήθητη τα χέρια της σε αυτόν, υποταγμένη στη θέληση της φωνής, ξεχνώντας ποια είναι και τι γύρευε φθάνοντας ως εκεί: ένα βήμα πέρα από την άκρη των φόβων της.
Πολλές εικασίες θα μπορούσανε να ειπωθούν γι’ αυτό το ένα και μόνο βήμα.. γι’ αυτά τα όρια που έχτιζε άσκοπα χρόνια, αφού στο τέλος το μόνο όριο, η μόνη αλήθεια, είναι εκεί που πατάμε. Και για όσο.

   «Τα χρυσά κλουβιά», της λέγανε και κείνη το πίστευε, γιατί εμπιστευότανε εκείνους που το λέγανε, «δεν σκουριάζουν». Μα σαν πλημυρίσουν τα μάτια και η καρδιά, όπως αποδείχτηκε, τα πιο τέλεια κλουβιά είναι τα πρώτα που σκουριάζουν. Μα μόνο τα μάτια που πλημυρίσανε μπορούν να νιώσουν και να το δουν. Είναι η στιγμή που η εικόνα δεν είναι απλώς μία εικόνα, αλλά ένα αραχνοΰφαντο που αδυνατεί να εμποδίσει όσα πέρα από αυτήν, να καταφθάσουν ή να δραπετεύσουνε.. Είναι η στιγμή που η πόρτα στο χρυσό κλουβί καίγεται σαν ψάθινη μην αντέχοντας ως ψέμα το φλογερό φως της αλήθειας, που ξύπνησε κι αρνείται πάλι να κοιμηθεί…
   Ούτε η μουσική ούτε τα ονόματα, ούτε ο χρόνος έχουν αξία μεγαλύτερη από την γυμνή τούτη φλόγα. Ούτε τα πρόσωπα, καθώς τα σκηνικά καίγονται μαζί με αυτά, κι ο άνεμος, η έρημος, η στάχτη, είναι τα μόνα που απομένουν να διηγηθούνε την ιστορία.
   «Έλα!» της είπε η φωνή και το χνώτο του καψάλισε τα χείλη της… «Άργησες, χάθηκες φαίνεται στον δρόμο, μα τώρα ήρθες – τώρα είσαι εδώ.» Έριξε μια κοριτσίστικη ντροπαλή ματιά στο δικό της γυμνό κορμί, μα το χέρι του της ίσωσε το πηγούνι. Ω ναι! Τα μάτια του τώρα τα έβλεπε πεντακάθαρα, δυο φωτεινές πηγές που κατακρημνίζονται από βράχια άγρια και ψηλά, που  χάνονται λες στα ουράνια. Χρόνος άχρονος! «Μη! … απλά έλα! Όσο κι αν άργησες είσαι τώρα εδώ, και το τώρα είμαστε εμείς. Χωρίς ψέματα, χωρίς δικαιολογίες, χωρίς σωστό ή λάθος. Και χωρίς το δρεπάνι του αύριο…»

29/11/15

Δάση



Οι άνθρωποι χτίζουνε τα δικά τους δάση. Τα σκιερά μυστικά τους  υψώνουν ορόφους πάνω από την αλήθεια, πανύψηλα δέντρα για να κρύψουνε και να κρυφτούνε. Κι όπως σε όλα τα δάση, δίπλα στην ομορφιά της άπλετης σιωπής των μικρών ψιθύρων - αυτών που νανουρίζουνε την ψυχή σαν αλλοτινό τραγούδι των παιδικών χρόνων - κοιμούνται ξυπνάνε και κυνηγάνε, οι φόβοι· με μορφές τόσες όσοι οι απόηχοι του ονόματός τους στη φωνή του ανέμου.  Χτίζουνε δέντρα γυρεύοντας φως σκεπάζοντας το φως του διπλανού τους αναγκάζοντάς τον, σύντομα, αυτόν ή κάποιον άλλον να σηκώσει δέντρο ψηλότερο, ζώντας στο τέλος σε σκιά βαθύτερη, τόση, που στο τέλος γίνονται οι ίδιοι σκιές.

Που και που κάποιο τρωκτικό ξυπνάει μνήμες τραγανίζοντας με τα δοντάκια του τις ωραίες ψεύτικες υπερβάσεις, ανοίγοντας τρύπες στα ψηλά κούφια δέντρα, τρύπες που κάνουν λησμονημένα όνειρα , επιθυμίες, καρδιές, να χάσκουν - τρομοκρατώντας τους. Και τότε σκαρφαλώνουν όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο μακριά, γυρεύοντας ξανά φως… ή που αρχίζει να βρέχει, αργά, σταθερά, μονότονα, μουσκεύοντας το νου ως το μεδούλι, μεταμορφώνοντας στο τέλος τους ανθρώπους σε μικρά τρωκτικά, που πασχίζουνε να ξεγλιστρήσουνε μέσα από τα ξύλινα δόντια του εφιάλτη τους.