Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

26/3/10

Ατιτλο

Ταξίδια από τις άκρες των δαχτύλων
ως τις άκρες των δαχτύλων...
Πλεκτό αόρατο που λύνεται μονο του.
Χάσκει ανάμεσα στα δάχτυλα η ψυχή.
Λίγη μοιάζει, κουλουριασμένη καθώς κοιτά
σα μωρό ή κορίτσι ανόητο, ερωτευμένο.
Δεν υπάρχει παράθυρο με Θέα.
Δεν υπάρχει χώρος. Δεν υπάρχει χρόνος.

Κι ύστερα φέρνει τα μπλεγμένα δάχτυλα στα χείλη.
Στηρίζει τις έγνοιες, ακινητοποιεί την σκέψη.
Ο άνεμος σωπαίνει... Φύλλο δεν κουνιέται.
Πομπή αοράτων παρατάσεται εμπρός του.
Εκείνος δε σηκώνει τα μάτια να δει. Δε κοιτά.
Το νιώθει πως έφτασε η ώρα, δίνει παράταση στη σιωπή.
Όλα είναι ανακατωμένα κι όμως όλα στη θέση τους.
Απολαμβάνει ήσυχα την ηρεμία τους.
Όλα είναι εντάξει τώρα.. Όλα είναι Εντάξει!

24/3/10

Άτιτλο

Πικρή βροχή κυλά στα φυλώματα και στα κοιλώματα
που κάποτε λεγότανε καρδιά.
Φθινόπωρο στο Δάσος κι ο Χειμώνας φτάνει...
Από καιρό έχουνε φύγει τα πουλιά για κάποιο Νότο,
που φύλαξαν τα έρημα κλαριά νοσταλγικά
στις ρίζες, που αντέχουνε στον κρότο,
όταν φυσάει ο Βοριάς και τα κλαριά τσακίζει.

Πενταέρημη, χωρίς φτερά, τυφλή από τον πόθο
μα πιο πολύ από του πόνου την φωτιά,
γυμνή, λίγα φορώντας άνθη στραγκισμένα
τον θάνατο ως την ύστατη αντοχή να πολεμά,
Ψυχή πιο πολύ από σώμα, η Αγάπη,
με τις σταγόνες της βροχής να παίζει
και του σκληρού ανέμου τη φωνή,
στιχάκια να σκαρώνει και στεφάνια.....

Κι είναι σπίτι της το Δάσος, κατάρα και χαρά.
Σε ονείρατα να χάνεται, δρομάκια άγνωστα
και ποτέ πίσω να μη μπορεί να επιστρέψει,
που μάτια σα ρόζους δέντρων πάντα ανοιχτά,
αντί για δάκρυ φτιάχνουν για να ζήσουν.
Κι είναι το όνειρο ανάσα... Τόσες ανάσες μαζί,
που κάποτε ένα κομμάτι του Δάσους λαμπαδιάζει
και μένει στάχτη μόνο.

Κι όλο γυρεύει τότε, σπόρους στην καμένη γη..
κι όσους βρει, κυρίως τους καμένους,
φυτεύει στ΄άστρα, σκαρφαλόνοντας σ΄αυτά
με προσευχή και τους καπνούς π' αχνίζουν.
Τυφλή είναι.. ματώνουν τα χέρια της γυρεύοντας
τον σπόρο... Θαρρεί τον καπνό πουλί
και στις φτερούγες του αφήνεται, και φτάνει.
Άλοτε πάλι, ο καπνός, στη γη βουλιάζει
κι η γη σα στήθη ανοιγμένα, λαίμαργα τον ζητά...
Κι άλοτε, σιγοκυλά και χάνεται και πάει,
σε λίμνη και στης σιωπής της τα νερά....

Πρόσωπα αλλάζει, σώματα άλλα... μα Ψυχή ποτέ.
Αγγίζει και θυμάται... θυμάται κι αγγίζει.
Άσκημη μοιάζει, ωχρή, λευκή σχεδόν...
Μουτζουρωμένη και ξεσχισμένο δέρμα..
Μαλλιά ανακατωμένα σα να μη κοιμήθηκε ποτέ.
Τα χείλη της βάτα.... σε φιλά
και μπλέκει αγκαθωτό στεφάνι στο μετωπό σου..
Μοιάζει στον θάνατο... κι αγαπά σα θάνατος.

Κυλάνε οι μέρες, οι νύχτες, σα βροχή.
Κι ότι αντεξει τη συμφορά της μοναξιάς
της γης το βάρος της σιωπής το βάσανο
και τα κρυμένα άστρα να κοιτά
από τη φλόγα και τον καπνό πιο πίσω,
όταν τα μάτια μάθουν να κοιτούν με την καρδιά,
και ψιλαφόντας να βρίσκουν την αλήθεια,
τότε η ασκήμια της θα σβήσει σα το Ψέμα.

Σκιές θα' ρθούν στο Δάσος να κατοικήσουν...
Με μυστική πομπή, γιορτή αόρατη θα στήσουν.
Ο Χρόνος, προσκεκλημένος και αυτός,
παλιός εχθρός, μα τώρα σιωπηλός και γελαστός.
Κι ο Θάνατος ακόμα, καλεσμένος, με δώρο ακριβό
παρηγοριάς, σύντροφος θα είναι της χαράς.

Ίσως κάποιοι, να έρθουν στο Δάσος και να πουν.
Πως ήταν η Αγάπη μια τρελλή...
Ίσως, κυνηγοί που δε θα βρουν να κυνηγήσουν, πουν
πως είναι η ασκήμια της που διώχνει τα πουλιά.
Κι όταν την βρουν, νεκρή την θεωρήσουν,
την σύρουν σε πλατείες και χωριά,
να δουν όσοι ονειρεύονται, να μην αναθαρρήσουν
πως είναι η Αγάπη Συμφορά...

Τυφλοί μέσα στην καρδιά τους,
σημάδια της γιορτής δε θα τα δουν.
Στα κρυμένα σ΄άστρα μονοπάτια,
ποτέ δε θα μπορέσουν να βρεθούν.
Κι ο πόνος, πόσο ξένος μοιάζει,
με τρόμο θα τους καψει την καρδιά...
Μα στάχτη, ποτέ τους δε θα γίνουν
γιατί δε θ΄αφεθούνε στη φωτιά..

Σε άλλο Δάσος θα πάν να κυνηγήσουν
ή να ζητήσουν εκδρομείς, την ομορφιά.
Σε δέντρα πράσινα - λουλούδια ανθισμένα,
εκεί, που η ζωή ωραία τραγουδά...
Κι όλα καινούργια, αθώα, φωτισμένα
χωρίς να τα πικραίνει μια σκιά.

17/3/10

Δρόμοι

Χρόνος μικρός.
Ελάχιστη διαδρομή μέχρι το τέλος.
Δεν υπάρχει τέλος είχες πει. Μόνο αρχή.
Όμως δε βρίσκω την άκρη.
Κόπηκε το νήμα.. η βροχή φταίει..
Τώρα έχω δύο άκρες, μα καμία δεν είναι η σωστή.
Στάσου! Μην τρέχεις... που νομίζεις ότι θα πας;
Που θα φτάσεις;  - 'Ολα είναι εδώ.
Και περιμένουν...

Περιμένουν εμάς;;
Εμάς ποτέ κανείς δε μας περίμενε - κανείς.
Δε μας περιμένει. Κι ούτε πρόκειτε...
Φαντάσου να μπορούσε να σταματήσει η γη.. όπως τότε
που θηλάζαμε ή κάναμε τα πρώτα μας βήματα.
Όλη εκείνη η προσοχή, μια απάτη..
Όλα μοιάζανε τεράστια. Η Αγάπη, ο Κόσμος.. ο Χρόνος.
Και να, που τώρα βαστάς δυο άκριες -  καμία σωστή.
Τι έγινε όλος εκείνος ο απέραντος κόσμος;
Πως στέρεψε η θάλασσα της Αγάπης;
Από πότε οι Ουρανοί γυρεύουνε διαπιστεύσεις
για ν' ανοίξουν τις πύλες τους;
Σ' ενα κόσμο που όλα τρέχουνε
είναι τόσο θλιβερά δύσκολο να πας αργά.
Να κοιτάς. Να νιώθεις.. να μαθαίνεις τις ανάγκες σου.
Βαδίζεις μόνος. Πεθαίνεις μόνος.
Ας μη το συζητήσουμε άλλο...  δεν έχει νόημα.
Το μόνο μας κοινό ο δρόμος.
Κι η βροχή...

Ίσως όλα να είναι μόνο μια τρύπα.. ένας κύκλος.
Ένα μηδέν και στη μέση εμείς.
Αυτό όμως καταργεί αυτόματα το μηδέν.
Γιατί το μηδέν δεν πονά, δεν αγχώνεται, δεν έχει συνείδηση.
Είναι μηδεν.
Δεν φεύγει μήτε έρχεται. Δε θυμάται και δεν παραπαίει...
Την Άνοιξη, συνειρμικά θυμάμαι το φθινόπωρο..
Μα ποτέ τον Χειμώνα. Κι ας έχει μόλις τελειώσει..
Το φαντάζεσαι; Ποτέ τον Χειμώνα... Κι όμως.
Κι ο Χειμώνας θα ξανάρθει όπως κάθε άλλη εποχή.
Δεν είναι ο Χρόνος να μετριέται με ρολόγια
ή άσπρες τρίχες... Όλα τρέχουν όταν τρέχεις..
Κι όλα μοιάζουν απέλπιδα καθώς τρέχεις...
Κι όμως... αυτό που σε τρομάζει
είναι η λύση.
Όλα είναι ξένα σαν δεν αγαπηθούνε...
Κι εσύ.  Αν δεν αγαπηθείς, ξένος μένεις.
Ο πόνος είναι το κλειδί. Η αντοχή η πύλη.
Κανείς δεν κλείδωσε τον Ουρανό παρεκτός ο Φόβος...
Δεν υπάρχει δαίμονας πιο φοβερός από τον Φόβο
γιατί αυτος δίνει εξουσία σε όλους τους άλλους..
Σε τυφλώνει, σε κωφεύει, σου στερεί ψυχή και σώμα.
Έλα μαζί μου... ο Δρόμος δεν οδηγεί πουθενά
σαν περπατήσεις μόνος. ¨Ελα!
Οι μόνοι Δρόμοι είναι αυτοί που έρχονται
κι όχι αυτοί που φεύγουν.
Εκείνοι που μας φέρνουν αντάμα...
απέναντι τον έναν στον άλλον,
κι απέναντι στον εαυτό μας.

Σώπα! Κοντεύει να νυχτώσει
και πληγώνεις τις ώρες με σκέψεις....
Θα μυρίσουν τα φαντάσματα τις πληγές...
Ώρα για ύπνο... Περασμένη ώρα....
Αύριο.. θα σκεφτούμε αύριο....  ας σωπάσουμε τώρα....

6/3/10

εκ των Έσω

Έτσι πέφτουν οι πόλεις:
Όπως πέφτει η μια στιγμή πάνω στην άλλη...
Έτσι χάνονται οι ζωές... σαν πόλεις.
Στη πλημμυρίδα στιγμών που δε ξεχωρίσανε
η μια από την άλλη.
"Όχι, δεν ήταν ίδιες"... θα’ θελες να πεις.
Και προσπαθείς να ξεχωρίσεις το δάκρυ από το χαμόγελο,
το γκρίζο από το κόκκινο και τη μνήμη από την επόμενη μέρα.
Κι ακούς τον ήχο να επιστρέφει κενός, άδειος, γελοίος.
" Όχι δεν ήταν ίδιες"....
Κι ύστερα σηκώνεσαι το πρωί, ετοιμάζεσαι,
μια γρήγορη ματιά στον καθρέφτη.
Κάποτε ήταν ακόμα μόνο βιασύνη.
Τώρα αποστροφή..
Ψηφίδες του χρόνου που πέφτουν
που δεν αγαπηθήκαν αρκετά.

Κι αυτά τα μάτια..
Φοβάσαι να τα κοιτάξεις.
Στο δάσος τους
κρυμμένο το παιδί σε περιμένει.
Δεν θες να το δεις.. δεν θες να θυμάσαι..
Κι έτσι αντί να βαδίζεις ανάμεσα στις ημέρες
είναι οι μέρες που προελαύνουν
- σε προσπερνάνε.
Αδιάφορος.. αόρατος είσαι γι’ αυτές.
Ένας κόσμος που ακούγεται πίσω απ' τις κουρτίνες...
Αχνά.. πιο αθόρυβα κι απ' ότι χτυπά η καρδιά...

Έτσι αλώνονται οι πόλεις. Όπως οι άνθρωποι.
Εκ των Έσω.....

2/3/10

Μισό

Τον είδα και πάλι. Μεσάνυχτα ήταν.
Πάντα επιστρέφει τις ώρες εκείνες,
ίσως για τους ίδιους λόγους που επιστρέφουν τα φαντάσματα.
Ίσως γιατί επιστρέφουν τα φαντάσματα...
Στεκότανε όρθιος, μα η σκιά του μια καμπύλη
όπως ανθός, που έχει αδύναμο μίσχο.
Τον είδα. Εκείνος προσπέρασε - δεν είχε μάτια για μένα.
Δε μπόρεσα να βρω τι κοιτούσε... Τον ακολούθησα...
Αόρατος στα μάτια του, τον ακολούθησα.


Κάποτε τα σύνεφα φανέρωσαν το φεγγάρι. Ω Θέ μου, θυμάμαι...

Το προσωπό του διάφανο, ασημένιο, χαμογέλασε...
Ύστερα συννέφιασε πάλι. Μυρωδιά βροχής στο πεντάγραμμο του ανέμου.
Σταμάτησε.. σταμάτησα κι εγώ.. κι ακούσαμε... μαζί και χώρια...
Χωρίς τα βλέματά μας να συναντηθούν έστω μια φορά.


Κι έπειτα.. τον έχασα πάλι. Ξαφνικά όπως φάνηκε...!
Δεν ξέρω που πήγε, πότε κίνησε... Τον άνεμο άκουγα
και κοίταζα τα σύννεφα να ζωγραφίζουν λέξεις
στου φεγγαριού το φως... Τότε τη σκιά του είδα
να γέρνει πάνω μου. Το χέρι του στη καρδιά μου.
Το ένιωσα λαχτάρα παιδιού στην καρδιά μου.
Σύννεφα ήταν. Πριν ξαναδώ, τίποτα δεν υπήρχε.
Άδεια η καρδιά. Άδειος ο δρόμος.

Τώρα; Επιστρέφω ή συνεχίζω; Και για που; Για πόσο;
Και η Αυγή να μη λέει να χαράξει να κοπώ... να ξεχάσω.
Ποιος είμαι και που πάω. Τα όνειρα που φόρεσα κουκούλι,
όμορφα να καούν, στάχτη να γίνω γκρίζα, νότα ανέμου...
Στη μουσική του να γεννηθώ ξανά, ζωή άλλη... άλλος!


Και κει που όμορφα οι αποφάσεις μέσα μου βρίσκουν το δρόμο
να καούν, να καταργήσουν, ένδυμα ζωής να υφάνουνε νέο..
σα σύννεφα κι αυτές αλλάζουν γνώμη, κι αντί να καταργήσουν
καταργούνται... καίγονται πριν το σπίρτο ανάψουν.

Καταλαβαίνεις λοιπόν, πως δεν έχουν όλα τα πράγματα τέλος;
Και το ποίημα αυτό.. μισο... μισό σαν απόφαση θα μείνει
σημαία που έμεινε χωρίς στρατιώτη σε πεδίο μάχης, όρθια...