Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/3/11

Φτερά πεταλούδας

Όχι δεν ήταν στην Ολυμπία... θα μπορούσε να ήταν στη Ρόδο. Είχε πάει σίγουρα μια φορά για δουλειά.. Κάθισε ολόκληρη εβδομάδα.. μα δε πρόλαβε να δει άλλο από το Κάστρο, τρέχοντας πάνω κάτω, λίγες ώρες πριν το ταξίδι επιστροφής. Αλλά δεν ήταν εκείνο το ταξίδι που τις είδε.. Αν ήταν στη Ρόδο, πρέπει να είχε πάει παλιότερα... πότε όμως;; Προσπάθησε να σχηματίσει στο νου όσο πιο καθαρά την εικόνα. Λοιπόν... Υπήρχε ένα μικρό ρυάκι, ξύλινο μικρό γεφύρι, να περνάνε από πάνω του οι επισκέπτες, πέτρες, και πολλά φυλλώματα σαν τοίχος... Μα σα τα πλησίαζες, ανακάλυπτες πως δεν ήτανε φύλλα, μα πεταλούδες που μοιάζανε με φύλλα... Όταν σηκωνόντουσαν στον αέρα, έμοιαζαν με σύννεφο... καφεπράσινες πεταλούδες με κόκκινες κηλίδες... Ένα όνειρο... Μια πινακίδα απαγόρευε στους επισκέπτες να ταράζουν τις πεταλούδες.... Κι απέναντι από τα ζωντανά φυλλώματα, ένα καφενεδάκι, υπερυψωμένο, με σκεπή ξύλινη...
Για να φτάσει κάποιος σε αυτό το μέρος, έπρεπε να περάσει από ένα μακρόστενο κτίριο, σπαρμένο ολόγυρα αρχαία... ύστερα, ακολουθούσε μονοπάτι.. και πρώτα αντίκριζε φτάνοντας, το μικρό καφενείο.
Θυμάται, υπήρχε ένα παιδί.. ο γιός του; Ένα ζευγάρι που μίλαγε.. την έκπληξη με τις πεταλούδες, την έντονη συζήτηση που ακόμα βούιζε στ' αυτιά του... Λέξη δε θυμάται απ' όσα ειπώθηκαν.. αλλά την αίσθηση των λέξεων, την θυμάται καλά.. Σα κηλίδες στα πράσινα φύλλα...Στα χρώματα των πεταλούδων, με εκείνη την γλυκιά μελαγχολία που κρύβει κάθε χαρά εφήμερη. Φτεροκοπούσαν οι λέξεις χωρίς να ακούγονται, κι αυτός, θαμμένος στα χρώματα... Δε θυμάται .. αν το παιδί ήταν ο γιος του ή ο ίδιος.
Το σιγανό αλύχτισμα του σκύλου, του τρύπαγε την καρδιά. Γύρισε πλευρό.. ξαναγύρισε... έγειρε απαλά πάνω της τυλίγοντας την τρυφερά στα χέρια του.. Κοιμότανε.. θα μπορούσε να τη ρωτήσει αν ήταν ξύπνια.. μήπως θυμόταν κι εκείνη τις πεταλούδες.. αν είχαν πάει μαζί... Η αναπνοή τους συντονίστηκε.. μα δε μπορούσε να κοιμηθεί... Κι ο σκύλος να κλαίει... Με προσεχτικές κινήσεις απομακρύνθηκε, σηκώθηκε, έβρασε νερό για τσάι... Η νύχτα αυτή ήρθε για να του μιλήσει. Κι ο σκύλος, δεν έκλαιγε χωρίς λόγο... Ασέληνη νύχτα, παράξενη... 
Η καρδιά του τον τρύπησε πάλι.. Κι αυτό του έφερε σκέψεις θανάτου... Ποτέ κανείς δεν είναι αρκετά έτοιμος για να πεθάνει..   συλλογίστηκε.. Κι ακόμα... πως η ψυχή κι η πεταλούδα μοιάζουν τόσο πολύ... Κι ακόμα... πως τα φτερά της πεταλούδας μοιάζουν με τα λυγισμένα πόδια ξαπλωμένης γυναίκας.... Κοίταξε το ρολόι.. Τέσσερις και δέκα.... Σφάλισε κι άνοιξε αργά τα μάτια, ανακαλύπτοντας  πως κι αυτό, μοιάζει με τα φτερά της πεταλούδας... Η ζωή όλη, μία σύντομη πτήση... Πόσο διαρκεί μια ζωή;; Πως μπορεί να μετρηθεί πόσο έζησε κανείς; .. και τι νόημα έχει να το μετρήσεις; Χαρές λύπες, προσευχές... αγωνία.. άγχος.. θυσία... Τα όνειρα που δε θυμόμαστε είναι ζωή; Κι αυτά που θυμόμαστε μόνο κάτι; Ένα φόβο, μια λάμψη, ένα ποτάμι που τρέχει.. Το άγγιγμα, πως να χωρέσει στο χρόνο; Πιο ρολόι αντέχει να μετρά τις διαδρομές που αφήνουν τα δάκρυα; Όχι, ψιθύρισε.. η ζωή δε μετριέται.. Ζεις ή δεν ζεις....  Και στα λόγια αυτά τρόμαξε... και βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του...
Μπορεί τα ρολόγια να μη μετράνε τη ζωή.. παίζουν σημαντικό ρόλο όμως στη καθημερινότητά μας.. Και καθώς αφηρημένα του έριξε μια ματιά, η συνείδηση, σκάλωσε στον μικρό δείκτη. Σε λίγο θα άρχιζε να χαράζει.. Και επειδή δεν ήθελε να μιλήσει και να εξηγήσει σε κανένα γι αυτή την ανόητη αϋπνία του, θεώρησε καλό να ξαπλώσει πριν αρχίσουν να ξυπνάνε.. Κι έτσι.. έσβησε τα φώτα και επέστρεψε, εκεί που αρχίσανε όλα.. Στον κόσμο των ονείρων του, που βρίσκονται φυλαγμένα τα πιο μεγάλα μυστικά του.. ακόμα κι από τον ίδιο...
Ίσως, σκέφτηκε, να υπάρχει λόγος που δε θυμάται... Ίσως, να ήταν μια από τις πεταλούδες.. Την ώρα που ξεψυχούσε σε μια άλλη ζωή.. ή, που μόλις άρχιζε να πετάει...

23/3/11

Άτιτλο

Ο δρόμος ίδιος τα πρωινά του όλα
είχε ακούσει ιστορίες , βέβαια, πολλές,
και να που τώρα τον έχει στοιχειώσει
η τόλμη που δεν έδειξε εχτές.

«Δεν φταίω», σκεφτόταν λυπημένος
«που το ποτάμι με τράβηξε μακριά..
Σε χίλια δύο πράματα πνιγμένος
δεν ήτανε δική μου η δουλειά».

Όποτε περνούσε στο ίδιο μέρος
θυμότανε εκείνη τη ντροπή.
Κι όταν την είδε, ένιωσε σημάδι
την κόκκινή της εύθραυστη μορφή.

Στεκότανε ανάμεσα στο πλήθος
χωρίς ο χρόνος να την ακουμπά,
στο τοίχο νεοκλασικού γερμένη
κι ο άνεμος τη χόρευε αγκαλιά.

Το κόκκινό της ανέμιζε κεφάλι
και παίρνανε τα σύννεφα φωτιά,
Θα ταίριαζε να ζει σ' ένα λιβάδι
μα σπάρθηκε σ’ ανθρώπων ερημιά.

Φεγγοβολούσε όταν έλαμπε ο ήλιος
του θύμιζε πως ήτανε παιδί,
πάντα σταμάταγε να την κοιτάξει λίγο
κι ας έσπρωχναν ξοπίσω οι πολλοί..

Πως γίνεται να σταματάει ο χρόνος
αναρωτήθηκαν οι διαχειριστές..
Το κόκκινο τους έφερνε τον τρόμο
γιατί ξεχώριζε ανθρώπους και ληστές.

Δυσκολευτήκαν τη συμφορά να βρούνε,
τόσο μικρή, ριζωμένη σε ρωγμή.
Μια παπαρούνα που την άνοιξη ζητούσε
σ’ ανθρώπων τη διψασμένη τη ψυχή.

Την ξερίζωσαν την πετάξανε στο δρόμο,
μα δεν υπολογίσανε καλά..
Το κόκκινό της δεν ήταν τόσο μόνο,
και σκόρπισε παντού και πουθενά..

Σα χάρτινη η πόλη άλλαζε όψη
βαφτήκανε δρόμοι, άνθρωποι, σκαλιά,
τα κτίρια γείραν μουδιασμένα,
φτερούγιζαν οι ψυχές σαν τα πουλιά.

Τρόμαξαν τότε οι άνθρωποι του κέρδους
και κάθισαν και σκέφτηκαν καλά..
Ένα λουλούδι, τώρα σκορπισμένο,
θα ήταν η καινούργια τους γροθιά.

«Περάστε κόσμε, να δείτε το λουλούδι..
που η ματαιότητα το φύτρωσε στη γη..
Αχ νά’ τανε αλήθεια το τραγούδι
Νά' μασταν ήρωες σε άλλη εποχή».

Έτσι μιλώντας τον κόσμο καλούσαν
να δει με εισιτήριο φτηνό, αυτό,
που όλοι σαν όνειρο ποθούσαν
μ' αλίμονο, «δεν είναι αληθινό...»

Ίσως το είδανε σε κάποια ιστορία
σε παραμύθι που γράφτηκε παλιό.
«Ο χρόνος τρέχει, φτάνει η φαντασία,
μην χάνουμε κι άλλο τον ρυθμό...»

Μία λεπίδα άστραψε στον ήλιο
μα στάλα αίμα δεν έπεσε στη γη..
Στοίχειωσε μονάχα τα όνειρά τους
στην ήδη στοιχειωμένη τους ζωή.

Κι εκείνος, που τόσο τη ζητούσε
σε κάθε που περνούσε τη ματιά,
για λίγο σάστισε όταν δε την είδε,
μα ξέχασε κι εκείνος τη φωτιά.

Παπαρούνα

Παπαρούνα στοίχειωσε το δάσος, ανθρώπων με χαμένη τη μιλιά.
Σε ρωγμή φυτρωμένη από πάθος, που τόσο το λάθος αγαπά.

Σκιές, για λίγο αποκτήσαν  μνήμη, πριν σβηστούνε πάλι στη βοή.
Ένα τεράστιο ορμητικό ποτάμι, στο κόκκινο της στεκόταν μια στιγμή.
Όνειρα στερεμένα από δάκρυα, οι όχθες που μέσα τους κυλά..
λέξεις που απωλέσαν τ΄όνομά τους ανάμεσα σε νούμερα πολλά.

Φοβήθηκαν οι άρχοντες τη γνώση, τη μνήμη που γεννούσε η καρδιά,
γιατί ο χρόνος τους ήταν χρήμα, και χάναν οι πολίτες τη σειρά.
Φιρμάνι βγάλανε, νόμους κι αστυνόμους, το κόκκινο πως είναι βλαβερό,
κι η παπαρούνα το δίχως άλλο, στοιχείο ήτανε τρομοκρατικό.

Την ξεριζώσανε λοιπόν απ' την ρωγμή της, γκρεμίσανε και το νεοκλασικό
στη θέση του υψώσανε μουσείο με εισιτήριο οικονομικό.
Σε  γυάλα βάλαν το λουλούδι, το φόρτωσαν με γράμματα χρυσά.
Φτιάξαν κι ένα όμορφο τραγούδι, και παραμύθια για μικρά παιδιά.

Κι έγινε η παπαρούνα ιστορία... μία ακόμα από τα χρόνια τα παλιά.
Τότε που ήρωες νικούσαν τα θηρία, μόνο με φλόγα, όντα αλλοτινά
από εκείνα που ζουν στα παραμύθια.. μα δεν υπήρξανε ποτέ αληθινά.

Παράξενο όνειρο γιατρέ: μια παπαρούνα... Έχω νοσήσει σίγουρα πολύ...
Η ψυχή μου όλο ταξιδεύει, σε λιβάδι  κόκκινο γίνομαι πουλί..
Κι όλο πετώ μα πουθενά δε φτάνω... Κι όταν ξυπνώ πάντα αιμορραγώ...

21/3/11

Για ένα tango

"Πες μου", της είπε, "τι αγαπάς πιο πολύ;;"
"Τα παιδιά μου...."....
"Κι ύστερα;"...
Έκλεισε τα βλέφαρα της και γαλάζιες σκιές σκέπασαν τα ονειροπόλα μάτια της.. Χαμογέλασε.. και τα χείλη της πρόφεραν τη λέξη.. "το tango" ....
" Ti είναι για σένα το tango" ;
"Είναι ελευθερία.. έρωτας!"...
Ω ναι.. ο έρωτας είναι ένας πολύ καλός λόγος να Υπάρχεις... 
Το πρόσωπό της έλαμψε... χρειάστηκε μερικά λεπτά να επιστρέψει στη γη και να ανοίξει πάλι τα μάτια.... Κι όταν επιτέλους τα άνοιξε, του αποκάλυψαν κάτι, που ως τότε ούτε καν υποψιαζότανε. Πως ήθελε να μάθει να χορεύει .. tango. Άλλωστε γι'  αυτόν, το tango δεν ήταν πια ένας μόνο χορός…, είχε όψη και όνομα γυναίκας... Κι αφού τα μυστικά δε λέγονται... ας σκέπαζε τρυφερά τον κρυφό πόνο και τη χαρά τους, η αγκαλιά του tango...

Κάθε φορά που πατούσε στη σάλα χορού, ένα μεγάλο ρολόι, γύρναγε τους δείκτες τους προς τα πίσω... Ένα ρολόι που μέτραγε χρόνια, δεκαετίες, εποχές ολόκληρες… εποχές που περίμενες να συναντήσεις στα βιβλία ή ταινίες του σινεμά... εποχές μακρινές, ασπρόμαυρες, ή σε σέπια μαραμένου ρόδου.... φυλαγμένου σε ξύλινο κουτί, μαζί με γράμματα που δεν ανήκουν .... Σε κάθε κίνηση του δείκτη σκοτείνιαζε.... Ώσπου κι ο ίδιος γινόταν σκοτάδι...

Όταν μια ψυχή ποθήσει πολύ να ζήσει κάτι, αν δε συμβεί, επιστρέφει στη ζωή από παράπονο κι επιθυμία. Έχοντας απολέσει τη συνειδητότητα της λογικής, μαζί με όλο το βαρύ ένδυμα της προηγούμενης ζωής, νιώθει αυτή την ανάγκη ως δίψα... που αποκαλύπτεται στο αντίκρισμα της πηγής. Και τότε η ανάλαφρη ψυχή γίνεται αρχαία… καθώς συνειδητοποιεί, όχι με τη λογική που δε μπορεί να γνωρίζει, αλλά με τη καρδιά, την ανάγκη ετούτη, που τη συνδέει με ένα τελικά όχι τόσο μακρινό παρελθόν... Το σκοτάδι ήταν η δίψα του, που τον κυρίευε ολόκληρο, αναζητώντας μόνο το φως της να ξεδιψάσει. Το άγγιγμά της, την ανάσα της... Μα ώσπου να πατήσει κι Εκείνη τη πίστα, ν'  ακουμπήσει τη παλάμη της μ'  εμπιστοσύνη στη δική του και να γύρει πάνω του.., έτοιμη να τον ακολουθήσει τις προσταγές της ψυχής του...,το φως σβησμένο κι εκείνος ανύπαρκτος. Η σκιά ενός χορευτή τάνγκο, ενός χορευτή π' ακόμη δεν υπήρξε...

Τα χρόνια κύλησαν ανυπεράσπιστα ως το σήμερα. Τίποτα δε τον είχε προετοιμάσει για ό,τι ένιωσε όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του... Ύστερα όλα ήταν υποδεέστερα.. απέμεινε μόνο το φως της, κι αυτός να σιγοκαίγεται, σε ένα νοητό χορό μαζί της... Θα χρειαζότανε αρκετή υπομονή κι επιμονή, για να μπορέσει να την "οδηγήσει"  όσο όμορφα η ψυχή του ποθεί…

Κι ενώ έτσι εύκολα τα χρόνια που περάσανε τον παραδώσανε σ αυτή την προαιώνια όπως την ένιωθε μέσα του, πυρά, είχε τη βεβαιότητα πως ο χρόνος ήταν σύμμαχος… Όπως κάθε τι που αντέχει, όταν ο άνεμος του χρόνου απομάκρυνε κάθε αμφιβολία κι απόσταση, στο τέλος θα βρισκόταν όσο κοντά της χρειάζεται, για να χορέψουν τάνγκο.. Είχαν βέβαια ξαναχορέψει, μα ήταν ακόμα  ανέτοιμος να της μεταφέρει τη μαγεία που τον κυρίευε κοντά της... ήθελε να είναι ..η σωστή στιγμή... να γίνει σωστά.. έτσι καθώς πρόβαλε στη ζωή του.. σαν μέσα από όνειρο....  Άρχισε να ζει για εκείνο τον ένα χορό.. ένα ξεχωριστό τάνγκο μαζί της... μια αγκαλιά που μετά από αυτήν ο θάνατος θα ήταν αδιάφορος.. επειδή θα τον είχε νικήσει. Καθώς δε θα είχε πλέον δύναμη, να μπορεί ν' αφαιρέσει  από την ψυχή του την φωτιά της...

Εκείνη συνέχισε να μιλά... κάθε λέξη κάθε της κίνηση, έμενε χαραγμένη μέσα του όπως από διαμάντι... Την κοίταζε να μιλά, και σκεφτότανε πως ίσως δε το μάθει ποτέ... Επειδή υπάρχουν τόσες αόρατες αλυσίδες που μας τυλίγουν με το πρόσχημα της αγάπης... μα σκλαβώνουν.. Ενώ η αληθινή αγάπη δε σκλαβώνει... μα με ελεύτερη βούληση, ζητάς το χαμό σου, να εξαφανιστείς εντός της... Γιατί ακυρώνει το "εγώ" ...

Όλοι κοιτάνε τα φωτεινά άστρα καθώς διασχίζουν τον ουρανό αναζητώντας το βάραθρό τους.. Οι ονειροπόλοι κάνουν ευχές, κι οι επιστήμονες αναζητάνε τα κρυφά μηνύματα που θα τους επιτρέψει να μετρήσουνε το χρόνο, την απόσταση... να κάνουν τη γνώση, μάταια, συγκεκριμένη...

Κάθε της φωνήεντο, κάθε σίγμα ή νι, ή ρο... ένα τέτοιο άστρο. Κάθε της άστρο που έδυε στην άβυσσο της διψασμένης σκοτεινής ψυχής του... άφηνε χαραγμένα αόρατα σημάδια, από την ανατολή ως τη δύση του.... Σημάδια που μπορούν να διακρίνουν μόνο δυο άνθρωποι… εκείνος που τα αποκτά κι εκείνος που του τα χαρίζει. Χωρίς απαραίτητα να σημαίνει πως θα τα δουν κι οι δύο. .. Η αναπνοή της βροχή αστεριών… Ως αόρατη μελωδία οι διαγεγραμμένες πορείες συνέχιζαν κι όταν εκείνη σιωπούσε, υφαίνοντας με χρώμα το παρόν του, να του δίνουν υπόσταση.

Ωστόσο κατανοούσε πως το να νιώθουμε μοναδικό έναν άνθρωπο, δε μας καθιστά απαραίτητα σημαντικό για εκείνον. Γνώριζε πως η ζωή από μια ηλικία και μετά, για τους περισσότερους ανθρώπους είναι προκαθορισμένη. Αποκτάνε ρίζα οι άνθρωποι όπως τα δέντρα, ρίζα που μπλέκεται με την ρίζα από άλλα δέντρα του δάσους... και δε γίνεται να πετάξουν χωρίς να σπάσει ο κορμός ... χωρίς να προκαλέσουν και να λάβουνε πόνο. Κι ίσως ούτε τότε… Την άκουγε να μιλά, και ταξίδευε περπατώντας ατελείωτες μέρες ονείρων μα κυρίως ατέλειωτες νύχτες... από άκρη σε άκρη, στη  κυρτωμένη όπως τόξο ψυχή του.... τολμώντας να τεντώσει ως την άκρη του "ζω" τούτο το βέλος μόνο  ... να χορέψει το σκοτάδι του με το φως της. Άλλωστε κι ο ήλιος στο μεταίχμιο της μέρας ή νύχτας, ανταμώνει με τη σελήνη ... κι υπάρχει κι εκείνη η ώρα που το σκοτάδι με το φως, δε ξεχωρίζουν...

Δεν υπάρχει κανένα ρολόι στο κόσμο πιο καλοκουρδισμένο από την καρδιά. Κι όμως, κι αυτά ακόμα χαλάνε... Κι όταν χαλάσει το ρολόι της καρδιάς, χαλάει η ίδια σου η ζωή. Θυμόταν πολύ καλά, πάντοτε, το λόγο που αγάπησε το τάνγκο.. τα μάτια, την έκφρασή της... το φως... Τα λόγια και τις κινήσεις της... τη φωνή της... Μα οι ρίζες όσο κι αν δε το αποδεχότανε, δεν αφοράνε μόνο τους άλλους. Αφορούσανε κι αυτόν... Κι ας ήτανε μόνο ένας μικρός θάμνος. Γιατί δέντρο, δεν υπήρξε ποτέ του...

Κοιτούσε τα βιαστικά σύννεφα να περνάνε, ανάμεσα από τα φυλλώματα των ψηλότερών του δέντρων.. η βροχή λάσπωνε τα φυλλώματά του.. Όχι, οι φιλοδοξίες του δεν υπήρξαν μεγάλες.. Τα όνειρά του δεν ξεπερνούσανε το ύψος του... Μια αγκαλιά, ένας χορός... αυτό μόνο.. Και μια ατμόσφαιρα σα παραμύθι. Οι ρίζες ενός θάμνου ικανοποιούν πολύ εύκολα τη δίψα τους... Μπορούσε να ζήσει ακόμα και με τη πρωινή δροσιά των ματιών της. Μα όλα αυτά μοιάζουν αλλόκοτα στα ψηλά δέντρα… Κι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ψηλά δέντρα, με τις ρίζες τους να συγκρατούν τεράστιο βάρος κι η δίψα τους ξεπερνά κατά πολύ τη χαρά της πρωινής δροσιάς.

Ένα ρολόι που μετρά αντίστροφα το χρόνο, είναι πολύ πιο εύκολο να ξεχαρβαλωθεί από ένα ρολόι που κινείται όπως αποδεκτά κινούνται τα ρολόγια. Σκαλώνει σε αναμνήσεις ζωής που φανερώνεται στο φως μετά από αιώνες σιωπής. Και το χειρότερο, κουβαλώντας το θλιβερό σκοτεινό της μανδύα που στο κυμάτισμα του συνθλίβεται κάθε ψευδαίσθηση... κάνοντας την μοναξιά, μαύρο ήλιο.... Ώσπου το μεγάλο δάσος γίνεται αόρατο μες το σκοτάδι, κι οι ρίζες των δέντρων βελόνες που τρυπάνε βίαια τη γη, ξανά και πάλι, τυφλοί ράφτες που κεντάνε μ' απόγνωση την εικόνα της ευτυχίας... όπως τη διδάχτηκαν, από μικρά μικρά παιδιά, με σύνεση και λογική.

Ομολογούσε στον εαυτό του, όταν το σκοτάδι τον κυρίευε, πως αυτά τα συναισθήματα δεν ήταν ότι καλύτερο για κάποιον ενώ χορεύει... Μα λίγο πριν η καρδιά του σωπάσει, λίγο πριν γίνει κι ο ίδιος σκοτάδι, τον κυρίευε πάντοτε αυτή απελπισία… της νύχτας μέσα στη νύχτα και μιας αγκαλιάς που του λείπει… Μιας αγκαλιάς που τότε του έλειπε πιο πολύ από το χορό που έλπιζε να χορέψει κάποτε μαζί της… Κι ο τρόμος... πως ίσως κάποτε, οι πολλές ρίζες των ανθρώπων τον καταπιούν… ξεχαστεί στο ποτάμι της βοής, γι ακόμα μια ζωή... και δεν έχει πλέον ούτε καν αυτή την ανάσα ούτε την ελπίδα... της αγκαλιάς της... έστω και για να πουν καληνύχτα…. Ο τρόμος αυτός τον γκρέμιζε τότε από ουράνια ύψη σε βάθη απύθμενα. Βάθη που μόνο αληθινά μόνοι γνωρίζουν... Αυτός ο τρόμος κράταγε ευτυχώς, μια στιγμή.. όσο ένα γρήγορο τσίμπημα μιας βελόνας... κι ήταν πιο πολύ φόβος μη χάσει την ευτυχία που απρόσμενα τον επισκέφτηκε ... κι αμέσως μετά, τα μάτια της τον τραβούσαν πάλι στο φως... Κι ο μικρός θάμνος, χάρη στη δροσιά του γαλανού της, ανάσαινε, παρότι μικρός κι ασήμαντος  ευτυχισμένος...

15/3/11

Και ύστερα ήρθε η άνοιξη…

Ταξίδευε από χειμώνα σε χειμώνα…
Αναρωτιόταν αν υπήρχε άλλο από κρύο και χιόνι και χιονάνθρωποι…
Ως τότε, ναι… είχε συναντήσει άπειρους χιονάνθρωπους να ζούνε στις λευκές πολιτείες τους... τόσους πολλούς… που δε ξεχώριζες πια την μια όψη από την άλλη.
Λευκοί όλοι, αμίλητοι, με ένα χαμόγελο χαραγμένο για στόμα.

Ο χρόνος παγωμένος κι αυτός όπως η καρδιά του…
Κι η καρδιά του κι αυτή λευκή.. μα όχι όπως το χιόνι…,σα χαρτί... που ποθεί μια λέξη για να ζήσει, ή μια γαλάζια φλόγα να το κάψει...
Γαλάζια ήταν και τα μάτια της...

Τα είχε δει στο όνειρό του... και σα γαλάζια φλόγα ήταν το μόνο που τον βάσταγε ζεστό, να μη αφεθεί να γίνει κι αυτός χιόνι μέσα στο χιόνι.
Κι έτσι περιπλανιόταν σε μια πολιτεία που δεν ήταν μέρος της… Ξένη πολιτεία…, ξένος κι αυτός…, πάντοτε άγνωστος σαν κάποιο άνεμο που φυσά, περνά... κι ούτε το όνομά του γνωρίζεις ούτε εκείνος το δικό σου…

Σε μια από τις παγωμένες διαδρομές του, την είδε… την κοπέλα των ονείρων του... τα γαλάζια της βαθυπέλαγα μάτια, που μέσα τους κοιτάζονταν ο ουρανός με ένα ζεστό φωτεινό χαμόγελο.
Μα τα μάτια κείνα, με το τόσο φως, τα κλείδωνε μυστική θλίψη…

Όνειρο που λευτερώθηκε το γαλάζιο, φτερούγισε και κατοίκησε στη ψυχή του..
Κι άρχισε ολόγυρα τότε να βρέχει χρώμα... γαλάζιο, μπλε βαθύ, κόκκινο, ροζ, μωβ, πράσινο, κίτρινο... όλα τα χρώματα που μπορεί το ουράνιο τόξο να κουβαλήσει, κύλαγαν γύρω του χορεύοντας, υπακούοντας σε ένα πρωτόγνωρο ρυθμό.. καρδιάς που ζει στο όνειρό της...
Και καθώς χορεύανε, αφήναν πίσω τους στα βήματα, στον αέρα, χρώματα άλλα νιογέννητα...
Κι όλος ο κόσμος άλλαξε όψη…
Κι η πολιτεία του χιονιού, έλαμπε μέσα στα χρώματά της... κι ένιωθε ευτυχισμένος, καθώς ένα ζεστό δάκρυ, κύλησε από τα μάτια του...

Κι όμως, εκείνη, με όλη τη γαλάζια φλόγα στο βλέμμα, όλα τα κύματα που σαν ήμερα λιοντάρια στεκόντουσαν αγέρωχα κάτω από τις μπλε βλεφαρίδες της..., είχε μια θλίψη....

Το χαρτί γέμισε λέξεις, τόσες λέξεις που δε μπορούσε πια να τις βάλει σε  σειρά… Τόσες σκέψεις και συναισθήματα, που δεν ήταν πια χαρτί αλλά φλόγα…
Κι έτσι, δε μπορούσε ούτε αυτό να της χαρίσει... για να διαβάσει…

Χτύπησε στον αέρα τα φτερά του, και σηκώθηκε πολύ πάνω από τη γη.
Είχε ξεχάσει μες το κενό του χρόνου πως είχε φτερά… κι ακόμα κι όταν τα άνοιξε, δε το έκανε συνειδητά… μα ακολουθώντας μία εσωτερική παρόρμηση, νερό που κυλά από κρυφή πηγή ευχών...

Καθώς πετούσε πάνω από τα γήινα, πάνω από τη θάλασσα, το δάκρυ που γλίστρησε από τα μάτια του έγινε άστρο… σα μικρό διαμάντι... σα φυλαχτό... κι έπεσε στα βαθυγάλανα νερά μέσα....

Ένα μικρό διαμάντι, μες τη σκοτεινή της θλίψη, τα σκοτεινά νερά της ψυχής της, που ποιος θα μπορούσε, ποιος, να διαβάσει... έπεσε από τον ουρανό…
Ένα αστέρι…
Ίσως, κάποια από τις σκοτεινές προσευχές της το άγγιξε, κι αυτό στάθηκε αρκετό να το γκρεμίσει...
Έτσι συλλογισμένη,  κι ασυλλόγιστα, αφέθηκε να κοιτά το μικρό διαμαντένιο άστρο καθώς, την ώρα που έφερνε νερό στα χέρια να πλύνει το πρόσωπό της, αυτό έλαμψε στη παλάμη της μέσα...

Η λάμψη του της δημιούργησε απρόσμενη οικειότητα…
Τίναξε τα ξανθά της μαλλιά, τα έσπρωξε με τα δάχτυλα πίσω από το αυτί... κι έμεινε να το κοιτά... όπως ένα παιδί που γλυκοξυπνάει με ευτυχία την αυγή, κοιτά τις κουρτίνες που παιχνιδίζουν με το φως στο παράθυρό του μπροστά, σαν ένα αγαπημένο πρόσωπο που του διηγείται ιστορίες...Σε κάποιες από αυτές βλέπει τον εαυτό του, πότε ιππότη κι άλλοτε χαμίνι που αγγίζει το Θεό με τα δάκρυά του...
Κάποιες ιστορίες από αυτές, είναι αληθινές, τις έχει ζήσει… το ξέρει... δεν αναρωτιέται που και πως... Απλά το γνωρίζει….
Και το διαμάντι αυτό ένιωσε από τη πρώτη στιγμή που το είδε, πως είναι δικό της…  ανέκαθεν ήταν...
Έτσι έφτιαξε με αυτό ένα μικρό μενταγιόν, που έλαμπε απαλά πάνω στο λαιμό της... και που, μέσα της, ήξερε πως της έφερνε καλή τύχη...

Εγκαταλείποντας τον κόσμο των ανθρώπων, γυρίζοντας σε μέρη που οι ψυχές και μόνο αυτές κατοικούνε, εκεί που δε ξεχωρίζεις το πριν από το μετά, τον άγγελο από το δαίμονα, γιατί ο πόνος τους ίδιος είναι... κι ο χρόνος άχρηστος... αναζητούσε να μάθει την αιτία του πόνου στα μάτια της..
Ήταν σίγουρος πως ο ουρανός έπαιζε ιδιαίτερο ρόλο στη θλίψη της.
Ίσως εκείνο που έμενε καθώς καθρεφτιζότανε στο υγρό της βλέμμα, εκείνο που υπήρχε πίσω από την ορατή αντανάκλαση.

Ταξίδεψε στα πιο απόμερα άστρα, σε ήλιους μακρινούς ή από καιρό σβησμένους, περπάτησε σχεδόν όλη τη σελήνη, κοιτώντας το βαθυγάλανο που από τη πρώτη ματιά αγάπησε…
Μάζεψε νότες που σκουριάσανε στη μοναξιά τους, αφουγκράστηκε προσευχές που ταξιδεύανε στο άπειρο χωρίς πια σκοπό... και χόρεψε στη μουσική που γεννάνε δυο θνητά κορμιά όταν αγγίζονται με τρόπο που να αποκαλύπτει το αιώνιο... αυτό που ο θάνατος δε το αφορά.
Ταξίδεψε και γύρευε την αλήθεια που την έκανε να πονά...

Κι όταν γέμισε η ψυχή του εικόνες, και γνώση, τα δυο του φτερά μουδιάσανε.. κοπήκανε από τον ώμο.
Κι αυτός έπεσε όπως αστέρι από εκεί ψηλά… μέχρι τον βυθό της…
Κι όλο το φως έγινε σκοτάδι.
Η μουσική σιωπή....,τα χέρια του, χέρια ενός άντρα σαράντα ενός ετών....
Κι η γνώση, πως είχε αγγίξει το αιώνιο, για να χαθεί τώρα στη σιωπή τούτη, τον κατέβαλε κι άρχισε να κλαίει…

Μικρά μαύρα μαργαριτάρια, αντί άστρα, κυλούσαν τώρα από τα μάτια του και χανόντουσαν στο σκοτεινό βυθό.
Η Σελήνη, μαργαριτάρι λευκό, φώτιζε αχνά τα δάκρυα τούτα πριν χαθούνε, θησαυροί που κανείς δε θα βρει ίσως ποτέ, στο βυθό εκείνο… που τόσο αγάπησε.

Στη γη των ανθρώπων, ο χρόνος πάντα κυλά, κι αυτός σα τα δάκρυα... ή παγωμένη σιωπή... που σκεπάζει τα πάντα σα χιόνι.
Και τη νύχτα, τα όνειρα, τους εφιάλτες της απώλειας…, διαδέχθηκε η μέρα...
Ο πρωινός ουρανός, γαλήνεψε τα μάτια του...
Η αντανάκλαση του αιώνιου καθώς σκόρπισε την λάμψη της στα μικρά κύματα, τον ξύπνησε με μια γλυκιά θλίψη.

Την είδε να στέκεται στην ακτή.., έτοιμη να πλύνει το πρόσωπό της...
Τόσο όμορφη... τόσο εύθραυστη... τόσο γλυκιά μες το γήινο κορμί της... και το ουράνιο βλέμμα της...
Κι ευχήθηκε τότε από καρδιάς, να ήταν ένα μικρό διαμαντένιο δάκρυ… που να στόλιζε με το φως της αγάπης του το λαιμό της...

Καθώς φόρεσε το μενταγιόν στο λαιμό, δεμένο με ένα μικρό νήμα, της φάνηκε πως όλα γύρω της είχαν περισσότερο χρώμα...
Ένας μικρός υάκινθος, φυτρωμένος στη σχισμή ενός αιχμηρού βράχου, της έγνεψε πως θέλει να στολίσει τα μαλλιά της… κι εκείνη, το έκανε…
Τη θλίψη της τύλιξε σα χάδι λευκό φως, γεννημένο στα βάθη της ψυχής... 
Η Άνοιξη είχε μόλις έρθει...

14/3/11

Φιλί

Στον άνεμο αφήνω το φιλί
για να το ταξιδέψει
και να το φέρει πλάι σου
όπου εσύ κι αν είσαι

Να σε χαϊδέψει στα μαλλιά
στ'αυτί να ψιθυρίσει
για την αγάπη που φυλά
στα χείλη σφραγισμένη

Και στον λευκό σου τον λαιμό
γλυκά να ακουμπίσει,
γλυκά ν ακούει τον παλμό
που έχει η καρδιά γεννήσει....

Και σαν ο ήλιος κόκκινος χαθεί μεσα στο κύμα
ήταν στην αμμο την υγρή που το φιλί σε βρήκε
και με αλμύρα γέμισε τα χείλη που ακουμπούσε
όταν ονειρευότανε πως σε γλυκοφιλούσε

Τότε μ΄ ονείρατα γλυκά στολίζει τη ζωή μου
ελπίδα, πως στο όνειρο, βρίσκεσαι μαζί μου

Νάντια και Νικόλας Μαζί 
Νάντια σε ευχαριστώ για την συν + γραφή :)))