Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/10/12

Κάλεσμα

Κάλεσμα τα λόγια σου που δεν είπες.. Δε το έμαθες ακόμα; Οι ψυχές ανταμώνουν σα τα φαντάσματα, γυμνές από σάρκα, κάτω από το βλέμμα του θηρίου που λέγεται Φόβος... Δραπετεύουν με μικρές , αόρατες πνοές... παρασύροντας μαζί τους άστρα επιθυμιών , γκρεμιζοντάς τα κάτω από τα σκεπάσματα που η αγάπη, έχει για ψυχές που πονάνε... πιο κάτω από τα κύματα.. στον πάντα ατάραχο βυθό της.. Με ένα κοχύλι θα γράψω τ' ονομά σου στην άμμο.. κι ένα μαργαριτάρι θα κλείσω μέσα του... Να σου πει το πιο τρομερό μυστικό μου... κι αν το νιώσεις.. κι αν σε νιώσω.. καθώς το όνομα θα σβήνει απαλά πάνω στην άμμο.. θα γνωριστούμε, όπως έπρεπε να γνωρίζονται οι ψυχές. Δίχως ονόματα.. χωρίς λέξεις.. χωρίς ακόμα κι ελπίδα.. κι έτσι, ν αναστηθούμε κι οι δυο...

24/10/12

ατιτλο

Ο χρόνος είναι σχετικός... οι εικόνες γύρω μας πλάνη.. Τι είναι αληθινό, τι ψεύτικο, τι υπερβολή και τι φυσιολογικό, το γνωρίζει μόνο η καρδιά.. Το αποδεικνύει μαρτυρικά, με πίστη, στις αντοχές της… Λες κι έχει η καρδιά επιλογές..; … ο νους
ναι… πάντα έχει… Όχι η καρδιά…
Τι θα πει μέρα και τι νύχτα..; …. Όταν ζεις στη Σελήνη; Όταν σχεδιάζεις με άστρα πάνω στην άμμο… κι εμπιστεύεσαι τα άστρα σου στον άνεμο και το κύμα; Τι θα πει χρόνος.. ζωή ή θάνατος, όταν είναι καιρός πια, που δεν ανήκεις στον κόσμο των εικόνων… Κι είναι αντικατοπτρισμός των ψευδών η μορφή σου, ψεύδη που έχουν ανάγκη να βλέπουν σε σένα, εκείνοι π’ ανάμεσά τους «ζεις»

19/10/12

Μελωδία της ευτυχίας

Αχ αυτή η ζωή... !..... όλο μας παρασέρνει σε αταξίες... λες κι όλη, η ζωή που έχουμε ένα κύμμα είναι στα στήθη.. γεύση αλμύρας στα χείλη... δάκρυ, πλασμένο από λύπη και χαρά... Όση λύπη τόση χαρά.. Όσο ουρανό τόση γη.. Κι όσο φως, όση ζωή, τόσο Θάνατο...

Δε γελώ εύκολα... αγαπώ την μελαγχολία μου.. την μουσική που φτιάχνουν οι νότες της.. Και τότε, μες την μελωδία, χαμογελώ... Δε γελώ.. μόνο χαμογελώ.. από ψυχής... Για μένα αυτή είναι η ευτυχία, ... μια σταγόνα μόνο, φως, δάκρυ, μια πνοή αγαπημένη... Για μένα αυτή είναι η μελωδία της ευτυχίας..

14/10/12

Τα βλέφαρα βαριά



"Τα βλέφαρα βαριά αναζητούσαν τον δικό τους Θεό....να κλείσουν μαζί τους και τις όμορφες εικόνες της ημέρας σαν θησαυρό....μα η καρδιά ήθελε να μείνει ξύπνια για να συνεχίσει να μιλά με ένα κομμάτι της για να μην διασπαστεί σε χίλια κομμάτια όπως η άμμος που πηρέ το χρώμα του χρυσού...."

(Βασιλική Παπαθανασίου)

Αν μπορούσε ακίνητη να μείνει τούτη η ώρα… μη βαρύνει περισσότερο από τα όνειρα ο ήλιος, και γύρει, γλιστρώντας βασανιστικά αργά στο κόκκινο του πάθους, που τα φτερά της νύχτας ντύνεται, να ταξιδέψει με τα πτερωτά, μακρύτερα από τον ορίζοντα.
Πόσο αδυσώπητη η μοναξιά… πόσο παράξενο να ζεις και να’ σαι μόνος, να μη μπορείς να μοιραστείς την λύπη, μα προπάντων, ότι όμορφο…
Μα τώρα αυτός ήταν εκεί.. κι αν ακόμα δεν ήταν, τον ένιωθε εκεί… μαζί της.
«Καληνύχτα!» του είπε… κι έμεινε η σκέψη της μετέωρη, σα πανσέληνος, που σκεπάζουν σύννεφα φόβου…
«θα βρέξει» .. της αποκρίθηκε μια γνώριμη φωνούλα μέσα της… ένα μικρό παιδί κρυφοκοίταγε από μια χαραμάδα της ψυχής της.. η φωνή του, φάνηκε να ξαφνιάζει πιότερο το ίδιο το παιδί, από ότι εκείνη.. που ίσα τ’ άκουσε, όπως ένα απαλό ψίθυρο στ’ αυτί.. Και το παιδί, έτρεξε την επόμενη στιγμή, κόκκινο από ντροπή, να κρυφτεί πιο βαθιά στα ερείπια της ψυχής της.. στα μυστικά του παλάτια, με τους παραμυθένιους τους, μυστικούς κήπους.. « Εδώ» , σκέφτηκε το παιδί, δε θα με αναζητήσει κανείς…
«Θα βρέξει» , επανέλαβε μηχανικά… καθώς τον άκουσε να την καληνυχτίζει… Κι η ψυχή της, σχεδόν κούρνιασε, μέσα στην νύχτας τα μαύρα φτερά… Όμως….
Εκείνος, την πλησίασε…. Κι η νύχτα φτερούγισε μακριά χωρίς εκείνην… Την αγκάλιασε με ψυχή γυμνή... « θα σε προσέχω» ψιθύρισε η καρδιά του… και η Πανσέληνος έλαμψε στα μάτια και τα χείλη της… έσταξε το σύννεφο ασήμι… και κείνος το στράγγιξε από το μάγουλό της, με ένα φιλί… κι ένα χάδι … «τα όνειρά σου», της είπε, « είσαι εσύ… κι εσύ είσαι ο πιο όμορφος κι ακριβός θησαυρός που υπάρχει..»
Κι ύστερα χάθηκε, μα όχι όπως ο ήλιος που σβήνει στη δύση.. Χάθηκε ολοπόρφυρος, μέσα στη δική της καρδιά… Η λύπη της κοιμήθηκε… σκόρπισε πάνω στην άμμο και τα κύματα την πήρανε μακριά.. Κι η χαρά της ανάλαφρη.. όπως το δροσερό αεράκι…
« Καληνύχτα», ψιθύρισε… Το πρόσωπό της φωτίστηκε με ένα γλυκό χαμόγελο… « Δεν θα κοιμηθώ μόνη απόψε… κι ας είσαι τόσο «μακριά» …, είπε, και κούρνιασε στην αγκαλιά του… με σιγουριά… σα μικρό παιδί!..

(Νικόλας Παπανικολόπουλος)

Γαλάζιος Ουρανός


"Έγειρε το κουρασμένο κορμί της επάνω σε μια παλιά πολυθρόνα... τόσες αναμνήσεις επάνω της, τόσα αγγίγματα, τόσα γέλια και δάκρυα.... έτσι εκεί εναπόθεσε την ήρεμη ψυχή της... λες και κάποιος να της μιλούσε και να την παρακινούσε να μείνει ακούνητη και αμίλητη... λες και κάποιο χέρι ζωγράφιζε την ομορφιά της....."

(Βασιλική Παπαθανασίου)

Σκεπασμένη με σκέψεις και με μια βαθιά ενόραση στα μάτια της, δεν τον είδε. κι όπως δεν τον είδε εκείνη, δεν την είδε κι εκείνος.. Περπάτησε αργά μπροστά της, το φως γλίστραγε από την μορφή της στους τοίχους... Αβάσταχτη σιωπή τ όνομά της! Κάθε κάδρο που άγγιξε το φως της, με το οποίο είχε τυλιχτεί σαν σάβανο, σάλευε σα να του έλεγε: «γνωρίζω.. Η θέση σου είναι μαζί μας».. προσποιούταν πως δεν άκουγε.. κι όλο περισσότερο τυλιγότανε το φως της ώσπου δεν του έμεινε ψυχή άλλη απ’ αυτό το φως... το φως των ματιών της…

Πάνω στην παλιά πολυθρόνα, τόσο λυπημένη.. τόσο αόρατη.. Σαν παλιά καρτ-ποστάλ.. Δύσκολα ξεχώριζε μες την ασπρόμαυρη σιωπή από τα έπιπλα.. Βούλιαξε η πολυθρόνα, στο βάρος ύπαρξης παραμυθένιας.. Να ήτανε σ' αυτό τον κόσμο, π' ονειρεύτηκε; Που τα χρώματα της Άνοιξης; .. Πότε ξεβάψανε τα χρυσά της μαλλιά; Χθες ακόμα, ήταν που τα έλουσε στην Πανσέληνο.. Χτες, ο άνεμος, ακόμα τα στόλιζε άνθη κι άστρα... Σε ποια μαγεμένη κρήνη λούστηκε και τα χρώματα σβήσανε; Διάφανα πετράδια τα θολά της μάτια... πόσοι θησαυροί σκεπασμένοι τρυφερά από τα βλέφαρά της...

Περπατούσε μες το δωμάτιο, ένας αιώνας το κάθε βήμα του... Η μορφή της πνοή φωτιάς στα στήθη του.. Την έβλεπε παντού, σε ό,τι όμορφο.. σε ότι καλό του συνέβαινε... Πέρασε πολλές φορές μπροστά της, μα καθώς δεν την ξεχώριζε από το όνειρό του, δεν μίλησε.
 
«Τα μάτια δεν βοηθάνε τους ανθρώπους να βλέπουν» , είπε ο Χρόνος... «μάταια, μάταια προσπαθούνε να εξηγήσουν την καρδιά με φως και σκοτάδι...» Κι έτσι λέγοντας, σταμάτησε τα ρολόγια της καρδιά τους... Τα σώματα λύθηκαν, άχυρα που σάρωσε πανίσχυρος άνεμος, κι έμεινε μόνο η ψυχή, γυμνή... Σκόρπισε το δωμάτιο, τα κάδρα, η πολυθρόνα.. Κι έμειναν μόνο οι δυο τους... Χωρίς ψευδαίσθηση να τους πλανεύει, ανταμώσανε... Εκεί που ο φόβος δεν κατοικεί, εκεί που η σιωπή δεν έχει υπόσταση...

_ «Πες μου", του μίλησε πρώτη εκείνη... "Μήπως είδες τα χρώματα της Άνοιξης; Είναι αιώνες που τα γυρεύω.. φοβάμαι πως παραπέσανε καθώς γύρευα ένα φιλί.. Θυμάμαι μόνο, ένα μεγάλο φεγγάρι, την θάλασσα... κι αυτό το δωμάτιο που μέσα του κρύφτηκα να μη με βλέπουνε τα θεριά της νύχτας πόσο διάφανη έγινα.. Σκέπασαν όλους τους καθρέφτες μου... και τώρα, δεν έχω ούτε δωμάτιο.. ούτε θυμάμαι πως μοιάζω...»

_ «Έζησα μια ζωή με την Άνοιξη, χωρίς την άνοιξη... μα μπορώ να σου πω πως μοιάζει.. έχει τα μαλλιά χρυσά, τα μάτια γαλάζια.. Όταν τ' ανοίγει διάπλατα γεννιέται ο κόσμος από την αρχή.. Ο Ουρανός και η γη... μα κι αν ακόμα είχε μάτια μαύρα όπως το κάρβουνο, ή άσπρα σαν τους πάγους που δε λιώνουν ποτέ, πάλι θα την ξεχώριζα την Άνοιξη... απ’ τον χτύπο της καρδιάς της.. μα κι αν η καρδιά της κοιμηθεί στη λίμνη που κανείς δε πίνει νερό, πάλι θα αναγνώριζα την Άνοιξη... απ' τη σιωπή.
Δεν έχω μάτια να σου δείξω πως μοιάζεις.. δεν έχω χέρια... κορμί... Αιώνες κοντά σου, γυρεύοντάς σε, αποδείχτηκε πως άχρηστα ήταν.. όλο φόβους γεμάτα και λάθη..»

_  «Στεναχωριόμουν για τα χρώματα της Άνοιξης.. και τώρα , δεν έχω χέρια να χτενιστώ, μαλλιά, μορφή... Κοιτάζω, και δεν βλέπω.. Θυμάμαι, μα δεν έχω τίποτα να μου ανήκει..»

_ «Χωρίς να είμαι, να σ' αγκαλιάσω επιθυμώ...  να νιώσεις πόσο σημαντική είσαι... Να σου χαρίσω θέλω ότι είμαι, κι ας μην είμαι... Αρκεί να είσαι εσύ!..»

_ «Και ποια θα είμαι χωρίς εσένα;... όταν όλα  έχουν σβήσει, η φωνή.. οι διάλογοι.. Όχι! Μη χαριστείς.. Μείνε Εσύ, γιατί μόνο αν υπάρχεις μπορώ να υπάρχω… ή.. Καλύτερα όχι.. Σβήσε με!...»

Εκείνη στον καναπέ βυθισμένη σε όνειρα έγχρωμα, μέσα σ’ ασπρόμαυρο δωμάτιο.
Εκείνος, πάντοτε εκεί, τόσο αόρατος για να μη την ενοχλήσει, που έπαψε να την βλέπει..
Θεωρώντας πως όλα γεννηθήκανε στα δικά του όνειρα.. στον δικό του κόσμο.. που ωστόσο παλλόταν από τον σφυγμό της.. Αιώνες περνάγανε ο ένας μπροστά από τον άλλον, γεννημένοι από την ίδια φωτιά που γέννησε τον κόσμο και τ’ άστρα: την Αγάπη! Κι έπειτα, λες κι ήταν οι αιώνες στιγμή, εκείνη άνοιξε τα μάτια.. Τον είδε... κι εκείνος χάθηκε μέσα σε καταγάλανο ουρανό!

Δυο Άγγελοι φτερουγίσαν μπροστά στον θεό... «Η ζωή είναι ο Παράδεισος» τους είπε.. «Το μόνο που χρειάζεται για να τον βρεις είναι να βρεις την ψυχή σου, ακόμα κι αν χρειαστεί πρώτα να την χάσεις για να το καταφέρεις αυτό.»

(Νικόλας Παπανικολόπουλος)

Εσύ..

Βουίζει ο άνεμος στ' αυτιά μου σαν μέλισσες... Λέξεις δικές σου, μπερδεύονται στα μαλλιά, στα μάτια, το δέρμα.. τα χείλη κόκκινα.. προασπαθούν να λευτερώσουν το κρυφό τους νόημα.. Μάταια... Σκεπάζουν τα πόδια σου ξεψυχισμένες φράσεις.. ενός έρωτα μάταιου.. μιας ζωής άδειας.. χωρίς εσένα.. με Εσένα..!
Κι ούτε να πνίξω μπορώ, τούτη την μορφή που περιφέρεται σα φάντασμα.. ούτε να αγνοήσω... Το φως και το σκοτάδι σου, φαρμακώσανε την Υπάρξή μου... όσο ζω κι αναπνέω, εισπνοή κι εκπνοή μου, σφυγμός και παρόν μου, Εσύ!

2/10/12

Απουσία (συνγραφή )



Ηρώ:
Θέλω να ακούγετε μοναχά η αναπνοή μου και τίποτα  άλλο... μόνο να νιώθω θέλω...τη μοναξιά...και συ που  ήρθες ακάλεστος εδώ μη  μιλάς...αν θέλεις κοίταξέ με και προσπάθησε να με νιώσεις...δεν ζητώ κατανόηση ...συμπαράσταση επιθυμώ.. χωρίς
λόγια... φαντάζουν τόσο ψεύτικα μπροστά στο μεγαλείο της ψυχής...απών από τη ζωή μου ήσουν... απούσα κι εγώ  από την δική μου  συνέχεια
Νικόλας:
Στα πόδια σου αφήνω,  μία τελευταία σιωπή.. ένα μικρό χάδι στους αστράγαλους και τις φτέρνες.. Δεν ήρθα εδώ να μιλήσω... ούτε ακάλεστος.. Μπορεί άθελά σου, μα άκουγα στον ίσκιο σου  το όνομά μου, να ανθίζει.. Ξέρω, πως δε τα πήγαμε καθόλου καλά τελευταία.. όμως δεν είμαι εδώ για να δώσω εξηγήσεις.. δεν είμαι καν εδώ... άλλωστε το όνομά μου έγινε συνώνυμο της απουσίας. Είναι  ήταν και θα είναι «Απών»!...άφησέ με να σου τρίψω τα πόδια.. τα δάχτυλά μου  κρυσταλλιασμένα... μια ιδέα μόνο , μια σκέψη, ένα όνειρο.. Θα
ήθελα να ήμουν εκεί... μα κι αν δεν είμαι... άφησέ με να τρίψω τα πόδια σου, καθώς τα ξεκουράζεις πάνω στα μαξιλάρια  του καναπέ, μη κρυώνεις...  κρυώνεις. Θυμάσαι...; ... είσαι εσύ, που με έφερες εδώ πέρα.. μπροστά σου. Που αρνείσαι να προχωρήσεις πιο πέρα.... άσε με λοιπόν  να σου τρίψω τα πόδια.. και μη με κατηγορείς πια... Δε θα μιλώ.. το ξέρεις άλλωστε, πως αυτό είναι πλέον αδύνατο.  Πνιγμένος είμαι από καιρό... στην απουσία.
Ηρώ:
Θα σε δεχτώ ξανά... μόνο για σήμερα..αύριο πάλι θα πιστεύω πως δεν ξέρω τίποτα για σένα...παρά μόνο το όνομά σου...δεν θα ζητήσω εξηγήσεις ούτε γι αυτό...σήμερα μπορούμε να νιώσουμε την σπίθα που είχαμε κάποτε όταν τα μάτια δεν κοιτούσαν το κενό αλλά τον ήλιο… αποσβολωμένοι κι οι δυο. Πριν το όνομά σου αλλάξει σε ... «απών».
Νικόλας:
Είναι φορές που χάνομαι στο βλέμμα σου.. σαν ένα φύλλο που παράσυρε το ποτάμι.. Στροβιλίζομαι... και χάνομαι... Σήμερα θα κοιμηθώ στην αγκαλιά σου.. θα σκεπάσω τα μάτια σου καθώς κοιτάνε στον καθρέφτη, με όμορφα όνειρα.. με εικόνα αγαπημένη... Θα κοιμηθώ στην αγκαλιά σου, θα ξυπνώ την νύχτα δίπλα σου μη φοβάσαι.. και θα ναρκώνομαι από το δικό σου ποτήρι.. στα χείλη σου.. ξανά... Κι ωστόσο δεν καταφέρνω μην τρέμω την αυγή..όταν πάλι ξυπνήσεις, με μένα χωρίς εσένα, στο κρεβάτι σου.. Μόνη.. πιο μόνη και πιο θλιμμένη από πριν. Τρέμω το όνειρο.. και τρέμω το φως που θα το κάψει.. Αγκάλιασέ με!!! Σφίξε με... Θέλω να ακούω μόνο την δική σου καρδιά.. Δεν έχω δική μου .. Νιώσε με... Δώς μου πνοή... Ζωή... Ανάστησέ με!!!.... Σήμερα σου ανήκω... ας ξεχάσουμε τ’  αύριο λοιπόν! 
Ηρώ:
Είμαι εδώ απόψε...μην φοβάσαι...τα δικά σου θέλω είναι και δικά μου... μέχρι να μας χωρίσει η αυγή...μέχρι να μπει ανάμεσά μας το σκοτάδι πάλι, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου ...πάντα εχθροί με τον χρόνο... αλλά πάντα έφερνε ένα ανεξέλεγκτο πάθος...λες κι οι εχθροί ξανάσμιξαν πριν μπει το μίσος ενδιάμεσα....ήσουν η καταστροφή μου...αλλά μου  είσαι απαραίτητος όσο τίποτ’  άλλο για να μπορώ να σηκωθώ αύριο...κι ας είναι χωρίς εσένα…

Νικόλας Παπανικολόπουλος & Ηρώ Κιοραποστόλου (συνγραφή )