Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16/1/15

Εκείνος κι Εκείνη

Εκείνος, κοιτά τα μάτια της
κι ονειρεύεται πανσέληνες νύχτες,
ή νύχτα σκοτεινή τόσο
που ο ουρανός γεμάτος είναι άστρα!

Εκείνη, ταγγίζει το στήθος της ο πόθος,
σβήνει τα μάτια κι αφήνεται
στ’ όνειρο το δικό του
γιατί γνωρίζει πως τ’ όνειρό του
είναι  αυτή!

Εκείνος, ξεκουμπώνει την ψυχή της
με τα δάχτυλά του,
πορεύεται φιλί φιλί
μέσα από σοκάκια και κορυφές
ζητώντας ν’ αγγίξει τα άστρα,
να γίνει ένα με την πνοή της
και τα φεγγάρια του πόθου της.

Κι εκείνη, ανάβει
όλα τα άστρα γι’ αυτόν
καίει φόβους, σκέψεις, ελπίδες
και αναδύεται
μέσα από την απελπισία αιώνων
ως ολόγιομη Σελήνη!
Λάμπει το δέρμα της τα χείλη της καίνε,
τα μάτια της στάζουνε φως…

Ένα ουράνιο τόξο
από την καρδιά ως την καρδιά
γεφυρώνει την απελπισία τους
κι ανταμώνουν μες την πίστη,
πως τίποτα πριν ή μετά ή άλλο
έχει σημασία,
πέρα από εκείνη κι εκείνον, μαζί!

Εκείνη του χαρίζει ένα περιστέρι
από τα σωθικά της
και κείνος γίνεται ζεστή φωλιά
κι ουρανός,
να πετάξει με τα φτερά ανοιχτά!

Καταμεσής των ωκεανών,
πάνω από ένα σύννεφο
κι ολόγυρα το χάος π’ αποκλίνει,
τους ψιθυρίζει η καρδιά:
«ας φτιάξουμε εδώ μία γη να κατοικήσουμε
εσύ κι εγώ, ως κανείς και ως όλα»
Κι έτσι ενωμένοι αφήνονται
το ύψος κάνοντας βάθος και την πτώση τους ύψος.
Κι όσα θέλησαν, όσα είναι, όσα δύναται να υπάρξουν
χωρέσαν στην πτώση τους, πριν σκορπίσουν
στ’ άστρα ως άστρα, ή γη στην γη.

Κάποιοι ονειροπολώντας κάνουν ευχές
βλέποντας τ’ άστρο να πέφτει,
καθώς εκείνοι καίγονται μαζί, ευχή και μοίρα.

12/1/15

Υπάρχω θα πει αγαπώ

   Η αγάπη είναι παγίδα, είπε ο διάβολος. Είναι η παγίδα του Θεού, για να ορίζει την θέλησή σου.  Η αγάπη είναι σκλαβιά, όχι ελευθερία..  Αν μπορούσες να δεις από μέσα την ομορφιά του χάους, θα έβλεπες πόσο φθονερό ψέμα η αγάπη. Βάζεις καταμεσής του χάους ένα πλάσμα πάνω σε μια κουκίδα, την ονομάζεις αγάπη, και πείθεις το πλάσμα πάνω στην κουκίδα πως έξω από αυτήν, δεν υπάρχει.  Και το πλάσμα γαντζώνεται από φόβο επάνω στη κουκίδα τόσο πολύ, που τυφλώνεται, και δεν βλέπει πια τον στρόβιλο των κοσμικών δυνάμεων, που τον τραβάνε να γίνει ένα με το σύμπαν, ένα με το χάος. Απέραντος κι ολοκληρωμένος. Όχι. Θα μείνει πάνω στην μικρή κουκίδα του, κλαίγοντας, παρακαλώντας, τρέμοντας  την ελευθερία να αποδεχτεί και να γίνει όσα εξαρχής είναι. Ένα με το σύμπαν. Ο Θεός τότε δεν θα είχε καμία αξία, και γι αυτό δένει τους ανθρώπους με τα δεσμά της αγάπης. Ακόμα κι ο χειρότερος άνθρωπος, ο πιο μισητός, έχει αυτή την ανάγκη: Κάποιον να αγαπά και να τον αγαπούνε. Αν θα μπορούσες να δεις, αν αφηνόσουν να νιώσεις, πέρα από τα μάτια και την γνώση του νου, θα γνώριζες πως μία πέτρα ενός σβησμένου άστρου και μια αχτίδα φωτός, είναι όμοια κι απαράλλαχτη με μια τρίχα από τα μαλλιά σου κι ακόμα με αυτό που εσύ αποκαλείς ψυχή. και δεν έχει τίποτα να ζηλέψει το ένα από το άλλο…  όταν είναι και τα δυο λεύτερα από το πεπερασμένο της συνειδητής νόησης. Αλλά εσύ, άνθρωπε, έχεις παγιδευτεί στην ανάγκη να είσαι ο αγαπημένος . Στην πείνα, την δίψα και τα ένστικτά σου. Έχεις ανάγκη έναν Θεό να σε οδηγεί, γιατί δεν αντέχεις την μόνη άφθαρτη αλήθεια, αυτή της «φθοράς», που στην πραγματικότητα είναι η αέναη μεταμόρφωση και η ένωσή σου με αυτό που είσαι αλλά επίμονα αρνείσαι: Το σύμπαν. Μια ζεστή αγκαλιά, είναι για σένα πιο σημαντική από την αλήθεια, γιατί είσαι φαρμακωμένος από φόβο. Φοβάσαι τις «βίαιες» εκρήξεις του σύμπαντος, την πολύ φωτιά ή το πολύ σκοτάδι… φοβάσαι την πορεία στο άγνωστο . Ακόμα και την ίδια την γέννα σου ίσως αρνιόσουνα, αν κουβαλούσες την ίδια αυτήν συνείδηση που σ’ αρρωσταίνει κι ήταν στο χέρι σου. Είσαι μικρός άνθρωπε, γιατί  αγαπάς από φόβο κι από μοναξιά. Είσαι εγκλωβισμένος σε όσα αντέχεις να εξηγήσεις, και πεπερασμένος, όπως κι ο χρόνος της ζωής σου.
   Αν ήσουν ελεύθερος θα γνώριζες πως ο χρόνος δεν υφίσταται κι αυτό που ονομάζεις «χτες» και «σήμερα» και «αύριο» είναι το ίδιο.  Και το μόνο που υφίσταται είναι η ίδια η ζωή, ως κοσμική ενέργεια – που ίσως σήμερα είσαι αυτό που ονομάζεις εσύ, κι αύριο ένα κομμάτι πάγου ή κάτι άλλο που ούτε καν φαντάζεσαι. Κι ωστόσο την ίδια στιγμή είσαι και το ένα και το άλλο κι ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει . Είσαι η κοσμική πληγή του σύμπαντος, η κουκίδα που παγιδεύει στο «εγώ» της την αέναη ενέργεια της εξέλιξης και το «Όλο».

   Έτσι μίλησε με πειστικότητα ο διάβολος στον άνθρωπο την ώρα που κοιμότανε. Κι αυτός, άνοιξε τα μάτια του, έφερε εμπρός του τις άδειες παλάμες του, και τρυφερά ακουμπώντας την μια πάνω στην άλλη  συλλογίστηκε : «Σας αγαπώ χέρια μου, γιατί μου επιτρέπεται να αγγίζω .. να φτιάχνω…  σας αγαπώ μάτια μου γιατί χωρίς εσάς φως και σκοτάδι θα ήτανε ένα.. Με αγαπώ και γι αυτό αγαπώ…  και γι αυτό φοβάμαι. Είμαι το σύμπαν μέσα στο σύμπαν, και δεν βρίσκω κανένα λάθος σε αυτό.. Κι ίσως είμαι ό,τι θα ήθελε το σύμπαν να γίνει. Πεπερασμένος και «τελεία».  Η διατύπωση και η απάντηση στην ερώτηση «ποιος είμαι», και η αρχή της συνειδητότητας μες την ασυνειδητότητα. Η συνειδητότητα χωρίς την οποία δεν διατυπώνεται κανένα ερώτημα, θέληση ή άρνηση, κι όλα τα θέματα που θέτεις, ως διάβολε, αποδεικνύουνε μοναχά αυτό, πως χωρίς συνείδηση δεν έχει ύπαρξη, καθώς κι αυτά ακόμα για να τεθούν,  προϋποθέτουν συνειδητότητα.  Αγαπώ την σάρκα μου, με δίδαξε τι είναι πείνα, τι είναι δίψα και την χαρά να χορταίνεις και να ξεδιψάς.. Τι θα πει να είμαι άντρας ή γυναίκα ή παιδί .. την φθορά… αλλά και την ανθοφορία. Με δίδαξε να αντιλαμβάνομαι τους ήχους και το τραγούδι, τον χορό, τα χρώματα.. Πέρα από αυτήν, τι θα σήμαινε για μένα πνοή, άγγιγμα, έκφραση; θα ήταν το πνεύμα μου ασχημάτιστο, ούτε καν ρευστό…  Κι αν θες να ξέρεις, δεν είμαι εγώ που χρειάζομαι ένα Θεό, αλλά ο Θεός που χρειάζεται εμένα για να υπάρξει. Μέσα από όλα όσα μαθαίνει από εμένα. Γι αυτό και γω, δεν μπορώ να σκεφτώ Θεό άλλον ή δύναμη πιο υπέρτατη κι απόλυτη από την δύναμη της Αγάπης, και την συνείδηση που γεννήθηκε από αυτήν… Με αγαπώ, ω διάβολε, κι αυτό με κάνει να αγαπώ και εσένα! Γιατί αγαπώ την ζωή! »

11/1/15

Λουλούδι



Ήτανε ένα μικρό
λουλούδι στην αρχή,
διάφανο στο φως
και απαλό τις νύχτες.

Ήτανε ένα μικρό
παιδί
με βλέμμα σκοτεινό
που βρήκε το λουλούδι.

Και γέλασε.

Ήταν ένα μικρό παιδί
κι ένα μικρό λουλούδι.
Διάφανα στο φως
και όμορφα τις νύχτες.

Ένα κορίτσι ήτανε
κι ένας αγαπημένος.

Πως να μαλώσεις τα παιδιά
που δεν προσέχουν αρκετά
κι έχουν το χέρι ανοικτό
χρυσάφι κι αν βαστάνε.

Πήρε τ ανέμου η δροσιά
τα πέταλα του πόθου.
Άλλο εδώ και άλλο εκεί
σκόρπια χαρτιά μίας ψυχής.

Ένα κορίτσι ήτανε
κι ένας αγαπημένος.
Διάφανοι στο φως
και όμορφοι τις νύχτες... (2007)

10/1/15

Αγαπημένη μου

Αγαπημένη μου
πήρες την μορφή της νύχτας, 
άλλοτε άστρα γεμάτη
κι όνειρα ν’ αναβοσβήνουν γλυκά στο προσκεφάλι
όπως το καντήλι μιας ζωής , μιας προσευχής,
κι άλλοτε με όλα τα άστρα σβησμένα και νωπά
από έναν υγρό βόρειο άνεμο
που κουβαλά στο στέρνο του νεφέλες·
όχι και τόσο καλά δεμένες στην αγκαλιά του
καθώς  κάποιες ατίθασα του ξεγλιστρούν
φτάνοντας  ως τις άκρες των βλεφάρων μου,
παγωμένες και χωρίς λόγο…  κι ώρες πολλές  
ακόμα και μετά το ξημέρωμα
πνίγεται η ψυχή μου σα να’ τανε θάλασσα ο ουρανός
και φουρτούνα, και ο κόσμος ανάποδα.

Τις μέρες δεν υπάρχεις πια,
ούτε σαν λευκό πέπλο, ούτε ως τόση δα σκέψη.
Οι νύχτες κι οι μέρες μου χωριστά ζούνε,
δεν γνωρίζουνε η μια για την άλλη.
Η μέρα δοσμένη στη ζωή, η νύχτα στον Θάνατο.
Θάνατος  ωραίος  όπως  μαύρο μαργαριτάρι
καρφιτσωμένο με όλους τους απόηχους του Ωκεανού,
με όλα τα μυστικά βάθη και τις αιώνια σιωπηλές σπηλιές
κι όλη την λάμψη των ματιών σου των άστρων,
κατάκαρδα.
Αργοστάζει  δηλητήριό στο αίμα,  το νου, τα δάχτυλα…
Μουδιάζει τα μέλη με μαύρη μέθη
κι όλες οι αισθήσεις,  σου ανήκουνε απόλυτα,
όπως απόλυτο ς είναι κι ο Θάνατος.

Η μέρα πάλι, απλώς  ξυπνά από σκοτεινό όνειρο
κι αρχίζει.

Αγαπημένη μου, είναι νύχτες  πολλές τώρα,
θαρρώ αρκετές για να πεθάνουν και να γεννηθούνε τα αστέρια
και να πεθάνουν ξανά, που δεν έχω μορφή άλλη να σε θυμάμαι.
Κι είναι καιρός τώρα που αναρωτιέμαι αν υπάρχεις αληθινά
ή είσαι το σχέδιο ενός σαλεμένου νου,  ψυχής
που αθόρυβα απαρνιέται το σύμπαν χτίζοντας ένα άλλο.
Αν ο λόγος που ξυπνάς τις νύχτες δεν είμαι εγώ ή εσύ,
μα το πέρασμα σε μια άλλη ζωή
που κάποτε ονειρεύτηκε σεργιανίζοντας η ψυχή
σε όσα προσπέρασα και ξέχασα και είμαι,
σε όλα εκείνα τα πέλαγα που απαρνήθηκα θνητός,
μα ως Θεός μέσα μου έχω ανάγκη να υπάρξουν
προτού γίνω  σκόνη κι αγέρας και τίποτα.