Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/9/08

Το γράμμα..

Ένα γράμμα, ένα τσιγάρο, και λίγο ποτό. Η νύχτα γλυκιά με την απουσία σου. Γλυκιά, σε αυτά που με κάνουν να θυμάμαι, μα και σκληρή. Κρύα.. Τις ώρες εκείνες που μέσα στη θολή μου θλίψη, πιστεύω πως είσαι κάπου εκεί και χαμογελάς.. Σου μιλώ, και δεν απαντάς. Και γω ξυπνάω.. στην πραγματικότητα που δε γράφει το όνομά σου.
Μερικές φορές σκέφτομαι, πως αν είχα μια δεύτερη ευκαιρία, ίσως έκανα πάλι τα ίδια λάθη.. Να περιμένω να καταλάβεις πιο πολλά από όσα δείχνω, να διαβάσεις την σκέψη... τις ανάγκες μου. Έτσι είμαι... Μπορώ να αλλάξω μόνο για λίγο, μα ο χρόνος ξαναφέρνει στο φως όλες τις κακές μας συνήθειες. Έπειτα, ούτε εγώ μπόρεσα να διαβάσω εσένα. Ακόμη και κείνη την μέρα της έκρηξης, την μέρα που έχανα κάτω από τα πόδια μου ό,τι τυφλός θεωρούσα δεδομένο. Εσένα.. την ζωή μου κοντά σου.
Το ξέρω πια, τίποτα δεν είναι δεδομένο. Όλα πρέπει να κερδίζονται ξανά και ξανά... να χτίζουμε διαρκώς καινούργια γεφύρια. Κι όμως , ακόμη δεν ξέρω αν μπορεί να με ωφελήσει αυτή η γνώση. Αν μου έκανε καλό. Μπορώ να προσπαθήσω, μα αληθινά δεν ξέρω πόσο.. το χειρότερο, τρύπωσε μέσα μου ο φόβος. Η αμφιβολία. Και αν ακόμα γυρίσεις, το δηλητήριό του θα μετριάζει την χαρά. Και δεν θα είναι χαρά, κι ας μην είναι κι ο θάνατος που νιώθω..
Θέλω ακόμα να σου πω, πως για τα πιο μεγάλα ταξίδια, φτάνει μια αγκαλιά, μόνο. Πως, κάθε φορά που γυρνάς την πλάτη, ότι και να σε ανάγκασε, χάνεις ένα κομμάτι από τον καλύτερο εαυτό σου, Και βάζεις υποθήκη την ζωή σου στην μοναξιά... Πως φταις κι εσύ, όσο εγώ. Ίσως περισσότερο, γιατί δεν μου φανέρωσες πόσο πολύ πονάς.. Άφησες να γεννηθεί και να μεγαλώσει ένα ποτάμι υπόγειο, που στο τέλος σάρωσε τα πάντα. Το άκουγες τις νύχτες που κοιμόσουν πλάι μου. Και σφράγιζες την ψυχή σου να μη το ακούσω.. καλοπροαίρετα ίσως.. και να η κατάληξη.
Σε θέλω τόσο πολύ, κι όμως δεν είμαι πια σίγουρος.. Είμαι ωστόσο βέβαιος πως θέλω πάλι να προσπαθήσουμε. Κι ας ξέρω, πως μπορεί να μην οδηγήσει πουθενά...

Το γράμμα αυτό το έγραψα με αφορμή ένα άλλο γράμμα, αντί σχόλιου. Ένα γράμμα της συνμπλόκερ Maya, την οποία ευχαριστώ για την έμπνευση!

Ειν΄η αγάπη..

Είν΄η αγάπη σα νερό
που τη ζωή ποτίζει
γλυκά κυλά στο μάγουλο
τον πόνο σα χαρίζει.

Άλλους τους κάνει άγγελους
και άλλους τους κολάζει
άλλους τους πάει στον ουρανό
κι άλλους στη γη τους βάζει.

Σα θα το βρεις το σ΄αγαπώ,
φως των ματιών σου βάλτο
σήμαντρο μέσα στην καρδιά
στην αγκαλιά σου πάρτο.

Να το προσέχεις σα παιδί
να το φιλάς σαν κόρη,
σα βασιλιά να το ακούς
και σα θεό, να τό΄χεις.

Γιατί Θεού είναι πνοή
και στέμμα στη καρδιά σου,
μα όταν μείνει ορφανό
θα γίνει συμφορά σου.

26/9/08

παρόν

Σμίξανε μέλλον, παρελθόν
και γέννησαν το τώρα.

Και γω που πάντα έψαχνα
χώρο για να υπάρξω
στην αγκαλιά τους τρύπωσα
θανάτους να ξεχάσω.

Συνάντησα όσα έζησα
και όλα όσα ποθούσα,
με ένα φιλί ερωτικό
κοντά σου να τα ζούσα!

Ένα φιλί όπου κανείς
ποτέ δε θα το πάρει
δε θα υμνήσουν ποιητές,
δε θα το δει φεγγάρι.

Γιατί ποτέ δε δόθηκε
στο μέλλον μας ταμένο
μα και θαμμένο από καιρό,
σε χάρτες ξεχασμένο..

25/9/08

σ΄αγαπώ...

Ήμουνα άρωμα, νοτισμένη βροχή.
Φύλλο κίτρινο, πατημένο, στη γη.
Θλίψη βαριά μου έγερνε το κεφάλι
κι άνεμος, τις έγνοιες μου έσβηνε.
Και μαζί με κείνες, και γω, έσβηνα.

Και τότε μέσα από σύννεφα μαύρα
ήρθες εσύ, Εσύ!
και φώτισες την βροχή
που κοιμόταν στα μάτια μου,
λευτέρωσες με δάκρυα την ελπίδα
και έδωσες φτερούγες στην καρδιά.

Κι ο κόσμος έγινε
με μια σου ματιά πιο όμορφος!
Μου έδωσες λόγο να περιμένω την αυγή
και μια προσευχή, για όταν νυχτώνει.
Οι θλίψεις σκορπίσανε στα πέραττα
και έμεινε μόνο μια, μες την καρδιά,
θλίψη κι ελπίδα μαζί.

Όμορφη σα λουλούδι,
δίχως το κίτρινο φως του θανάτου,
ρίζωσες στη καρδιά
και μέθυσες κόκκινο
τις μέρες και τις νύχτες μου,
τα όνειρά μου!
Γεννήθηκα πρώτη φορά
κι ας πέθανα χίλιες,
την ώρα που ένιωσα "σ΄αγαπώ! "

22/9/08

Εξόριστος διάβολος

"Δεν είμαι άγγελος" είπες.
"Εξόριστος είμαι μάτια μου διάβολος"...

Η νύχτα σε εξόρισε σε τόπο μακρινό.
Εκείνο τον τόπο των ανθρώπων.
Μαζί τους περπάτησες για λίγο,
μιλήσατε
σε πονέσανε και τους πόνεσες..
Σε αγαπούσε η νύχτα,
σαν παιδί σε αποχωρίστηκε από τα σπλάχνα της.
Σου χάρισε το πιο φωτεινό της φεγγάρι
όταν γυμνό κολυμπούσε στα νερά.
Κι όλα της τ΄αστέρια.
Το ένιωσα όταν σε είδα.

Ένα ήταν καρφιτσωμένο στο μαγουλό σου,
σημάδι της μοίρας.
Και δυο ακόμα,
κρυβόντουσαν στο χαμογελό σου.
Τα μάτια σου πύλες ήταν.
Φωτιές βγάζανε.
Τυφλωνόμουν να τα κοιτάξω,
στην αντίπερα όχθη
μου φάνηκε είδα τον προμηθέα.
Δεν ήταν εκείνος,
πυρκαγιά ήταν που τα σωθικά μου έκαιγε
πριν καν φτάσω εκεί.

Στα μέσα του δρόμου που με καλούσε
πάντα γονάτιζα κι έσκυβα στο κεφάλι.
Δεν είχα φτερά για να πετάξω
τόσο μακρυά.
"Πάρε τα δικά μου"είπες,
"έκπτωτος είμαι. Δεν μου χρειάζονται..."
Και γω το δώρο σου που λαχτάρησα τόσο
ποτέ δεν πήρα.
Ίσως να έφταιγε κείνος ο ιστός της αράχνης
που με μπέρδευε,
και με έκανε να νομίζω πως πετάς.
Ίσως φταίει πως ακόμα αυτό πιστεύω.
Ότι θα πετάξεις.
Φταίει ο τρόπος που τα κινείς πάνω στους ώμους σου,
φταίει πως πάνω σου μοιάζουν αγκαλιά μεγάλη.


Με αίμα κατακόκκινο, χάραξες πάνω μου
τα γράμματά σου,
και γω σου χάρισα την καρδιά μου.
"Πάρ΄την" σου είπα,
"ούτε εγώ την χρειάζομαι.. δώρο. "
Μα δεν την πήρες.

Φοβάμαι την μέρα που ξημέρωσε φορτωμένη μυστικά.

16/9/08

Έλα..

Μείνε δίπλα μου, κι αν λέω φύγε, μείνε.
Τα λόγια και τις τρέλες μου ξέχνα,
στα μάτια κοίτα με και μάθε με,
πως ζω στη τρέλα μόνο για σένα.

Έχω μάθει να ακροβατώ όταν λυπάμαι
στην κόψη όσων αγαπώ, να κοιμάμαι.
Έχω μάθει.. να κρύβομαι μακρυά σου,
όταν δε μπορώ να τυλιχτώ την αγκαλιά σου.

Άγρυπνη, όσο κι αν πίνω σε θυμάμαι..
Δίχως την νύχτα, δίχως την μέρα,
η ζωή μου άγονο κρεβάτι,
από την έρημο να προσπαθώ να βγω..

Έλα, κι αν λέω φύγε, εσύ έλα..
Τα μάτια κρύβω επειδή σε αγαπώ,
το φως μου σβήνω,
να το ανάψεις μόνο εσύ, ζητώ..

Τράβα με στην αγκαλιά σου
πριν χαθώ,
σβήνομαι και θα με χάσεις..
Έλα, πρόλαβέ με όσο ακόμα ζω..

χρόνος...

Σωτήριο το βλέμμα σου φωνάζει
είμαι εδώ, για σένα και για μένα.
Κιτρίνισε η φωτογραφία που βαστώ,
τα χρόνια κείνα τώρα είναι περασμένα.
Άνθη σιωπής, κέρινα φιλιά βαστώ
στο μάγουλό μου, ελπίδες, μαδημένα

Παίζει η σκόνη της ψυχής μου με το φως
που μπαίνει απρόσκλητο από τη χαραμάδα.
Τρίζουν οι ρόλοι της ζωής καθώς περπατώ
σε ξύλινα δάπεδα, σαρακοφαγωμένα.
Ο παράδεισος, κατοίκησε κι εδώ,
τα πούπουλα αγγέλων σκορπισμένα.

14/9/08

εκείνη..2 & εκείνη..4

.
Η σιωπή, ήρθε σαν επακόλουθο της χαράς. Της χαράς εκείνης, που το σώμα ως πιο σοφό δέχθηκε, μα η ψυχή αρνιότανε πεισματικά να αποδεχθεί. Άραγε τι θα ήταν η ψυχή χωρίς σώμα; Πως θα μάθαινε να υμνεί τον έρωτα, τον πόνο, πως θα ήταν δυνατό να νιώσει τον πόθο; Ανάσανε βαθιά, και σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στο γυμνό του στήθος. Είχε συναίσθηση πως όλα είναι υπέροχα τόσο, ώστε είναι αδύνατο να κρατήσουν για πολύ. Έπειτα η διάθεση μεταβάλλεται, και όσο κι αν Αυτός πιστεύει τα λόγια του και η καρδιά του πάλλεται από τη φλόγα του έρωτα, όσο σίγουρη κι αν είναι για το τώρα, τρομάζει να αφήσει τον εαυτό της να τον πιστέψει. Τον πιστεύει Τώρα, μα Αύριο; Το γκρέμισμα φοβάται, το ταπείνωμα μιας παραλογισμένης ερωτευμένης γυναίκας.... Κι όμως, τον αγαπά. Αυτό που φοβάται συμβαίνει. Και πονά, γιατί θέλει να το πιστέψει μα δεν μπορεί, πως όλα τούτα θα κρατήσουν για πάντα..
"Κοιμάμαι", σκέφτηκε, "κι αν ανοίξω τα μάτια θα ξυπνήσω. Κι αν ξυπνήσω, μπορεί πια να μην είμαι στην αγκαλιά του, μπορεί να είμαι μόνη σε ένα σκοτεινό δωμάτιο"... Κι έσφιγγε τα χείλη της πάνω του, κι ευχόταν να μην ξυπνήσει ποτέ!

..............................

Η νύχτα πέρασε, και το πάθος έγινε άσπρο μελαγχολικό καράβι. Ο νους, σιωπηλά έστεκε στην προκυμαία.. περίμενε. Μα η ψυχή δοσμένη ήταν πια στην στεριά αυτή, όπου βρισκόταν ότι αγάπησε. Σα το μωρό κούρνιαζε στο στήθος του, σα μωρό που δεν ήθελε να γεννηθεί.. Το πρωινό φως του παραθύρου, σκέπασε απαλά τα όνειρά της.. Τα όνειρα που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά, σχεδόν θολά από δάκρυα αγάπης. Από τα πιο όμορφα δάκρυα της ζωής της...

12/9/08

Εκείνη.. 3

"Θα ήθελα να αγαπηθώ ως τον θάνατο", μονολόγησε...
Κι ο Θάνατος, κρυφός θαμώνας στις χαρές της, άκουσε τον κρότο που έκανε το φως καθώς ράγισε μέσα στα μάτια της. Το κλείσιμο των βλεφάρων δε μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μαύρο δάκρυ που κύλισε βαρύ μέσα στο ποτό της. Πήρε πρώτα μια ρουφηξιά καπνό, κι ύστερα ήπιε όλη της την επιθυμία για ζωή. Σε αυτό το μαύρο δάκρυ. Από το παράθυρό τα φώτα ενός μικρού καφενέ, και το ερωτευμένο γέλιο κάποιου ζευγαριού.. Η πόλη κοιμάται, μα ο έρωτας όχι. Αν κοιμότανε ο έρωτας, ίσως να μη στεκότανε ξάγρυπνη στις τρεις το πρωί να σκέφτεται... Ίσως τα όνειρα μπορούσαν, σαν τον ιστό αράχνης, να βαστήξουν κοιμισμένη την μικρή της ζωή.
"Μπορεί να έχω πεθάνει και να μη το ξέρω", σκέφτηκε ζαλισμένη από το ηδύποτο. " Η σκιά μου με σκέπασε, τα ενδύματα που φόραγα κοριτσάκι, πάνε... πάνε..." Φαντάστηκε στο μυαλό της το ένδυμα να αλλάζει χρώμα και μορφή, όπως η σήψη αλλάζει την όψη όσων ξεψυχήσουν. "Το φως, ήρθε και με ξεπέρασε..."
Νικόλας Παπανικολόπουλος

11/9/08

σ΄ αγαπώ..

Μη φοβάσαι ν΄αγκαλιάσεις,
παίξε να με πλησιάσεις
με τα ρόδα π΄αγαπώ,
ζωγραφιά στα μαγουλά σου,
ποτισμένα δάκρυά σου
που να πίνω λαχταρώ.

Να ζεσταίνουν την ψυχή μου,
χάρισμά σου η ζωή μου,
σαν στο σώμα σου ανθώ.
Τυλιγμένες υποψίες
οι παλιές σου προδοσίες,
βότσαλο που το πετώ...

Στης ψυχής μου το σκοτάδι
λίμνη που σβήνει τον Άδη
όταν εσένα ακουμπώ.
Στα λυτά τα μαλλιά σου
άστρα είναι τα όνειρά μου,
άχου πόσο σ΄αγαπώ!

Να κοιμάσαι αγκαλιά μου
Θε μου συ, και ερωτά μου,
προσευχή μου της ψυχής.
Είναι ο κόσμος σκορπισμένος
στην κακία παραδομένος
όταν μακρυά μου ζεις.

άτιτλο..

Οι καθρέφτες δεν έχουν ποτέ νόημα... Όλα ανάποδα τα δείχνουν... Το αριστερά δεξιά, το όμορφο άσκημο, το άσκημο όμορφο... Πίσω από τον καθρέφτη, εκεί που τα δάχτυλα δεν φτάνουν, η αληθινή εικόνα του εαυτού μας. Και το τζάμι με το είδωλο φύλακας είναι της αλήθειας, να μην αφήσει κανέναν να μπει.. Την επόμενη φορά, να κοιτάξεις στην ματιά αγαπημένου... που σ΄αγαπά! Στα μάτια ενός συντρόφου, του παιδιού την ώρα που σε αγκαλιάζει, στο φως που λάμπει για σένα στα μάτια ενός φίλου... Και την πύλη την τρομερή, που ψεύδεται, κλειστή δε θα βρεις. Την εικόνα σου την αληθινή θα συναντήσεις, αυτήν, για την οποία αγάπη τόση, σου αξίζει!

9/9/08

νύχτα και μέρα..

Χάδι οι λέξεις εβένινου πέπλου, την αρμονία του ανταμώματος μέρας και νύχτας χτύπο κάνουν στην καρδιά μου. Άσμα ζωής, που το ακούς αγγίζοντας τον καρπό, ασπάζοντας του λαιμού την έλειψη, καθώς απαλά το κεφάλι γέρνει στον ώμο. Χορογραφία στήνουν οι ήχοι των φωνηέντων με τ΄άστρα, σεντόνι το φως της νύχτας, που σέρνεται και αποκαλύπτει το κάλλος ψυχής γυμνής. Κάθε αχτίδα του ήλιου, φιλί. Τέτοιες στιγμές, η μέρα αδημονεί να έρθει κι η νύχτα διστάζει να φύγει.... Τα ίδια όνειρα, στην ίδια αγκαλιά. Ώρα άπιστη. Και το κορμί, παραδομένο στην πυρά..

8/9/08

Εκείνη..

"Ήθελε να δείχνει κακή, εξωφρενικά κακή φτάνει να μην ήτανε εκείνη ....
Η καρδιά του μικρού παιδιού που κουβαλούσε μέσα της , έπρεπε να πεθάνει για να Ζ ή σ ε ι ......"

Άρχισε να βρέχει, εκείνη μέσα από το παράθυρο και το παράθυρο κλειστό. Θάνατος η βροχή τούτη. Τόσο νιώθει μέσα της πνιγμένη, που οι μικρές στάλες στο τζάμι μοιάζουν με σίγουρο θάνατο. Πνίγεται και θέλει αέρα, ανοίγει το παράθυρο, κι ο άνεμος τυλίγει το αναψοκοκκινισμένο της , σχεδόν μελανιασμένο κορμί. Την ραπίζει σαν κατακτητής, τρυπώνει μέσα από τα λεπτά της ενδύματα, αγκαλιάζει το σφιγμένο εγώ της, και την φιλά στα χείλη. Κι εκείνη, ανήμπορη σαν πεταλούδα, ανοίγει τα φτερά της να ισορροπήσει, στηρίζεται στις άκρες των δαχτύλων σαν να κάνει πιρουέτα.. Όλο της το είναι αντιστέκεται. Φοβάται τον άγνωστο τούτον άνεμο, το μετά.. Φοβάται μη πάρει μορφή και σχηματίσει το πρόσωπό του.. Εκείνου... Κι όλα όσα με τίμημα έχτισε αποδειχθούν ψέμα. Μα περισσότερο, μήπως, αυτή η εφήμερη διάθεση ονείρου, την ξεγυμνώσει κι έπειτα την προσπεράσει..
Κάτι μέσα της της μιλά, της φωνάζει πως όλο αυτό μόνο εφήμερο δεν είναι. Μα κάτι τέτοιο θα ήταν πέρα για πέρα καταστροφικό. Θα σήμαινε πως η ζωή της δεν είναι ούτε θα μπορούσε ποτέ να γίνει, κάτι περισσότερο από ένα φύλλο στον άνεμο. "Όχι" σκέφτηκε, φανερά μετανιωμένη που άνοιξε το παράθυρο, "όχι, τα φύλλα έρχονται και παρέρχονται. Το δέντρο, ο κορμός έχει αξία. Αυτός είναι καλά ριζωμένος, και θα είναι εκεί και το επόμενο καλοκαίρι, και τον άλλο χειμώνα". Και με απόφαση και πόνο, έκλεισε το παράθυρο, ανάσανε βαθιά, και μηχανικά κίνησε για να φτιάξει καφέ πριν ξυπνήσουν τα παιδιά και της στερήσουν την ελάχιστη αυτή απόλαυση.

Νικόλας Παπανικολόπουλος

5/9/08

Ανατολή...

Νέφη τα μάτια σκοτεινιασμένα, η μέρα κρύφτηκε πίσω από τα σφαλισμένα βλέφαρα.Τι να βαστήξουν δυο μάτια κλειστά σαν είδαν τη θάλασσα, κι ακόμα ταξιδεύουν; Δεν ήτανε το πλοίο δικό μου, κι ας το αγάπησα. Ας μέρωσα το τραχύ ξύλο του με της αγάπης το "θέλω", η δύναμή μου μικρότερη ήσαν από τη δύναμη που έχουν τα κύματα. Από τον πόθο της ψυχής σου να ταξιδέψει πιο πολύ...
Λιμάνι μικρό η αγκαλιά μου, δε σε χωράει πια. Τα πανιά ορθάνοιχτα και φουσκωμένα παρά τον "αναποδιάρη" καιρό. Βλέπεις καρδιά μου, δε το έμαθες ακόμα, πως για τα πιο μεγάλα ταξίδια φτάνει μία αγκαλιά.
"Ξημέρωσε" είπες, " πρέπει να φύγω". "Ξημέρωσε" είπα, "φύγε..." Κι η νύχτα ήταν όλη βάρος δικό μου, να σε δω δεν ήθελα να φύγεις. Όχι μόνος.
Βάστηξα όλα τα άγρια κύματα, το μουγκρητό τους έκανα σιωπή να ακούς μόνο την καρδιά μου. Τίποτε άλλο. " Είμαι μαζί σου, πάντα.." .
Μα το ταξίδι είχε αρχίσει, προτού βάψω το αντίο μου κόκκινο, σαν την Ανατολή. Άνοιξα τα μάτια, κι η Ανατολή ήταν μόνο για μένα. Η θάλασσα λευτερώθηκε, κι αθόρυβα, όχι καθώς περίμενα, με τράβηξε μέχρι τον μαύρο βυθό της. Μου έδωσε την αγκαλιά που εσύ πια δε μπορούσες.
Με έπιασε βίαια ο ήλιος από το χέρι, και με έσυρε μαζί του, πάνω από την θάλασσα. Άφησε πληγές στο χέρι. Κοιτάζω τις πληγές, μα ο πόνος ξεκινά από της ψυχής το ρίζωμα . Κι είναι όνειρο κακό, να ζω και να μη μπορώ να ξυπνήσω. Χωρίς εσένα, να υπάρχω....

3/9/08

Ευτυχία

Στου ουρανού το δώμα καθισμένη
τη γη κοιτάς, όπου η ευτυχία αναπνέει
ολίγον τι ξεψυχισμένη, σχεδόν κοιμάται.
Όμορφα όνειρα ο ύπνος της υφαίνει
κι ας μοιάζει σαν τρελή, παρανοημένη
καθώς στο θεωρείο του τρόμου ανατέλλει.
Κι όλο το θέατρο, θεατές κι ηθοποιοί
τα βλέμματα κλεφτά στρέφουν σε κείνη.
Ένα χαμόγελο, έστω τρελό, αρκεί
πορφύρα να κάνει τη δυστυχία που τους ντύνει.

Την πίστη σου όπως φαίνεται ανασαίνει
του χνώτου σου την ζεστή ελπίδα,
γυμνή κοιμάται, κι ας το γνωρίζει,
πως γύρω γύρω την ζώνουνε τα φίδια.

Εσύ υπάρχεις ! και αυτό αρκεί
του κόσμου να ανάβουνε τα άστρα.

Άνθη ψυχής

Το ύψος θα μετρήσω
ως τη γη,
με τα φτερά κλειστά
πτήση για μένα.
Ρόδι η καρδιά
και η αγάπη μια ευχή,
τα σύννεφα θα βάψει
μολυβένια.

Τα όνειρα
σταγόνες της βροχής
άνθη ψυχής να ξεδιψάνε,
σαν εσένα.

2/9/08

άτιτλο

Της εκκλησιάς τα σήμαντρα
ω, τους πιστούς καλούνε
κι οι χτύποι της καρδούλας σου
εμένα προσκαλούνε.

άτιτλο

Μέσα σε δρόμους φωτεινούς
χάνεις το φως σου
χάνεις τον έλεγχο
τρελαίνεις το μυαλό σου.

Τα δαχτυλά σου τα φτερά
μιας νυχτερίδας
που της ψυχής το μελάνι
την ταξιδεύει
δίχως ραντάρ και χωρίς ελπίδα
από πρόσωπα σε τοίχους αγριεμένη.

Είναι οι στίχοι σου βαριά καταιγίδα
και την πλημύρα το σώμα ανασαίνει.
Ένα σωσίβιο που χρόνια σε στενεύει
πετάς - κολυμπάς
μα τίποτα την αμαρτία δε ξεπλένει.

Κρυφά σε κοιτάζει η νύχτα μες την πόλη
σε δρόμους υπόγειους στημένο ραντεβού.
Θα σε γυρέψει όταν πια θα ξημερώνει
κι όταν ήδη θα φεύγεις για αλλού.

1/9/08

Το σύνδρομο του Προμηθέα

Καπνός τα λόγια
στάχτες οι πράξεις
φλόγα η αλήθεια.

Καμίνι τα μάτια.

Ζαβώνουν σαν ήλιοι
σου τρων τα συκώτια
κατάρα παλιά.

Τα βλέφαρα χώμα
με κόπο σκεπάζουν
τη συμφορά.

Το χέρι μου βάστα.

Φοβάμαι, το ξέρεις
το νιώθω πως τρέμεις
κι ας μ΄αγαπάς.