Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

21/3/13

Τα ποιήματα

Τα ποιήματά μου είναι παιδιά..
Ξέρουν τι θέλουν όταν εγώ δεν ξέρω.
Ξέρουν την οδό να βαδίσουν
όταν είμαι χαμένος κι ολόγυρα νύχτα.

Τα ποιήματά μου είναι οι φωνές αγγέλων
και δαιμόνων που δεν ξέχασαν ν αγαπούν.
Είναι η σάρκα που ματώνει το πνεύμα
και το πνεύμα που ματώνει σάρκα.

Τα ποιήματά μου είναι φωνές ερώτων
και πάθη αγίων και κολασμένων.
Μα πάνω από όλα, είναι παιδιά.
Κι έτσι δεν σφάλουνε ποτέ.

Όλοι νομίζουν πως τα γράφω εγώ.
Μα εκείνα με βαστούν από το χέρι
και μ΄ οδηγούνε. Δεν μου ανήκουν.

Είναι η διαθήκη των νεκρών. 
Φως αιώνιο, δώρο στους θνητούς.
Μα πάνω από όλα είναι παιδιά..
Μας τραβούν απ' το χέρι να παίξουμε.

13/3/13

Μελαγχολία

Αρρωστημένο φεγγάρι.. στενή κοφτερή λεπίδα, χάραζε , περνώντας μέσα από το μισάνοιχτο παράθυρο το πρόσωπό του. Φώτιζε σκιερά μέρη, εμφάνιζε οδούς σε φαντάσματα, κι ένας στενάχωρος αέρας πυρπολούσε, περνώντας μέσα από όλα αυτά τα σκιερά μέρη , και μέσα από τα φαντάσματα, την ψυχή του. Πόσο αθόρυβα διαφαινότανε το κακό στα μάτια του… Μια μικρή αμυδρή φλόγα, μόνο. Κι όλο το πρόσωπό του τόσο ήρεμο κα σιωπηλό ώστε έκπεμπε μια απαλότητα… Μέσα του καιγότανε η ψυχή του κι εκείνος έδειχνε ασύλληπτα πράος.  Στεκότανε κοιτώντας το παράθυρο, μα στην ουσία δεν κοιτούσε τίποτα. Δεν ήταν καν εκεί, κι ήταν αυτός ο λόγος που το πρόσωπό του δεν έδειχνε τι αληθινά ένιωθε…  Η ψυχή του κι ο άνεμος της φωτιάς συναντηθήκανε σε ένα μέρος , ευτυχώς, πολύ μακρινό… Κι έτσι κανείς δεν μπορούσε να ακούσει, να δει, να καταλάβει…. Κανείς να ανησυχήσει.
_Είναι χάρτινος ο κόσμος. Του είπε ο διάολος. Δες, τις σπίθες που ανεβαίνουν από ότι πίστεψες, μόχθησες, έχτισες.. δες πως διαψεύδουν και κηρύσσουν το μάταιο. Που είναι η δύναμη της αγάπης τώρα να σε προφυλάξει; Που είναι ο Θεός σου;
Ο άνεμος  έφτιαχνε ένα φωτεινό μονοπάτι, γεμάτο από σπίθες και στάχτες, πυκνούς καπνούς ολόγυρα, και σιωπηλές κραυγές φαντασμάτων..  Ξεχώριζες άξαφνα μες τον καπνό, μια μορφή, μια ιστορία σε ένα χαμόγελο ή μια γκριμάτσα πόνου. Ξεχασμένου πόνου.. αγνοημένου χαμόγελου.  Και το ίδιο γρήγορα, την ίδια στιγμή , η μορφή χανότανε από τα μάτια… κι έμεναν τότε να χορεύουν μόνες, οι σπίθες κι οι στάχτες της δικής σου ψυχής..  να σκορπίζουν αφημένες στον άνεμο στο άγνωστο μονοπάτι.. Και την επόμενη στιγμή, κάποιες άλλες στάχτες, πάντα το ίδιο άξαφνα, βρισκόντουσαν να χορεύουν αντάμα με τις δικές σου…  «έτσι είναι η μοίρα, να σμίγουν και να χάνονται οι ψυχές», σκέφτηκε…
_Δεν  έχω ανάγκη κανένα να με προφυλάξει, αποκρίθηκε στο διάολο. Δεν χρειάζομαι έναν Θεό, κι άλλωστε… τούτη την στιγμή δεν φοβάμαι και δεν χρειάζομαι τίποτα… Κι αν είσαι εδώ να διεκδικήσεις κάτι.. έχασες. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα να βρεις… τίποτα να βρω και τίποτα να μάθω . Κι αν σου μιλώ, είναι από συνήθειο να αποκρίνομαι… ένα αντανακλαστικό όπως, αυτό της καρδιάς. Έχασες διάολε, μα αν θες μπορείς να χορέψεις μαζί μου, μέσα στο τίποτα…  μου είναι  αδιάφορο..

8/3/13

Γυναίκα

Παράθυρο με θέα θα ανοίξω
στον τοίχο της ντροπής, για να σε βρω.
Στον κήπο της αγάπης σου θ΄αφήσω
ένα γαρύφαλο κι ένα ξύλινο σταυρό.

Στα παιδικά σου μάτια τα μεγάλα
δεν χορταίνω να κοιτώ τον ουρανό.
Χαρταετό απόψε θα πετάξω
με ένα μήνυμα να δεις, Σε αγαπώ!

Είναι στα χόρτα τα παιδικά παιχνίδια
παλιάς όπου ερήμωσε αυλής,
στέκουν, κοιτάνε πότε μένα πότε σένα
γυρεύουν τη στοργή μίας ψυχής.

Στο ίδιο στήθος π' ανάπνεες παιδάκι
τώρα γυναίκα που ξέρει να αγαπά,
έχεις θαρρώ στο κεφάλι ένα στεφάνι
από αγκάθια και κόκκινα φιλιά.

Μές τις παλάμες σου γράφει η μοίρα
μία λέξη μόνο. Είναι αρκετή.
Την διάβασες και σ΄έπιασε πλημμύρα
γιατί γνωρίζεις "γυναίκα" τι θα πει.

1/3/13

Το ερπετό


Το μικρό αγόρι δεν είχε ύπνο… μόλις έκλεινε τα μάτια, ένα τρομερό ερπετό συρίζοντας την γλώσσα του ψιθύριζε σε μιαν άγνωστη αρχαία διάλεκτο στ’ αυτί του φοβερές απειλές..  Κι είχε συμμάχους όλες τις σκιές που κρύβονται από το φως.. Τις σκιές στο δωμάτιό του δε τις φοβότανε.. γνώριζε ακριβώς από πού προερχόταν η κάθε μία.. Καθώς , τόσο φοβόταν να κλείνει τα μάτια, ώστε η εξερεύνηση των αιτιών που κάθε σκιά στο δωμάτιό του σχηματιζότανε, έμοιαζε  παιχνίδι. Μα εκείνες που καρτερούσανε πότε θα κλείσει τα μάτια, τις έτρεμε…  Καθόταν λοιπόν ανάρκουδα πάνω στο κρεβάτι του, δακρυσμένο και κρατώντας αγκαλιά χιλιομπαλωμένο λαγουδάκι…  Τελευταία νύχτα του Φλεβάρη, ξημέρωμα Άνοιξης.. Ο  βοριάς φύσαγε παγωμένος, μα το φεγγάρι γυμνό, αγέρωχο στεκότανε στο θρόνο της νύχτας,  στάζοντας φως,  από ένα μικρό ψηλό παραθύρι χωρίς κουρτίνα, και κουράγιο, στην ψυχή του.
«Το φως θα νικήσει.. το φως θα νικήσει.. το φως πάντα νικά…»  έλεγε και ξανάλεγε ψιθυριστά στον εαυτό του, ενώ η αλμύρα των δακρύων μπερδευότανε με τις λέξεις του… «Το φως θα νικήσει.. θα νικήσει..»
Μια πόρτα πιο πέρα το δωμάτιο των γονιών του..  Ψιθυριστά μιλούσε να μην ακούσουνε πως ακόμα δεν κοιμήθηκε…  να μη τους ξυπνήσει….  Τέτοια ώρα τα όνειρα χτίζουνε τους δικούς τους κόσμους.. Κι οι άνθρωποι έχουνε ανάγκη να κοιμούνται βαθιά.. να ονειρεύονται…   να μη θυμούνται…  ακόμα καλύτερα να μη γνωρίζουνε. Έτσι , ήταν σίγουρος πως αν τους ξυπνούσε μέσα στη νύχτα, η οργή τους θα ήτανε τυφλή. Σε καμιά περίπτωση εξάλλου δε θα δεχόντουσαν να πιστέψουν  πως όλα αυτά τα τρομερά πλάσματα, καρτερούνε πότε θα κλείσει τα μάτια για να του φανερωθούν…  Τους τελευταίους μήνες, κοιμότανε τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν έπαιρνε να χαράζει…  Τότε τα βλέφαρα βαριά κλείνανε από μόνα τους…  καθώς στο φως της μέρας δεν είχε τίποτα να φοβηθεί …  Αυτές τις ελάχιστες ώρες κοιμότανε τόσο βαθιά, ώστε το ξυπνητήρι χτυπούσε αρκετή ώρα μέχρι να τ’  ακούσει.
Τότε το παιδί, άφηνε μόνο του το χιλιομπαλωμένο λαγουδάκι…  Άφηνε μόνο του κι αυτόν. Κι έμοιαζε τώρα όπως το σκέπασμα μιας κουβέρτας ο χρόνος, όλη του η περασμένη ζωή. Ακόμα και το ερπετό τον περιφρονούσε… Τίναζε από πάνω του την κουβέρτα, και άρχιζε έτσι με αυτό τον τρόπο μια καινούργια μέρα της ζωής του. Έτσι του άρεσε να πιστεύει.. πως κάθε μέρα είναι ολοκαίνουργια. Κι ευχαριστούσε μέσα του τον Θεό, που του χάρισε μια ολοκαίνουργια μέρα, να τη βαδίσει.  Να στραγγίξει το φως της, τα χρώματα.. τους ήχους…
Τα πόδια του γυμνά δεμένα με κουρέλια..  Η κουβέρτα του και η ανάμνηση από το χιλιομπαλωμένο λαγουδάκι η μόνη του ζεστασιά…  Ευτυχώς, ένα παλιό ερειπωμένο σπίτι του πρόσφερε καταφύγιο τις  παγωμένες νύχτες…  Ανάμεσα σε αυτόν και τους ανθρώπους που συναντούσε υπήρχε μια σιωπηλή συμφωνία. Δε τους κοιτούσε στα μάτια και δεν τον κοιτούσανε κι αυτοί.. Κι έτσι ο κόσμος έμοιαζε ένας απέραντος έρημος κήπος…  Όμορφος κήπος!.. έρημος όμως…
Σηκωνότανε με τα πρώτα ξυπνητήρια των ανθρώπων.. έπρεπε νωρίς να φεύγει, γιατί αν τον βλέπανε να βγαίνει μέσα από τα χαλάσματα ίσως να έχανε το καταφύγιο του. Πιο κοντινούς συγγενείς του ένιωθε τα ποντίκια από τους ανθρώπους…  τα αγαπούσε. Κι αγαπούσε και τα αδέσποτα! Ένας σκύλος, μπορούσε να του προσφέρει όση στοργή λαχταρούσε η ψυχή του..  αλλά και ζέστη. Υπήρξε κάποτε  «ιδιοκτήτης»  σκύλου..  Τότε δεν ήξερε ακόμα πως, κανείς δεν ανήκει σε κανέναν. Όλες οι σχέσεις που εξυπακούονται, είναι απλά φυλακές.. Ακόμα και στη περίπτωση ενός ιδιοκτήτη σκύλου.. Αυτός που πιστεύει πως «κατέχει» είναι φυλακισμένος.
Την πρώτη του φυλακή την βίωσε μικρό παιδί. Σιωπή την λέγανε. Κανείς δε θέλησε να ακούσει, κι όσοι ακούσανε, τον νουθετούσαν να ξεχάσει…  Ντροπή να θυμάται… θα κράταγε ανοιχτές πληγές, και το νόημα ποιο;  «Όλα ήταν ένα όνειρο»  του λέγανε… και του ζητούσαν να κοιμηθεί, να ξεχάσει, σαν να ήταν ο ύπνος το απόλυτο γιατρικό.  Μα πώς να κλείσει τα μάτια, πως;  Δε θυμότανε την όψη εκείνου του φοβερού πλάσματος, μα θυμόταν καλά το σύριγμά στο αυτί του.. κι ήταν σίγουρος πως, ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο με το ερπετό που τον επισκεπτόταν σαν έκλεινε τα βλέφαρά του.  Από νωρίς έμαθε το λοιπόν να σωπαίνει… κι ήταν αυτό, όπως ο ύπνος, το φάρμακο μα και το φαρμάκι για όλα…
Σώπαινε στο σχολείο, σώπαινε στη δουλειά…  «Τα αφεντικά» τον συμβούλευαν  «είναι σα τον ήλιο.. αν είσαι μακριά τους κρυώνεις.. αν είσαι πολύ κοντά τους θα καείς..»  Κράταγε αποστάσεις κι ισορροπίες…  Κι ισορροπία για ένα εργαζόμενο σημαίνει πολύ απλά, «κάνε την δουλειά σου και μη ρωτάς.. μη ζητάς»  Του έγινε συνήθειο.. Κι όταν οι χωροφύλακες του ζήτησαν κάποτε ονόματα, αυτός σώπαινε…  Όσο κι αν τον χτυπήσανε, κι αν του κάνανε λογής βασανιστήρια αυτός σώπαινε.. Δεν είχε άλλωστε τίποτα να πει αφού κοιτούσε πάντα μόνο τη δουλειά του… Τρία χρόνια εξορία, ύστερα του ζητήσανε  να υπογράψει κάτι χαρτιά  και τον αφήσανε. Μα κάθε τρεις και λίγο, όποτε γουστάρανε, τον τραβολογούσαν με κλωτσιές και μπουνιές στο τμήμα..
«Τι έκανα κυρ αστυνόμε»
« Τίποτα… μπορείς να πηγαίνεις.. Παραδειγματισμός για τους υπόλοιπους»
Πέρασε καιρός να βρει πάλι δουλειά, μα τότε ήτανε νέος και  δυνατός, είχε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, κι άντεχε…  άντεχε το ξύλο, άντεχε τη σιωπή, άντεχε την πείνα…  Ένα μόνο δεν άντεχε. Τη ζωή του…  Μα η ζωή του χαμογελούσε.. και τις πιο δύσκολες ώρες, ανύποπτα του μιλούσε, με ένα λουλούδι φυτρωμένο στη σχισμή ενός βράχου, ή το κελάηδημα ενός πουλιού μέσα από το κλουβί του...  «να αντέξεις είναι το ζητούμενο,  όχι να καταλάβεις… να αντέξεις!»
  Άντεξε η καρδιά του μια ζωή ολάκερη…  μπόρεσε μάλιστα και να ξεχάσει… Να κρύψει πίσω από κατακόκκινες δύσεις  και ανατολές, σαν ψέμα τους φόβους του.  Συνήθισε τόσο πολύ τη σιωπή που δε τους άκουσε να έρχονται… Νύχτα ήρθανε.. στον ύπνο του όπως το ερπετό…  Νύχτα βρέθηκε χωρίς σπίτι στο δρόμο… Και μέσα από την νύχτα άρχισαν να προβάλλουν ένας ένας όλοι του οι παλιοί φόβοι, μαζί ολόγυρα, σκιές η σιωπή του, να τον δικάζουνε και να τον βασανίζουνε…  Και μπροστάρης όλων πάντα το φριχτό φίδι…  Κι είπε τότε δυνατά στον εαυτό του.. «το ζητούμενο είναι να μάθω , να καταλάβω..  κι ας μην αντέξω»
Κι έγιναν οι ποντικοί οι φίλοι του, οι σκύλοι και οι γάτες σύντροφοι… Σε μια πόλη που κανείς δε μπορεί να δει, εκείνα τα υπέροχα πλάσματα του Θεού, και τον βλέπουν και καταδέχονται τα ταλαιπωρημένα βρώμικα ενδύματά του, το σκελετωμένο χέρι του, την σκοτεινή του όψη… Κι έγινε τότε μέρα πρώτη στη ζωή του…  όπως τότε που ήταν παιδί.. Πολύ πριν η σιωπή τον κάνει δικό της….  Κάθε μέρα, μέρα πρώτη στη ζωή του… και τελευταία…  Μα του έμεινε κουσούρι.  Σα νυχτώνει, τα βλέφαρά του να μην αντέχουν να κλείσουν….