Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/9/11

Ατιτλο

Μέσα στο στήθος μου φωτιές...
για σένα είναι.. μπουκέτο πόθοι
π'ανάψανε ως άστρα
κι αργοκαίνε απέλπιδα
κάρβουνα αναμένα.
Πέλαγοι φωτιάς που ταξιδεύω
μέρες και νύχτες...
με πυξίδα το όνειρο.
Εκείνο το πρώτο άστρο
που άναψε η ματιά σου
και ποτέ του δε σβήνει..

27/9/11

ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΓΡΥΠΝΙΑ!

Κοιτώ τα μάτια σου,
με φως ζωγραφισμένα στο χαρτί..
Τα χείλη σου κοιτώ, το χαμόγελο,
και πύρινες σαΐτες με τρυπάνε..
Τα χείλη μου κεντάνε, την καρδιά,
τις άκρες των δαχτύλων μου πονάνε...

Με πυρπολούνε, στάχτη γίνομαι,
στα δάση των βλεφάρων σου καπνός.
Μαύρο πτηνό με γαλάζιες τις φτερούγες
που πόθησε να χτίσει τη φωλιά
στων ονείρων σου αντάμα τη θάλασσα.

Κοιτώ τα μάτια σου και ταξιδεύω
σε κόσμο μυστικό μόνο για μένα..
Τι μοναξιά μόνος να ταξιδεύω,
μα τι Ταξίδι!
Όλα τ' άστρα κι οι θάλασσες
δε φτάνουνε την ομορφιά του..
Την χαρά και τον πόνο του.

24/9/11

Δεν μου ταιριάζει ο έρωτας

Δε μου ταιριάζει ο έρωτας.
Εγώ γεννήθηκα για το σκοτάδι
και το φως που το σκοτάδι γεννά
- αστέρι πικρό-
ελπίδα που ισορροπεί στο κενό
πάντα μεταξύ ζωής και θανάτου.
Δεν είμαι εγώ για τον Παράδεισο.
Μόνο για να σκαρφαλώνω στα σύννεφα
να ρίχνω μια γρήγορη θαμπή ματιά εντός του
κι ύστερα... με το δισάκι της καρδιάς,
πάλι να φεύγω... χωρίς υπόσχεση γυρισμού.
Κι όταν με ρωτάνε περαστικοί, να τους λέω:
"Να, κατά κει πας στον Παραδεισο..
Πήγα κι εγώ, τον είδα,
μα δεν ήταν για μένα.. και πάλι έφυγα"...
Και καθώς το κοπάδι
σβήνει στην ομίχλη,
την φωνή του βοσκού ακολουθώντας
και τ΄αλυχτίσματα των φυλάκων
εγώ να ξεμακραίνω ακολουθώντας
σα κηνυγός κι όχι πρόβατο
τα χνάρια του φόβου...
Οσμιζοντάς τον και γυρευοντάς τον
Αναζητώντας να λευτερώσω την ψυχή μου
κοιτώντας τον βαθιά μέσα στα μάτια.

ατιτλο

Θάνατος είναι να μη σε θυμούνται
και κανένα μη θυμάσαι και εσύ,
θάνατος μισός μη σε θυμούνται
και να μη ξεχνάς ότι έχει συμβεί.

Πέρασες μπροστά μου δυο φορές,
τη μια αγαπημένη και ψυχή μου,
την άλλη άγνωστη, χωρίς το χτες
ντυμένη μόνο την αγάπη τη δική μου.

Κι έμεινα σκιά να ακολουθώ
φως τα βηματά σου που αφήνουν,
αγρίμι στα ίχνη σου να ξεδιψώ
όσο να μη χάσω τη ζωή μου..

ατιτλο

Γέμισαν οι μέρες μου με φόβο. Μα ποιος μου φταίει;
Φόβο;.. όχι φόβο.. πόνο...
Όχι πόνο .. Αγάπη.
Πόσο καίει η λεπίδα της αγάπης.
Πόσο με πληγώνει η απουσία σου.

Μετρώ τις λέξεις μου, μα δε ξέρω τι μετρώ.
Ποια λέξη είναι σωστή και ποια λάθος.
Όχι δε μπορώ να λέω όσα νιώθω.
Τα Θέλω μου είναι λάθη, η ζωή μου είναι λάθος.
Θέλω να στα λέω όλα, μα δε θες να τ' ακούς όλα.
Κι έτσι δε μιλώ πριν μετρήσω κάθε λέξη.
Κι είναι φορές που δε μιλώ καθόλου...
Εσύ εκεί κι εγώ εδώ, να ντρέπομαι
που νιώθω χαρά μόνο όταν είμαι κοντά σου.
Γιατί ξέρω πως σε πονάει αυτή η χαρά μου..
Σε βαραίνει να είσαι εσύ για μένα η Ζωή
όταν εγώ σημαίνω για σένα πιο λίγα.

Πως να χωρέσω , μάτια μου,
την καρδιά στη λογική των πρέπει;
Την κόβω σε μικρά μικρά κοματάκια...
και πάλι δε χωρά..

Άστρα κι αχινοί

Πως ταξιδεύουν τα όνειρα, φλόγα αστεριών, από μάτια σε στήθη κι από καρδιά σε καρδιά, ανάσα μου ονείρου..  Όνειρα κρυμμένα, μυστικά, να φυλάγονται από περιπολίες αιχμηρών βλεμμάτων - κριτών των πάντων. Μετέωροι αχινοί που μοιάζουν με άστρα σβηστά που χορταριάσανε πόνο. Κι η ηδονή τους, να πληγώνουν το φως.. Ίσως κι ο φόβος... Ερωτήματα που παίζουν μαζί τους για να μη τεθούν ποτέ.. ως ερωτήματα...

Βήματα τυφλών ονειροπόλων, ή βήματα τυφλά, εκείνων που ξέχασαν τον έρωτα; Ας ήτανε ότι βήματα θέλει.. αρκεί να μη συναντιόντουσαν ποτέ... Καθώς το επόμενο της συνάντησής τους είναι η αναγνώριση... και για τους δυο.. Πως περιβάλλονται από άγνωστους...

Ατιτλο

Ποιο φως την Άνοιξη θα φέρει φως μου;
Το σώμα μου σε καλεί κι απάντηση δεν παίρνει.
τα μάτια μου κοιτάνε αλλού να μη λένε πολλά.
Τα χέρια μου παγιδευμένα με χρώματα
αφού δεν μπορούν να παγιδευτούν στα μαλλιά σου.

Κι οι λέξεις παίζουν κι αυτές το κρυφτό τους,
μικρά παιδιά που τα πνίγει το παράπονο.
Γι' άλλα τις γέννησε η ανάγκη, αλλιώς πορεύτηκαν.

Ποιο σύννεφο θ' αντέξει να φορτώσω του πόθου μου τα δάκρυα
να μη μάθεις πως καίγομαι και φοβηθείς βροχή μου;
Πως να κουβαλήσει και να ρίξει που τόση φωτιά;

σε ποιο πλανήτη να κρύψω το μυστικό μου
που η σελήνη με άγιο πόθο ανάβει
κι η γη σπόρους είναι γεμάτη λουλουδιών;

Ο άνεμος φέρνει πάντα το αρωμά σου,
ιδίως τις ήσυχες νύχτες,
κι η θάλασσα , που λένε παρηγορήτρα,
έχει των ματιών σου το μπλε.

Ατιτλο

Στα στήθη μου φυλάκισα αρρώστια
μα δε τολμώ να το ομολογήσω.
Φτεροκοπάει η ψυχή
παγιδευμένη στων ματιών σου το γαλάζιο.

"Έχω μια θάλασσα" λέει, "έχω ουρανό".
Μα τα φτερά αγκυλωμένα, φοβισμένα.
Μήτε να πετάξει τολμά μήτε να κολυμπίσει.
Κι αφήνεται, έτσι, από τα νέφη
ως του βυθού σου τα έγκατα να πέφτει...

Κάθε σου ανάσα σπαραγμός, ζωή καινούργια.

Εισπνοή... ζω... Εκπνοή... πεθαίνω...
"Ταξίδεψε" μου λέει,"πέτα","κολύμπα","περπάτα".
Κι όμως, προσπάθησα.. Μα κάθε δρόμος
αρχίζει και τελειώνει σ' εσένα.

Και κάθε που ξαναγυρνώ μπροστά σου
αγριεύουν οι θάλασσες και γω τρομάζω
μήπως με εξορίσεις...

Ατιτλο

Το πρόσωπό σου έπλασε η καλοσύνη,
χαμογέλασε η αγάπη όταν το είδε
κι έγινε το χαμογελό της χαμογελό σου.

Κι θάλασσα παραδομένη στα χάδια τ' Αυγούστου
μέσα από τα κύμματα της ηδονής της
έσταξε το πιο ωραίο της μπλε στα μάτια σου.

Στο άνοιγμα των βλέφαρων σου ο ήλιος ξαστόχησε,
αχτίδες βάσταγε χρυσές να βάψει τα γινομένα στάχυα,
κι ο χρυσός σκόρπισε στο σγουρό των μαλλιών σου.

20/9/11

Κάτοικος του ονείρου..

«Τίποτε δε θα είναι όπως πρώτα» σου είπε…
Κι έγινε αυτό ο μεγάλος σου καημός.
Περπατώντας ανάμεσα σε ασκέρια ανθρώπων
έπαψες να ρωτάς που πας.
Κι όμως, συχνά ένα άστρο έφτανε να σου θυμίσει,
να λοξοδρομήσει η θέληση. Μα όχι το βήμα.
Η δική της θέληση τοίχος απαραβίαστος.
«Τίποτα δε θα είναι όπως πρώτα».
Κι έτσι αρνήθηκες κάθε δρόμο που οδηγούσε στο Φως,
που σε έφερνε πιο κοντά της
από όσο εκείνη επέτρεπε… κι άντεχε…
Κι ενώ κάποτε είχες φτερά,
κι ήταν η γη με τον ήλιο μια ανάσα απόσταση
τώρα οι ώμοι σου άδειοι,
χωρίς την δική της αγκαλιά.
Τα φτερά σου ήταν τα χέρια της,
καταρράκτες ουρανού τα μαλλιά της
κι η ανάσα της η πνοή σου.
Ολάκερη χτύπαγε η καρδιά,
κι άλλον Ουρανό, Θάλασσα, Γη να Υπάρχεις,
δεν είχες ανάγκη, πέρα από τα μάτια της.
Κλείσαν τα βλέφαρα κι έσταξε το δάκρυ.
Εσύ που τόσο τη λάτρεψες
αντί δώρα αγάπης της έφερες πόνο.
Το δάκρυ αυτό ήταν η ψυχή σου
που κατοικούσε μέσα της… και σκόρπισε…
Κι όμως… η πληγή σου που πριν ήταν ψυχή
θυμάται… ονειρεύεται…
Ένας πλανήτης μόνο για σένα, κάτοικε του Ονείρου.
Άλλος δεν έχει τρόπο να φτάσει εκεί.
Κι ενώ βαδίζεις ανάμεσα στον κόσμο,
πουθενά δε βαδίζεις.
«Δεν είναι υγιές αυτό» σου είπε…
Κι αναρωτήθηκες ποιος τρόπος υπάρχει
η καρδιά να σωπάσει…
να μη πονά η πληγή.

Κάτοικε του Ονείρου,
κάτοικε του σκοτεινού πλανήτη,
Γιατί περπατάς ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους;
Τι ζητάς περισσότερο από όσα
ο πλανήτης σου μπορεί να σου δώσει;
Ζεις για μια αχτίδα φωτός από τα μάτια της.
Για ένα γάργαρο γέλιο κι ένα πείραγμα…
Για ένα Όνειρο που ξεπερνά το όνειρο.
Αντέχεις για να είσαι κοντά της όταν εκείνη δεν αντέχει.
Γεννιέσαι στο φως που γεννιέται μέσα της
κάθε που η χαρά πεταρίζει στα στήθη της.
Υπάρχεις επειδή Υπάρχει..
Για  ένα Όνειρο που ξεπερνά το όνειρο.
Κι όμως, εκείνο το δάκρυ της το έφερες εσύ.
Την άκουσες να σου μιλά με τη φωνή σπασμένη,
θυμωμένη, απογοητευμένη.. πληγωμένη.
Με ποιο δικαίωμα
κάτοικε του ονείρου, του σκοτεινού πλανήτη,
ζητάς το Φως της;
Γιατί βαδίζεις ακόμα ανάμεσα σε ανθρώπους
που βαδίζει Εκείνη;
Τι ζητάς σκιά του κόσμου στον κόσμο ανάμεσα;

«Εκείνη» πάει να απαντήσει η καρδιά…
μα σωπαίνει χωρίς τίποτα να πει.
Και συνεχίζει να βαδίζει, αμίλητη,
Χωρίς να ρωτά που πηγαίνει… και γιατί….

10/9/11

Η καρδιά μπορεί να αγαπήσει μόνο μία φορά

«Μόνο μια φορά μπορεί η καρδιά αγαπήσει» του είχε πει..  Αφελής όπως ήταν μες  την άγνοια του, είχε αντιτείνει, πως η καρδιά μπορεί να αγαπήσει και δυο πρόσωπα ταυτόχρονα.  Η Μοίρα θύμωσε ακούγοντας τον, καθώς τα περισσότερα από τα σχέδιά της, αυτά που μες την καταστροφή και τη φωτιά ήταν τα πιο όμορφα, τα βάσισε σε αυτή την μία φορά.  Το παιχνίδι ήταν στημένο εξ αρχής.. και ο ίδιος πήγε ως πρόβατο για σφαγή. Οι επιλογές του ως δια μαγείας, εξαφανιστήκανε στο πρώτο χαμόγελο.. στο πρώτο βλέμμα… Όμως η μοίρα ήταν θυμωμένη. Δε σταμάτησε εκεί.. σκοπός της δεν ήτανε να τον διδάξει την αλήθεια μα να τον καταστρέψει..  Να τον αφήσει σκιά πάνω στην τέφρα της καρδιάς του. Του ψιθύρισε λοιπόν στο αυτί «στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται»… Τι άθλιο ψέμα! Μέχρι να καταλάβει  τα λάθη του, ώσπου η αγάπη να μπορέσει να τον ξανακοιτάξει πέλαγος στα μάτια, το κακό είχε γίνει. Τα λάθη του δαίμονες πάνοπλοι, στρατιώτες της μοίρας, μπήκανε ανάμεσα σε αυτόν και εκείνη… Κάθε φορά που κάτι θα συνέβαινε, με ορθωμένη λόγχη, τους τρυπάγανε την ψυχή. Παρότι πρόσεχε να μη κάνει πια άλλα λάθη, η μοίρα, είχε τον δικό της τρόπο να τα κάνει να συμβούν. Τον φόβο. Τον φόβο να μη κάνουμε λάθη . Τον φόβο που μας κάνει να σκεφτούμε τριάντα φορές όλα τα ενδεχόμενα, αναστέλλοντας τη φυσική παρόρμηση… και τελικά, αναζητώντας το πιο σωστό, στερούμενοι «κοινής λογικής», να επιλέξουμε φοβισμένοι το λάθος.
Τώρα γνώριζε κι αυτός πως η καρδιά μπορεί να αγαπήσει μία μόνο φορά… Και δεν έχει τίποτα να περιμένει μετά από αυτή τη μία. Γνώση ακριβή, δεν του άφησε δάκρυ παρηγοριάς .  Απόμεινε να θρηνεί βουβά,  πάνω στη στάχτη της καρδιάς του, σκιά του εαυτού του…  Χούφτα άμμος σκορπισμένη στην έρημο.

1/9/11

Καλοκαίρι

Σάρκα ζεστή αποχαυνωμένη
προσμένει το φιλί ανέμου.
Σημαίες που πια δε κυματίζουν
στον ιστό της σκέψης,
παλάτια νικημένα από τη δόξα
της άμμου και της σιωπής.

Ατιτλο

Έχτισα κάστρα σε βουνά στεφανωμένα
πύργους πολλούς για να θωρώ εχθρούς.

Τώρα δεν περιμένω πια κανέναν.
Φυλακισμένος ζω και δε μ' ακούς.

Άτιτλο

Τα πιο ωραία λόγια είν' τα θλιμένα
χάρτινο σαν καίει η καρδιά το νου.
Άνθη φυτρωμένα στο Χειμώνα
δίχως ψέμα στη ζωή σου να μιλούν.

Τότε. που ζωντανοί νεκροί γίνονται ένα
ίχνοι από φως τα βήματα στη γη.
Στα δυο της μάτια τά' χει η νύχτα στολισμένα
διαμάντια που χαράζουν την ψυχή.

Ατιτλο

Ποιος φόβος κατέχει την αλήθεια
και με μισόκλειστα τα μάτια τη κοιτά,
κι ενώ εκείνη ξεψυχά από συνήθεια
αμίλητος στον ιδιο δρόμο περπατά;

Κάνει τσιγάρο, μα είναι το χέρι που καπνίζει
μέσα στις φλέβες του κοιμάται η φωτιά,
κάρβουνο τα όνειρά του συγιρίζει
μάταια ο νους μες την καρδιά.

Ένα ερείπιο, χαλάσματα, μα στέκει
στα δυο του πόδια σφίγγοντας τη γροθιά,
αχ νά' τανε τα δάχτυλα μαχαίρι
τη πονεμένη να ξεριζώνανε καρδιά.