Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

28/9/17

Από τη θέση του ζιζάνιου

Άνθρωποι όμορφοι, άνθρωποι άσκημοι, άνθρωποι χαραγμένοι βαθιά με το σκληρό διαμάντι της πραγματικότητας. Πόσοι γνωρίζουνε πως το διαμάντι αν και είναι το σκληρότερο ορυκτό, μπορεί να συνθλιβεί; Πως, ως καθαρός άνθρακας που είναι καίγεται εντελώς και χωρίς ν’ αφήσει πίσω του στάχτη; Τίποτα δεν είναι αρκετά δεδομένο ώστε να είναι δεδομένο για πάντα.
Τους παρατηρούσε, να μπαίνουνε στο μετρό, να προσπερνάνε βιαστικά στο δρόμο, να στέκονται γεμάτοι αναμονή ή απλά γι’ ανάπαυλα σε κάποιο παγκάκι, να γελάνε, να κλαίνε μυστικά. Πρόσωπα γεμάτα φόβο, ελπίδα, απογοήτευση, έρωτα, ανησυχία, με ή χωρίς προσμονή… άλλα γεμάτα φως κι άλλα γεμάτα σκοτάδι, κι άλλα τόσο μουντά κι αδιάφορα, που γίνονται σχεδόν αόρατα. Η ασημαντότητα των ανθρώπων κι η σημαντικότητα δυο νέφη μπερδεμένα στο μυαλό του· μουντός κι αόρατος ο ίδιος από καιρό, καθώς παρατηρούσε τον καιρό και τους ανθρώπους αδιάφορα να προσπερνούν, αντιλαμβανότανε όλο και πιο πολύ την έκταση της ασημαντότητάς του. Ιδίως στα μάτια εκείνων που τα ρούχα και η πολυτέλεια αποτελούνε ταυτότητα της ύπαρξής τους. Άνεργος, απογοητευμένος και μόνος, παρατηρούσε τα δίποδα ανθρωπόμορφα να υπολογίζουνε την ανθρώπινη αδυναμία, ανάγκη κι απελπισία, ως ευκαιρίες  να μεγιστοποιήσουνε το κέρδος: οι σύγχρονοι μαυραγορίτες.
Θα ήθελε να πιστεύει στη βία, να μπορούσε να την ασκήσει σε όσους την ασκούνε, προκαλυμμένοι πίσω από νομικά παραθυράκια, διασυνδέσεις, ισχύ. Σε όλους όσους θεωρούνε τον εαυτό τους κέντρο του κόσμου, πως ο παράδεισος τους ανήκει γιατί είναι πιο πονηροί, πιο μάγκες, ισχυρότεροι και πως αυτό τους δίνει δικαίωμα να αποφασίζουνε για τους άλλους, με τον ίδιο τρόπο που αποφασίζει ένας κηπουρός να ξεριζώσει όσα φυτά δε θεωρεί όμορφα ή χρήσιμα, ή που ένας βοσκός, επιλέγει να σφάξει τα νεαρά τραγιά και τις γηραιές προβατίνες, που δεν δίνουνε πλέον γάλα..  Μα αόρατες ηθικές αλυσίδες, δένουνε τα χέρια του...  γιατί όσο κι αν κατανοεί πως επειδή κάποιοι μοιάζουνε με ανθρώπους δε σημαίνει και πως είναι, δε μπορεί να βγάλει από το νου την εικόνα μιας μάνας που κλαίει ευτυχισμένη για το παιδί που έφερε στο κόσμο, την χαρά της και την αγωνία της καθώς τ’ αναθρέφει, και το θρήνο για το παιδί που έχασε. Όχι, δεν είναι δολοφόνος, δεν αντέχει την ιδέα να είναι…  κι ωστόσο είναι φορές που πιάνει τον εαυτό του ν’ αναλογίζεται πόσο πραγματικά τρομακτική είναι μία τέτοια πράξη, ή αν ο φόβος της πράξης είναι απλώς μία ιδέα, ένα ορόσημο, που όταν το ξεπεράσει κάποιος αντί να βασανίζεται από ενοχές, γελά λυτρωμένος, απαλλαγμένος από το βάρος των αναστολών που του δίδαξε μια κοινωνία που φθίνει βυθισμένη στην αναλγητική ανεπάρκειά της.  Η αυτοκαταστροφικότητα που τον σαπίζει κάθε μέρα που νιώθει αχρησιμοποίητος, παροπλισμένος κι άχρηστος, είναι ένα σχοινί κι αυτός ακροβάτης ανάμεσα στα θέλω , τα πρέπει, την ανοχή, τις ηθικές του αξίες.
Προχωρά αργά πάνω στο σχοινί, σχεδόν ακίνητος, σχεδόν αόρατος..  Για κάποιους αόρατος.
Μία βόμβα που το φυτίλι της έχει ήδη ξεπεράσει τις αντοχές.

24/9/17

Διπλωμένα άστρα


Μέσα στα κάστρα δίπλωνα άστρα,
χάρτινα άστρα γεμάτα φως· ρωτάς πως;
Εσύ, στα μάτια σου που κουβαλάς το φως;
Που στα μαλλιά σου σκαλωμένες πεταλούδες
ανοιγοκλείνουνε τα φτερά·
σαν χάδι ανοίγουνε σαν το φιλί σφραγίζουν..
Τον τρόπο που προστάζεις, - δούλος σου ο πόθος
ικέτης στην αθωότητά σου εμπρός, γονατιστός
μα πάνοπλος και δόλιος, - πως τον απέκτησες;
Στην πιο ψηλή πολεμίστρα σου σκαλί σκαλί θ’ ανέβω
είτε να πέσω, είτε να υποταχτώ στα κάλλη σου
και να τα υποτάξω, λευτερώνοντας τ’ άστρα
πίσω στον ουρανό που τα γέννησε κι ανήκουν.
Και καθώς ο κόσμος σβήνει, τα κάστρα πέφτουνε,
πεταλούδες φωτιάς π’ ανοιγοκλείνουνε τα φτερά τους
θα γίνουνε πνοή κι εκπνοή μας, καθώς
πεθαίνοντας στον παλιό κόσμο
θα γεννιόμαστε μέσα από τη φωτιά, στο δικό μας!

Μα ίσως πάλι μείνουνε τ’ άστρα τυφλά
ανάμεσα σε σεντόνια και μαξιλαροθήκες
ατσαλάκωτα, αταξίδευτα, κι άκαυστα·
Ο λυτρωτής πόθος δεσμοφύλακας και φυλακισμένος,
και συ μια τρελή που την τρέλα της ξέχασε.
Παρέσυρε ο άνεμος τις πεταλούδες της φωτιάς
αφήνοντας μονάχα μία κατάστηθα,
να χτυπά απαλά κι αθόρυβα τα φτερά της.
Θα επιζήσεις, μα όπου κι αν πας
οι δρόμοι σου σπαρμένοι νεκρές πεταλούδες.
Κι η καρδιά σου απαλά, αθόρυβα, να θρηνεί
όχι το θάνατό τους
μα που δεν μπόρεσε να πεθάνει μαζί τους