Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

12/10/20

Μέρες γεννημένες στο χθες

Μέρες γεννημένες στο χθες, απατηλές, ελπιδοφόρες, φτιαγμένες από επιθυμία και πόνο, πρώτη ύλη για ζωή και θάνατο. Μέρες που φτάσαν στο σήμερα σέρνοντας δεμένο πάνω τους με σχοινιά το κορμί. Μέρες κομματιασμένες όπως εσύ, παραμορφωμένες κι άσχημες. Προσπαθείς κοιτώντας κατάματα βαθιά μέσα τους, ν’ ανακαλύψεις στίγματα ομορφιάς, ελπίδας ανόθευτης, χαράς αφαρμάκωτης από πίκρα… Δεν αντέχεται να κοιτάς ώρα πολύ, ξεστρατίζει το βλέμμα. Πίσω από τα βλέφαρα καραδοκούν να σε πάρουν μαζί τους μονοπάτια φυγής. Φτερουγίζει η ψυχή το κάλεσμα νιώθοντας, ανατριχιάζει η καρδιά… Πίσω ο θάνατος, και μπροστά τι; Ίσως ο αληθινός θάνατος, ο χαμός όσων γνώρισες πως είσαι, μα ποτέ δεν στάθηκες σίγουρος… ήσουν; Τόσο κοντά το πέρασμα από το άγνωστο στο άγνωστο, τόσο γνώριμη μέσα σου αυτή η ψευδαίσθηση πως τα τετραθέμελα του κόσμου αν δεν αγαπάς εαυτόν θα γκρεμίσουνε, πως ακόμα τρόπος υπάρχει, αρκεί ερμήνευση ν’ αλλάξεις για να τον δεις. Το φθινόπωρο ήταν πάντοτε εποχή αλλαγών που προετοιμάζει την σιωπηλή απολογία του χειμώνα. Μόνο που σε αντίθεση με τις εποχές του χρόνου, οι ανθρώπινες εποχές δεν έχουν περιοδικότητα. Συμβαίνουν άπαξ. Όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό τότε έχεις ανάγκη ευθύς αμέσως να το ξεχάσεις… Και πρόθυμα αφήνεσαι να χαθείς στα δαιδαλώδη μονοπάτια που σωτήρια ξετυλίγει η απελπισία. Κι όταν εντελώς χαθείς χωρίς πυξίδα πως έφθασες εκεί ή που πας, σαν το πουθενά να είναι το κέντρο του κόσμου κι εσύ η καρδιά του, τότε και μόνο τότε, έχεις μια δεύτερη ευκαρία σε αυτόν τον νεοσύστατο κόσμο που μόνος έφτιαξες, να είσαι Εσύ! Καθώς κανένα κάτοπτρο, καμιά γνώση, χαρά ή θλίψη, δεν είναι αντίλαλος άλλων… Κι όλη η μουσική, η χαρά ή θλίψη, που φωτίζει και σβήνει μέσα σου, είναι από τα δικά σου χέρια, τη δική σου καρδιά, δικό σου έργο. Είσαι εσύ, κι είναι ταυτόγχρονα, ευτυχώς, όλα και τίποτα… Ευτυχώς, γιατί μόνο στο ευλογημένο τίποτα δεν θα υπάρχει ποτέ χώρος αρκετός στο “εγώ”, μέγιστο βασανιστή του ανθρώπου και της ανθρωπότητας.

6/10/20

Θυμάσαι

Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός
και κάνει τις καμπάνες να ραγίζουν,
τα μάτια σου ως θάλασσα μαυρίζουν
ναυάγιο σκορπώντας τον καιρό.

Το όμορφο παλάτι των ονείρων
μια κάμαρα γυμνή και θλιβερή,
γεμάτα τα συρτάρια υποχρεώσεις
δεν σού’ μεινε γωνία να σταθείς.

Περνάν και φεύγουν οι ανθρώποι
μαζί τους όλο έφευγες και συ,
απόμεινε μονάχα μια καρέκλα
κι ολόγυρα παρέα η σιωπή.

Θυμάσαι; Όχι, αρνείσαι να θυμάσαι,
τον δρόμο από την πόρτα σου κοιτάς,
το φως που όλο έρχεται και φεύγει,
χωρίς ένα χέρι την πόρτα να χτυπά.

Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός
θυμάσαι κι ας αρνείσαι να θυμάσαι.
Δάκρυ κυλάς βουβά ως τον βυθό,
νεκρή με τους νεκρούς σου αντάμα.

5/10/20

Κουκούλι από άστρα

“Κουράστηκα” του είπε. “Άσε με να περπατήσω μαζί σου… αμίλητη σκιά, σχεδόν διάφανη, χωρίς να είμαι εμπόδιο στο φως… Άσε με να ταξιδεύω δίπλα σου κι υπόσχομαι τόσο να μην νιώθεις την ύπαρξή μου, ώστε να μη θυμάσαι κι αν υπήρξα.” “Έλα”, της έγνεψε, ή έστω έτσι ερμήνευσε τα σημάδια η ίδια, γιατί δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από αυτό. Έλυσε τα μαλλιά της, έβγαλε τα ρούχα της, κι έβαλε φωτιά και τά’ καψε, να μην αφήσει σημάδι στο πέρασμά της από τον ορατό κόσμο στον αόρατο. Κάπου κάπου ωστόσο, κάτω από τα γυμνά πέλματα παιδιών που τρεχοβολάνε, ή την γδαρμένη σάρκα εραστών από χαλίκια και φυτά ατίθασα, επέστρεφε φλογερή βροχή στο στήθος το μέτωπο και τις παλάμες, γιατί παρά την πρόθυμη ολόψυχη υπόσχεσή της, το κουκούλι από άστρα μέσα στο οποίο τύλιξε το κορμί της, η γη ακόμα κι έτσι, μπορούσε κι αντάριαζε την ψυχή της.

21/9/20

θυμάμαι

Θυμάμαι, τα χέρια σου να ζωγραφίζουνε με τις κινήσεις τους
λέξεις στο μέτωπό μου,
τον ήχο της μελωδίας της πνοή σου να με οδηγεί
από το σκοτάδι στο φως
με έναν καθ’ όλα βάναυσο τρόπο, αφού, αντί για στάχτη
παρέμενα άκαυστος κι ολόκληρος, τόσο κοντά σου.
Τρέμοντας από πόθο και την τυφλή επιθυμία
να ζωγραφίσεις με τα μάτια σου μια γέφυρα,
ή έστω φτερά,
καθώς στην ελάχιστη τούτη ρωγμή ανάμεσά μας
χωρούσε η άβυσσος κι απελπισία του κόσμου.

11/9/20

Λάσπη

Υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο, όπου δεν μπορεί κανένας να σε δει. Δεν αντέχει, δεν θέλει, δεν έχει τα μάτια. Κι ας είσαι παιδί, ας παίζεις και χοροπηδάς όπως τόσα άλλα παιδιά, με το ίδιο χαμόγελο στα χείλη, το ίδιο δάκρυ στα μάγουλα, τις ίδιες ανάγκες, “θέλω”, “μπορώ”. Όχι, δεν έχει καμιά σημασία. Αν ζεις σε αυτό το μέρος του κόσμου, όσα μπορείς δεν τα μπορείς, όσα θα έπρεπε δεν σου ανήκουν, ακόμα κι η ζωή σου που χτυπά σαν ατσάλινο καρφί στην καρδούλα σου ο χρόνος, δεν σου ανήκει. Άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτήν. Πατάς βλέπεις τα βέβηλα πόδια σου στα ιερά χώματά τους. Μερικές φορές, το να μην σε βλέπουνε είναι καλό… σε προσπερνάνε. Μα άλλες πάλι, περνάνε από πάνω σου, από μέσα σου, γίνεσαι ένα με το χώμα, και τα απόνερα από την μπουγάδα τους… Πνίγεσαι, γι’ ακόμα μια φορά δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, και τότε, σε πιάνει το παράπονο… Υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο, όπου δεν μπορείς να είσαι παιδί, γυναίκα, έφηβος, ανθρώπινο ον. Ένα εξόριστο μέρος όπου η ανθρώπινη υπόσταση ανήκει στα παραμύθια, σε διηγήσεις ενός κόσμου αλλοτινού, κι ενός κόσμου που ακόμη δεν έχει ανατείλει. Παραμύθια ζωγραφισμένα πάνω στην στάχτη της καρδούλας σου, έρμαια των ανέμων, σκορπισμένα κάτω από βήματα σε πολυσύχναστα σταυροδρόμια. Ένα μέρος θαμμένο πίσω από τον καθρέφτη. Όλοι βλέπουν τον εαυτό τους, αλλά κανείς εσένα. Κι ενώ γελάς τόσο όμορφα, σαν όλα τα παιδιά του κόσμου, με το ουράνιο τόξο ζωγραφισμένο σε κάθε δάκρυ σου, πασχίζοντας, σαν το λουλούδι που φυτρώνει καταμεσής της ασφάλτου ν’ ανθίσεις, τεντώνοντας τα διάφανα πέταλά σου στο φως, το φως ανήκει μόνο σε όσους ζουν στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Και συ μαραζώνεις το τρυφερό σου κορμί, γίνεσαι ένα με την στάχτη , τον άνεμο και τ’ απόνερα. Γιατί, ό,τι και να ακούς, βαθιά μέσα σου γνωρίζεις, πως κλέφτης, έστω και φωτός, δεν ήσουν ούτε θέλησες ποτέ σου να γίνεις. Υπάρχει ένα μέρος πέρασμα σε ένα άλλο μέρος. Σ'ένα μέρος όπου ζουν μόνο άνθρωποι με καρδιά ανοιχτούς ορίζοντες, όπου το φως λάμπει στα πρόσωπα και μεταδίδεται από παλάμη σε παλάμη, ένα φως που δεν καίει, δεν δημιουργεί σκοτάδι, και μέσα του γαληνεύει από τα πάθη η ψυχή… Η ψυχή, που τόσο σε επίμονα τυραννά σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε χούφτα λάσπης.

7/9/20

Το κουδούνι

Κάποιος στον πάνω όροφο σέρνει έπιπλα. Η γειτόνισσα με την βροντερή φωνή από την απέναντι πολυκατοικία, μαλώνει τον μικρό της γιο που ούτε δυόμιση δεν είναι ακόμα, γιατί όπως ωρύεται, αντί να παίζει φρόνιμα όπως όλα τα παιδάκια, κάνει την πρώτη ηλιθιότητα που θα του κατέβει στο νου.. Ασχολίαστο… Κάποια τηλεόραση ενημερώνει ακατάπαυστα πως κάθε κακό προέρχεται από μας, ενώ κάθε τι καλό, από τις ευγενείς προθέσεις και τους καλούς σχεδιασμούς των αρμοδίων. Υπάρχει κάποιο συνεργείο, η βοή από τα εργαλεία τους, που τρυπάνε, κόβουν, βιδώνουν, ακούγεται συχνά πυκνά. Ο χρόνος, λένε οι νεώτερες θεωρίες, είναι επίπεδος, ένα διάνυσμα με αρχή μέση τέλος, όλα εκεί… ακίνητα, καθώς όλα έχουνε ήδη συμβεί. Και είναι η νόηση, η συνείδηση, που μας επιτρέπει να κόβουμε βόλτες πάνω στο ακίνητο σώμα του χρόνου, ζώντας κάθε στιγμή, το σημείο δηλαδή όπου η συνείδηση κάθε φορά επικεντρώνεται, σαν νιογέννητη, μοναδική, και πέρασμα από μια νοητή κατάσταση που ονομάζουμε “πριν”, σε μια κατάσταση που αποκαλούμε “μετά”. Μπορούμε να βιώσουμε την ίδια στιγμή άπειρες φορές, να την αντιληφθούμε σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της χρησιμοποιώντας την φαντασία… Επικεντρωμένος σε αυτή την θεώρηση ο Γιώργος, επιλέγει να αγνοήσει όλο τον θόρυβο γύρω του, απολαμβάνοντας την μουσική από το youtube, σαν να ήταν μόνο αυτός εκεί, κι η μελωδία. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, στριμώχνει συναισθήματα και σκέψεις, τόσο ασφυκτικά που στο τέλος το σχίζει, το πετάει, και αρχίζοντας πάλι από την αρχή, χάνεται σαν να βυθίζεται σε ένα απέραντο ωκεανό, αναμεταξύ μουσικής και των εικόνων που προσπαθεί με τις λέξεις να φτιάξει. Το κουδούνι χτυπά… Βυθισμένος στον κόσμο του, ο Γιώργος το αγνοεί θέλοντας να συνεχίσει το το εσωτερικό του αυτό ταξίδι. Όμως, όποιος κι αν βρίσκεται πίσω από την πόρτα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση πόσο ταράζει τον Γιώργο, πατά επίμονα το κουδούνι ξανά. Τα μάτια του μικραίνουν, αναλογίζεται αν έχει νόημα να αγνοήσει κι άλλο τον απρόσκλητο επισκέπτη, ή μήπως είναι πιο φρόνιμο να τελειώνει με αυτόν μια και καλή, ανοίγοντας την πόρτα. Απρόθυμα σηκώνεται από την καρέκλα κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, την ξανακλείνει.. “Πάει”, σκέφτεται, “όποιος κι αν ήταν δεν είναι, έφυγε ευτυχώς!” Μα το κουδούνι ξαναχτυπά, τώρα βροντούν και την πόρτα… Κοιτά από το ματάκι, κανείς! Ανοίγει την πόρτα διάπλατα, σίγουρος πως κάποιος του κάνει πλάκα, και φωνάζει αν είναι κάποιος εκεί. .. Καμιά απάντηση. Αφουγκράζεται.. κανείς δεν ακούγεται στην σκάλα… Θυμωμένος, τρέχει καθώς μένει στον πρώτο όροφο στο ισόγειο να ανακαλύψει τον φταίχτη… Κανείς! Ανεβαίνει τρέχοντας, προς τα πάνω.. Σκέφτεται πως όποιος είναι , έχει κρυφτεί στην πάνω σκάλα… ο νους του πάει πλέον, από την απλή φάρσα σε κλέφτες… Πάλι κανείς. Τώρα φοβάται, τρέμει πως, καθώς βιαστικά κατεβαίνοντας την σκάλα είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, πως, όποιος ή όποιοι κι αν είναι, μπορεί πλέον να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του… Ανοίγει την πόρτα ορθάνοιχτη. Κοιτά, ακούει, σκέφτεται… Παίρνει τάχα τηλέφωνο… “Έλα Κώστα, μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι , κάτι παράξενο συμβαίνει.. ναι, ελάτε μαζί…!” Κλείνει τάχα το τηλέφωνο.. Προχωρά μέσα με προσοχή… Ψάχνει σαν κομάντο σε αποστολή ένα ένα τα δωμάτια με όλες τις προφυλάξεις… κανείς…. Ξαναψάχνει, βεβαιώνεται, κλειδώνει την πόρτα. Μα η πόρτα ξαναχτυπά. Στέκεται πίσω της, παραμονεύει από το ματάκι την επόμενη φορά… Περιμένει ώρα χωρίς τίποτα να συμβαίνει, κάνει να φύγει, κι η πόρτα πάλι χτυπά. Σχεδόν κλαίει από τα νεύρα του, μα δεν ανοίγει… Το έχει πάρει απόφαση, πως, δεν θα δώσει καμιά σημασία - κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό όπως όλα… Κάθεται στον καναπέ, με κεφάλι σκυμμένο και περιμένει την ανακουφιστική τούτη στιγμή. Να ακούσει πάλι μουσική, ούτε λόγος… Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό: Να περιμένει. Καθώς περίμενε, και περίμενε, και περίμενε, κάποια στιγμή οι περίοικοι ανήσυχοι αποφασίσανε να βρούνε τον Γιώργο, να δουν αν είναι καλά, αν πέθανε ή ζει… Καθώς όποτε κι αν χτυπήσανε δεν πήραν απάντηση ζητήσανε την βοήθεια της αστυνομίας. Το σπίτι άδειο, φώτα σβηστά, μια μυρωδιά από σέπια νεκρών ρόδων… Ένας παλιός υπολογιστής σ’ ένα γραφείο, μια λιτή κρεβατοκάμαρα και μια καρέκλα, λίγα σκονισμένα βιβλία στο ράφι. Κανείς δεν ήξερε να πει κάτι, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Αν μπορούσανε ωστόσο να δουν μέσα στα σωθικά του υπολογιστή, θα βλέπανε πως ο Γιώργος ήταν ακόμα εκεί, χωρίς ν' ακούει από καιρό μουσική, περιμένοντας... Αυτό που δεν γνώριζε ο Γιώργος, είναι πως την πόρτα του χτύπαγε η ίδια η ζωή… Που όπως όλα, έτσι κι αυτή, στο τέλος πέρασε.

3/9/20

Αγάπη και θάνατος

Φιλάς στο στόμα όπως το φίδι γλιστρά αμείλικτο με σκοπό.
Παραδεισένια οφείλω να πω, άγγελέ μου!
Γλιστράς τόσο εύκολα απ’ τό σκοτάδι στο φως,
και γω μαζί, μεταξύ ζωής και θανάτου, εκεί στο ενδιάμεσο
να σου μιλώ με ένα πόδι στον άνεμο και το άλλο στην γη
γι’ αγάπη, για πάθη, για τα σωστότερα λάθη.
Πόσο εύκολος ο θάνατος ενδίδοντας, πόσο υγιής!

Στα φανάρια των δρόμων ζωγραφίζει η πάχνη μορφές,
σώματα φτιαγμένα από υγρασία και ζέστη…
Μυρίζει αλάτι, μυρίζει λύτρωση και θάλασσα.
Ίσως να φταίει κι αυτό το κίτρινο φεγγάρι
που έγειρε πλάι μας διαπερνώντας τις λεπτές κουρτίνες,
φωτίζοντας όλα τα μονοπάτια ανάμεσα στα μάτια και την καρδιά,
το απαλό άγγιγμα και το βίαιο “θέλω”.

Ξημερώνει, κι ο θάνατος έρχεται, χαμογελώντας μας…
Μία νέα μέρα αρχίζει που πρέπει να την διαβούμε
με την ψυχή χωριστά από το σώμα. Και να αντέξουμε.
Ως την επόμενη πρόσκληση της νύχτας μέσα μας,
ώσπου τα φωτεινά σου άστρα ν' αγγίξουν πάλι τον ουρανό
δημιουργώντας μέσα στα μάτια σου, όνειρό μου, την γη.

27/8/20

ατιτλο

Κύλησε κι απόψε το ποτάμι
στην ίδια όχθη που κύλαγε εχθές.
Στις εκβολές του σωριάζονται πνιγμένοι
ανάμεσα σε φύλλα κι ενοχές.

Ποιος έχοντας την θάλασσα εμπρός του
θα σκύψει και θα σκάψει να τους βρει;
Ποιήματα σκορπισμένα ο λογισμός τους
που όποιος πνίγεται μπορεί μόνο να δει.

25/8/20

Καύση

 

Είμαστε στάχτη και καπνός
δάσος ριγμένο στη φλόγα του χρόνου.
Ο χρόνος είναι αιχμάλωτός μας.
Χωρίς εμάς ούτε μια μικρή σπίθα
δεν θα λευτερωνόταν στο στερέωμα,
ούτε ένα άστρο αναμμένο
χωρίς εσένα και μένα.
Χωρίς τον θάνατο να κανακεύει την αγάπη
και χωρίς μοιραία αγάπη, ως θάνατος.

16/8/20

Άπνοια

 

Δεμένοι μ`αόρατα σχοινιά
ελεύθεροι τάχα τριγυρνάνε.

Πέφτει το ένα σχοινί πάνω στο άλλο,
συχνά μπερδεύονται, σπάνε
την καρδιά τους, τραβώντας
όσο αντέχει η ψυχή, πονάνε!
Καθώς ανακαλύπτουνε το εύρος
της ζωής τους.
Και πόσο τα όριά τους εξαρτώνται
από τα σχοινιά που τους δένουν με άλλους.

Έχουν από γεννησιμιού μάθει
να υποτάσσονται στο “κοινό καλό”
που σαν μύλος αλέθει κάθε καλό.
Φοβούνται το “αχ πονώ”,
“με πρόδωσες”, τη μοίρα των παιδιών
“που καταστρέφουν”,
αν υποτακτικοί δεν μείνουνε
στα πρέπει και τα θέλω άλλων.

Τα ρόδινα χέρια τους,
που τόσο όμορφα φτιαγμένα είναι
για να στρέφονται προς τον ήλιο
και ν`αγγίζουν το φως,
πένθιμα και χλωμά μαραζώνουν,
διψασμένα έρωτα.

Έρωτα μελωδό, δημιουργό,
έρωτα που λευτερώνει στο φως
σαν πεταλούδα την κάμπια
και συνοψίζει την δύναμη του σύμπαντος
στο τώρα!

Αντί αυτού φτιάχνουν θλιβερές ιστορίες,
στολίζουν τον χώρο τους
ελπίδες δεμένες σε βαρίδια,
να μη δραπετεύσουν στ' άστρα
χωρίς αυτούς.
Και η ζωή περνά.
Την κοιτούν ονειρευόμενοι
να προσπερνά ξανά και πάλι,
ολοένα πιο άχρωμη, πιο σκοτεινή,
πιο σκιά…
Ώσπου η ζωή περνά,
αθόρυβα πατώντας και διάφανη,
ως άπνοια.

15/6/20

Δρυοκολάπτης

Τα μάτια της που ήτανε γαλάζια
τώρα θαμπά, μοιάζουν με τυλιγμένη κάμπια
που στο κουκούλι της επέστρεψε ξανά.
Πέρα, πάνω στα πεσμένα της φτερά
χορεύοντας ο άνεμος
χτίζει σωρούς τα σπασμένα φύλλα,
τύμβους στιγμών κι ελπίδας.
Τα άδεια χέρια, πόσο πιο ελαφρά!

Τα ενδύματα που η γνώση είχε υφάνει
γύρω στο κορμί της να φορά,
ξηλώθηκαν σε νήματα και πάλι
που έκαψε των άστρων η φωτιά.

Στις φτέρνες της καρφωμένα αγκάθια
- που βάδιζε γυμνή ως το πρωί;-
Τα γόνατα στο στήθος διπλωμένα,
κι αθώα σαν αγέννητο παιδί!

Στην άκρη του κρεβατιού της ένα δάσος
κι ένας δρυοκολάπτης, τον άκουγε συχνά
την Νύχτα να πασχίζει να τρυπήσει
κατάστηθα.. ίσως για φωλιά…

“Παράξενο”, είπαν γνωστοί και φίλοι
κοιτώντας των πελμάτων την πληγή…
“πως γίνεται να έχει περπατήσει
αφού αδύνατον στα πόδια να σταθεί;”

1/6/20

Σκέψη

Κάποια μέρα συνάντησε μια γαλήνια λίμνη, και η λίμνη την κοίταξε στα μάτια, με τα δικά της μάτια... Τότε αυτή, άρπαξε μια χούφτα βότσαλα και με μανία βάλθηκε να την πετροβολά. Κυμάτιζε η λίμνη κάνοντας πολλούς ομόκεντρους κύκλους, που σπάγαν ο ένας πάνω στον άλλον, μα δεν σταμάτησε στιγμή να την κοιτά, και σαν κόπιασε τόσο που τα χέρια της δεν άντεξαν να σηκώσουνε άλλο βότσαλο, της είπε: "Μπες μέσα μου και κολύμπα.... αύριο ίσως να μην υπάρχει αύριο, κι ούτε να με ξέρεις ούτε να σε ξέρω.. Θα κρατήσω όλα όσα σε βαραίνουνε μέσα μου. Και καθώς θα γνωριζόμαστε πλέον τόσο καλά, σου υπόσχομαι, πως, όταν κοιταχτούμε πάλι στα μάτια, θα καταλάβεις πόσο πολύτιμη ήσουν και είμαι. Κι ύστερα, θα σε βγάλω απαλά στην όχθη... σε ένα μικρό αγριολούλουδο θα κρύψω τον κόσμο σου. Και θα το κρύψω κι αυτό, γιατί, η ομορφιά σαν φανερωθεί, είναι πολλοί που θα ζητήσουν τον θερισμό της.

28/5/20

Σκέψεις

Ο αντικομφορμισμός ως στάση ζωής με σκοπό να καταγγείλει την υποκρισία, είναι ένα φαινόμενο που διαρκώς επανέρχεται συχνά μεταβαλλόμενο, καθώς υπάρχει η τάση το διαφορετικό να ενσωματώνεται μετά από κάποιο διάστημα στο σύστημα. Είναι θεωρώ ένα αντανακλαστικό φαινόμενο, που βασίζεται στο νόμο της φυσικής "δράση-αντίδραση". Αν δεχτούμε ότι ακούσια ή εκούσια, οι άλλοι με τις πράξεις τους, καθορίζουν εμάς, αυτό τι μας κάνει; Προσωπικά πιστεύω πως, οφείλουμε στον εαυτό μας να κοιτά την μεγάλη εικόνα από ψηλά, αποφεύγοντας να αντιδρά ως μια μηχανή, στην οποία μπορεί κάποιος ενεργοποιώντας την α ή β ή γ δράση πατώντας ένα κουμπί, να παράγει μέσω εμάς την α, β γ, αντίδραση, που μπορεί να είναι θυμός, αηδία, χαμόγελο, λύπη ή ότι άλλο... Ζούμε μέσα σε μια συνάρτηση καταστάσεων, κι έχουμε την τιμή ενός άγνωστου Χ με καθορισμένο πεδίο τιμών αν το δεχτούμε αυτό. Όμως είμαστε πολλά περισσότερα... Όταν ορίζουμε εσωτερικά, και χωρίς να επηρεαζόμαστε από το εφήμερο και τυχαίο, το γίγνεσθαί μας, παραμένοντας στο σπουδαίο και ουσιαστικό, μην επιτρέποντας στο καθημερινό άγχος, την κούραση, την τριβή της επιβίωσης, να μας κάνει κάτι πιο λίγο, από αυτό...

26/5/20

Η βροχή

Στον τοίχο του κρεμασμένα δέρματα ζώων π’ αγάπησε
τόσο πολύ, που θέλησε να κρατήσει για πάντα.
Συχνά αγγίζοντάς τα, παραδεχόταν μ
έσα στη θλίψη
μιας βραδινής βροχής
το μάταιο της επιδίωξής του.
Το προτιμούσε ωστόσο από το να φυλά γράμματα,
εικόνα ψηφιοποιημένη, ή κάποιο ρούχο…
Τα δέρματα, προσεχτικά συντηρημένα
και τοποθετημένα όπως στην ψυχή του με τάξη
τον κάνουν να κοιμάται ήσυχ
α τα βράδια,
πλέοντας πάνω στην στοργική σιωπή των νεκρών.
Η αγάπη δεν χρειάζεται λέξεις, κι η σκιά της αρκεί.
Πάνω στον τοίχο του, παίζουν τρέχοντας σκιές αγαπημένων,
τα χέρια τους βαστούν ως υψωμένα κύματα τα όνειρά του.
Ταξίδι χωρίς κενές υποσχέσεις ή ψέματα, μόνο αλήθεια.
Απ’ όλες τις αλήθειες μόνη αδιαμφισβήτητη ο θάνατος.

Συχνά χαράζει όπως ο μουσικός τις νότες στο χαρτί, λέξεις τους.
Άηχες, θολές, ταραγμένες και γεμάτες χρώματα… ποτέ ασπρόμαυρες.
Λέξεις που ζωγραφίζουν εικόνες, όπως το πέταγμα ενός πτηνού,
ένα πολύ φωτεινό άστρο, ή άνθη μιας μυγδαλιάς, που πέφτουν…
Γιατί, κοιτώντας από απόσταση, μπορεί κάποιος να διακρίνει σωστότερα
ποιο υπήρξε σημαντικότερο στο πέρασμά του. Αλλά δεν έχουν φωνή.
Δεν έχουνε χέρια, πόδια, ανάσα…. Ούτε καν μάτια…
Όσα περιγράφουν είναι τα ελάχιστα από όσα ζήσανε, ούτε ευχή, ούτε κατάρα.
Κρατά τα ελάχιστα που ζήσαν εκείνοι, τα πολύτιμα, σαν χρυσόψαρο στη
ν γυάλα,
γιατί οι σκιές ούτε πληγώνουν,
ούτε απογοητεύουν….
Το δέρμα των ποδιών του λιώνει περπατώντας από τοίχο σε τοίχο,
γνωρίζει κατά βάθος, πως όλο αυτό σύντομα φτάνει στο τέλος του.
Σύντομα τα χέρια του θα είναι κύματα, και η βροχή αθόρυβη,
μια πολύχρωμη πινελιά στο ουράνιο τόξο.

24/5/20

Διαλογή

Ο τόπος σου δεν είναι τόπος σου.
Και η ζωή σου δεν είναι αθώα.
Χρεωμένος γεννιέσαι, χρεωμένος πεθαίνεις.
Η ζωή σου ανήκει μόνο αν σου ανήκουν οι ζωές των άλλων.
Και οι ζωές των άλλων σου ανήκουν μόνο
αν αυτοί είναι φτωχοί, εξαθλιωμένοι, ανυπεράσπιστοι
ενώ εσύ ψεύτης, αδίστακτος κι άπληστος
και γι’ αυτό βαστάς και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Με μια φλούδα τότε μπορείς να εξαγοράσεις όσα χρειάζεσαι.
Εξουσία, νόμους, αλυσίδες και φύλακες.
Και τότε μπορείς να τους πεις με όλη σου την περιφρόνηση.
“Εσύ είσαι ένοικος, εγώ είμαι ιδιοκτήτης.
Η γη σου δεν σου ανήκει, γιατί έχει μέσα χρυσό.
Τα βουνά σου δεν σου ανήκουν, γιατί φυσάει πολύτιμος άνεμος.
Τα αρχαία σου και τα δάση σου, τα έχω αγοράσει,
οι παραλίες γύρω τους, όλα αυτά μου ανήκουν…
Κι εσύ ως ένοικος, ή πληρώνεις όλα όσα οφείλεις και σιωπάς,
κι ίσως αν είσαι τυχερός κερδίσεις μια φλούδα υπόσχεσης,
ή φωνάζω τους φύλακες κι αλυσοδεμένο σε σέρνουν εκτός.”

Ο τόπος σου δεν είναι είναι τόπος σου, είναι λημέρι ληστών.
Η ζωή σου δεν είναι ζωή σου, είναι μέρος της περιουσία τους
και μόνο ως τέτοια αποκτά μια κάποια σχετική αξία.
Η τιμή σου δεν είναι τιμή, είναι όνειδος, εχθρός της κανονικότητας.
Θυσιάσου στρατιώτη, θυσιάσου πολίτη, βίασε τα όνειρά σου.
Άλλωστε δεν έχεις επιλογή – η ζωή είναι το κτήμα τους.
Τους ανήκει το νερό, ο αέρας, η γη, ο ήλιος, η σκέψη σου…
Πρόσεχε τι σκέφτεσαι, και πολύ περισσότερο τι λες…
Η διαλογή έχει ξεκινήσει...

20/5/20

σκεψεις

Υπάρχει μια παγίδα από καθρέφτες, καθώς προχωράς βαθύτερα στον κόσμο που κάθε παραμύθι θέλει για τον εαυτό του. Καθρέφτες παραμορφωτικούς, που διαστρεβλώνουν όχι μόνο την φόρμα αλλά και την πηγή του φωτός... και σκοπό έχουν, να σε κρατήσουν για πάντοτε, για τον εαυτό τους, μέσα στο παραμύθι που τους γέννησε. Ο φόβος κέρβερός τους. Το μυστικό, είναι να κοιτάς πίσω από τον ψεύτικο κόσμο τους, να μη ξεχνάς το όραμα που ζητάς, τα θέλω σου και ποιος είσαι... Κι αγνοώντας τον φόβο λεύτερος να συνεχίζεις να ζεις. και παρά τις πληγές λεύτερος. Μόνο έτσι, οι καθρέφτες μπορούνε να σπάσουνε σε τόσα κομμάτια σαν να μην υπήρξαν ποτέ.. Κάνοντας τις πληγές λίπασμα για την Άνοιξη.

2/5/20

Σιωπή

Η σιωπή είναι μια γέφυρα γεμάτη αρετή.
Δεν πάει πουθενά,
γυροβολά από το εδώ ως το εκεί
και πάλι επιστρέφει. Η σιωπή είναι γκαρσόνα
- εργαζόμενο κορίτσι δίχως άλλο-
που το πρωί χωρίς να θυμάσαι τ’ ονομά της
επιστρέφει στον τόπο της εργασίας της.
Κι ωστόσο, στα βήματα που πάτησε
όταν ήρθε, μα περισσότερο σαν έφυγε,
άνθισε μουσική… χωρίς την υποψία μιας λέξης.

Χαράζει κύκλους παγιδεύοντας σκέψεις
και συναισθήματα πάνω στο θολό είδωλό σου.
Η σιωπή αγαπά την ησυχία, την τάξη, την μελαγχολία.
Περισσότερο απ’ όλα την πίστη στο ανέφικτο.
Μετατρέπει ένα ποτάμι σε σταγόνες βροχής
και τον ωκεανό σε απέραντη λίμνη,
ο χρόνος μέσα της είναι βαρκούλα χωρίς πανί.
Σαν μωρουδίστικη κούνια που στέκει ακίνητη.

Αγαπά τις υποσημειώσεις, μα είναι τόσες πολλές,
που ποτέ δεν βρίσκει εκείνην που ψάχνει.
Χορεύοντας τότε με τον εαυτό της, και τα ψέματα.
Έχει χίλιες μορφές - πίσω από τις μορφές, χίλιες αιτίες…
Χωρίς
καμία απάντηση, ένα “ίσως”, ή “αν”.
Είναι ένα
απατημένο κάτοπτρο χωρίς αγαπημένο.
Δεν ρωτά, δεν ενδιαφέρεται, μόνο ζυγίζει
και διεκπεραιώνει… θολή όπως το είδωλό της.

9/3/20

Ατιτλο


Βγάλε από τη ζωή σου τον χάρτη που σου δώσανε,
φωτιά βάλε και κάψτον.
Σβήσε τα ονόματα κι όσα γι’ αυτά γνωρίζεις,
γδάρε το δέρμα  του φόβου από την σκέψη σου
και μ’ οδηγό την καρδιά, πράξε, άνθρωπος λεύτερος.

Στον κόσμο αυτό ήρθαμε για ν’ αγαπηθούμε,
και άλλο νόημα η ζωή από αυτό
ούτε ζητά ούτε θα βρει.

10/2/20

Αλυκές

Μέρες που κοιμήθηκαν οι σιωπές,
μέρες που η σκέψη αγναντεύει το χθες.
Γίνεται η σκιά ρούχο και σκοπός
πάνω σε ρολόγια που έσπασε το φως.

Ο μεγάλος δείκτης σκίζει την καρδιά
λάβαρο μαχών γι’ άταφα φιλιά.
Θάλασσα κυματίζει μες τα βλέφαρα
γλυκιά Ταραχή μου, που δεν μ’ έδωσα.

Ο μικρός ο δείκτης είναι πιο σοφός
βήματα μεγάλα στο τροχισμένο φως.
Στέκεται για λίγο σχεδόν ακίνητος
κι ύστερα προσπερνά, τάχα αήττητος.

Σκόρπισε τις μέρες, σάρωσε καλά,
κάπου από το δώμα ο άντρας σε κοιτά.
Σκέπασε τα μάτια, κρύψε την καρδιά
κι αλυκές κάνε από τα κρίματα.

Ρίξε στο φαΐ αλάτι και σιωπή
σύννεφο να γίνουν και βροχή,
όμορφα άνθη μες τον κήπο σου
στεφάνι στον βαθύτερο ύπνο σου.