Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
12/10/20
Μέρες γεννημένες στο χθες
6/10/20
Θυμάσαι
και κάνει τις καμπάνες να ραγίζουν,
τα μάτια σου ως θάλασσα μαυρίζουν
ναυάγιο σκορπώντας τον καιρό.
Το όμορφο παλάτι των ονείρων
μια κάμαρα γυμνή και θλιβερή,
γεμάτα τα συρτάρια υποχρεώσεις
δεν σού’ μεινε γωνία να σταθείς.
Περνάν και φεύγουν οι ανθρώποι
μαζί τους όλο έφευγες και συ,
απόμεινε μονάχα μια καρέκλα
κι ολόγυρα παρέα η σιωπή.
Θυμάσαι; Όχι, αρνείσαι να θυμάσαι,
τον δρόμο από την πόρτα σου κοιτάς,
το φως που όλο έρχεται και φεύγει,
χωρίς ένα χέρι την πόρτα να χτυπά.
Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός
θυμάσαι κι ας αρνείσαι να θυμάσαι.
Δάκρυ κυλάς βουβά ως τον βυθό,
νεκρή με τους νεκρούς σου αντάμα.
5/10/20
Κουκούλι από άστρα
21/9/20
θυμάμαι
λέξεις στο μέτωπό μου,
τον ήχο της μελωδίας της πνοή σου να με οδηγεί
από το σκοτάδι στο φως
με έναν καθ’ όλα βάναυσο τρόπο, αφού, αντί για στάχτη
παρέμενα άκαυστος κι ολόκληρος, τόσο κοντά σου.
Τρέμοντας από πόθο και την τυφλή επιθυμία
να ζωγραφίσεις με τα μάτια σου μια γέφυρα,
ή έστω φτερά,
καθώς στην ελάχιστη τούτη ρωγμή ανάμεσά μας
χωρούσε η άβυσσος κι απελπισία του κόσμου.
11/9/20
Λάσπη
7/9/20
Το κουδούνι
3/9/20
Αγάπη και θάνατος
Παραδεισένια οφείλω να πω, άγγελέ μου!
Γλιστράς τόσο εύκολα απ’ τό σκοτάδι στο φως,
και γω μαζί, μεταξύ ζωής και θανάτου, εκεί στο ενδιάμεσο
να σου μιλώ με ένα πόδι στον άνεμο και το άλλο στην γη
γι’ αγάπη, για πάθη, για τα σωστότερα λάθη.
Πόσο εύκολος ο θάνατος ενδίδοντας, πόσο υγιής!
Στα φανάρια των δρόμων ζωγραφίζει η πάχνη μορφές,
σώματα φτιαγμένα από υγρασία και ζέστη…
Μυρίζει αλάτι, μυρίζει λύτρωση και θάλασσα.
Ίσως να φταίει κι αυτό το κίτρινο φεγγάρι
που έγειρε πλάι μας διαπερνώντας τις λεπτές κουρτίνες,
φωτίζοντας όλα τα μονοπάτια ανάμεσα στα μάτια και την καρδιά,
το απαλό άγγιγμα και το βίαιο “θέλω”.
Ξημερώνει, κι ο θάνατος έρχεται, χαμογελώντας μας…
Μία νέα μέρα αρχίζει που πρέπει να την διαβούμε
με την ψυχή χωριστά από το σώμα. Και να αντέξουμε.
Ως την επόμενη πρόσκληση της νύχτας μέσα μας,
ώσπου τα φωτεινά σου άστρα ν' αγγίξουν πάλι τον ουρανό
δημιουργώντας μέσα στα μάτια σου, όνειρό μου, την γη.
27/8/20
ατιτλο
Κύλησε κι απόψε το ποτάμι
στην
ίδια όχθη που κύλαγε εχθές.
Στις
εκβολές του σωριάζονται πνιγμένοι
ανάμεσα
σε φύλλα κι ενοχές.
Ποιος έχοντας
την θάλασσα εμπρός του
θα σκύψει και
θα σκάψει να τους βρει;
Ποιήματα
σκορπισμένα ο λογισμός τους
που
όποιος πνίγεται μπορεί μόνο να δει.
25/8/20
Καύση
Είμαστε στάχτη και καπνός
δάσος
ριγμένο στη φλόγα του χρόνου.
Ο χρόνος
είναι αιχμάλωτός μας.
Χωρίς εμάς ούτε
μια μικρή σπίθα
δεν θα λευτερωνόταν
στο στερέωμα,
ούτε ένα άστρο
αναμμένο
χωρίς εσένα και μένα.
Χωρίς
τον θάνατο να κανακεύει την αγάπη
και
χωρίς μοιραία αγάπη, ως θάνατος.
16/8/20
Άπνοια
15/6/20
Δρυοκολάπτης
Τα μάτια της που ήτανε γαλάζια
τώρα
θαμπά, μοιάζουν με τυλιγμένη κάμπια
που
στο κουκούλι της επέστρεψε ξανά.
Πέρα,
πάνω στα πεσμένα της φτερά
χορεύοντας
ο άνεμος
χτίζει σωρούς τα σπασμένα
φύλλα,
τύμβους στιγμών κι ελπίδας.
Τα άδεια χέρια, πόσο πιο ελαφρά!
Τα
ενδύματα που η γνώση είχε υφάνει
γύρω
στο κορμί της να φορά,
ξηλώθηκαν σε
νήματα και πάλι
που έκαψε των άστρων
η φωτιά.
Στις φτέρνες της καρφωμένα
αγκάθια
- που βάδιζε γυμνή ως το
πρωί;-
Τα γόνατα στο στήθος διπλωμένα,
κι
αθώα σαν αγέννητο παιδί!
Στην άκρη
του κρεβατιού της ένα δάσος
κι ένας
δρυοκολάπτης, τον άκουγε συχνά
την
Νύχτα να πασχίζει να τρυπήσει
κατάστηθα..
ίσως για φωλιά…
“Παράξενο”,
είπαν γνωστοί και φίλοι
κοιτώντας
των πελμάτων την πληγή…
“πως γίνεται
να έχει περπατήσει
αφού αδύνατον στα
πόδια να σταθεί;”
1/6/20
Σκέψη
28/5/20
Σκέψεις
26/5/20
Η βροχή
τόσο πολύ, που θέλησε να κρατήσει για πάντα.
Συχνά αγγίζοντάς τα, παραδεχόταν μέσα στη θλίψη
μιας βραδινής βροχής το μάταιο της επιδίωξής του.
Το προτιμούσε ωστόσο από το να φυλά γράμματα,
εικόνα ψηφιοποιημένη, ή κάποιο ρούχο…
Τα δέρματα, προσεχτικά συντηρημένα
και τοποθετημένα όπως στην ψυχή του με τάξη
τον κάνουν να κοιμάται ήσυχα τα βράδια,
πλέοντας πάνω στην στοργική σιωπή των νεκρών.
Η αγάπη δεν χρειάζεται λέξεις, κι η σκιά της αρκεί.
Πάνω στον τοίχο του, παίζουν τρέχοντας σκιές αγαπημένων,
Ταξίδι χωρίς κενές υποσχέσεις ή ψέματα, μόνο αλήθεια.
Συχνά χαράζει όπως ο μουσικός τις νότες στο χαρτί, λέξεις τους.
Άηχες, θολές, ταραγμένες και γεμάτες χρώματα… ποτέ ασπρόμαυρες.
Λέξεις που ζωγραφίζουν εικόνες, όπως το πέταγμα ενός πτηνού,
Γιατί, κοιτώντας από απόσταση, μπορεί κάποιος να διακρίνει σωστότερα
ποιο υπήρξε σημαντικότερο στο πέρασμά του. Αλλά δεν έχουν φωνή.
Δεν έχουνε χέρια, πόδια, ανάσα…. Ούτε καν μάτια…
Όσα περιγράφουν είναι τα ελάχιστα από όσα ζήσανε, ούτε ευχή, ούτε κατάρα.
Κρατά τα ελάχιστα που ζήσαν εκείνοι, τα πολύτιμα, σαν χρυσόψαρο στην γυάλα,
γιατί οι σκιές ούτε πληγώνουν, ούτε απογοητεύουν….
Το δέρμα των ποδιών του λιώνει περπατώντας από τοίχο σε τοίχο,
γνωρίζει κατά βάθος, πως όλο αυτό σύντομα φτάνει στο τέλος του.
Σύντομα τα χέρια του θα είναι κύματα, και η βροχή αθόρυβη,
μια πολύχρωμη πινελιά στο ουράνιο τόξο.
24/5/20
Διαλογή
Και η ζωή σου δεν είναι αθώα.
Χρεωμένος γεννιέσαι, χρεωμένος πεθαίνεις.
Η ζωή σου ανήκει μόνο αν σου ανήκουν οι ζωές των άλλων.
Και οι ζωές των άλλων σου ανήκουν μόνο
αν αυτοί είναι φτωχοί, εξαθλιωμένοι, ανυπεράσπιστοι
ενώ εσύ ψεύτης, αδίστακτος κι άπληστος
και γι’ αυτό βαστάς και το καρπούζι και το μαχαίρι.
Με μια φλούδα τότε μπορείς να εξαγοράσεις όσα χρειάζεσαι.
Εξουσία, νόμους, αλυσίδες και φύλακες.
Και τότε μπορείς να τους πεις με όλη σου την περιφρόνηση.
“Εσύ είσαι ένοικος, εγώ είμαι ιδιοκτήτης.
Η γη σου δεν σου ανήκει, γιατί έχει μέσα χρυσό.
Τα βουνά σου δεν σου ανήκουν, γιατί φυσάει πολύτιμος άνεμος.
Τα αρχαία σου και τα δάση σου, τα έχω αγοράσει,
οι παραλίες γύρω τους, όλα αυτά μου ανήκουν…
Κι εσύ ως ένοικος, ή πληρώνεις όλα όσα οφείλεις και σιωπάς,
κι ίσως αν είσαι τυχερός κερδίσεις μια φλούδα υπόσχεσης,
ή φωνάζω τους φύλακες κι αλυσοδεμένο σε σέρνουν εκτός.”
Ο τόπος σου δεν είναι είναι τόπος σου, είναι λημέρι ληστών.
Η ζωή σου δεν είναι ζωή σου, είναι μέρος της περιουσία τους
και μόνο ως τέτοια αποκτά μια κάποια σχετική αξία.
Η τιμή σου δεν είναι τιμή, είναι όνειδος, εχθρός της κανονικότητας.
Θυσιάσου στρατιώτη, θυσιάσου πολίτη, βίασε τα όνειρά σου.
Άλλωστε δεν έχεις επιλογή – η ζωή είναι το κτήμα τους.
Τους ανήκει το νερό, ο αέρας, η γη, ο ήλιος, η σκέψη σου…
Πρόσεχε τι σκέφτεσαι, και πολύ περισσότερο τι λες…
Η διαλογή έχει ξεκινήσει...
20/5/20
σκεψεις
2/5/20
Σιωπή
Δεν πάει πουθενά, γυροβολά από το εδώ ως το εκεί
και πάλι επιστρέφει. Η σιωπή είναι γκαρσόνα
- εργαζόμενο κορίτσι δίχως άλλο-
που το πρωί χωρίς να θυμάσαι τ’ ονομά της
επιστρέφει στον τόπο της εργασίας της.
Κι ωστόσο, στα βήματα που πάτησε
όταν ήρθε, μα περισσότερο σαν έφυγε,
άνθισε μουσική… χωρίς την υποψία μιας λέξης.
Χαράζει κύκλους παγιδεύοντας σκέψεις
και συναισθήματα πάνω στο θολό είδωλό σου.
Η σιωπή αγαπά την ησυχία, την τάξη, την μελαγχολία.
Περισσότερο απ’ όλα την πίστη στο ανέφικτο.
Μετατρέπει ένα ποτάμι σε σταγόνες βροχής
και τον ωκεανό σε απέραντη λίμνη,
Σαν μωρουδίστικη κούνια που στέκει ακίνητη.
Αγαπά τις υποσημειώσεις, μα είναι τόσες πολλές,
που ποτέ δεν βρίσκει εκείνην που ψάχνει.
Χορεύοντας τότε με τον εαυτό της, και τα ψέματα.
Έχει χίλιες μορφές - πίσω από τις μορφές, χίλιες αιτίες…
Χωρίς καμία απάντηση, ένα “ίσως”, ή “αν”.
Είναι ένα απατημένο κάτοπτρο χωρίς αγαπημένο.
Δεν ρωτά, δεν ενδιαφέρεται, μόνο ζυγίζει
και διεκπεραιώνει… θολή όπως το είδωλό της.
9/3/20
Ατιτλο
φωτιά βάλε και κάψτον.
Σβήσε τα ονόματα κι όσα γι’ αυτά γνωρίζεις,
γδάρε το δέρμα του φόβου από την σκέψη σου
και μ’ οδηγό την καρδιά, πράξε, άνθρωπος λεύτερος.
Στον κόσμο αυτό ήρθαμε για ν’ αγαπηθούμε,
και άλλο νόημα η ζωή από αυτό
ούτε ζητά ούτε θα βρει.
10/2/20
Αλυκές
μέρες που η σκέψη αγναντεύει το χθες.
Γίνεται η σκιά ρούχο και σκοπός
πάνω σε ρολόγια που έσπασε το φως.
Ο μεγάλος δείκτης σκίζει την καρδιά
λάβαρο μαχών γι’ άταφα φιλιά.
Θάλασσα κυματίζει μες τα βλέφαρα
γλυκιά Ταραχή μου, που δεν μ’ έδωσα.
Ο μικρός ο δείκτης είναι πιο σοφός
βήματα μεγάλα στο τροχισμένο φως.
Στέκεται για λίγο σχεδόν ακίνητος
κι ύστερα προσπερνά, τάχα αήττητος.