Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

21/9/20

θυμάμαι

Θυμάμαι, τα χέρια σου να ζωγραφίζουνε με τις κινήσεις τους
λέξεις στο μέτωπό μου,
τον ήχο της μελωδίας της πνοή σου να με οδηγεί
από το σκοτάδι στο φως
με έναν καθ’ όλα βάναυσο τρόπο, αφού, αντί για στάχτη
παρέμενα άκαυστος κι ολόκληρος, τόσο κοντά σου.
Τρέμοντας από πόθο και την τυφλή επιθυμία
να ζωγραφίσεις με τα μάτια σου μια γέφυρα,
ή έστω φτερά,
καθώς στην ελάχιστη τούτη ρωγμή ανάμεσά μας
χωρούσε η άβυσσος κι απελπισία του κόσμου.

11/9/20

Λάσπη

Υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο, όπου δεν μπορεί κανένας να σε δει. Δεν αντέχει, δεν θέλει, δεν έχει τα μάτια. Κι ας είσαι παιδί, ας παίζεις και χοροπηδάς όπως τόσα άλλα παιδιά, με το ίδιο χαμόγελο στα χείλη, το ίδιο δάκρυ στα μάγουλα, τις ίδιες ανάγκες, “θέλω”, “μπορώ”. Όχι, δεν έχει καμιά σημασία. Αν ζεις σε αυτό το μέρος του κόσμου, όσα μπορείς δεν τα μπορείς, όσα θα έπρεπε δεν σου ανήκουν, ακόμα κι η ζωή σου που χτυπά σαν ατσάλινο καρφί στην καρδούλα σου ο χρόνος, δεν σου ανήκει. Άλλοι αποφασίζουν γι’ αυτήν. Πατάς βλέπεις τα βέβηλα πόδια σου στα ιερά χώματά τους. Μερικές φορές, το να μην σε βλέπουνε είναι καλό… σε προσπερνάνε. Μα άλλες πάλι, περνάνε από πάνω σου, από μέσα σου, γίνεσαι ένα με το χώμα, και τα απόνερα από την μπουγάδα τους… Πνίγεσαι, γι’ ακόμα μια φορά δεν μπορείς να πάρεις ανάσα, και τότε, σε πιάνει το παράπονο… Υπάρχει ένα μέρος στον κόσμο, όπου δεν μπορείς να είσαι παιδί, γυναίκα, έφηβος, ανθρώπινο ον. Ένα εξόριστο μέρος όπου η ανθρώπινη υπόσταση ανήκει στα παραμύθια, σε διηγήσεις ενός κόσμου αλλοτινού, κι ενός κόσμου που ακόμη δεν έχει ανατείλει. Παραμύθια ζωγραφισμένα πάνω στην στάχτη της καρδούλας σου, έρμαια των ανέμων, σκορπισμένα κάτω από βήματα σε πολυσύχναστα σταυροδρόμια. Ένα μέρος θαμμένο πίσω από τον καθρέφτη. Όλοι βλέπουν τον εαυτό τους, αλλά κανείς εσένα. Κι ενώ γελάς τόσο όμορφα, σαν όλα τα παιδιά του κόσμου, με το ουράνιο τόξο ζωγραφισμένο σε κάθε δάκρυ σου, πασχίζοντας, σαν το λουλούδι που φυτρώνει καταμεσής της ασφάλτου ν’ ανθίσεις, τεντώνοντας τα διάφανα πέταλά σου στο φως, το φως ανήκει μόνο σε όσους ζουν στην άλλη πλευρά του καθρέφτη. Και συ μαραζώνεις το τρυφερό σου κορμί, γίνεσαι ένα με την στάχτη , τον άνεμο και τ’ απόνερα. Γιατί, ό,τι και να ακούς, βαθιά μέσα σου γνωρίζεις, πως κλέφτης, έστω και φωτός, δεν ήσουν ούτε θέλησες ποτέ σου να γίνεις. Υπάρχει ένα μέρος πέρασμα σε ένα άλλο μέρος. Σ'ένα μέρος όπου ζουν μόνο άνθρωποι με καρδιά ανοιχτούς ορίζοντες, όπου το φως λάμπει στα πρόσωπα και μεταδίδεται από παλάμη σε παλάμη, ένα φως που δεν καίει, δεν δημιουργεί σκοτάδι, και μέσα του γαληνεύει από τα πάθη η ψυχή… Η ψυχή, που τόσο σε επίμονα τυραννά σ’ αυτόν τον κόσμο, κάθε χούφτα λάσπης.

7/9/20

Το κουδούνι

Κάποιος στον πάνω όροφο σέρνει έπιπλα. Η γειτόνισσα με την βροντερή φωνή από την απέναντι πολυκατοικία, μαλώνει τον μικρό της γιο που ούτε δυόμιση δεν είναι ακόμα, γιατί όπως ωρύεται, αντί να παίζει φρόνιμα όπως όλα τα παιδάκια, κάνει την πρώτη ηλιθιότητα που θα του κατέβει στο νου.. Ασχολίαστο… Κάποια τηλεόραση ενημερώνει ακατάπαυστα πως κάθε κακό προέρχεται από μας, ενώ κάθε τι καλό, από τις ευγενείς προθέσεις και τους καλούς σχεδιασμούς των αρμοδίων. Υπάρχει κάποιο συνεργείο, η βοή από τα εργαλεία τους, που τρυπάνε, κόβουν, βιδώνουν, ακούγεται συχνά πυκνά. Ο χρόνος, λένε οι νεώτερες θεωρίες, είναι επίπεδος, ένα διάνυσμα με αρχή μέση τέλος, όλα εκεί… ακίνητα, καθώς όλα έχουνε ήδη συμβεί. Και είναι η νόηση, η συνείδηση, που μας επιτρέπει να κόβουμε βόλτες πάνω στο ακίνητο σώμα του χρόνου, ζώντας κάθε στιγμή, το σημείο δηλαδή όπου η συνείδηση κάθε φορά επικεντρώνεται, σαν νιογέννητη, μοναδική, και πέρασμα από μια νοητή κατάσταση που ονομάζουμε “πριν”, σε μια κατάσταση που αποκαλούμε “μετά”. Μπορούμε να βιώσουμε την ίδια στιγμή άπειρες φορές, να την αντιληφθούμε σε πολλές διαφορετικές εκδοχές της χρησιμοποιώντας την φαντασία… Επικεντρωμένος σε αυτή την θεώρηση ο Γιώργος, επιλέγει να αγνοήσει όλο τον θόρυβο γύρω του, απολαμβάνοντας την μουσική από το youtube, σαν να ήταν μόνο αυτός εκεί, κι η μελωδία. Πάνω σ’ ένα λευκό χαρτί, στριμώχνει συναισθήματα και σκέψεις, τόσο ασφυκτικά που στο τέλος το σχίζει, το πετάει, και αρχίζοντας πάλι από την αρχή, χάνεται σαν να βυθίζεται σε ένα απέραντο ωκεανό, αναμεταξύ μουσικής και των εικόνων που προσπαθεί με τις λέξεις να φτιάξει. Το κουδούνι χτυπά… Βυθισμένος στον κόσμο του, ο Γιώργος το αγνοεί θέλοντας να συνεχίσει το το εσωτερικό του αυτό ταξίδι. Όμως, όποιος κι αν βρίσκεται πίσω από την πόρτα, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση πόσο ταράζει τον Γιώργο, πατά επίμονα το κουδούνι ξανά. Τα μάτια του μικραίνουν, αναλογίζεται αν έχει νόημα να αγνοήσει κι άλλο τον απρόσκλητο επισκέπτη, ή μήπως είναι πιο φρόνιμο να τελειώνει με αυτόν μια και καλή, ανοίγοντας την πόρτα. Απρόθυμα σηκώνεται από την καρέκλα κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτά δεξιά, κοιτά αριστερά, την ξανακλείνει.. “Πάει”, σκέφτεται, “όποιος κι αν ήταν δεν είναι, έφυγε ευτυχώς!” Μα το κουδούνι ξαναχτυπά, τώρα βροντούν και την πόρτα… Κοιτά από το ματάκι, κανείς! Ανοίγει την πόρτα διάπλατα, σίγουρος πως κάποιος του κάνει πλάκα, και φωνάζει αν είναι κάποιος εκεί. .. Καμιά απάντηση. Αφουγκράζεται.. κανείς δεν ακούγεται στην σκάλα… Θυμωμένος, τρέχει καθώς μένει στον πρώτο όροφο στο ισόγειο να ανακαλύψει τον φταίχτη… Κανείς! Ανεβαίνει τρέχοντας, προς τα πάνω.. Σκέφτεται πως όποιος είναι , έχει κρυφτεί στην πάνω σκάλα… ο νους του πάει πλέον, από την απλή φάρσα σε κλέφτες… Πάλι κανείς. Τώρα φοβάται, τρέμει πως, καθώς βιαστικά κατεβαίνοντας την σκάλα είχε αφήσει την πόρτα μισάνοιχτη, πως, όποιος ή όποιοι κι αν είναι, μπορεί πλέον να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του… Ανοίγει την πόρτα ορθάνοιχτη. Κοιτά, ακούει, σκέφτεται… Παίρνει τάχα τηλέφωνο… “Έλα Κώστα, μπορείς να κατέβεις λίγο στο σπίτι , κάτι παράξενο συμβαίνει.. ναι, ελάτε μαζί…!” Κλείνει τάχα το τηλέφωνο.. Προχωρά μέσα με προσοχή… Ψάχνει σαν κομάντο σε αποστολή ένα ένα τα δωμάτια με όλες τις προφυλάξεις… κανείς…. Ξαναψάχνει, βεβαιώνεται, κλειδώνει την πόρτα. Μα η πόρτα ξαναχτυπά. Στέκεται πίσω της, παραμονεύει από το ματάκι την επόμενη φορά… Περιμένει ώρα χωρίς τίποτα να συμβαίνει, κάνει να φύγει, κι η πόρτα πάλι χτυπά. Σχεδόν κλαίει από τα νεύρα του, μα δεν ανοίγει… Το έχει πάρει απόφαση, πως, δεν θα δώσει καμιά σημασία - κάποια στιγμή θα περάσει κι αυτό όπως όλα… Κάθεται στον καναπέ, με κεφάλι σκυμμένο και περιμένει την ανακουφιστική τούτη στιγμή. Να ακούσει πάλι μουσική, ούτε λόγος… Τώρα δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο πέρα από αυτό: Να περιμένει. Καθώς περίμενε, και περίμενε, και περίμενε, κάποια στιγμή οι περίοικοι ανήσυχοι αποφασίσανε να βρούνε τον Γιώργο, να δουν αν είναι καλά, αν πέθανε ή ζει… Καθώς όποτε κι αν χτυπήσανε δεν πήραν απάντηση ζητήσανε την βοήθεια της αστυνομίας. Το σπίτι άδειο, φώτα σβηστά, μια μυρωδιά από σέπια νεκρών ρόδων… Ένας παλιός υπολογιστής σ’ ένα γραφείο, μια λιτή κρεβατοκάμαρα και μια καρέκλα, λίγα σκονισμένα βιβλία στο ράφι. Κανείς δεν ήξερε να πει κάτι, κανείς δεν έμαθε ποτέ. Αν μπορούσανε ωστόσο να δουν μέσα στα σωθικά του υπολογιστή, θα βλέπανε πως ο Γιώργος ήταν ακόμα εκεί, χωρίς ν' ακούει από καιρό μουσική, περιμένοντας... Αυτό που δεν γνώριζε ο Γιώργος, είναι πως την πόρτα του χτύπαγε η ίδια η ζωή… Που όπως όλα, έτσι κι αυτή, στο τέλος πέρασε.

3/9/20

Αγάπη και θάνατος

Φιλάς στο στόμα όπως το φίδι γλιστρά αμείλικτο με σκοπό.
Παραδεισένια οφείλω να πω, άγγελέ μου!
Γλιστράς τόσο εύκολα απ’ τό σκοτάδι στο φως,
και γω μαζί, μεταξύ ζωής και θανάτου, εκεί στο ενδιάμεσο
να σου μιλώ με ένα πόδι στον άνεμο και το άλλο στην γη
γι’ αγάπη, για πάθη, για τα σωστότερα λάθη.
Πόσο εύκολος ο θάνατος ενδίδοντας, πόσο υγιής!

Στα φανάρια των δρόμων ζωγραφίζει η πάχνη μορφές,
σώματα φτιαγμένα από υγρασία και ζέστη…
Μυρίζει αλάτι, μυρίζει λύτρωση και θάλασσα.
Ίσως να φταίει κι αυτό το κίτρινο φεγγάρι
που έγειρε πλάι μας διαπερνώντας τις λεπτές κουρτίνες,
φωτίζοντας όλα τα μονοπάτια ανάμεσα στα μάτια και την καρδιά,
το απαλό άγγιγμα και το βίαιο “θέλω”.

Ξημερώνει, κι ο θάνατος έρχεται, χαμογελώντας μας…
Μία νέα μέρα αρχίζει που πρέπει να την διαβούμε
με την ψυχή χωριστά από το σώμα. Και να αντέξουμε.
Ως την επόμενη πρόσκληση της νύχτας μέσα μας,
ώσπου τα φωτεινά σου άστρα ν' αγγίξουν πάλι τον ουρανό
δημιουργώντας μέσα στα μάτια σου, όνειρό μου, την γη.