Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/12/12

Προσευχή κι αγάπη

Ξημερώματα σου γράφω από ψυχής.
Με των ξωτικών τα λόγια σου μιλώ
μα συ κοιμάσαι...
Κι αν μ'ακούς στα όνειρα
δε θα μάθω..
Προσμονή νεκρή έχω μαντήλι.
Μέσα του φώλιασε ένα χελιδόνι
π'αγνόησε το χειμώνα,
κι έμαθε να ερωτοτροπεί με νιφάδες,
μόνο για να είναι κοντά σου..
Πάγωσε η καρδούλα του,
μ'αντέχει,
ψιθυρίζοντας τ'ονομά σου σιγανά
μη τ΄ακούει κανείς..ούτε συ.
Στο μικρό του στήθος,
μια πνοή η Άνοιξη,
κύμα που απαλά αποτραβιέται
στη θάλασσα
όπου κοιμούνται τ' άστρα,
που σκεπάζουνε τα βλέφαρά σου...
Προσευχή ο κάθε χτύπος,
αγριολούλουδα μπολιάζει
την ανάσα σου...
Ψαλιδίζει φτερουγίζοντας
σα χάρτινα
εφιάλτες και φόβους...
Σχίζει στα δυο το σκοτάδι
σα μετάξι
λευτερώνοντας το φως,
το κορμί σου να στέψει
βασίλειο της ψυχής,
καθώς ένδυμα ομορφότερο
από τη γύμνια σου
δεν υπάρχει...

Στα λευκά σου στήθη ανάμεσα
ξεκουράζεται κάθε αυγή
τυλιγμένο το φως σου,
χωρίς προσμονή.
Προσευχή και αγάπη...
Ένα μικρό χελιδόνι
π'αγνόησε το χειμώνα
και φύλαξε πνοή της Άνοιξης
να μπολιάζει τα όνειρά σου.

Δεν είναι άγγελος.
Δεν έχει τα πιο δυνατά φτερά..
Δεν έχει αθάνατη ψυχή.
Δεν έχει όνειρα ούτε θέληση
να πετάξει πέρα μακριά
σε κάποιο ολάνθιστο τόπο
που ο ήλιος είναι ζεστός,
επίσημος ακόλουθος της Άνοιξης..
Μόνο προσευχή κι αγάπη.
Για σένα..

ξημερώματα γράφω... κι η ψυχή μου
πεταρίζει τόσο αθόρυβα κοντά σου...
Πνοή αφήνει της Άνοιξης στα χείλη
στα στήθη σου την αγάπη μου..
Προσευχή στο Θεό...να σε φυλά.

17/12/12

και λες..

Όλο ο χρόνος σου θυμώνει κι όλο κλαις
τα λάθη σου και τις χαμένες ευκαιρίες.
Ποιος το σχεδίασε αυτό το παράμύθι
με αλήθειες χάρτινες, το δάκρυ σου μολύβι..

Κι όλο κυλάει ο καιρός κι όλο λες:Θ'αλλάξω.
Μα έχει ριζώσει η καρδιά κάτω από τα πόδια
κι όσα αγάπησες κρατούν στο χώμα την ψυχή σου..
Περνούν φεύγουν τα σύννεφα μα η ζωή ξεμένει.

Και λες : Θα γράψω, θ'αποδράσω...
ως το πρωί θα ταξιδεύω μακριά
να φτάσω τ'άστρα.

Μα σχίζει το μολύβι τα χαρτιά..
βουβές οι λέξεις..
μουτζούρα η ζωή.

15/12/12

Ποια τιμωρία

Ποια τιμωρία Αθάνατων την μοίρα μας βαραίνει
και για ζυγό μας φόρεσαν φτερά μες την καρδιά.
Κι ενώ ψηλά αυτή πετά,  η σάρκα μας σαπίζει
σκουλήκι πάνω στο καρπό, που ο θρήνος κυβερνά.

Μιας πεταλούδας τα φτερά μα της αγάπης μοίρα
μήτε σε γη, μήτε ουρανό,  νά’ χουμε αναπαμό.
Λιγόζωη νά’ ναι η χαρά κι ατέρμονη η λύπη,
όταν χαλάει το κορμί, η ψυχή να μη ξεχνά.

Μα μες το μαύρο ποταμό το φως της νέας ζήσης
να’ ναι μια δύσης γέννημα, υπόσχεση παλιά.
Κι ώσπου να βρουν τα δύο κορμιά την όμοια ψυχή
να’ χουν τσακίσει τα φτερά στη σκοτεινή τη γη.

Μία γραμμή η αλήθεια μας, κάτοπτρο που ορίζει
κι ούτε ζωή ούτε θάνατος, αλήθεια κυβερνά.
Μόνο αθάνατη φωτιά που καίει τα κορμιά μας
το ίδιο όπως τις ψυχές.  Κι ο νους δε την χωρά.

Μικρή Σελήνη

Μικρή σελήνη η καρδιά σου
στα δυο μου χέρια ανάμεσα.
Φεγγοβολούν στο αίμα μου οι παλμοί σου..
Με ένα κρίνο της θάλασσας
την μοναξιά σου ορίζω φυλακή μου.
Το παλάτι μας σκόρπισε άνεμος..
ποιο νόημα
να χτίζουμε πάνω στην άμμο,
κάτι λιγότερο ή περισσότερο,
από ένα λουλούδι;
Γεννημένο μια κρύα νύχτα από φως
της σελήνης που ονειρεύτηκε...
Τα χέρια μου.. ή την καρδιά σου...
Σμίγοντας τα δυο μας όνειρα
η θάλασσα θα μικρύνει τόσο,
που θά ρθει να κουρνιάσει
στην αγκαλιά τους..

Από μοναξιά γεννήθηκε ο κόσμος..
Από μοναξιά ο παράδεισος κι η κόλαση..
Και κάθε που σμίγουν και σβήνουν
η μια μοναξιά μες την άλλη,
γεννιέται ένας Θεός, ανυπέρβλητος..

12/12/12

ΑΤΙΤΛΟ

Θα λυγίσουνε σαν καλάμια
ν' αντέξουνε τον άνεμο..
Θα πετρώσουνε τα δάκρυά τους
και μέσα σ' ένα κομμάτι πάγο
θα κρύψουνε την καρδιά τους
μη ματώνει...

Μα η καρδιά τους ματώνει.
Θα μάτωνε κι αν ακόμα
την σκεπάζανε αιώνιοι πάγοι.

Προσπαθούν μέσα στην οργάνωση
των εκκρεμοτήτων τους,
να ξεχάσουνε εκκρεμότητες ψυχής.
Όμως εκείνες φτερωτές σαν Ερινύες,
κι όπως το γελαστό φως της Αυγής,
κι όπως το απαλό της Σελήνης φως
έχουν τον τρόπο να κυριαρχούνε
στις μέρες και τις νύχτες τους.
Φτερουγίζουν μπρος τα μάτια τους
ακόμα και με κλειστά τα βλέφαρα
τις πιο ανύποπτες στιγμές...
Κι η ψυχή δακρύζει...
Κι είναι ευλογία για τους Δαίμονες
πως τα δάκρυά τους δεν κυλάνε,
γιατί θα κατακλύζανε τον κόσμο
και στη θέση του θα γεννιότανε
ένας κόσμος καινούργιος.

Καινούργιος σα τα παιδιά,
ανέμελος σα τη ζωή μιας πεταλούδας,
και τόσο εφήμερος που το αιώνιο
ν' αδυνατεί να τον πληγώσει...
Στο τέλος της κάθε μέρας
τα παιδιά θα πηγαίνουνε
με ένα πλοίο ταξίδι στ’ άστρα της νύχτας.
Και το πρωί θα ξυπνάνε πάλι παιδιά...
ανυπόμονα, γεμάτα αγάπη και περιέργεια.

10/12/12

Φύλλο






Σε ενα φύλλο τη σιωπή μου κλείνω.
Στον άνεμο να εμπιστευθώ τη γύμνια μου.
Τον άνεμο να ορίσω ταξιδευτή της ελπίδας.
Μη δω τα όνειρα να θρυματίζονται αταξίδευτα.

Πάνω στο φύλλο ακουμπώ την ψυχή μου..
Το ύστατο της αγάπης μου φιλί.
Μια πνοή..μια ανάσα...
Να ελπίζω.

Πως κάποτε θα σε φτάσω.
Καθώς τα φτερά σου θ΄ανοίγουν τον άνεμο.
Χάδι, ευχή και δύναμή σου.

σύγχρονοι τάφοι

Τους ανθρώπους δε θα τους θάβουμε πλέον στο χώμα.
Μα σε μαλακούς καναπέδες... με ένα παράθυρο για θέα.

Κι αν τα σπλάχνα το χώμα ζητούν, κι αν η ψυχή
τον καρπό της ζητά να δρέψει ένα πτηνό ή ένα χέρι,
η θέληση γλυκά μουδιασμένη, ίσα ακουμπώντας
στις άκρες των δαχτύλων το νερό της μνήμης,
όπως αυτό λιμνάζει σιωπηλά στου καναπέ το πλάι
ως κάτοπτρο.... Μα τα μάτια κοιτούν το παράθυρο..
Το φως που μπαίνει.. αποθαρύνοντας το βηματισμό
προς το σκοτεινό, υγρό, παγωμένο από την γύμνια του άγνωστο.
Έτσι πεπερασμένη μένοντας η γνώση.. κι ο εαυτός τους.

5/12/12

ατιτλο

Πάνω στον καθρέφτη του
μια κρούστα από χειμώνα.
Με το βλέμμα ζητά ένα καράβι
να τον πάει πέρα από τον ορίζοντα.
Μ'αθόρυβα απλώθηκε ως την καρδιά
ο παγετός. Διπλώσαν τα φτερά.
Τα μάτια του σκέπασε ένας μαύρος ύπνος.
Κι η ψυχή χωρίς να θέλει συγκινείται
κι απ΄τόν βυθό της σπαρταρά.

Αυτή π΄αγαπά κατοικεί πιο μακριά
κι απ' του ουρανού τ'αστέρια.
Πιο χωρισμένα τα κορμιά τους
από την φωτιά και το νερό.
Σαν ηλιοτρόπιο, Εκείνη,
όταν λυγίζει προς τον ήλιο
χορεύουνε πεταλούδες γύρω της, οι έρωτες.
Κι όλα είναι κάλεσμα κι όλα πόνος.
Γιατί αυτή π' αγαπά, κατοικεί πιο μακριά
κι απ΄του ουρανού τ'αστέρια.

3/12/12

Δε σε γνωρίζω πια


Δε σε γνωρίζω πια.
Το πρόσωπό σου έγινε εικόνισμα
στοιχειωμένων ονείρων.
Τα μάτια σου μυστικά περάσματα
για εκεί που πίνουν τα ελάφια νερό
χωρίς φόβο
δίπλα στον άνθρωπο και τον λύκο.
Η υπόστασή μου μία σκιά, καπνός
που χάνεται τις νύχτες με πανσέληνο
στα δάση τ’ ουρανού
γυρεύοντας καρφωμένα άστρα
στην καρδιά του νεκρού πρίγκιπα.
Την μέρα θα έρθουνε τα κοράκια
ήρεμα να γευματίσουνε απομεινάρια ευχών.


Όχι, δε σε γνωρίζω.
Συ ζεις στον αληθινό κόσμο
και γω στον κόσμο π’ αποκαλώ αληθινό.
Οι αλήθειες μας δεν ανταμώνουν..
Φοβάται η μια την άλλη.
Κι έτσι κοιτώ τα μάτια σου με κλειστά τα μάτια
κι εσύ, το μόνο που βλέπεις
είναι το αδιέξοδο των ονείρων μου.

Οι λέξεις μου πτηνά,  κρύβονται μη σε τρομάξουν
στα δάση που στοργικά σκεπάζουν την πριγκιπική σωρό.
Τα φτερουγίσματά τους και τις φωνές καλύπτει ο αγέρας
ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα…
Κι ο χτύπος της καρδιάς σου…
που νανουρίζοντάς σε σου λέει: «σώπα..σώπα.. σώπα!»
Μη πονέσει η ψυχή σου από το δυνατό φτεροκόπημα.
Γιατί η ψυχή σου είναι πουλί, και ξέρει
πως η φωλιά της τροφή έγινε στα κοράκια.
Σφιχτά αγκαλιασμένες παλεύει να σώσει η μια την άλλη.
Κι επαναλαμβάνει η ψυχή το βουβό κλάμα:
«σώπα… σώπα..»

Κι αν σε γνώριζα, δε σε γνωρίζω πια.
Στο βαθύ των ονείρων μου δάσος θάφτηκα.
Κι έδωσα την καρδιά μου τροφή στη σιωπή.
Μην ακούς τα φτερουγίσματα που κράζουν: «Έλα!»
Κι  όταν ξεχάσει η καρδιά, γαλήνια
να κοιτάς τις νύχτες τα άστρα.
Χωρίς ν’ ανησυχείς πως τρυπάνε την καρδιά
κάποιου που σε λάτρεψε…

2/12/12

Αγάπη

Ένα χέρι που έρχεται, ή ένα χέρι που φεύγει..; Λευτερώνεται; Μερικές φορές η αγάπη είναι τόση, που.. η αίσθηση ίδια.

29/11/12

ατιτλο

Ραγίζει ο χρόνος στο δάκρυ που διηγείται την ιστορία σου... Ποιος ήλιος πιο δυνατός να υπάρξει από εκείνον που κατοικεί στη σιωπή σου;Στο βλέμμα σου; Ξέπνοο το φεγγάρι αναμένει τη στιγμή που το φως της ελπίδας θα κοινωνήσει το κορμί σου με το κορμί του. Κι η ψυχή θα κατοικήσει λεύτερη στις φτερούγες των πουλιών, που πετώντας, θα δώσουν στον ήλιο χρώμα από τον ήλιο της Αγάπης σου, και λόγο να ανατείλει..

28/11/12

καλημέρα

Παίρνω τις αποφάσεις μου σχεδόν κοιμισμένος.. Μισός νεκρός.. Μισή θέληση δική μου, μισή του ανέμου. Κι όταν μου λένε πως είμαι όπου φυσάει ο άνεμος, ξέρω πως είναι μισή αλήθεια.. Η άλλη μισή, είναι, πως όπου κι αν πετά η καρδιά μου, σε όσα κομμάτια κι αν σκορπιστεί, είναι δική σου.. 
Καλημέρα! Με ένα χαμόγελο αίνιγμα.. όπως αίνιγμα είναι κάθε μέρα όσο συνηθισμένη κι αν μοιάζει.. Όπως αίνιγμα είναι η σιωπή. Κι η ρουτίνα μας... όταν αφήνουμε να συμβαίνει... ή.. όταν δεν αφήνουμε να μη συμβαίνει... Καλημέρα!!!! με ένα χαμόγελο, φτιαγμένο από λευκά σύννεφα... Κι έναν ήλιο επαίτη και προσταγή μαζί, ζωής..

26/11/12

Στις σιωπές των λεπτοδεικτών

Στη σπλήνα σου μια μαχαιριά...
κι άλλη μια στα ουράνια.
Κάπως έτσι γεννιούνται οι έρωτες.
Κι έτσι ξεψυχούνε.
Απομεινάρια άστρων γέμισε η γη
και σκοτεινών πόθων..
Έβαψε ο πόνος κι η πεθυμιά τη θάλασσα
σ'όλες τις αποχρώσεις της ψυχής.
Γραμμένες στην άμμο οι λέξεις
και στο κύμα και στον άνεμο...
Τις πήρε ο καιρός στην αγκαλιά του,
ξεχαστήκανε στις ενδιάμεσες στάσεις
των λεπτοδεικτών.
Ακόμα περιμένει η Αλεπού τον πρίγκηπα
στο σιτοχώραφο και στον κήπο των ρόδων.
Οι λέξεις σβηστήκανε, μα το αίμα θυμάται.
Και παρότι η άμμος ορφάνεψε από χνάρια,
η θάλασσα από τα μάτια
κι ο άνεμος από τ' άρωμα και την ηχώ,
επιμένει άταχτα να χοροπηδά
μπερδεύοντας καρδιά και νοήματα.
Τρελαίνονται οι διαδρομές,
στη γη πατάς, στ' άστρα βαδίζεις..
Ματώνουν οι κοφτερές αιχμές τις πατούσες.
Μα περισσότερο, πληγώνουνε οι νεκροί ήλιοι.
Σου μοιάζουν. Τους μοιάζεις...
Συμπυκνώνουν στην ανείπωτη ιστορία  τους
τη ζωή σου. Μα ύστερα ξυπνάς.
οι λεπτοδείκτες ακούγονται ξανά..
Απομένει ο πόνος στη σπλήνα.
Κι ακόμα μια μέρα... χωρίς γιατί.

Το ελάχιστο το μέγιστο ισούται

Σωπάσανε οι γαλαρίες
και οι γαλέρες πάψανε να υπάρχουν.
"Θε μου" λέω, "αλλάζουνε οι καιροί"..
Κι όπως στέγνωνε η βροχή
τα κοκαλά μου στεγνώνανε στο φως.
"Θε μου", είπα ξανά και χαμήλωσα τα μάτια
"μη στεγνώσεις μέσα μου την πικρή αθανασία"
Κι ήταν ο σπόρος της αγάπης σου λευκός
το μόνο που έμεινε στο τόσο φως...
Κι όταν απόμεινα και πάλι μοναχός
έμεινε της πικρής αγάπης ο σπόρος
μες το σκοτάδι φως...
Μία τελεία μόνο, κι ούτε.. μ'αρκετή,
τον κόσμο όλο να φτιάξει από την αρχή.
Κι έμεινα στο αιώνιο, μετέωρος,
μια σταγόνα προσμένοντας βροχής
ένα φωνήεν, μία πνοή, μια κίνηση δική σου
για να ραγίσει το σκοτάδι της προσμονής..
Κι όνειρο ν΄ανθίσει η μορφή σου...

Πόσες ζωές, πόσες πνοές, πόσα σκοτάδια..
Πόσους Θεούς προσμενοντάς σε θα γνωρίσω...
Δεν έχει κόλαση γ' αγάπη τόση ο ουρανός,
μόνο η ψυχή.. πριν με την ψυχή σου, σμίξω.
Κι ας είσαι εσύ το φως κι εγώ η σκιά σου...
Εσύ το άνθος κι εγώ τ' αεράκι που το κοινωνεί..
Θάλασσα συ και γω όστρακο σπασμένο στο βυθό σου,
ή ένα καράβι τσακισμένο στην ακτή..
Το ελάχιστο το μέγιστο ισούται
μπροστά στο αιώνιο και την απόλυτη σιωπή.

18/11/12

ρόδι κόκκινο

Γύρω από το σώμα σου γυρνώ, φεγγάρι..
Λειψός την μια, ολοσκότεινος,Πανσέληνος την άλλη..
Που ζήλεψε στη γήινη καρδιά σου το λουλούδι
και το νερό που ξεδιψά των πόθων σου τα χείλη.

Και συ τινάζεις των μαλλιών σου τ΄άστρα
στους ουρανούς που οι λέξεις δε χωρούνε...
Γιατί μικρές, δε το μπορούν τόσο ψηλά να φτάσουν,
τις πολεμίστρες του φωτός, τα όνειρα στα κάστρα..

Κι αν είν΄τα βλέφαρα κλειστά, κι εγώ στέκω απέξω,
χάδι γλυστρά η έγνοια μου πάνω στα μαλλιά σου
κι είναι στο μαξιλάρι, δίπλα σου ξαπλωμένη
μικρό παιδί η αγάπη μου, μ'ορθάνοιχτα τα μάτια.

Πυρπολεί η πνοή σου την έρημο με Άνοιξης χρώματα
κι η ψυχή μου πεταλούδα με ανοιγμένα φτερά,
ζωγραφίζει στο ποτάμι του χρόνου, το αιώνιο
τ' όνομά σου γράφοντας εν χορώ, στη καρδιά...

Ράγίζει η ζωή, ρόδι κόκκινο, την σιωπή μου βάφει,
τραγούδι την κάνει, τ'ανέμου φιλί..
Κι όπως σβήνουν τα άστρα κι ο ήλιος ψηλώνει,
αντέχω ακόμη μιας μέρας , τη προσμονή..

Αποκληρώνω

Αποκληρώνω τη ζωή.
Θα τα αφήσω όλα στο Θάνατο...
αυτός ποτέ δε με ταλαιπώρησε τόσο,
Κι όσες φορές με γύρεψε,
με γύρεψε ολοκληρωτικά..
Η αγκαλιά του
δε θα με προδώσει ποτέ..

Μα όπως απέναντι
στον κάθε αφοσιωμένο εραστή,
γνωρίζοντας πως ,
σταθερότερα από τη σιωπή
βρίσκεται πάντα εκεί...
καθυστερώ ν'αφεθώ στη χαρά του
δοκιμάζοντας
την αντοχή στις πληγές μου..

15/11/12

Κρυφή αγάπη

Όπως πετάνε τα πουλιά κι εγώ θα φτερουγίσω
στα σύννεφα θά χω φωλιά, να μην σε αντικρύσω.
Να μη δεις τα μάτια μου διαβάσεις την καρδιά μου,
και να θαρρείς πως πέταξα, πως άλλαξε η ματιά μου.

Λεύτερη πέτα και εσύ, στα φωτεινά σου άστρα...
Τον ήλιο βάλε στην ψυχή, φεγγάρι στα μαλλιά σου.
Να στολιστεί η θάλασσα, κι ο ουράνος αγάπη
όποιον θωρεί η καρδούλα σου στα όνειρά σου, νά'ρθει.

Και γω, τραγούδι θα κεντώ χρυσή βροχή θα φέρνω
στα βήματά σου μάλαμα κι ασήμι θα σου στρώνω...
Σύννεφο για να κοιμηθείς κι άνθη για να ξυπνήσεις,
και συ, άγγελος να λογίζεσαι, πως σ΄ έχει αγαπήσει..

Κι απ' τό κρυφό το "σ΄αγαπώ" ντυμένο τη σκιά σου,
να ζω στο φως που έσταξε το γέλιο κι η χαρά σου..
Σαν τα κεριά που όμορφες τις νύχτες μας τις κάνει,
τόσο, που ήλιος δε μπορεί  τις χάρες τους να πάρει..

Παράδεισος

Σε κοιτώ και χάνομαι..
Κύματα απέραντα ξεσπούν στο στήθος μου
και με αφήνουνε ψηλά στον ουρανό..
Στις πύλες στέκω ευλαβικά του Παραδείσου…
Ν’ ανοίξουν, να μπω , να σε γευτώ...
Κόκκινα, κερασένια χείλη…

τον σφυγμό μου ορίζουνε και τα «Θέλω»...

Βυθίστηκα στην αγκαλιά σου...
και ζήτησα να με κρατήσεις έτσι....
όσο πιο πολύ μπορείς....
Είπαν σ' αγαπώ τα μάτια μου....
Η καρδιά μου πουλί....
που πέταξε μακριά....
Ανασαίνω τον αέρα που αναπνέεις....
νιώθω....ότι νιώθεις....
νιώθω τα δευτερόλεπτα πριν γίνουν κι αυτά παρελθόν....
Αγάπα με...τώρα......
αγάπα με....σαν να ήμουν εδώ για πάντα....
Μη δώσεις καμιά υπόσχεση....
απλά αγάπα με....
φίλα με.....ξανά και ξανά....
φίλα με ατέλειωτα.....

Τις υγρές λέξεις στη βροχή του κορμιού σου γεύτηκα.
Με βήματα φωτιάς ακολούθησα κάθε σταγόνα της ψυχής σου
ως το τέλος της κάθε σου πνοής.. μαζί σου πέταξα...
Τις φτερωτές διαδρομές κάτω από τον ήλιο ακολούθησα
ζεσταίνοντας την καρδιά μου στην καρδιά σου..
Φωλιάζοντας μέσα σου την ψυχή μου, ψυχή μου...
Ήσουν πάντα εδώ.. Παντού σε γύρευα.. Κι ήμουν απών.
Ήσουν πάντα εγώ.. Με βρήκα όταν σε βρήκα, ζωή μου..
Κομματιάστηκαν τα καλούπια, λευτερωθήκαμε
φτερό μου, καρδιά μου, ουρανέ μου, στον Παράδεισο:
Μ' ολάκερη ψυχή να σ αγαπώ, και συ να δίνεσαι...

Νικόλας Παπανικολόπουλος & Μαρία Βελέρη

Περιμένοντας


Περιμένοντας κάνω σχέδια... όνειρα.. ζωγραφίζω στην άμμο..

Περιμένοντας σκορπώ ελπίδες στη θάλασσα να σε βρουν..

Κλείνω την ψυχή μου σε ένα μπουκάλι... περιμένοντας..

και στο χαρίζω....

Σε μια μοίρα που δεν ορίζω αφήνομαι... περιμένοντας..
Εσένα...

14/11/12

ατιτλο

Τρέμουν τα πουλιά στη σιωπή της.
τα φύλλα πέφτουν από την καρδιά.
κι ένα πολύχρωμο ρυάκι κυλά μακριά
πίσω αφήνοντας ασπρόμαυρο τοπίο.

Πασχίζει να βάλει τη ζωή του σε σειρά,
μα όλες οι σελίδες του λευκές και όλα λάθος.
Αφού οι πράξεις χωρίς εκείνην αδειανές
από το νόημα που η αγάπη δίνει..

Κι αν σε αγάπησα

Κι αν σε αγάπησα, κι αν σ' αγαπώ,
αφού απ' τήν καρδιά σου είμαι απέξω,
βουβό θα το βαστάξω τ' "αγαπώ" .

Θα θάψω τα καράβια μου στα όρη
να μη βραχούν από θαλασσινό νερό,
από τα μάτια σου να κρύψω πως πονώ.

Το σπίτι μου θα φτιάξω στο φεγγάρι
κρυφά στα όνειρά σου να κοιτώ.
Να σε σκεπάζει η αγάπη μου σα φως.

Κι όταν χειμώνα σε θυμάται η μοναξιά σου
στα πόδια σου άστρα θα μαδώ,
χίλιες ευχές και μία, την καρδιά μου.

Να το νιώθεις,  πάντα θα είμαι δω.

Άνεμος θα γίνω στα φτερά σου
και γέφυρα  ποτάμια σαν περνάς.
Το κύμα που σε πάει στα όνειρά σου
και λιμάνι σαν ξαποστάζουν τα πανιά.

31/10/12

Κάλεσμα

Κάλεσμα τα λόγια σου που δεν είπες.. Δε το έμαθες ακόμα; Οι ψυχές ανταμώνουν σα τα φαντάσματα, γυμνές από σάρκα, κάτω από το βλέμμα του θηρίου που λέγεται Φόβος... Δραπετεύουν με μικρές , αόρατες πνοές... παρασύροντας μαζί τους άστρα επιθυμιών , γκρεμιζοντάς τα κάτω από τα σκεπάσματα που η αγάπη, έχει για ψυχές που πονάνε... πιο κάτω από τα κύματα.. στον πάντα ατάραχο βυθό της.. Με ένα κοχύλι θα γράψω τ' ονομά σου στην άμμο.. κι ένα μαργαριτάρι θα κλείσω μέσα του... Να σου πει το πιο τρομερό μυστικό μου... κι αν το νιώσεις.. κι αν σε νιώσω.. καθώς το όνομα θα σβήνει απαλά πάνω στην άμμο.. θα γνωριστούμε, όπως έπρεπε να γνωρίζονται οι ψυχές. Δίχως ονόματα.. χωρίς λέξεις.. χωρίς ακόμα κι ελπίδα.. κι έτσι, ν αναστηθούμε κι οι δυο...

24/10/12

ατιτλο

Ο χρόνος είναι σχετικός... οι εικόνες γύρω μας πλάνη.. Τι είναι αληθινό, τι ψεύτικο, τι υπερβολή και τι φυσιολογικό, το γνωρίζει μόνο η καρδιά.. Το αποδεικνύει μαρτυρικά, με πίστη, στις αντοχές της… Λες κι έχει η καρδιά επιλογές..; … ο νους
ναι… πάντα έχει… Όχι η καρδιά…
Τι θα πει μέρα και τι νύχτα..; …. Όταν ζεις στη Σελήνη; Όταν σχεδιάζεις με άστρα πάνω στην άμμο… κι εμπιστεύεσαι τα άστρα σου στον άνεμο και το κύμα; Τι θα πει χρόνος.. ζωή ή θάνατος, όταν είναι καιρός πια, που δεν ανήκεις στον κόσμο των εικόνων… Κι είναι αντικατοπτρισμός των ψευδών η μορφή σου, ψεύδη που έχουν ανάγκη να βλέπουν σε σένα, εκείνοι π’ ανάμεσά τους «ζεις»

19/10/12

Μελωδία της ευτυχίας

Αχ αυτή η ζωή... !..... όλο μας παρασέρνει σε αταξίες... λες κι όλη, η ζωή που έχουμε ένα κύμμα είναι στα στήθη.. γεύση αλμύρας στα χείλη... δάκρυ, πλασμένο από λύπη και χαρά... Όση λύπη τόση χαρά.. Όσο ουρανό τόση γη.. Κι όσο φως, όση ζωή, τόσο Θάνατο...

Δε γελώ εύκολα... αγαπώ την μελαγχολία μου.. την μουσική που φτιάχνουν οι νότες της.. Και τότε, μες την μελωδία, χαμογελώ... Δε γελώ.. μόνο χαμογελώ.. από ψυχής... Για μένα αυτή είναι η ευτυχία, ... μια σταγόνα μόνο, φως, δάκρυ, μια πνοή αγαπημένη... Για μένα αυτή είναι η μελωδία της ευτυχίας..

14/10/12

Τα βλέφαρα βαριά



"Τα βλέφαρα βαριά αναζητούσαν τον δικό τους Θεό....να κλείσουν μαζί τους και τις όμορφες εικόνες της ημέρας σαν θησαυρό....μα η καρδιά ήθελε να μείνει ξύπνια για να συνεχίσει να μιλά με ένα κομμάτι της για να μην διασπαστεί σε χίλια κομμάτια όπως η άμμος που πηρέ το χρώμα του χρυσού...."

(Βασιλική Παπαθανασίου)

Αν μπορούσε ακίνητη να μείνει τούτη η ώρα… μη βαρύνει περισσότερο από τα όνειρα ο ήλιος, και γύρει, γλιστρώντας βασανιστικά αργά στο κόκκινο του πάθους, που τα φτερά της νύχτας ντύνεται, να ταξιδέψει με τα πτερωτά, μακρύτερα από τον ορίζοντα.
Πόσο αδυσώπητη η μοναξιά… πόσο παράξενο να ζεις και να’ σαι μόνος, να μη μπορείς να μοιραστείς την λύπη, μα προπάντων, ότι όμορφο…
Μα τώρα αυτός ήταν εκεί.. κι αν ακόμα δεν ήταν, τον ένιωθε εκεί… μαζί της.
«Καληνύχτα!» του είπε… κι έμεινε η σκέψη της μετέωρη, σα πανσέληνος, που σκεπάζουν σύννεφα φόβου…
«θα βρέξει» .. της αποκρίθηκε μια γνώριμη φωνούλα μέσα της… ένα μικρό παιδί κρυφοκοίταγε από μια χαραμάδα της ψυχής της.. η φωνή του, φάνηκε να ξαφνιάζει πιότερο το ίδιο το παιδί, από ότι εκείνη.. που ίσα τ’ άκουσε, όπως ένα απαλό ψίθυρο στ’ αυτί.. Και το παιδί, έτρεξε την επόμενη στιγμή, κόκκινο από ντροπή, να κρυφτεί πιο βαθιά στα ερείπια της ψυχής της.. στα μυστικά του παλάτια, με τους παραμυθένιους τους, μυστικούς κήπους.. « Εδώ» , σκέφτηκε το παιδί, δε θα με αναζητήσει κανείς…
«Θα βρέξει» , επανέλαβε μηχανικά… καθώς τον άκουσε να την καληνυχτίζει… Κι η ψυχή της, σχεδόν κούρνιασε, μέσα στην νύχτας τα μαύρα φτερά… Όμως….
Εκείνος, την πλησίασε…. Κι η νύχτα φτερούγισε μακριά χωρίς εκείνην… Την αγκάλιασε με ψυχή γυμνή... « θα σε προσέχω» ψιθύρισε η καρδιά του… και η Πανσέληνος έλαμψε στα μάτια και τα χείλη της… έσταξε το σύννεφο ασήμι… και κείνος το στράγγιξε από το μάγουλό της, με ένα φιλί… κι ένα χάδι … «τα όνειρά σου», της είπε, « είσαι εσύ… κι εσύ είσαι ο πιο όμορφος κι ακριβός θησαυρός που υπάρχει..»
Κι ύστερα χάθηκε, μα όχι όπως ο ήλιος που σβήνει στη δύση.. Χάθηκε ολοπόρφυρος, μέσα στη δική της καρδιά… Η λύπη της κοιμήθηκε… σκόρπισε πάνω στην άμμο και τα κύματα την πήρανε μακριά.. Κι η χαρά της ανάλαφρη.. όπως το δροσερό αεράκι…
« Καληνύχτα», ψιθύρισε… Το πρόσωπό της φωτίστηκε με ένα γλυκό χαμόγελο… « Δεν θα κοιμηθώ μόνη απόψε… κι ας είσαι τόσο «μακριά» …, είπε, και κούρνιασε στην αγκαλιά του… με σιγουριά… σα μικρό παιδί!..

(Νικόλας Παπανικολόπουλος)

Γαλάζιος Ουρανός


"Έγειρε το κουρασμένο κορμί της επάνω σε μια παλιά πολυθρόνα... τόσες αναμνήσεις επάνω της, τόσα αγγίγματα, τόσα γέλια και δάκρυα.... έτσι εκεί εναπόθεσε την ήρεμη ψυχή της... λες και κάποιος να της μιλούσε και να την παρακινούσε να μείνει ακούνητη και αμίλητη... λες και κάποιο χέρι ζωγράφιζε την ομορφιά της....."

(Βασιλική Παπαθανασίου)

Σκεπασμένη με σκέψεις και με μια βαθιά ενόραση στα μάτια της, δεν τον είδε. κι όπως δεν τον είδε εκείνη, δεν την είδε κι εκείνος.. Περπάτησε αργά μπροστά της, το φως γλίστραγε από την μορφή της στους τοίχους... Αβάσταχτη σιωπή τ όνομά της! Κάθε κάδρο που άγγιξε το φως της, με το οποίο είχε τυλιχτεί σαν σάβανο, σάλευε σα να του έλεγε: «γνωρίζω.. Η θέση σου είναι μαζί μας».. προσποιούταν πως δεν άκουγε.. κι όλο περισσότερο τυλιγότανε το φως της ώσπου δεν του έμεινε ψυχή άλλη απ’ αυτό το φως... το φως των ματιών της…

Πάνω στην παλιά πολυθρόνα, τόσο λυπημένη.. τόσο αόρατη.. Σαν παλιά καρτ-ποστάλ.. Δύσκολα ξεχώριζε μες την ασπρόμαυρη σιωπή από τα έπιπλα.. Βούλιαξε η πολυθρόνα, στο βάρος ύπαρξης παραμυθένιας.. Να ήτανε σ' αυτό τον κόσμο, π' ονειρεύτηκε; Που τα χρώματα της Άνοιξης; .. Πότε ξεβάψανε τα χρυσά της μαλλιά; Χθες ακόμα, ήταν που τα έλουσε στην Πανσέληνο.. Χτες, ο άνεμος, ακόμα τα στόλιζε άνθη κι άστρα... Σε ποια μαγεμένη κρήνη λούστηκε και τα χρώματα σβήσανε; Διάφανα πετράδια τα θολά της μάτια... πόσοι θησαυροί σκεπασμένοι τρυφερά από τα βλέφαρά της...

Περπατούσε μες το δωμάτιο, ένας αιώνας το κάθε βήμα του... Η μορφή της πνοή φωτιάς στα στήθη του.. Την έβλεπε παντού, σε ό,τι όμορφο.. σε ότι καλό του συνέβαινε... Πέρασε πολλές φορές μπροστά της, μα καθώς δεν την ξεχώριζε από το όνειρό του, δεν μίλησε.
 
«Τα μάτια δεν βοηθάνε τους ανθρώπους να βλέπουν» , είπε ο Χρόνος... «μάταια, μάταια προσπαθούνε να εξηγήσουν την καρδιά με φως και σκοτάδι...» Κι έτσι λέγοντας, σταμάτησε τα ρολόγια της καρδιά τους... Τα σώματα λύθηκαν, άχυρα που σάρωσε πανίσχυρος άνεμος, κι έμεινε μόνο η ψυχή, γυμνή... Σκόρπισε το δωμάτιο, τα κάδρα, η πολυθρόνα.. Κι έμειναν μόνο οι δυο τους... Χωρίς ψευδαίσθηση να τους πλανεύει, ανταμώσανε... Εκεί που ο φόβος δεν κατοικεί, εκεί που η σιωπή δεν έχει υπόσταση...

_ «Πες μου", του μίλησε πρώτη εκείνη... "Μήπως είδες τα χρώματα της Άνοιξης; Είναι αιώνες που τα γυρεύω.. φοβάμαι πως παραπέσανε καθώς γύρευα ένα φιλί.. Θυμάμαι μόνο, ένα μεγάλο φεγγάρι, την θάλασσα... κι αυτό το δωμάτιο που μέσα του κρύφτηκα να μη με βλέπουνε τα θεριά της νύχτας πόσο διάφανη έγινα.. Σκέπασαν όλους τους καθρέφτες μου... και τώρα, δεν έχω ούτε δωμάτιο.. ούτε θυμάμαι πως μοιάζω...»

_ «Έζησα μια ζωή με την Άνοιξη, χωρίς την άνοιξη... μα μπορώ να σου πω πως μοιάζει.. έχει τα μαλλιά χρυσά, τα μάτια γαλάζια.. Όταν τ' ανοίγει διάπλατα γεννιέται ο κόσμος από την αρχή.. Ο Ουρανός και η γη... μα κι αν ακόμα είχε μάτια μαύρα όπως το κάρβουνο, ή άσπρα σαν τους πάγους που δε λιώνουν ποτέ, πάλι θα την ξεχώριζα την Άνοιξη... απ’ τον χτύπο της καρδιάς της.. μα κι αν η καρδιά της κοιμηθεί στη λίμνη που κανείς δε πίνει νερό, πάλι θα αναγνώριζα την Άνοιξη... απ' τη σιωπή.
Δεν έχω μάτια να σου δείξω πως μοιάζεις.. δεν έχω χέρια... κορμί... Αιώνες κοντά σου, γυρεύοντάς σε, αποδείχτηκε πως άχρηστα ήταν.. όλο φόβους γεμάτα και λάθη..»

_  «Στεναχωριόμουν για τα χρώματα της Άνοιξης.. και τώρα , δεν έχω χέρια να χτενιστώ, μαλλιά, μορφή... Κοιτάζω, και δεν βλέπω.. Θυμάμαι, μα δεν έχω τίποτα να μου ανήκει..»

_ «Χωρίς να είμαι, να σ' αγκαλιάσω επιθυμώ...  να νιώσεις πόσο σημαντική είσαι... Να σου χαρίσω θέλω ότι είμαι, κι ας μην είμαι... Αρκεί να είσαι εσύ!..»

_ «Και ποια θα είμαι χωρίς εσένα;... όταν όλα  έχουν σβήσει, η φωνή.. οι διάλογοι.. Όχι! Μη χαριστείς.. Μείνε Εσύ, γιατί μόνο αν υπάρχεις μπορώ να υπάρχω… ή.. Καλύτερα όχι.. Σβήσε με!...»

Εκείνη στον καναπέ βυθισμένη σε όνειρα έγχρωμα, μέσα σ’ ασπρόμαυρο δωμάτιο.
Εκείνος, πάντοτε εκεί, τόσο αόρατος για να μη την ενοχλήσει, που έπαψε να την βλέπει..
Θεωρώντας πως όλα γεννηθήκανε στα δικά του όνειρα.. στον δικό του κόσμο.. που ωστόσο παλλόταν από τον σφυγμό της.. Αιώνες περνάγανε ο ένας μπροστά από τον άλλον, γεννημένοι από την ίδια φωτιά που γέννησε τον κόσμο και τ’ άστρα: την Αγάπη! Κι έπειτα, λες κι ήταν οι αιώνες στιγμή, εκείνη άνοιξε τα μάτια.. Τον είδε... κι εκείνος χάθηκε μέσα σε καταγάλανο ουρανό!

Δυο Άγγελοι φτερουγίσαν μπροστά στον θεό... «Η ζωή είναι ο Παράδεισος» τους είπε.. «Το μόνο που χρειάζεται για να τον βρεις είναι να βρεις την ψυχή σου, ακόμα κι αν χρειαστεί πρώτα να την χάσεις για να το καταφέρεις αυτό.»

(Νικόλας Παπανικολόπουλος)