Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

28/11/11

ατιτλο

Βαρύτιμο ασήμι.... στο λαιμό σου το φόρεσες..
χείλη απαλά...κατάβαση κάνανε
στον Άδη της καρδιάς σου..
Και ζήλεψε η σελήνη του φιλιού το φως...
το λευκός στήθος στα χείλη του....
Κι έλαμψε και εκείνη, από ζήλεια,
τη νύχτα καίγοντας των εραστών...
Κι ήταν το φως της ως κερί αδύναμο,
στων ματιών σου το φως εμπρός,
στης ευτυχίας το δάκρυ....
Κι ήταν λαμπάδα αναμένη το κορμί σου...
Κι η θάλασσα όλη, στα στήθη μας μέσα...
φουρτουνιασμένη..
μην αντέχοντας απόσταση καμία....

Αγάπης πιοτό

Της αγάπης το πιοτό, δεν είναι κέρασμα...
Της αγάπης το πιοτό είναι βροχή..
Ποταμός είναι άγριος και θάλασσα....
και στα μάτια σου, άγριο πουλί...

Ουρανός να γίνεις πρέπει για να πιω
xωματένια στήθη και ζεστό φιλί...
Κάψε με σαν ήλιος σύννεφο να γινώ
Χόρεψέ με στων ανέμων το κορμί...

Κι ύστερα, ποτάμι κάνε με, θάλασσα πλατιά,
Στόμα σου και σώμα σου, να μη διψώ ξανά...

Νικόλας Παπανικολόπουλος

23/11/11

Ατιτλο

Πίσω από τα ψέματα των κατόπτρων
και τις αντικρυστές ματιές
υπάρχει εκείνος που γνωρίζεις...
κι η ψυχή του, ψυχή σου είναι...
 Ύλη πρώτη των άστρων..
 Ύλη πρώτη και της σκοτεινής νύχτας,
 που στα σωθικά της καρπίζει μυστικά το φως...
Μη κοιτάς απένατι..
μέσα σου κοίτα.. Και θα με βρεις...

ατιτλο

Όαση συμπόνιας, χαμόγελα βρεγμένα..
Ψυχές εξατμισμένες, σκορπίζουνε,
από τα χαμόγελα στα φυλώματα των δέντρων.
Ανασάνει Ο θεός το έργο του,
κι ευωδιάζει στα ροδισμένα μάγουλα
ο Έρωτας κι η Καλοσύνη του.

ατιτλο

Στη μνήμη του αίματος,
θα σκύβουν τα όνειρα, εφιάλτες πια,
να ξεδιψάει ο πόνος τους.
Σκιές σκιές, θα χάνονται
στα πτυχώματα της κουρτίνας του νου...
και φως πιο δυνατό από το αίμα
που κυλάει μέσα μου, και θυμάται..
και θυμάμαι...
άλλο δε θά' χω....

Κι όταν η επιστροφή σου κυριεύσει ολότελα
όση τρέλα μ απόμεινε,
από τα σπασμένα κλαριά του έρωτα,
τα τσακισμένα φύλλα - φτερά νεράιδων
( πιστεύω ακόμα στα παραμύθια),
θα τυλιχτώ το κορμί μου
και σφίγγοντας τα δυο χέρια μου
το ένα πάνω στο άλλο..
θα νιώσω να φυτρώνουν πάλι φτερά
στους ώμους..
Κι ίσως απόψε
με πτήση από το έβδομο πάτωμα
κατοικήσω στην ουράνια ευτυχία
που χάρισες δηλητήριο στο αίμα μου.

ατιτλο

Κι αν σε σκεπάσει το κρύο του χειμώνα,
αν το λευκό του πέπλο την επιδερμίδα σου ντύσει...
Αν η άβυσος γύρω σου κατοικήσει και σε κάνει νησί...
Και βοή ανέμων σμίγει στο καλεσμά της  γη θάλασσα κι ουρανό...
Και μέσα από τα δόντια του χρόνου, να διαβώ πρέπει, για να σε βρω..
Δίχως φως.. άστρο ή κερί... ή σπίθα σπίρτου....
παραμερίζοντας μία μία τις κουρτίνες των φόβων σου...
Θα σε βρω.....

Ακούγοντας την καρδιά σου...  θα σε βρω....

Γιατί όπου και νά σαι, μπορώ να σ' ακούω, καρδιά μου...

ατιτλο

θα έρθω αγνώριστος...
Δε μοιάζω σε ότι ονειρεύτηκες..
Θα έρθω Άγνωστος...
Μη με κοιτάξεις με τα μάτια...
Μη ψιλαφήσεις στα δαχτυλά σου
τη μορφή μου.
Στην καρδιά μου ακούμπα....
Νιώσε....
τα κύματα που ξεπηδούν σε κάθε χτύπο
με μοναδικό προορισμό τους, εσένα...
Νιώσε...
Το πέταγμα ενός γλάρου,
τον πόθο στα φτερά του...
Μη με κοιτάς στα μάτια με τα μάτια...
Μη λες πως με κοιτάς μέχρι να δεις
τις φλόγες....
που σιγοκαίνε πίσω από τα βλέφαρα
τη ζωή μου  Όνειρό μου!...

Δε θα με γνωρίσεις έτσι άραχνο όπως κάρβουνο
αν τη φωτιά δε λευτερώσεις....
Και μαζί μου καέις...

22/11/11

Ατιτλο

Σε θυμάμαι...
κοριτσάκι ακόμα να χάνεσαι
στις διάπλατες σελίδες των βιβλίων
με τα μάτια ορθάνοιχτα..
Να κοιτάνε πέρα από τις λέξεις..
πιο μακριά και πιο μετά
από εκεί που αρχίζει και τελειώνει το παραμύθι...
Σε θυμάμαι..
με τα κερασένια σου χείλη να ευωδιάζεις
την ψυχή που κατοικεί στο στήθος μου..
Το άρωμά σου.. τη πνοή σου... Ανάσα μου!
Σε θυμάμαι...
Στο δικό μου παραμύθι δεν έφυγες ποτέ..
Σε ανασαίνω κι αποστηθίζω όλα τα ποιήματα
που σκορπίζει ο άνεμος στις κινήσεις σου..
Πάλεται το στήθος μου, Ανάσα μου,
στο θροισμά σου...

Σκορπώ τα φύλλα του φθινοπώρου,
τις λευκές νιφάδες,
τα βηματά σου να σκεπάσουν από διαβάτες.
Απείραχτα να μείνουν, ώσπου, καρδιά μου,
την Άνοιξη να ξαναφέρει ο ερχομός σου.

Ακούω την μουσική,
που κάνει το κορμί σου να θροίζει,
και με αόρατο μανδύα κρυμένος
στο παραμύθι που δε ζήσαμε ακόμα,
περιμένω, να με δεις....
να με πιστέψεις....
να μου κρατήσεις πάλι το χέρι...
Και να βαδίσουμε δίπλα ο ένας στον άλλον
αφήνοντας ίχνη από άστρα,
να μαρτυρούν σε όσους βλέπουνε
τον δρόμο των παραμυθιών..
Εκείνον, από την καρδιά ως την καρδιά.
Και πάλι πέρα.. και πάλι δώθε..
Τον δρόμο, που αγαπά να βαδίζει
η Αγάπη...

Δες με.. πίστεψέ με... κι όλα θ' αρχίσουν από την αρχή.
" Μια φορά κι έναν καιρό..."

19/11/11

Ατιτλο

Ο χρόνος μου τελειώνει πάνω στη γη..
και πρέπει να εγκαταλείψω όσα συνήθισα..
κι όσα αγάπησα..
Με γυμνό το φως της ψυχής να ταξιδέψω
στο Φως...
Κι όμως δε μπορώ. Βαριά λύπη με δένει...
Δεν είμαι το νιογέννητο φως που ήμουνα..
Ούτε ο άνεμος ο αδέσμευτος..
Ό,τι ήμουνα δεν είμαι κι ούτε μπορώ πάλι να γίνω.

Ο χρόνος τελειώνει.. πλησιάζει η ώρα..
Κι εγώ δεν είμαι πια πνεύμα ή άγγελος.
Πήλινα γίνανε τα αρχαία φτερά μου,
σπασμένος πηλός η καρδιά..
Και τα όνειρα άργιλος, άμμος....
Ταξιδεύουν πάνω τους ποτάμια από άστρα
το ίδο συχνά με της ερήμου την δίψα
και την απελπισία.

Κάνω μικρές συμφωνίες με τον διάβολο
κρυφά από τον Θεό ...
Δύο παιδιά που σμίγουν σε ώρες παιχνιδιού
πέρα από πρέπει....
Διαπραγματεύομαι την αιωνιότητα
με αντάλλαγμα να είμαι θνητός.
Ο διάβολος αγαπά το αιώνιο.. κι εγώ αγαπώ το χώμα...
Και την σπασμένη πήλινη καρδιά μου.
Στο χώμα μέσα,
θα μπορέσει κάποτε να ξεχαστεί...

H Ζωή Μιας Νεράιδας - μέρος 1ο

H  Ζωή Μιας Νεράιδας ( της κόρης μου Δανάης Παπανικολοπούλου Λαλέ - ετών 12 )

Στην λίμνη Στυμφαλία υπάρχει μια νεράιδα η Λέπρα. Όμορφη με δέρμα κρύο σαν τον πάγο, μαλλιά καστανά σγουρά, τα μάτια της ήταν μπλε σκούρο στο χρώμα του ουρανού  και  χαρακτήρα γλυκό, απότομο, ήρεμο και γαλήνιο σαν το νερό. Κόρη του Ήλιου και της Σελήνης αλλά επειδή την ζήλευαν πολύ οι γονείς της εξαιτίας της ομορφιάς της την έδιωξαν από τον ουρανό κι από αστέρι που ήταν την έκαναν νεράιδα και την παγίδεψαν στην λίμνη Στυμφαλία. Η Λέπρα μπορούσε να βγει μόνο τα βράδια επειδή και τα αστέρια μόνο την νύχτα φαίνονται αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, έτσι κι αυτή. Κάθε βράδυ όταν έβγαινε χόρευε τον πιο λυπηρό χορό, μόλις τέλειωνε ο χορός κολύμπαγε στην λίμνη αργότερα κοίταζε τον ουρανό, έβλεπε τα αδέρφια της τα άστρα και την μητέρα της να την κοιτάζουν από ψηλά κι εκείνη άρχιζε να κλαίει. Έτσι περνούσε κάθε βράδυ η Λέπρα, μόνη και στεναχωρημένη σε όλη την παιδική της ηλικία με καμία ελπίδα για ευτυχία.
Σε μια άλλη χώρα ένα πριγκιπόπουλο ο Ντέρεκ μεγάλωνε. Αλλά αυτό το πριγκιπόπουλο δεν ήταν κακομαθημένο όπως τα άλλα πριγκιπόπουλα, μεγάλωνε με δυο γονείς υπερπροστατευτικούς και άκουγε κάθε βράδυ τις φωνές τους που μάλωναν αλλά μπροστά σε κόσμο έκαναν την χαρούμενη οικογένεια όμως όταν έφευγαν όλοι κι έμεναν μόνοι τους πάλι μάλωναν. Ο Ντέρεκ δεν άντεχε πια όλους αυτούς τους τσακωμούς των γονιών του, πολλές φορές του ερχόταν να τρέξει έξω από το σπίτι και να αρχίσει απλώς να τρέχει χωρίς να έχει προορισμό, χωρίς σκέψεις και αναμνήσεις απλά να έτρεχε μακριά από όσα των πληγώνουν και τον κάνουν να νιώθει καταπιεσμένος να πήγαινε σε μια χώρα μαγική και πανέμορφη, ονειρική χωρίς να ανησυχεί για το τι θα συμβεί στην ζωή του και να ζει έτσι για πάντα. Aλλά ήξερε ότι δεν γίνετε κάτι τέτοιο επειδή υπήρχαν ακόμα πολλά ερωτηματικά για τον έξω κόσμο που έπρεπε να μάθει. Πάντως  όταν κοίταζε τον ουρανό ηρεμούσε και χαμογέλαγε στα αστέρια τα οποία είχαν προβλέψει ένα υπέροχο μέλλον για τον ίδιο.
Η Λέπρα κι ο Ντέρεκ μεγάλωναν σταθερά αφού περνούσαν τόσο εύκολα τα χρόνια σαν μέρες κι οι μέρες σαν ώρες. Ώσπου ήρθε η μέρα που έγινε κάτι πολύ θλιβερό πατέρας του Ντέρεκ πέθανε!  Ντέρεκ δεν μπορούσε να το αντέξει αυτόν  τον πόνο ακόμα κι αν μάλωναν πολύ συχνά κι όμως τον αγαπούσε βαθιά μέσα στην καρδιά του πολύ δυνατά για αυτό λοιπόν κι ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι του ήταν νύχτα ατελείωτη για τον ίδιο δεν άντεχε να μένει στο ίδιο σημείο στο οποίο μάλωνε με τον πατέρα του αντί να τον αγκαλιάσει να τον ακούσει τι έχει να του πει μιας κι είναι μεγαλύτερος από εκείνον και ήξερε πολλά περισσότερα  για τον κόσμο για τους ανθρώπους κι όμως εκείνος προτιμούσε να μαλώνει μαζί του. Υπήρχαν και καλές στιγμές όπως τότε που ήταν Χριστούγεννα στην αγκαλιά του πατέρα του κι άνοιγαν τα δώρα χαρούμενοι ή όταν είχαν πάει βόλτα στο δάσος κοντά στο σπίτι τους κι είχαν κάτσει πάνω σε ένα κούτσουρο και του έλεγε ιστορίες με γοργόνες, νεράιδες και ξωτικά κι τα πίστευε όλα αυτά .Τα βράδια πριν κοιμηθεί του έλεγε ένα παραμύθι κι ύστερα την πιο γλυκιά καληνύχτα και τον έπαιρνε κατευθείαν ο ύπνος, κι τώρα τίποτα σιωπή και μόνο σιωπή έτσι εκείνο το αναπάντεχο βράδυ αποφάσισε να φύγει για λίγα χρόνια μακριά από το σπίτι του, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Ντύθηκε, πήρε μαζί του μερικά πράγματα, πήγε στους στάβλους πήρε το άλογο που του είχε χαρίσει ο πατέρας του.  Αυτή η μέρα τον έκανε να νιώσει πολύ μεγάλος αν και ήταν μόνο δώδεκα ετών, κι όμως επειδή ο πατέρας του του είχε πει ότι είναι πια άντρας εκείνος το είχε πιστέψει. Θυμάται ακόμα και την πρώτη φορά που προσπάθησε να ανέβει στο άλογο του είχε φανεί τόσο περίεργο που στην αρχή φοβόταν να δοκιμάσει αλλά τώρα ανέβηκε με πολύ ευκολία, διότι ο πατέρας του του είχε μάθει. Άρχισε να ιππεύει και γρήγορα το άλογο ξεκίνησε να τρέχει, από τα μάτια του Ντέρεκ έτρεχαν δάκρυα σαν ποτάμι ξαφνικά ένιωσε μια ζαλάδα κι λίγο αδύναμος τότε έπεσε από το άλογο και χτύπησε το κεφάλι του. Όταν ξύπνησε είδε ότι βρισκόταν μπροστά σε μια μεγάλη λίμνη του φάνηκε βαθιά. Κοίταξε γύρω του δεν έβλεπε πουθενά το άλογο... ένιωσε τόσο άχρηστος που έχασε το δώρο του πατέρα του που μόνο αυτό είχε πια, αφού είχε μάθει ότι η μητέρα του είχε ήδη βρει άλλον άντρα . Ένιωθε μόνος. Δοκίμασε να κολυμπήσει στη λίμνη ώστε να ξεπλυθεί από τα χώματα και τις λάσπες. Όταν τελείωσε κάθισε κι έκοψε ένα μήλο κι έφαγε κάτω από το δέντρο μπροστά στη λίμνη και κοίταγε πέρα μακριά στα βουνά κι έκανε όνειρα πολλά και γεμάτα αλλά δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να τα πραγματοποιήσει δυστυχώς του έλειπε η αισιοδοξία, για να τα κάνει αληθινά.

Δανάη Παπανικολοπούλου Λαλέ

18/11/11

Ατιτλο

Γιατί…;
αναρωτήθηκε…
στρέφοντας το βλέμμα της προς τον ουρανό…
Γιατί να μη μπορώ να πετάξω κι εγώ τόσο ψηλά…
Από κει πάνω όλα φαίνονται μικρά,
λίγα, μακρινά, απλά, εύκολα, ήρεμα, αδιάφορα…
Αυτό χρειαζόταν… σκέφτηκε…
και κοίταξε με θλίψη τα βρεγμένα της φτερά…

Nάντια Κωνστάντου

Κι ο ουρανός που την άκουσε, σκοτείνιασε περισσότερο...
Μέσα στην μαύρη του καρδιά τ άστρα μοιάζανε ακόμα πιο λαμπερά.. πιο ποθητά...
Πόσο θα ήθελε η ανταριασμένη από τις χιλιετίες ψυχή του,
από τις φωτιές και σιωπές ανείπωτες.... πόσο... πόσο πολύ...
μια σταγόνα δάκρυ να ήταν στα μάτια της,
πρωτού αυτό σύννεφο γίνει, βροχή...
Πόσο στην μικρή της καρδιά να χωρέσει ήθελε....
Κι όλο ανάβανε πιο δυνατά τα αστέρια στο ουράνιο αίμα του..

Πόση μοναξιά να είναι όλα μικρά, μακρινά, αδιάφορά...

Αχ!.. το πετράδι του πόνου, στα μάτια της....
πόσο τό θελε να τό χε για καρδιά.....
κι ας ήταν ένας χτύπος.. ένα δάκρυ.. η ζωή του όλη....

Νικόλας Παπανικολόπουλος

ατιτλο

Παράξενο , έτσι να αποστατεί η καρδιά...
από την αυγή.
Κενό το έλα της, χωρίς εσένα...
Παράξενο που τα μάτια αντικρύζουν την αυγή.
Που ο ήλιος δε πάγωσε στην καρδιά μέσα..
κι ανέγγιχτος, άσπλαχνος, φωτίζει....
Παγωμένη έρημος, Δυνατό φως...
Κι όλο χάνομαι στα δαιδαλώδη μονοπάτια
της ψυχής μου, να κρυφτώ..
Να κρυφτώ, μη με βρει η απουσία σου..
Κατάβαση ως εκεί,
που ξέψυχη κοιμάται η Σελήνη..
από του άσπλαχνου ήλιου το έλα...

Αναρωτιέμαι κάποιες φορές -κι άλλες σωπαίνω -
αν κοίταξες το βράδυ τούτο για λίγο, τη Σελήνη...
Κι αν ήσυχα κοιμήθηκες στο πλευρό γυρισμένη.
Αναρωτιέμαι.. αν όσα έχασα τα έχεις εσύ...
Ή.. Δεν τα έχει κανείς μας....
Κι αν ότι απόμεινε είναι όνειρο στο όνειρο μέσα,
εφιάλτης, που ξυπνά τρομαγμένος
στη θύμηση του "Ζω"

15/11/11

Ατιτλο

Μου είπες πως δε γράφω χαρούμενα ποιήματα,
πως όλα μ' ένα δάκρυ τελειώνουν...
Τα πιο όμορφα, αληθινά, δε τά' χω γράψει,
γιατί δε βρήκα λέξεις να περιγράψουνε το χαμογελό σου,
ή το λευκό σου δέρμα και τα κόκκινα χείλη σου.

Δε μιλώ για τα μάτια... δε μπορώ να μιλήσω γι ' αυτά..

δε μπορώ να μιλήσω σ΄έκσταση τόση μέσα...
Μόνο να ονειρεύομαι μπορώ... και να Υπάρχω!

Νύχτωσε

Νύχτωσε... κι η πανσέληνος δύει στης ψυχής μου τον Ωκεανό.
Κάπου πέρα από τα ονειρά μου, ταξιδεύει μια Ήπειρος.. ή ένα αστέρι...
Κάτω από τον ίδιο Ουρανό και την ίδια Συννεφιά της ματιάς σου...
Η θύελα, μαστιγώνει ανυπεράσπιστο της ψυχής το κυβούρι...
Κορμί ανυπεράσπιστο, παραδωμένο στη φωτιά των Θεών.. στον Έρωτα...
Σχίζει στα δυο το κορμί ο κεραυνός  κι ενώνει Τον Ουρανό με τη γη..
Το όνειρο με την αλήθεια... Στιγμές μόνο, αστραποβολά.. μα φτάνει...
Κι η θύελα γίνεται παιδική γιορτή, αλάνα να συναντιούνται οι αιώνες,
το μηδέν με την Ύπαρξη... κι η ψυχή μου να φωτίζεται από την δική σου ψυχή.

Νύχτωσε... μα μέσα μου έχει πάρει να χαράζει...
βαδίζω στη νύχτα, ξεχνώντας ναυάγια και λιμάνια...
με την αυγή που ξύπνησες, να γλυκοφιλά τη ρόγα της ελπίδας...
Ακούς το κλάμα... μα ποτέ τη χαρά, που σιωπηλά, με ανακούφιση,
στα δικά σου άστρα, στο φως σου, αποκοιμιέται ονειρευόμενη.
Ας νύχτωσε, ας μην έρθουν ποτέ κοντά τα λιμάνια...
Εμένα μ' αρκεί των ματιών σου το χάδι.. η σιωπή σου....
Μου αρκεί η πνοή σου που λευτερώνει το σύμπαν απ' τά δεσμά του...
Κι ας μη ξημερώσει ολότελα ποτέ.. Μπορώ να  ζω και στη στιγμή μόνο...
Στο ταξίδι μιας αστραπής... και σε μια πανσέληνο βυθισμένη...

μεθυσμένη....


και στο μυστικό που κρύβει στα σπλάχνα του το αιώνιο...

12/11/11

Ατιτλο

Είναι Χειμώνας και η Άνοιξη κοιμάται,
βασίλισσα που στο φιλί σου θ'ανατειλει.
Με το φαρμάκι κοιμάται στην καρδιά,
κι ολόγυρα, λευκή θλίψη την τυλίγει.

Είσαι το λάθος προς αποφυγή,
κι εγώ λάθος που το λάθος σου ζητάω.
Να επιστρέψω που γυρεύω στη ζωή
στο φαρμάκι σου ξανά να ξεψυχάω.

11/11/11

Άτιτλο

Κάθομαι εδώ σε μια γωνιά του ΚΑΠΗ
κι ο νους μου σε σένα φτερουγίζει.
Σήμερα έμαθα μια ιστορία.
Της Σόνιας και του Χρήστου.
"Σόνια μου!" της λέει και γλυκοδακρίζει.
Κι εκείνη, στο αλτσχάιμερ χαμένη,
καθώς της σιγοτραγουδά τραγούδια αγάπης,
να τον θυμάται στη θολούρα μέσα
Εκείνον μόνο... όταν της τραγουδά...
Και με γλυκύτητα "Χρήστο μου!" λέει.
Και το λευκό της μάγουλο
όπως το ρόδο ανθίζει.

Και γω, ν'ακούω, να βλέπω, να μαθαίνω
τον ερωτά τους τον πολυταξιδεμένο...
Και η καρδιά μου, τ΄ονομά σου, γλυκά να ψυθυρίζει.
Άλλο ζευγάρι, δεν θυμάμαι, έτσι να είδα
όπως αυτοί τον ερωτά τους ακόμα να υμνούν.
Και ξέρω πως κι αν ακόμα η καρδιά
δακρίζει από αγάπη στ΄ονομά σου,
τόσο γλυκό, το δάκρυ δε θα γίνει.
Αφού δε με αξίωσε ο Θεός,
κοντά σου να ζω και να γεράσω...

10/11/11

Ήταν μια φορά....


κι έναν καιρό... ... ένα παραμύθι μικρό.. Που κοίταζε από το παραθυρό του τη Ζωή, τα μεγάλα παραμύθια.. κι όλο έλεγε, με ντροπή.. Πως να υπάρξω δίπλα σε τόοοοσο μεγάλα Παραμύθια, κι εγώ; Κι η Ζωή πάντα προσπερνούσε αδιάφορη, ακολουθόντας τον πολύχρωμο ίσκιο των μεγάλων παραμυθιών... Ήταν ένα μικρό παραμυθάκι.. κι άλλα, πολύυυ Μεγάλα...  Όταν η ζωή επέστρεψε στον Κυριό της, εκείνος, τη ρώτησε.. πες μου Ζωή, ποιες οι αλήθειες σου; Κι εκείνη, δεν είχε άλλο από ένα μικρό δάκρυ.. που μέσα του ζούσε ένα μικρό παραμύθι...

Ατιτλο

Σαν Οδυσσέας που γυρνά από ταξίδι μακρινό,
έτσι, γυρνώ σε σένα.
Ιθάκη που ποτέ δε φτάνω,
κι όμως, βρίσκεται μέσα στην καρδιά.
Όπου γυρνώ το βλέμμα , σε κοιτάζω.
Ό,τι αγγίζω κι αγαπώ σε σένα το χαρίζω.
Έτσι μονάχα να τ' αγγίζω μπορώ.

Ακόμα κι η σκληρή πέτρα μες την τραχυτητά της
έχει τον τρόπο γλυκά να φανερώνει τ' ονομά σου.
Απέραντη η θάλασσα, πιο απέραντος ο ουρανός.
Πιο πλαστιά θάλασσα κι ουρανό από τα μάτια σου
δεν είδα.
Τι ευτυχία ναυαγός νά' μαι, κι ας πνίγομαι,
στα μάτια σου μέσα.
Τι ευτυχία να πνίγομαι στην ευτυχία μέσα...
σαν με κοιτάς...

6/11/11

Ατιτλο

Ήρεμη νύχτα.. ήρεμα ξημέρωσε η μέρα..
Μοιάζουν από ύπνο οι εικόνες.
Αλήθεια, πονούσα χτες;
Και σήμερα;
Την ζωή μου συνεχίζω ή μιαν άλλη;

Αρνούμαι να σκεφτώ.. να μη θυμάμαι..
Πέρα, πίσω από το τζάμι
κι ακόμα πιο πέρα,
τη θάλασσα κοιτώ που κυματίζει...
Σαν παραμύθι η αγάπη με καλεί.

Χαμογελώ πίσω από το τζάμι,
με το ζεστό καλοριφέρ ν'ανάβει...
Ξημέρωμα απόψε Κυριακής.

Πιο πίσω η Δευτέρα περιμένει...
Μαζί και όσα σήμερα ξεχνώ...
Μα θαλασσά μου, δε θα ταξιδέψω...
Χειμώνιασε, αγρίεψε ο καιρός.
Θα φτιάξω ένα ωραίο πρωινό..

Σα φύλλα οι μέρες θα περνάνε
θα χτυπούν στο τζάμι όταν φυσά.
Στη μουσική τη βοή θα κοιμίζω
θα κερνώ τον άνεμο κόκκινο κρασί..
Σε όσα σκεπαζει η σιωπή, σπονδή.

Κι αν κάποτε η Άνοιξη θα έρθει
όπως τα φύλλα θα σκεπάζουν την καρδιά,
φωτιά θ'ανάψω, τα ξερά να κάψω.

Κι ίσως στη φλόγα μέσα να σωθώ.

4/11/11

Ατιτλο

Είναι φορές που πρέπει να στέκεσαι μακριά, όταν αγαπάς...
Σαν ήλιος, που πίσω από τα νέφη, χρωματίζει το τοπίο αθορυβα..
Χωρίς να καίει τα λευκά χαρτιά στο φως του..
χωρίς να τρομάζει τα φρεσκοξυπνημένα όνειρα.
Είναι φορές, που πρέπει κοντά να είσαι, κι άλλες,
που πρέπει να φεύγεις... χωρίς να κάνεις θόρυβο... Όταν αγαπάς...

Και κουβαλώντας τη σκιά σου, ευτυχισμένος να είσαι... γιατί αγαπάς.
Κι όταν αγαπάς, ο πόνος είναι ταξίδι προς την ευτυχία.

Κοιτάς το χαμογελό της, και νιώθεις, το ξέρεις, πως είναι καλά...
Δε θες άλλο... τίποτα πιο μεγάλο από το να είναι καλά...
Τότε μπορείς με σιγουριά να πεις αντίο... με χαμόγελο..
με μια πικρά φρέσκου αμύγδαλου, που όμως με χαρά γεύεσαι...
κι ευτυχισμένος από τη γλυκιά πίκρα, στρέφεις το βλέμμα αλλού...
Λευτερώνοντας το μικρό πτηνό από την προσοχή σου...
Τ άκούς να πετά, και λαχταρίζει η καρδιά στην όμορφη πτήση...

Και ξεμακραίνεις το βήμα, υπηρέτης στην καρδιά σου...

.. που της ανήκει...

3/11/11

Ατιτλο

Κλείνω τα μάτια και σε φέρνω εδώ,
χάνομαι στα γαλανά σου μάτια...
Είμαι στα χέρια σου παιχνίδι παιδικό
που λαχταρά της προσοχής σου τον καπνό...

Κλείνω τα χέρια μου και νιώθω το κορμί σου,
μεθώ ανάσα μου στην κάθε σου πνοή.
Είσαι η θάλασσα κι εγώ μικρό λιμάνι
στων κυμάτων των μαλλιών σου, κάπου, ζω...

Είμαι άγγελος σου είπα ... μα είπα ψέμα...
Χώμα είμαι που ψήθηκε.. πηλός...
στα χείλη σου κανάτι ευλογημένο,
και μακρυά σου αγάπης ναυαγός....

Ανοίγω τα μάτια, τα χέρια άδεια..
και πάλι εσένα νιώθω στην καρδιά...
Δε το μπορώ τους χτύπους να σωπάσω
χωρίς αγάπη μου,να σβήσω στη φωτιά.

Ζητώ στον άνεμο την τρέλα μου να πάρει
να την κρύψει στο πιο βαθύ βουνό,
τον πόνο μου μη νιώσεις που πονάω,
που είσαι.. και δεν είσαι.. εδώ.

Στο πέλαγος μαδάω κάθε λέξη,
τα χρωματά της να βυθίζονται στο μπλε...
Σιωπής να γίνουνε κοράλια,
που ίσως κάποτε, τα βρεις σα θησαυρό..

Τα κύματα μετρώ, την κάθε σου έγνοια,
βαρκούλα χάρτινη,  χάδι τρυφερό,
να χτενίσω θέλω τα μαλλιά σου,
και στο χαμογελό σου, να πνιγώ...

2/11/11

Κόκκινο πέπλο

Είχε ένα υπέροχο κορμί
φρεσκολουσμένο,
αστράφτανε τα μάτια από πόθο
και το φιλί, σαν άνεμος,
την είχε κυριεύσει…

Το κόκκινο ενδύθηκε το πέπλο… μόνο
και στο παράθυρο σκαρφάλωσε του έκτου
ατενίζοντας, μεσάνυχτα, τα λίγα φώτα…
το ένα πόδι στο κενό, μετέωρο…

Μία ηδονή γλυκιά σα μέθη
της γαργαλούσε τα ταραγμένα στήθη
μα μες την ζάλη την γλυκιά, η δύστυχη
δεν είχε σωστά το βάρος της ζυγίσει…

[Νικ. Παπανικολόπουλος]

Αλλά προτού το βήμα της
στην άβυσσο πατήσει
μια πνοή στην πλάτη της,
ανέμου φύσημα ζεστό,
ήρθε να την αγγίξει…

Το χέρι του της άπλωσε
στην αγκαλιά την πήρε
και το φιλί σαν όνειρο
μες την καρδιά την βρήκε…

Το κόκκινο το πέπλο της
το μόνο που φορούσε
στον άνεμο ταξίδεψε
κι εκείνη το κοιτούσε…

Νάντια Κωνστάντου

Τον ήλιο σκέπασε
το κόκκινό της,
το πυρωμένο του κορμί
στη θάλασσα βυθίζει…

Κι έγινε νύχτα...
σιωπή στο κόσμο των Αγγέλων…
για να ακούνε τη πνοή
που όρισε το Ένα…

Ο κόσμος όλος τραντάχτηκε
και γέλασε η νύχτα,
μέσα από τα σπλάχνα της
η μέρα ξημερώνει…

Και στο παράθυρο γλυκά
στο φως λικνίζει
το τρυφερό της το κορμί
μια πάλλευκη ανεμώνη.

Νικόλας Παπανικολόπουλος