Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
19/2/16
18/2/16
Ο διάβολος μέσα μας
Στην ερώτηση «που είναι οι διανοούμενοι στην εποχή μας», ανταπαντώ πως το σωστό ερώτημα είναι "που είναι ο άνθρωπος", και σε συνέχεια του πρώτου αυτού ερωτήματος, "που είναι ο άνθρωπος μέσα μου". Σε μια εποχή που η πληροφορία είναι διαθέσιμη και λιγότερο αδάμαστη από όποια άλλη εποχή, καταστεί προσωπική επιλογή το να φερόμαστε ως «χειραγωγημένοι» ή να σταθούμε, ο καθένας προσωπικά, στο ύψος του ανθρώπου, ώστε να αντέχουμε να δούμε στα μάτια τον συνάνθρωπο, τον εαυτό μας, τα παιδιά μας. Το ύψος των περιστάσεων δεν είναι απαραίτητα και θορυβώδες… Βλέπω γύρω μου διαφθορά, ατομικισμό, ανθρώπους να κοιτάνε ως την άκρη της μύτης τους και ως εκεί που κάθονται. Μήπως όμως τώρα έγινε έτσι ο κόσμος μας; Κι από την άλλη, βλέπω καθημερινά κι ανθρώπους. Ανθρώπους που σέβονται, αγαπούνε, πράττουν, κι είναι κι αυτοί πολλοί, ίσως πιο πολλοί από οποιαδήποτε άλλη εποχή. Απλώς αυτός που κραυγάζει τραβά την προσοχή περισσότερο από εκείνον που χωρίς κραυγές, είναι άνθρωπος. Το να είσαι άνθρωπος, είναι κάτι που υπάρχει παντού, σε κάθε επιλογή, συναναστροφή, πράξη. Από το πώς περπατάς στο δρόμο, που στρέφεις ή όχι το βλέμμα, αν θα πετάξεις κάτω ένα χαρτί ή αν θα σπρώξεις μία πέτρα στην άκρη για να μην σκοντάψει ο επόμενος, από το πώς οδηγείς ή αν αντιμετωπίζεις με ευγένεια τον εργαζόμενο που σε εξυπηρετεί, αν νοιάζεσαι για το τι περνά αυτός που είναι απέναντί σου αλλά κι αυτός που έμεινε πίσω σου, αν όταν έχεις επιλογή να διαλέξεις ανάμεσα στο ατομικό συμφέρον και το κοινό καλό επιλέξεις το κοινό καλό, αν μάχεσαι για τις αξίες σου παρά το έκαστο τίμημα… Να αφιερώνεις χρόνο για να ενημερώνεσαι, μη θεωρώντας το βαρετό, επειδή γνωρίζεις πως η γνώση δημιουργεί την επιλογή και η σωστή επιλογή, έχει επίδραση στη ζωή όλων μας.
Οι «διανοούμενοι» παραδοσιακά υπήρξανε ένα από τα όπλα του συστήματος, σπάνιες οι περιπτώσεις που προέκυψε από την επιρροή τους κάτι καινούργιο και καλό. Το «βήμα» και το «κοινό» αλληλεπιδρούν, και θα έλεγα μάλιστα πως το δεύτερο είναι που πρωτίστως ορίζει με την στάση του, το πρώτο. Το σύστημα αναπαράγει τον εαυτό του, και η μετάθεση της ευθύνης των προσωπικών μας επιλογών στα γρανάζια του, παραείναι εύπεπτη, αναληθές, και «βολική». «Ο διάβολος», λένε, «προσπαθεί να πείσει τους άλλους πως δεν υπάρχει, ώστε να δρα ανενόχλητος». Το ερώτημα, όπως το βλέπω, κι όπως το κατανοώ, είναι πάντοτε ένα, και απόλυτα προσωπικό: Ο Άνθρωπος. Κι αυτό είναι κάτι που δεν χωράει σε περγαμηνές, θέσεις, αν είσαι έχων ή μη… είσαι η δεν είσαι και πράττεις ανάλογα. Τόσο απλά. Οι μεγαλύτερες αλήθειες κι αξίες είναι εκείνες που χωράνε μες την καθημερινότητά μας.
17/2/16
Νάρκη
Είχε αρνηθεί όλες τις προτάσεις που του είχανε γίνει από φίλους και μη, κι όλες τις ευκαιρίες να βγει από το σπίτι. Παραπονιότανε πως ο χρόνος μέσα σε κάθε μέρα ήτανε λίγος και δεν του έφτανε να βάλει σε σειρά σκέψεις και προτεραιότητες, να αρχίσει ή να τελειώσει οτιδήποτε. Μπροστά σε όλο αυτό το χάος, προτιμούσε απλώς να μη κάνει τίποτε, να παραιτηθεί, και καθώς η παραίτηση είναι πολύ κοπιαστικό πράμα ο ύπνος του ήτανε αναγκαίος. Πραγματοποιούσε τις πιο επιτακτικά απαραίτητες ενέργειες της μέρας και ύστερα ξάπλωνε και κοιμότανε. Κοιμότανε το πρωί, το μεσημέρι ως αργά το βράδυ, κι αν δεν κοιμότανε ως αργά το βράδυ, τότε κοιμότανε και μες το απόγευμα… και φυσικά το βράδυ. Ωστόσο κάποια βράδια, θες η ηρεμία της ώρας, θες η έλλειψη εκκρεμοτήτων λόγω του ακατάλληλου της ώρας να ασχοληθεί κανείς με αυτά, ή ακόμη και η υπερβολικά μεγάλη δόση ημερήσιας ανάπαυσης, αδύνατο να κοιμηθεί. Έφτιαχνε ζεστό τσάι με κονιάκ, μέλι και κανέλα, και το απολάμβανε βλέποντας μέσα από το τζάμι της μπαλκονόπορτας τ’ αναμμένα φώτα και τους έρημους δρόμους. και χωρίς κανένα φανερό λόγο μπορεί να δάκρυζε ή να χαμογελούσε, ή και τα δυο.
«Ό,τι ξεχνάς σε ξεχνάει, κι ό,τι θυμάσαι που έχεις ξεχάσει καιρό, καλύτερα να το ξεχάσεις…» Τι όμως ήταν αυτό που ξεχνούσε, δεν θυμότανε ή δεν επέτρεπε στον εαυτό του να θυμάται. Ένα δωμάτιο, ένα παράθυρο, κι αυτός… ετούτη ήτανε η καθημερινότητα κι η ζωή του, κι όσο απόθεμα ψυχικής δύναμης του απέμενε, μπορούσε άνετα να εξαντληθεί χωρίς μάλιστα να δώσει απαραίτητα απάντηση, στο αν το παράθυρο έπρεπε να είναι κλειστό ή ανοιχτό. Κι έτσι παρέμενε όπως το βρήκε, ανοιχτό. Ανοιχτό όπως ένας ανοιχτός τάφος, ανοιχτό όπως πληγή που δεν κλείνει, μα και ως κάποια αόριστη ελπιδοφόρα υπόσχεση. Ένα δωμάτιο χωρίς πόρτα, ένα παράθυρο που όλο μικραίνει, κι αυτός. Στο τέλος, αν κάποιος για άγνωστο κι ακατανόητο λόγο τον αναζητούσε, δε θα κατάφερνε να βρει ούτε το δωμάτιο. Θα είχε σαφώς, και το ίδιο εξαφανιστεί.
«Ο κόσμος όλος, τέλειος σαν μία τελεία». Τέτοιοι ακαθόριστοι χωρίς λογικό υπόβαθρο, ήταν οι μονόλογοι και οι εικόνες που έφερνε στο νου του. «Όνειρα γι’ αυτούς που κοιμούνται και στον ξύπνιο τους»… Αιτίες αφορμές και προτροπές, τίποτε άλλο παρά ένα ατελείωτο άσπρο χειμωνιάτικο τοπίο, όπου τίποτε δε συμβαίνει πέρα από τις νιφάδες που όλο πέφτουνε, χωρίς να αφαιρούν ή να φέρνουν κάτι σ’ αυτόν τον μονόλογο. Απλές νιφάδες που λιώνουν στο τζάμι.
«Τι κάνει έναν άνθρωπο να χαμογελάει;» .. «τι να ονειρεύεται; Σύννεφα πάνε κι έρχονται και σε λίγο, το ξημέρωμα. Ώρα πάλι για ύπνο.»
16/2/16
Γράμμα δίχως παραλήπτη
«Μάτια μου, μ’ έκανες κομμάτια.. δεν σε κατηγορώ όμως. Όλα ήταν εκεί, από την αρχή , όλα μαρτυρούσανε που θα οδηγούσε όλο τούτο – η λογική μου κραύγαζε μα η ψυχή μου ήτανε ολότελα δοσμένη σε σένα… σαν ένα σκυλάκι που κι αν το χτυπάς και το διώχνεις εκείνο μένει ακατανόητα πιστό, ρίχνοντας το φταίξιμο σε κάποιο αόριστο δικό του λάθος. Τέτοια υπήρξε η σχέση μας. Σχέση εξάρτησης κι υποταγής. Εξάντλησα όλο το απόθεμα της αντοχής μου, έμεινα μόνη στην καρδιά της ερήμου πολύ καιρό, τόσον που ένιωσα πως δεν είμαι παρά μια χούφτα άμμος σκορπισμένη στην άμμο, Άνεμε. Παρά την θύελλα που έφερες στη ζωή μου, ήσουν μόνο αυτό: ένας άνεμος, ανίκανος να κρατήσει οτιδήποτε ολόκληρο στην αγκαλιά του. Μα εκεί που έλεγα πως όλα έχουνε τελειώσει, και καμία προοπτική δεν έβρισκα να σχεδιάσω, να ονειρευτώ, να πράξω οτιδήποτε, εντελώς ξαφνικά η θύελλα σταμάτησε κι έπαψε η επιρροή που είχες πάνω μου.
Νιώθω ανόητη και πληγωμένη, όχι από
σένα, δεν έχεις πλέον εξουσία πάνω μου, αλλά από την ίδια την ανοησία μου που με τύφλωσε κάνοντάς με να πετάξω στα σκουπίδια πέντε χρόνια της ζωής μου.
Αυτό το γράμμα, είναι το τελευταίο δώρο μου σε σένα. Δεν χρειάζεται να έχεις την έγνοια μου, να ανησυχείς, ή να με σκέφτεσαι με όποιον τρόπο. Λευτερώθηκα και με την δύναμη της ελευθερίας που με τόσο σκοτεινό τίμημα απόκτησα, σε λευτερώνω. Μετά από αυτό το τελευταίο γράμμα κι επίλογο, μπορώ να ομολογήσω χωρίς ενοχή πως κρατώ μυστικό στον εαυτό μου, άνεμε, πως μου είσαι απόλυτα αδιάφορος. Ζήσεις, πεθάνεις, περνάς ή όχι καλά, δεν με αφορά. Δεν στο γράφω ούτε από εγωισμό, ούτε με κακία, θα μπορούσα ίσως να σου πω πως σου εύχομαι τα καλύτερα και να ευτυχίσεις.. όμως ειλικρινά, δεν μου καίγεται καρφάκι.»
Στάθηκε μπροστά από το γράμμα, το διάβασε ακόμα μία φορά, ταλαντεύτηκε αν θα πατήσει ή όχι αποστολή. Όχι, αυτό το γράμμα, ήταν ένα δώρο για την ίδια, όχι σε εκείνον όπως έγραψε. Αν το είχε γράψει σε χαρτί, θα μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, καθώς ακούει την μουσική της και πίνει, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί… Άχαρο το “delete” … Η φλόγα έχει ιεροτελεστική δύναμη , την μαγεία ν’ απελευθερώνει την ύστατη σκέψη από τα μάτια καθώς την μετατρέπει σε στάχτη. Έτσι λοιπόν, προτού πατήσει “delete” το εκτύπωσε, κι ύστερα με το τσιγάρο της του έβαλε φωτιά. Το τελευταίο κομμάτι χαρτιού, το κράτησε πάνω από το ποτήρι της, και το άφησε, καθώς η φλόγα πλησίασε τα δάχτυλά της, να πέσει μέσα… Τάραξε το ποτήρι της, και άδειασε ό,τι απόμεινε από το φάντασμα πέντε χρόνων, από το ανοιχτό παράθυρο… «Τέτοιες επιστολές» σκέφτηκε, «θα υπάρχει λόγος που γράφονται βράδυ, ή λίγο πριν το ξημέρωμα». Στο νου της, η αυγή θα ερχότανε σαν μία ακόμα φλόγα, να αποτεφρώσει ό,τι άφησε η φλόγα που άναψε το τσιγάρο της… την γεύση από το ποτό που μοιράστηκε με κάποια που απλώς δεν υπήρξε.
Αυτό το γράμμα, είναι το τελευταίο δώρο μου σε σένα. Δεν χρειάζεται να έχεις την έγνοια μου, να ανησυχείς, ή να με σκέφτεσαι με όποιον τρόπο. Λευτερώθηκα και με την δύναμη της ελευθερίας που με τόσο σκοτεινό τίμημα απόκτησα, σε λευτερώνω. Μετά από αυτό το τελευταίο γράμμα κι επίλογο, μπορώ να ομολογήσω χωρίς ενοχή πως κρατώ μυστικό στον εαυτό μου, άνεμε, πως μου είσαι απόλυτα αδιάφορος. Ζήσεις, πεθάνεις, περνάς ή όχι καλά, δεν με αφορά. Δεν στο γράφω ούτε από εγωισμό, ούτε με κακία, θα μπορούσα ίσως να σου πω πως σου εύχομαι τα καλύτερα και να ευτυχίσεις.. όμως ειλικρινά, δεν μου καίγεται καρφάκι.»
Στάθηκε μπροστά από το γράμμα, το διάβασε ακόμα μία φορά, ταλαντεύτηκε αν θα πατήσει ή όχι αποστολή. Όχι, αυτό το γράμμα, ήταν ένα δώρο για την ίδια, όχι σε εκείνον όπως έγραψε. Αν το είχε γράψει σε χαρτί, θα μπορούσε να του βάλει φωτιά και να το κάψει, καθώς ακούει την μουσική της και πίνει, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί… Άχαρο το “delete” … Η φλόγα έχει ιεροτελεστική δύναμη , την μαγεία ν’ απελευθερώνει την ύστατη σκέψη από τα μάτια καθώς την μετατρέπει σε στάχτη. Έτσι λοιπόν, προτού πατήσει “delete” το εκτύπωσε, κι ύστερα με το τσιγάρο της του έβαλε φωτιά. Το τελευταίο κομμάτι χαρτιού, το κράτησε πάνω από το ποτήρι της, και το άφησε, καθώς η φλόγα πλησίασε τα δάχτυλά της, να πέσει μέσα… Τάραξε το ποτήρι της, και άδειασε ό,τι απόμεινε από το φάντασμα πέντε χρόνων, από το ανοιχτό παράθυρο… «Τέτοιες επιστολές» σκέφτηκε, «θα υπάρχει λόγος που γράφονται βράδυ, ή λίγο πριν το ξημέρωμα». Στο νου της, η αυγή θα ερχότανε σαν μία ακόμα φλόγα, να αποτεφρώσει ό,τι άφησε η φλόγα που άναψε το τσιγάρο της… την γεύση από το ποτό που μοιράστηκε με κάποια που απλώς δεν υπήρξε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)