Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/12/13

ατιτλο

και θα λιώσουν οι πάγοι,
και τα πρόσωπα
θ’ ανακαλύψουν με έκπληξη
πως τα βλέμματα ακοίμητα,
ζωγραφίζουν ακόμα όνειρα..

Κι αυτό το μειλίχιο φεγγάρι ακόμα,
ζωγραφισμένο από τα όνειρά μας είναι,
από τις μικρές φτερούγες τους
που σχίζουνε το σκοτάδι.
Ακοίμητα όνειρα,
όνειρα που φτερουγίζουν
 – κι αν δε τα βλέπεις –
τις ώρες του πιο μεγάλου ύπνου.
Που τον φοβάται ακόμα κι ο θάνατος.

13/12/13

ατιτλο


«Θα μπορούσα να σε φιλήσω..  μόνο από αγάπη!»

Ταξίδευαν κείνη την ώρα τα σύννεφα. Κι ήταν κι ο ίδιος τόσο απροετοίμαστος, φοβισμένος από την έκρηξη των συναισθημάτων του… Αρνήθηκε το φιλί, αλλάζοντας κουβέντα, έκρυψε την αναστάτωσή του μέσα σε μια άλλη εικόνα, που ταίριαζε καλύτερα στο πολύπλοκο μωσαϊκό των ισορροπημένων σχέσεων. Μα αυτή τη φράση δε την ξέχασε ποτέ.. Το ανεπίδοτο φιλί έγινε όνειρο κι εμμονή… ανάγκη. Μεγάλος θηριοδαμαστής η Αγάπη. Δάμασε την ανάγκη. Την έμαθε να μπορεί ακόμα και να τοποθετεί την καρδιά του στα δόντια της, κι αυτή να δαγκώνει τόσο απαλά, ώστε ο πόνος μη φανερώσει  αίμα…  Τα πάντα διδάσκονται σε αυτή τη ζωή. Αρκεί να έχεις κίνητρο για να μάθεις.

4/12/13

Αντανακλάσεις

Τον τελευταίο καιρό, ολισθαίνω, ολοένα με πιο βίαιη απάθεια βαθύτερα στο πουθενά. Εμφανίζεται ορμητική, σα παγετός που απλώνει, νεκρώνοντας το νευρικό σύστημα, αντανακλαστικά, συναισθήματα, όνειρα. Καταργεί τους  λόγους ν’ αρχίσει και να τελειώσει η μέρα…  ή η νύχτα. Αδιάφορο.
Στο δρόμο πεθαίνουν άνθρωποι, αργά και βασανιστικά ξεγλιστρούν από τα χέρια της ζωής.
Είμαι σε καλύτερη μοίρα από όλους αυτούς, και, θα είμαι παράλογα γκρινιάρης, να μιλήσω για μηδενισμό μπρος σε αυτό το σύννεφο αφανισμού που μας έχει τυλίξει.  Η σκέψη και μόνο του παραλογισμού, κάνει τον πάγο δυνατότερο  κι εκμηδενίζει τη θέληση όποιας αντίστασης. Ποτέ δε θεώρησα σημαντικό τον εαυτό μου. Πως είναι αναντικατάστατος για κάποιον, πως αγαπήθηκε τόσο πολύ, ώστε η απώλειά του να σημαίνει αυτόματα  την καταστροφή κάποιου άλλου. Ούτε θεωρώ, όπως πιστεύουν πολλοί, πως κάποιο από τα χαρίσματά μου με κάνουνε μοναδικό. Γιατί το μόνο χάρισμα κι ευλογία στη ζωή του ανθρώπου είναι να ζήσει μια μεγάλη, πιο μεγάλη από τη ζωή και το θάνατο, αγάπη! Να πιστεύει σε αυτή τόσο, ώστε να γίνει κινητήριος δύναμη, που θα του επιτρέψει να  φτιάξει  ένα πιο όμορφο κόσμο.
Όχι, δεν είμαι πάντα μηδενιστής.. συχνά, συχνότατα, πιστεύω με ειλικρίνεια στη ζωή και τους ανθρώπους, κυρίως σ’ εκείνους με τα πιο λεπτά κι ευαίσθητα αισθήματα.. Πως μπορούν να αγγίξουν το θαύμα που δεν άγγιξα, κι αν άγγιξα κάποτε, δε το θυμάμαι. Πιστεύω και θα έκανα πολλά γι αυτούς, και για κάποιους πιο αγαπημένους, τα πάντα! Μπορώ να πιστέψω σ’ εκείνους, αλλά όχι σε μένα. Και δε με στεναχωρεί καθόλου αυτό, ίσως κάποτε, αλλά όχι πια. Μου είναι απλά αδιάφορο.
Άσχετο, αλλά ίσως και σχετικό: Τον τελευταίο καιρό, ξεχνάω ολοένα περισσότερο.. Κωδικούς, ονόματα , τηλέφωνα, πρόσωπα, καταστάσεις… Μνήμη δευτερόλεπτων πολλές φορές.. Κωδικούς που χρησιμοποιώ χρόνια τους ίδιους, άξαφνα γίνονται “delete” και πάνε, σε μια απέραντη άβυσσο, με έμενα να προσπαθώ επί ώρα να τους αλιεύσω και να τους φέρω ξανά στην επιφάνεια. Ξεχνώ πρόσωπα που γνωρίζω καλά, καταστάσεις που σχετίζονται με αυτά τα πρόσωπα, ακόμη κι αν μιλάγαμε πριν λίγο. Είναι σα να τα έχω δει όλα αυτά μέσα σε ένα, κακογραμμένο στην  μνήμη όνειρο. Κι άξαφνα, το ίδιο ξαφνικά όπως σβηστήκανε, φανερώνονται κομμάτια τους να επιπλέουν στο νου και να αντανακλούνε επιδεικτικά το φως.. Φοβάμαι πως ο λόγος για τον οποίο δε θυμάμαι αν άγγιξα κάποτε το θαύμα, πως, με θεωρώ περισσότερο άνεμο από άνθρωπο, οφείλεται στο γεγονός ότι ξεχνώ τη ζωή μου. Γνωρίζω μόνο έναν άνθρωπο , σε αυτή, που δεν ξεχνάω ποτέ.. Αφετηρία, πυξίδα και προορισμό. Ακόμα κι όταν ο πάγος απλώσει παντού, αυτός ο άνθρωπος, μπορεί να τον ραγίσει. Με ένα νεύμα, μια λέξη, ένα τίποτα. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό, γιατί αντέχει η μνήμη να θυμάται ειδικά αυτόν τον άνθρωπο όταν όλα γύρω έχουν σβηστεί.
Ολισθαίνοντας στο πουθενά, ξεχνώ να γεράσω. Να αγωνιώ, να φοβάμαι, να λυπάμαι.. πως είμαι ακόμα μια μέρα στη γη, κι η μέρα έχει απαιτήσεις. Ξεχνώ να φοβάμαι τη ζωή και μαζί και το θάνατο. Δεν υπάρχει αληθινά, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ένα όνειρο μόνο, και ύπνος.. Είναι ωραίο να επιπλέεις πάνω απ’ την άβυσσο, μέσα στην άβυσσο, να γίνεσαι άβυσσος.. Να μην πονάς, να μην υπάρχεις, να μην «είσαι»… Ξεχνάς το χρόνο, κι όταν ξυπνάς, για όσο, μοιάζει το ξύπνημα σα ξύπνημα παιδιού.. Μια ωραία Κυριακή χωρίς σχολείο… για όσο, παραμένεις στο πουθενά.
Τα μισά από όσα έγραψα είναι αλήθεια, τα’ άλλα μισά είναι ψέματα, και κάποια μόνο όνειρο. Αλήθεια και ψέμα μέσα σε αυτό το όνειρο…

3/12/13

παραλογισμοί ερώτων

Μιλώντας για τον έρωτα, οφείλω να ομολογήσω (προπάντων σε μένα, είναι η αγαπημένη μου ομολογία που αθεράπευτα ναρκισσιστικά, ερωτεύομαι να ακούω την καρδιά να ομολογεί), πως δεν υπάρχει πιο όμορφη κι ερωτεύσιμη πλάνη, από τον έρωτα που ερωτεύεται τον έρωτα. Πάντα ερωτευμένος, χαμένος ο λογισμός, παραδομένες οι αισθήσεις σε ακρογωνιαία ερεθίσματα, αόρατα στους πολλούς ως την μύτη βελόνας, ή ως χρωματιστή κορδέλα  μέσα  σε πολύχρωμο αστρικό σύμπλεγμα, από κουβάρια με κορδέλες (ζωγραφισμένα ίσως από το όνειρο κάποιου αλλοτινού παιδιού).   Και λέω πλάνη, γιατί τον χαρακτηρίζει αυτόν τον έρωτα, η  ιδιότητα και ικανότητα να αλλάζει μορφές.. Να γίνεται δέντρο, πουλί, γυναίκα ή νύχτα, κι ύστερα μια άλλη γυναίκα, άστρο πνιγμένο στη θάλασσα τη μια, ήλιος την άλλη σε πεντακάθαρο ουρανό. Πάντοτε δυστυχής, πάντα ευτυχισμένος, ποτέ μόνος, μα και με κανέναν μαζί. Ματαιόδοξος τόσο ώστε ν’ απαρνιέται κάθε δόξα για χάρη του έρωτα, σα γυάλινες γόβες και στέμμα, που όσο ψηλά σε ανεβάζουνε, το ίδιο εύκολα μπορούνε να σε γκρεμίσουν στα γόνατα. Μπροστά σε ένα αληθινά μεγάλο έρωτα (αυτή είναι η πεποίθηση με την οποία αρχίζει πάντα μία ολοκαίνουργια πλάνη), ή στο τίποτα. Άξαφνα όπως αν γκρεμιζότανε όλος ο κόσμος, (στο τίποτα ενός αληθινού μεγάλου έρωτα). Παραλογίζομαι; μπορεί… ίσως απλά παίζω, με την αλήθεια, θέλοντας να την πείσω να μου φανερώσει το υποκοριστικό της όνομα.. Πανέμορφη κάθε αλήθεια, μέχρι να την κάνεις δική σου.

Τρικυμία



Θα μπορούσα να ζήσω με την τρικυμία για μαξιλάρι. Με μισάνοιχτα τα μάτια και τις αισθήσεις ακροβολισμένες στα δόρατα του ανέμου. Τρυπάει ο άνεμος απόψε.. τσιτώνει το δέρμα.. Μα πιο πολύ τσιτώνει η καρδιά.. ξεσχίζεται . Μικρές, αόρατες αμυχές, που χωράνε όλο τ' αλάτι και τον πόνο της θάλασσας. Ρέει η ταραχή της μέσα απ' το αίμα, από μικρές και μεγάλες αρτηρίες, ως την ύστατη άκρη του νου. Πονάει η θάλασσα και πονάω μαζί της. Είναι δικά της τα κύματα, δικός της ο πόνος , δικός της κι εγώ. Κάθε που με κοιτάζουν τα θαλασσινά της μάτια, της ανήκω. Της ανήκει η ψυχή μου. Και μιας και  πάει καιρός που τον ύπνο μου ορίζει, και το σκοτάδι απ' τα κλειστά ματόκλαδα ακόμα,  ανήκω στο τρικυμισμένο, αλμυρό, ασίγαστο πάθος της, τη σιωπή και την αντάρα που κρύβει στη ψυχή της, ολόκληρος.
 Μπορώ να ζήσω με αυτή την τρικυμία στη ψυχή μου - που της ανήκει. Χωρίς να ξυπνώ, χωρίς να κοιμάμαι, χωρίς να γνωρίζει. Αδύνατη  οποιαδήποτε αντίσταση κι άρνηση στα θέλγητρά της. Τα καταφέρνω να ζω δίχως αυτήν, με αυτήν..  μα χωρίς την αλμύρα της   να δηλητηριάζει γλυκά τις αισθήσεις και το νου, φαντάζει άσκοπη κι άχαρη η ζήση.
Στυλώνω τα πόδια της ψυχής - ασάλευτο το κορμί, παρατημένο - και κοιτώ μες το απέραντο, λιθοβολώντας κι εξορίζοντας το χρόνο, τις μέρες, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα. Γιατί ο χρόνος σου ανήκει όταν τον μοιράζεσαι..  αλλιώς γίνεται ένα ανθρωπόμορφο τέρας που τρέφεται από τη σάρκα σου. Σε κόβει σε μικρά μικρά κομματάκια, και τρώει από λίγο, σε κάθε στιγμή άδεια, κάθε χαρά ή λύπη, που βαστά η μοναξιά για τον εαυτό της. Μικροί αιώνες χωράνε τότε στα δευτερόλεπτα, αιώνες ξένοι, που δε σου ανήκουν και δεν ανήκεις.
Χίλιες φορές, με τα μάτια κλειστά, να ζω..  πέρα από σκοτάδι κι άδειους χρόνους. Σε θάλασσες που δεν μου ανήκουν, αλλά τουλάχιστον ανήκω, να πλάθω ταξίδια και να τα βηματίζει η ψυχή μου σε χάρτες, που ύστερα τους καίω, αποδιώχνοντας το κρύο στη φωτιά και τον καπνό τους...
Φουρτουνιασμένη απόψε η θάλασσα. Σχεδόν πιστεύω πως την ζωγράφισε η ψυχή μου. Από ανάγκη να μιλήσει η σιωπή της.


19/11/13

σκέψεις

Άνθρωποι θεατές.. που κοιτούν την ζωή των άλλων από το παράθυρο, τη μελετάνε, σχολιάζουν σκέφτονται.. ή απλώς κοιτάνε... Όμοια όπως αφηρημένα θα κοιτάγανε τους δείκτες ενός ρολογιού, ή να ανεβαίνει ο καπνός ενός τσιγάρου. Όπως θα κοιτούσανε μια ηλιόλουστη ή βροχερή μέρα μέσα από το παράθυρ;o τους.
 "Γιατί να μην είμαι εκεί;", θα σκεφτούνε κάποια στιγμή.. "ευτυχώς που δεν είμαι" κάποιαν άλλη. Χωρίς το διαχωριστικό τζάμι, σπάνια ή ποτέ δε θα κοιτούσανε τον άλλο τόσο βαθιά και τόση ώρα στα μάτια, το κορμί, τις κινήσεις.. Γιατί θα νιώθανε γυμνοί εμπρός στο βλέμμα του άλλου, γυμνοί απέναντι στις επιθυμίες τους,  και τις αποτυχίες για όσα δεν τόλμησαν.
"Οι άνθρωποι είναι πτηνά σε χρυσό κλουβί". " Άγγελοι" ή "δαίμονες" θα πει κάποιος άλλος. "Η ζωή είναι ποτάμι" , ή "βροχή", ή "βυθός", Ουρανός" ή "άστρο"... "Ένα λουλούδι" θα πει μια γυναίκα σαράντα ετών ερωτευμένη ακόμα μια φορά, νιώθοντας τα στοιχειά της φύσης να ποτίζουν το άρωμά του, θέλοντας να έλξει τον εραστή όπως μια πεταλούδα, και απόλυτα σίγουρη, πως από το χέρι που τόσο πόθησε θα κοπεί και θα μαραζώσει.
Ένας γέρος κοιτά, με καμάρι τα παιδιά που με τη λαχτάρα και την υπερβολή τους, κάνουν έξω φρενών τα δικά του παιδιά, όπως κι εκείνα κάνανε έξω φρενών κάποτε αυτόν. "Ο κόσμος ανήκει στα παιδιά", σκέφτεται.. και λυπάται.. λυπάται τόσο πολύ για όλα τα παλαιά του λάθη, για όσα έχασε  κι έκανε τα παιδιά του να χάσουν. Για τον κόσμο που παράδωσε στα παιδιά.. 

" Έλα να παίξουμε", λέει ένα παιδί σε ένα άλλο... Χωρίς σκέψη ή φιλοσοφική διάθεση, αρχίζουν απλώς να παίζουνε.. Όλος ο κόσμος των μεγάλων  κτίζεται άξαφνα και με τόση ευκολία από την αρχή.
Κάποια στιγμή, το ένα παιδί λέει πως δίψασε... και το άλλο το ρωτά με σοβαρότητα "στ' αλήθεια ή στα ψέματα;"

31/10/13

μικρό παραμυθάκι

«Κοίτα», της είπε,
κι έδειξε το βάτραχο
που πέρασε απρόσμενα το δρόμο.
Ολόγυρα, η πάχνη είχε απλώσει.
Κι ήταν σα νά’ σβηνε το μονοπάτι
μες τα μάτια της
κι ο βάτραχος η καρδιά του
ο προδότης.
«Κοίτα» της είπε,
για ν’ ακούσει την απόκριση.
Μια λέξη ίσως,
ή μια μικρούλα φράση.
Να γίνει η στιγμή μικρή ανάσταση
στης σιωπής το έρημο μονοπάτι.
Κι εκείνη
όπως είδε την καρδούλα του
έτσι αδέξια το δρόμο  να περνάει,
γοητευμένη, στα μάτια τον εκοίταξε,
κι άθελα άρχισε, μονάχη να γελάει.
«Κοίτα» της είπε, «τι αστείος βάτραχος!
Παράξενο  εμπρός μας να περάσει..»
Αστείο, που γρήγορα τελείωσε, καθώς,
ο βάτραχος,  στη πάχνη πάλι εχάθει.

26/10/13

Κραυγές

Τη νύχτα που σωπαίνουν οι φωνές,
οι κραυγές γλιστρούνε αθόρυβα
από το ταβάνι που τις εκτίναξε η σιωπή
ως τον παλμό,
μιας σμαραγδένιας φλέβας,
π’ ονειρεύεται.
Γλιστρούν, και πίνουν από τις δονήσεις της,
μεθούν και ξεχνάνε πως είναι κραυγές.
Ξεχνάνε αν σε αγάπησα,
ή αν σε μίσησα.
Σα ξελογιασμένα κορίτσια
πριν σμίξουνε,
χάνουν τη δύναμή τους
και την κάνουνε δύναμή σου.
Πνοή σου κι όνειρο.
Κι ανοίγεις, μεσάνυχτα, άξαφνα
τα μάτια, τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα
από δάκρυα.
Μα ύστερα
γυρνώντας αθόρυβα πλευρό,
μη ξυπνήσουν,
κλείνεις τα βλέφαρα ώσπου,
επιτέλους, ξανακοιμάσαι.

Κάθε σου ταξίδι στο θάνατο
φαρμακώνει τη ζωή,
και κάθε που ταξιδεύεις στη ζωή,
ξυπνά ένας θάνατος.
Κι απ’ όλες τις αλήθειες
και τα ψέματα,
ως το πρωί, παραμένει το πιο μεγάλο.
Η αμνησία.
Τόσα επιτηδευμένα κενά.
Να μη πνίγεσαι.
Μα δε στεριώνει και βροχή στη ψυχή σου.
Ένα ρυάκι δω, ένα εκεί
Ούτε πηλός, ούτε λάσπη…
Υποψία μόνο..
Μια ιδέα
καταμεσής μεσονύκτιου ύπνου.

15/10/13

στερνό φιλί

Απόψε θλίψη τον γυρνά, σιμά του να καθίσει,
με παραμύθια αλλοτινά το νου να σεργιανίσει.
Κι είναι η Πανσέληνος μια ύπουλη προδότρα,
φωτιά ρίχνει στη καρδιά και της αγάπης ξόρκια.

Χωρίς φωνή θυμήθηκε, όσα είχε ξεχασμένα,
και τα παλιά και τα κρυφά και τα ονειρεμένα.
Ζυγός ήταν τα μάτια της, τα χείλη αλυσίδες,
στερνό φιλί σαν έδωσε και την ψυχή του πήρε.

9/10/13

παράπονο

'Αστρα τη γη βασάνισαν
με την ομορφιά τους.
Κεντήσανε το πόνο της
πάνω στον ουρανό.

Σώπαινες στο παράθυρο
κοιτώντας τον αχό τους,
κλείδωνες τη καρδούλα σου
μη δουν το στεναγμό.

8/10/13

Τι βλέπεις.. τι βλέπω;

Κι αν σταθώ ακόμα, μπροστά στα μάτια σου, τι πιθανότητες έχω να με δεις, τι να δεις αυτό που εσύ φαντάζεσαι; Το αιώνιο ερώτημα... του να κοιτάς. "Τι βλέπεις.. τι βλέπω;"



7/10/13

Σιωπή

Μουτζουρώνεις μια λέξη
που μετάνιωσες,
και στα ερείπιά της πάνω,
χτίζεις τη σιωπή.
Γραμμές μπερδεμένες,
τάσεις φυγής,
κάποιο ταξίδι σε μέρη
που η πόλη δε σε φτάνει.
Μακριά από ανθρώπους,
από έρωτες, αδικίες, απογοητεύσεις.
Δεν έχει νικητές και χαμένους,
Γιατί είσαι μόνος σου.
Τα δάκρυα γίνονται πουλιά,
βουβά δάκρυα που τώρα φτερουγίζουν
στη σιωπή.
Κι οι χαρές γίνονται πουλιά
Μικρά χαμομήλια, τα’ απομεσήμερο.
Ακόμα κι η θάλασσα, χωρά
στη σιωπή σου.

Κι ύστερα, η μουτζούρα τελειώνει.
Ο αόρατος κόσμος σου, γκρεμίζεται
στον πανικό
που φυσά βοριάς στην καρδιά σου.
Όλα όσα πριν εξαφάνισες,
ο πόνος, ο φόβος, οι αδικίες,
η απογοήτευση
από φαντάσματα παίρνουνε σάρκα,
και ζητάνε τη σάρκα σου
να τραφούν.
Κι εσύ αφήνεσαι ελπίζοντας,
όταν τελειώσουν το δείπνο τους,
να μην έχει απομείνει τίποτα.
Ούτε ψυχή.

1/10/13

Δίλημμα

 Κοίταξε από το παράθυρο.. την περισσότερη ζωή του την θυμότανε να κάνει ακριβώς αυτό. Να κοιτά από το παράθυρο τη ζωή και να ονειρεύεται.
Κάποιες φορές, όπως και σήμερα, θα ήθελε να κλείσει το παράθυρο και να τραβήξει τη κουρτίνα. Έτσι απλά, να τελειώνει με τούτο το βασανιστήριο. Να σταματήσει να ονειρεύεται, να σκέφτεται, να ζει.
 Μα τον φρέναρε πάντοτε, μια μικρή ελπίδα, που χώραγε μέσα από κάποια ελάχιστη, αόρατη χαραμάδα. Η ελπίδα πως, ίσως κάποτε, ζήσει κάτι από όλα αυτά τα όνειρα. Η ελπίδα κι ο φόβος. Ο φόβος, μήπως χάσει την ευκαιρία να τα ζήσει.
Έτσι πορεύτηκε τις μέρες και τις νύχτες του ως σήμερα. Ως συνήθως, να στέκεται εμπρός από το ίδιο δίλημμα.. Ανάμεσα στο να πετάξει και να σβηστεί..

Αυτανάφλεξη

Άνοιγε την μια πόρτα μετά την άλλη,
προχωρώντας - πίστευε - ολοένα βαθύτερα.
Στην πραγματικότητα όμως,
αν αποδεχτούμε το σχετικό ως πραγματικό,
προχωρούσε προς το φως.
«Αυτανάφλεξη».
Αυτό καταχωρήθηκε ως αιτία θανάτου.
Παρά την δυσπιστία, όσοι ερεύνησαν
Συμφώνησαν ως προς ετούτο:
«Αιτία θανάτου: Αυτανάφλεξη».
Το ειρωνικό είναι πως,
μετά από τόσο ταξίδι και τόση προσπάθεια
ν’ ανοίγει πόρτες τριπλοκλειδωμένες
και πόρτες που δεν είχαν ανοίξει ποτέ,
ύστερα από τόσο φως, ώστε έγινε φως,
τον θάψανε βαθιά στο χώμα.
Κι ο καημένος, δεν ήταν από εκείνους
που πίστευαν στην ανάσταση…

30/9/13

Απόστημα

Κυοφορούσε μια τεράστια σιωπή.
Κρυμμένη κάτω από πολύχρωμες λέξεις
και προτάσεις.
Αν πρόσεχες, πίσω από κάθε ωραία εικόνα,
πίσω από κόμματα, τελείες, ανάσες,
θα την έβλεπες.
Μα έβαζε τα σημεία στίξης πολύ βιαστικά,
να μη προλαβαίνεις να δεις, να νιώσεις,
άλλο από ό,τι φαίνεται.

Κι έτσι περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους,
κι όλοι λέγανε: τι ευγενικός, τι όμορφα που μιλά,
τι ωραία ζωντανή φαντασία, πόσες εικόνες.
τι όμορφος ο κήπος της ψυχής του.
Ούτε όταν η σιωπή έσπασε,
και τα χρώματα , οι εικόνες, το φαίνεσθαι,
βυθίστηκαν στο απέραντο χάος της,
δεν υποψιάστηκαν την αλήθεια.
Γιατί χωρίς ωραίες εικόνες να βλέπουνε,
προσπέρασαν αδιάφορα, χωρίς να τον προσέξουν.

άτιτλο

Συμβαίνει όλη την ώρα.
Διπλώνεται, αναδιπλώνεται,
ξετυλίγεται στον άνεμο ως σημαία….
Ή ως τα μακριά μαλλιά κοριτσιού
π’ αγναντεύει τη θάλασσα.

Στάχτη

Άσπρος σα το πανί
ζωγραφίζει τους φόβους του.
Κι είναι εικόνες 
θεάτρου σκιών.

Δε διακρίνει από καιρό μορφές,
μόνο σκιές και φως και αδιέξοδα.
Απέραντο λευκό πανί οι επιλογές του,
όλες σταματούν εκεί: στη σιωπή.

Κάθε μέρα φορά το χαμόγελό του,
λούζεται και χτενίζεται να φύγει η στάχτη.
Μα κάθε βράδυ το μαξιλάρι του γεμίζει γκρίζο,
αστέρια που δεν έχουν ουρανό.

Και ζωγραφίζει με τα δάχτυλα στη στάχτη,
κι είναι η καρδιά του που σιγοκαίγεται δειλά.
Ως το πρωί, θα έχει μείνει ακόμη κάτι,
όσο κι αν καίγεται, δε λέει να σβήσει η φωτιά.

Ασυνέχεια

«Όπως αρχίζει έτσι τελειώνει.»
Αφήνει ίχνη στην άμμο με το ξύλο,
μονολογεί ακατάπαυστα, ακατανόητα.
Οι ώμοι του τσακισμένοι απ’ το βάρος,
σβήνει το κύμα τα σχέδια του.
«Η ασυνέχεια, είναι η συνέχεια
φυσικό επακόλουθο του τρόμου.
Φεύγει, όλο φτερουγίζει, αρκεί να φεύγει,
άτακτα, χωρίς πλάνο σωτηρίας.
Η συνέχεια είναι η ασυνέχεια του τρόμου»

Φορά ένα κουρελιασμένο μπασμένο σακάκι
κι ένα κοντό σορτσάκι παιδικό.
Τα μαλλιά του άσπρα, αχτένιστα, θυμωμένα.
Σχεδιάζει ξανά και ξανά με το ραβδί.
Γνωρίζει πως το κύμα θα τα σβήσει.
Κι αυτή είναι η αγωνία του, να προλάβει
να χαράξει μία νέα γραμμή πριν η παλιά σβηστεί.
Όλο αυτό ξεκίνησε ως παιχνίδι,
κι έγινε η ζωή του.. Άγχος…
Τρόμος πως κάποια μέρα θα χαθεί.

17/9/13

φύσημα



Ένα φύσημα τ' ανέμου η ζωή
και καποια πεσμένα φύλλα φθινοπώρου
να μας θυμίζουνε στιγμές που ζήσαμε
ή κι αλλες που αφήσαμε
στο παραλήρημα τ' ανέμου να χαθούν... Ν.Κ.

Ένα φύσημα τ’ ανέμου η ζωή
και μια πνοή: η Άνοιξη!
Από παλιές που ζήσανε στιγμές
κι εκείνες,  π’ αποκοιμηθήκαν
 χωρίς να παίξουν,
να φτιάχνει σα χώμα σκάβοντας τη ψυχή
ελπίδες
που θα ψηλώσουνε ως  τ’ άστρα!
Η νύχτα θα καρπίσει και αυτή,
ολόγιομη θα κρέμεται η σελήνη
στα κλαδιά που γύμνωσε η θλίψη
και ξάπλωσε κατάλευκος  χειμώνας…
Κι όπως θ΄ ανθίζουνε, θ’ ανθίσεις και εσύ,
κι η νύχτα θ’ ανάβει σα γιορτή!

Και θα’ ναι κατακόκκινη η καρδούλα σου
το πιο όμορφο της Άνοιξης λουλούδι..!

Γαλήνη!

Στεκόντουσαν όρθιοι κι αγκαλιασμένοι.
_Θα μπορούσα να το κάνω για πάντα αυτό…  της είπε.
_Θα έκανες καμπούρα!
«Ένας σάκος   γεμάτος  επιθυμίες, όνειρα κι άστρα», σκέφτηκε …  Αν τον τσίμπαγε κανείς με κάτι τόσο αιχμηρό, όσο η πιο βαθιά του αλήθεια, θα έσκαγε όπως ένα  μπαλόνι και θα απελευθερωνόντουσαν  σαν πολύχρωμες πεταλούδες στο φως.. !
Χαμογέλασε!.. Το μυαλό του γεμάτο συναισθήματα κι εικόνες,  μα δεν είπε τίποτα..
Πώς να μιλήσεις  για την αλήθεια, τι  να πεις για την ομορφιά, όταν οι δυο τους ως ένα στέκεται εμπρός σου, την κοιτάς στα μάτια, την ανασαίνεις, την αγκαλιάζεις, την ζεις;  Την ομορφιά όταν την ζεις δεν την περιγράφεις..  Δε την μικραίνεις να χωρά σε λέξεις…

10/9/13

Μαζί!

   Κρέμασε τα πόδια στο κενό και κοίταξε πέρα μακριά.. Ο αέρας ανασήκωνε τη φουστίτσα της, που ίσα κάλυπτε  τα γόνατά της…  Μπροστά της  φτερουγίζουνε άναρχο σμήνος τα χελιδόνια, παίζουν και τιτιβίζουνε δίνοντας μία εύθυμη νότα στη συννεφιά της μέρας. Έτσι όπως καθότανε στο παράθυρο, τρεις ορόφους πάνω από τη γη, ήταν μες την πόλη μια μαγική όαση, που ξεκούραζε μάτια και καρδιά! Ανέμιζαν τα μακριά της μαλλιά στο δροσερό αεράκι που προμήνυε βροχή, κι από το μισάνοιχτο πουκάμισό της , έμπαινε όλη η αύρα του φθινοπώρου, γεμάτη μεστωμένα αρώματα κάποιου μακρινού δάσους και κάποιας θάλασσας και δροσίζανε το ξαναμμένο στήθος της.
    Την πλησίασε απλά, όπως αν ήταν το πιο εύθραυστο πλάσμα στον κόσμο, λες κι αν έκανε κάποια απότομη  βεβιασμένη κίνηση θα σκόρπαγε ως ένα σύννεφο από πεταλούδες στον άνεμο, και θα την έχανε από τα μάτια του σαν όλα όσα είχανε μοιραστεί μόλις πριν, να ήτανε όνειρο κι όχι αλήθεια… Την πλησίασε και την αγκάλιασε από την μέση, κι εκείνη έγειρε πίσω το κορμί της πάνω στηριζόμενη μ’ εμπιστοσύνη πάνω στο δικό του.. θέση βολική όσο και προκλητική, έτσι όπως ξεπρόβαλε γυμνός ο λαιμός της, για να της δώσει εκεί,  ένα φιλί…  Στα χείλη του ένιωσε την αδάμαστη από τον άνεμο εφηβεία των σαράντα χρόνων της, το σφυγμό της, το άρωμα της ολάνθιστης ευτυχίας… Δε βιάστηκε καθόλου να τραβήξει τα χείλη από τη σάρκα της.. κι έμενε εκείνη βουβή, δακρυσμένη, με μάτια κλειστά, με το κεφάλι γερμένο, σα να του έλεγε: «μη! Μη βιαστείς να πάρεις τα χείλη σου από πάνω μου….»
   Μα έπειτα θυμήθηκε, πως δε θα τον ξαναδεί… όχι έτσι!.. όχι τόσο κοντά… Δάκρυα κυλίσανε από τα κλειστά της βλέφαρα, κι ας χαμογελούσε.. Χαμόγελο γλυκόπικρο, βασανισμένο από αφόρητη ευτυχία κι από αφόρητη  μοναξιά, λαμπερό… κι ωστόσο γλυκόπικρο. Έπιασε το χέρι του και το μετέφερε στην καρδιά της, κρατώντας πάνω του την παλάμη της. Η ώρα Ιερή. Ιερή σιωπή… δεν είχε, δεν ήθελε τίποτα να πει, τίποτα να ακούσει. Τα χείλη του απομακρύνθηκαν μία μόλις ανάσα από το λαιμό της, φτάσαν στ’ αυτί…. «σ’ αγαπώ!» της ψιθύρισε…  Πόσο αδύναμη στάθηκε να βρει ψυχή, την ελάχιστη  φωνή που χρειάζονται δυο σίγμα στη σειρά για ν’ ακουστούνε.. «σσ!» Ο άνεμος σκέπασε τη φωνή της, δε μπορούσε να δει τα δάκρυά της…  «σ’ αγαπώ» επανέλαβε αργά. Κι ήταν τα λόγια του ρομφαία που της τρυπήσανε την καρδιά!
   Μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό, έτσι όπως έβλεπε ξέγνοιαστα τα πουλιά να πετάνε.. Έκανε μια μικρή, αμυδρή κίνηση, αλλά το κορμί αρνήθηκε να φύγει από το αγκάλιασμά του.. Το να πηδήξει ήταν το εύκολο. Το δύσκολο να ζει μακριά του.. Θα έπρεπε να τον μισεί για όσα της είπε, για όσα της λέει…  Ήθελε να πιστέψει τα μισά από αυτά και τα άλλα μισά να μη τα είχε ακούσει ποτέ.. Ποτέ! Αδιαμαρτύρητα αφέθηκε να βουλιάξει μαζί  του στη «στιγμή» , παρότι ήδη γνώριζε..  Από έρωτα; Από απελπισία; Ίσως από κτητικότητα, να του δείξει πόσα χάνει, αν είναι μακριά.. Ίσως, γιατί είχε μόλις χάσει τον εαυτό της, κι ήθελε να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα  ναυαγισμένα ωραία «θέλω» της. Μια παρένθεση στην Πραγματικότητα….
   Όπως και να’ χει, δεν της άξιζε ο δεύτερος ρόλος.. αλλιώς, αλλιώς το είχε ονειρευτεί… Ή μήπως της άξιζε; Τι σκατά είχε μες το μυαλό της, τι; Η αλήθεια της καρδιάς και πράσινα άλογα… Η αλήθεια, η δίκη της μονόπλευρη αλήθεια!  Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί. Μα τώρα.. για όσο.. χωρίς λέξεις, χωρίς γιατί, χωρίς… χωρίς!… ήταν εκεί, Μαζί του!

28/8/13

Μειδίασμα

   Κοίταξε τα μάτια της…
   Εκείνη ξαπλωμένη ανάσκελα, ατημέλητα, κοιτούσε μ’ ένα ελαφρό μειδίασμα που ερωτοτροπούσε με το φως, τις κουρτίνες στο ανοιχτό παράθυρο. Κι αυτές ανεμίζανε, χαιρόντουσαν τον δροσερό άνεμο που τις έσπρωχνε απαλά, σα χάδι.. Σα το δικό του χάδι, που συνεχιζότανε τώρα με τα μάτια του.. Τα ένιωθε,  να ασελγούν τρυφερά με το γυμνό της κορμί.. Ένιωθε την πληρότητα και μαζί τον πόθο του, να τη ντύνει ευτυχία!  Αυτή η ευτυχία ήταν κι ο λόγος που υπήρχε αυτό το απόλυτα γυναικείο, μειδίασμα! Ο λόγος που το φως σταματούσε στα χείλη της.. κόβοντάς του την ανάσα, σταματώντας την καρδιά του από την ανάγκη ν’ ανασάνει ξανά την πνοή της! Τα καστανά της μαλλιά, ακόμα μπερδεμένα με τα όνειρα….
   Κοίταζε τα μάτια της που κοίταγαν αλλού, κι ο χρόνος σκάλωσε, αρνήθηκε να κινηθεί προς τα μπρος… Κι ύστερα , άξαφνα, το όνειρό του έστρεψε αργά τα μάτια της πάνω του.. Ζούσε στο όνειρό του λοιπόν! Πώς να την αποχωριστεί; Πώς να φύγει; Πώς να γυρίσει πίσω στην κανονική ζωή, και πως, πώς να αντέξει το χρόνο, ώσπου, να τη συναντήσει πάλι; Καθότανε στο κρεβάτι, δίπλα της, και την κοιτούσε…  του έπιασε το χέρι.. του έτριψε τα δάχτυλα, την παλάμη..
«Πρέπει να ντυθούμε.. πέρασε η ώρα»…
Η ώρα! Αυτή η υπέροχη ώρα, που τους ανήκε, πέρασε… Η πραγματικότητά του πιο δυνατή από το όνειρο.. ή μήπως όχι; Όσο μακριά και να βρεθούνε, εκείνη θα είναι πάντοτε γυναίκα του, κι αυτός, σάρκα δική της και αλήθεια μέσα στο ψέμα. Η ζωή τους μία παρένθεση μες τη ζωή κάποιων άλλων.. Όμως ποιος αποφασίζει για το πώς θα ζήσει τελικά; Κανείς. Όλοι το θέλουνε, μα κανείς δεν αποφασίζει με αυτοκυριαρχία. Τα χρόνια δένουν τους ανέμους μέσα σε σπίτια, κι αφήνουν μόνο, ανοιχτό κάποιο παράθυρο, να μη πεθάνει από μαράζωμα το άνθος της ψυχής. Ακόμα και τα αστέρια γίνονται με τον καιρό, φωτογραφίες και κορνίζες που στολίζουν τα «θέλω», στους τοίχους και τα έπιπλα… Ελεγχόμενη τάξη, ένα τεράστιο ψέμα. Κι η αλήθεια, η ύπαρξη, μία μικρή παρένθεση, ένα μικρό ρυάκι σα ρωγμή, να κυλά το απέραντο, όσο χωρά…
   Μια τόση δα ρωγμή τα κόκκινα χείλη της. Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε πάνω της , μ’ ακόρεστη δίψα, να ρουφήξει φως και πνοή η ψυχή του… Ύστερα, με μια βαθιά ανάσα και με μάτια ακόμα κλειστά, ψιθύρισε  τρυφερά με απογοήτευση: «ναι, πέρασε η ώρα»… Ντυθήκανε, ο καθένας μόνος του, σταθήκανε αντικριστά και δώσανε ένα τελευταίο φιλί. Πιασμένοι χέρι χέρι, ανοίξανε τη πόρτα, κατεβήκανε τη σκάλα, και λίγο πριν την εξώπορτα αφήσανε και τα χέρια.
    Μαζί και μόνοι….  Αδύναμοι να αποποιηθούνε τις ευθύνες τους και συνάμα αρκετά δυνατοί για να μη το κάνουνε. Την συνόδεψε ως τον ηλεκτρικό, να πάρει το τραίνο.. κι όταν εκείνη αναχώρησε χαιρετώντας τον μέσα από το παράθυρο, με μια μικρή, μυστική χειρονομία, κι ένα μειδίασμα τόσο όμορφο, τόσο γλυκό και μαζί λυπημένο, αυτός δεν ήξερε, αν ήτανε μεγαλύτερη η χαρά του για την ευλογία που τη γνώρισε, ή, η λύπη, της καθημερινότητας χωρίς εκείνη. Το τηλέφωνο χτύπησε, ήταν εκείνη:
«Σ’ αγαπώ!» του είπε… «Ξέρω πως σου ζήτησα να μη το πούμε ποτέ, μα σ’ αγαπώ!»
«Κι εγώ… πολύ. Και ήδη μου λείπεις»…
«Να σου λείπω… έτσι πρέπει… Φιλί μου!»
«Φιλί σου»….
Έκλεισε το τηλέφωνο… « έτσι πρέπει» επανέλαβε τα λόγια της.. Κι άγγιξε ανεπαίσθητα με τον αντίχειρα τις άκρες των δαχτύλων του, αναπολώντας τη ζεστή της σάρκα.. «Έτσι πρέπει;»
Ίσως έτσι έπρεπε. Ίσως είναι η καθημερινότητα που αλλάζει τις αλήθειες και τις κάνει να μοιάζουνε ψέμα… Ίσως οι αλήθειες να μην αγαπάνε αληθινά τους δυνατούς ανέμους, όπως δεν αγαπούνε κι την έλλειψή τους. Ή  ίσως, είναι απαραίτητη μια καλή δικαιολογία, για να αντέχουμε, χωρίς τις θύελλες να ζούμε….

22/8/13

Κουτάκια

Κόπιασε, άμα διψάς, πεινάς, φοβάσαι..
Έχω για σένα τα πιο όμορφα κουτάκια.
Αν κρυφά αγαπάς, ελπίζεις, πεθαίνεις..
Έχω τα πιο κατάλληλα κουτάκια να ταφείς.
Έχουνε κάποια ζωγραφισμένο ουρανό,
κι άλλα μια τρύπα, να κοιτάς με το’ να μάτι.
Κανείς δε θα μάθει αν κρύβουνε λύπη ή θησαυρό,
πέρα από σένα που θα κατέχεις το κλειδί.

Όσα κουτάκια θες!.. να χτίσεις πολυώροφες  πολυκατοικίες
ή να τα βάζεις στη σειρά σα τραίνο έτοιμο ν’ αναχωρήσει
ή,  όπως βαγόνια αραγμένα στο σταθμό,
όπου κανείς δε πρόκειται,  πια, ν’ αναζητήσει…

ότι απομένει



Είδα το όνειρο να στέκεται ολάνθιστο μπροστά μου.
Τύφλωσε η λάμψη του τη λογική μου
παρέλυσε η ομορφιά του τις αισθήσεις μου.
Ένιωσα την τρέλα κοφτερό σπαθί, να μπήγεται στα σπλάχνα μου
και το θάνατο να με κατατρώει, αργά, βασανιστικά,
κι ωστόσο με σαδιστική βουλιμία.
Ένιωσα τη ζωή να γίνεται σκιά και γω σκιά της….
Βάσταξε αυτό χίλια χρόνια νεότητας...

Μα κάποτε, είδα την ομορφιά να δύει όπως ο ήλιος.
Σκοτεινιάσανε τα βαθυγάλανα νερά
και τα εύφορα λιβάδια, γίναν αμόνι
να σφυροκοπά ο παγωμένος άνεμος την αντοχή.
«Ό,τι απομένει», άκουσα ένα σύννεφο να μονολογεί,
«είναι η βροχή. Ούτε η γη, ούτε ο σπόρος.
Μόνο το αιώνιο υδάτινο ποτάμι που κάνει κύκλο».
«Ό,τι απομένει, είναι αγάπη» το διόρθωσε ένας άγγελος.
«Όλα τα άλλα είναι ψέμα και θα χαθούν
σα την ομορφιά, που παρασέρνει ο χρόνος».
«Ό,τι απομένει είναι ο θάνατος» συμπλήρωσε ένας τυχάρπαστος.
«Αλλά ευτυχώς, δε θα γίνω ποτέ λάφυρό του.
Αφήνω το θησαυρό, σε κείνους που του βρίσκουν αξία».

Είδα την ομορφιά να φθίνει, να χάνεται,
και τη νύχτα γυμνή, δίχως το πέπλο της.
Αισθάνθηκα τη γύμνια της στα κόκαλά μου.
Μία γυμνή ψυχή, απόμεινε η μόνη δύναμη,
που να μπορεί να με σώσει από τη γύμνια μου.
Ο θάνατος μου χαμογελά, μιλά και λέει:
«Μόνο ο θάνατος μπορεί να σε σώσει,
από το θάνατο ή τη ζωή σου».
Είδα τη νύχτα να κλαίει, σαν έφηβη,
ανάμεσα στ’ άστρα την αιωνιότητά της.
Κι όλοι να λένε κοιτώντας την περίλαμπρη σελήνη
τυλιγμένη στα γεμάτα βάτα μαλλιά της:
«Τι όμορφη που είσαι Νύχτα, τι όμορφη Νύχτα!»
Κάνοντας ευχές τα δάκρυά της
και ποιήματα τον πόνο της.

Κι η νύχτα θα φύγει, κι η μέρα θα ξαναφύγει.
Ό,τι απομένει, η ερημιά, ο κύκλος, το γυμνό ψέμα.
Ούτε καν η αγάπη, ούτε καν ο θάνατος.