«Κάνε με να ταξιδέψω!» του είπε.
«Αν το ταξίδι δεν έχει ακόμα αρχίσει,
τότε δεν υπάρχει ελπίδα» της είπε.
Κι άνοιξε την πόρτα.
Τα κρύσταλλα του χρόνου
κουδούνισαν απαλά μέσα στα μάτια της.
Έλπιζε πως ο χρόνος θα πάγωνε την πόρτα.
Ξαφνιάστηκε καθώς την άκουσε να κλείνει.
Εκείνος έλειπε. Μάλλον κι εκείνη:
δεν τον είδε να φεύγει.
Αυτό έγινε μια δεκαετία πριν,
ίσως και κάτι παραπάνω.
Τότε ήταν ακόμη μια όμορφη κοπέλα.
Τώρα, αν και μέσα της ένιωθε νέα,
κοπέλα δεν ήτανε πια.
Κοιτούσε τον έρωτα γύρω της
να χορεύει
κι ένιωθε πόσο χρόνο έχασε
να θρηνεί, να στερείται
να διαφυλάσσει την εικόνα της
αρνούμενη τον εαυτό της.
Αναρωτιόταν, αν θα μπορούσε
να κάνει κι αλλιώς.
Κι ενώ είναι ακόμα εδώ
όλο και πιο πληγωμένη,
πιο αόρατη κι αφημένη,
σκαλίζει την στάχτη της νωχελικά,
μη τυχόν και ανάψει φλόγα.
«Τι καλός άνθρωπος που υπήρξε»
άκουσε, χωρίς να καταλάβει
τι έγινε ανάμεσα στο τότε και στο τώρα.
Και τα κρύσταλλα του χρόνου σώπασαν,
καθώς δεν είχε πλέον αυτιά να ακούει
μάτια να βλέπει
και χέρια να αγγίζει.