Το πρόσωπό σου στο σκοτάδι ακουμπισμένο,
κομμάτι μάρμαρο από άγαλμα σπασμένο.
Χείλη κόκκινα, από κρασί βαμένα
σύννεφα καπνού, μάτια ταξιδεμένα.
Μια ιστορία αρχαία η αγάπη αυτή
δε λέει στα ερειπιά της να θαφτεί.
Σκόρπια τα γράμματα, δεν σχηματίζουν λέξη
κι η σιωπή σου μετράει την αντοχή.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
27/6/08
άτιτλο..
Φοβάμαι τον αρχαίο θάνατο
αυτόν που στο πουκάμισο ενός καλοκαιριού
δυο περιστέρια κρύβει που δε θα πετάξουν ποτέ.
Φοβάμαι της ηδονής σου το θηρίο
που τρέφεται με σάρκες ψυχής, και αίμα.
Δεν φοβάμαι τα άσπρα κοφτερά δόντια του.
Τους εφιάλτες τού μετά φοβάμαι,
να το κοιτάξω στα μάτια μετά..
Όταν το χορτασμένο θηρίο
γίνει και πάλι άνθρωπος
και η χαρά Ενοχή.
Πάνω από όλα φοβάμαι τους δείχτες.
Τους δείχτες των ρολογιών, των χεριών,
των επισημάνσεων σε ανεπίσημα έγγραφα..
αυτόν που στο πουκάμισο ενός καλοκαιριού
δυο περιστέρια κρύβει που δε θα πετάξουν ποτέ.
Φοβάμαι της ηδονής σου το θηρίο
που τρέφεται με σάρκες ψυχής, και αίμα.
Δεν φοβάμαι τα άσπρα κοφτερά δόντια του.
Τους εφιάλτες τού μετά φοβάμαι,
να το κοιτάξω στα μάτια μετά..
Όταν το χορτασμένο θηρίο
γίνει και πάλι άνθρωπος
και η χαρά Ενοχή.
Πάνω από όλα φοβάμαι τους δείχτες.
Τους δείχτες των ρολογιών, των χεριών,
των επισημάνσεων σε ανεπίσημα έγγραφα..
25/6/08
Καλοκαίρι..
Και να λοιπόν που ήρθε το καλοκαίρι
και λαμπαδιάσανε στη ζεστή νύχτα οι πόθοι,
κι ο άνεμος χάδι που με χάρη σπρώχνει
τ΄ άσπρα πανιά της ελπίδας στ΄ ανοιχτά.
Νηοπομπή ολόκληρη, μάτια κοκκινισμένα
από την αναμονή, πηγές πολύτιμων λίθων,
κοιτούν το πέλαγος και το πέλαγος βυθίζεται
στα όνειρα. Κρύσταλλα τα νερά, καθρέφτες διάφανοι.
Η σιωπή κάθε χίλιων χρόνων που πέρασαν
σβήνουν στον παλμό των κοριτσίστικων στήθων.
μικρές αόρατες γαλάζιες φλέβες, ποτάμια που ενώθηκαν
κρυφτήκανε σε ξεχασμένα άσπρα κοχύλια.
Μία γοργόνα τραγουδά, κι ο μεσημεριάτικος ήλιος στέκεται
δίχως μνήμη στις κορυφές μικρών ταξιδιάρικων κυμάτων,
μέχρι που σβήνει στην άμμο, αργά, καθώς το νερό ξανατραβιέται..
Κι η άμμος κάστρινα όνειρα μικρών παιδιών, τα καλεί..
Θηλάζει η ψυχή σαν μωρό φως, αγέρα, σιωπή..
Η θάλασσα απέραντη λευτερώνεται εντός της.
Μύρια σαν άστρα, που είναι πιο πολλά από τους κόκκους άμμου
τα ταξίδια που μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή.
Δυο γλάροι κεντάνε με το ράμφος τους
το ασήμι με το γαλάζιο, το νερό με το στερέωμα.
Κάποιο ψάρι σπαρταρά, καμιά ομορφιά δε το σώζει.
Είναι μικρό το καλοκαίρι, μα χωρά το αιώνιο
και λαμπαδιάσανε στη ζεστή νύχτα οι πόθοι,
κι ο άνεμος χάδι που με χάρη σπρώχνει
τ΄ άσπρα πανιά της ελπίδας στ΄ ανοιχτά.
Νηοπομπή ολόκληρη, μάτια κοκκινισμένα
από την αναμονή, πηγές πολύτιμων λίθων,
κοιτούν το πέλαγος και το πέλαγος βυθίζεται
στα όνειρα. Κρύσταλλα τα νερά, καθρέφτες διάφανοι.
Η σιωπή κάθε χίλιων χρόνων που πέρασαν
σβήνουν στον παλμό των κοριτσίστικων στήθων.
μικρές αόρατες γαλάζιες φλέβες, ποτάμια που ενώθηκαν
κρυφτήκανε σε ξεχασμένα άσπρα κοχύλια.
Μία γοργόνα τραγουδά, κι ο μεσημεριάτικος ήλιος στέκεται
δίχως μνήμη στις κορυφές μικρών ταξιδιάρικων κυμάτων,
μέχρι που σβήνει στην άμμο, αργά, καθώς το νερό ξανατραβιέται..
Κι η άμμος κάστρινα όνειρα μικρών παιδιών, τα καλεί..
Θηλάζει η ψυχή σαν μωρό φως, αγέρα, σιωπή..
Η θάλασσα απέραντη λευτερώνεται εντός της.
Μύρια σαν άστρα, που είναι πιο πολλά από τους κόκκους άμμου
τα ταξίδια που μπορεί να κάνει αυτή τη στιγμή.
Δυο γλάροι κεντάνε με το ράμφος τους
το ασήμι με το γαλάζιο, το νερό με το στερέωμα.
Κάποιο ψάρι σπαρταρά, καμιά ομορφιά δε το σώζει.
Είναι μικρό το καλοκαίρι, μα χωρά το αιώνιο
23/6/08
Αληθινά παραμύθια
Χρυσό κι ασήμι
τα μάτια σου στη θλίψη
λάμπουν τ΄ακριβά...
Τα παραμύθια ψέματα δεν ήσαν
ποτέ μην αμφιβάλεις,
τα ζούμε. Όλα είναι αληθινά.
Την πάλη με τον δράκο
δεν θα την αποφύγεις
στην χώρα της καρδιάς.
Μια πανοπλία σου χαρίζω από ανέμους
να την φοράς να μη ματώνεις..
Ανάμεσα από τα όπλα να περνάς.
Γιατί στο κάστρο της αγάπης
άλλος τρόπος να μπεις δεν υπάρχει.
τα μάτια σου στη θλίψη
λάμπουν τ΄ακριβά...
Τα παραμύθια ψέματα δεν ήσαν
ποτέ μην αμφιβάλεις,
τα ζούμε. Όλα είναι αληθινά.
Την πάλη με τον δράκο
δεν θα την αποφύγεις
στην χώρα της καρδιάς.
Μια πανοπλία σου χαρίζω από ανέμους
να την φοράς να μη ματώνεις..
Ανάμεσα από τα όπλα να περνάς.
Γιατί στο κάστρο της αγάπης
άλλος τρόπος να μπεις δεν υπάρχει.
21/6/08
Για σένα θα γίνω..
Για σένα θα γίνω πάχνη πρωινή
να μπω χάραμα κάτω από την πόρτα.
Θά μαι στο κατακαλόκαιρο δροσιάς φιλί
να σου τυλίξω το διψασμένο σου κορμί.
Για σένα θα γίνω λουλούδι του αγρού
να με κοιτάζεις και να με ζητάς.
Στην ψυχή σου να γίνομαι τραγούδι
στα χείλη σου να ζω, να μ΄αγαπάς.
Πουλί θα γίνω με τεράστιες φτερούγες
να σε σηκώσω ψηλά ως τον ουρανό.
Με πούπουλα να στρώσω στη σελήνη
διπλό κρεβάτι μόνο για μας τους δυο!
να μπω χάραμα κάτω από την πόρτα.
Θά μαι στο κατακαλόκαιρο δροσιάς φιλί
να σου τυλίξω το διψασμένο σου κορμί.
Για σένα θα γίνω λουλούδι του αγρού
να με κοιτάζεις και να με ζητάς.
Στην ψυχή σου να γίνομαι τραγούδι
στα χείλη σου να ζω, να μ΄αγαπάς.
Πουλί θα γίνω με τεράστιες φτερούγες
να σε σηκώσω ψηλά ως τον ουρανό.
Με πούπουλα να στρώσω στη σελήνη
διπλό κρεβάτι μόνο για μας τους δυο!
Λέξεις μισές
Λέξεις μισές, ξεθωριασμένες ζούνε
τραύμα που στο μυαλό μου κουβαλώ,
αισθήσεις που ξεψυχούνε...
Μία πνοή το ίχνος τους και πάει
από τα σύννεφα πιο ψηλά πετάει.
Σβήνει σαν νότα μέσα σε μνήμη ξεχασμένη
το βήμα σου που την ξεπερνά πονάει.
Σέρνω τα νύχια να ξεριζώσω τα φτερά σου
μα έχω μόνο την απουσία σου αγκαλιά μου...
Σβήνει στο φως κι η τελευταία ελπίδα
πουλί το δάκρυ, και πετά γι άλλη πατρίδα.
Κι η εξορία ο τόπος που απομένει
όταν όλοι φύγουν οι αγαπημένοι.
Σαν σκύλος που τον σφίγγει το κολάρο
και δεν σπάει κι η αλυσίδα η γαμημένη..
Αν θα μπορούσες.. αν .. αν αλυσίδες δε φορούσες.
Αν ήσουνα μόνος από ανθρώπους που μισούσες...
Αν στο κεφάλι σου τις νότες σου κρατούσες...
Αν... αν αγαπημένος ήσουν μπορεί να ζούσες...
Φυτρώνουν άραγε οι σταυροί, αναρωτιέμαι..
Ποτίζω δάκρυα τάφους σα νάταν κήπος.
Κάθε χαρά μου στο παρτέρι του νανουρίζω
με χώμα την σκεπάζω και ελπίζω.. νομίζω...
Δεν έχω λόγια, μήνας Ιούνης κι όλα πέσαν.
Φύλλα σκόρπια ξεραθήκανε, σπασμένα.
Έρημο κύμα ταξιδεύει η ψυχή μου....
Στα πόδια σου να φέρνει, τα ξεχασμένα.....
τραύμα που στο μυαλό μου κουβαλώ,
αισθήσεις που ξεψυχούνε...
Μία πνοή το ίχνος τους και πάει
από τα σύννεφα πιο ψηλά πετάει.
Σβήνει σαν νότα μέσα σε μνήμη ξεχασμένη
το βήμα σου που την ξεπερνά πονάει.
Σέρνω τα νύχια να ξεριζώσω τα φτερά σου
μα έχω μόνο την απουσία σου αγκαλιά μου...
Σβήνει στο φως κι η τελευταία ελπίδα
πουλί το δάκρυ, και πετά γι άλλη πατρίδα.
Κι η εξορία ο τόπος που απομένει
όταν όλοι φύγουν οι αγαπημένοι.
Σαν σκύλος που τον σφίγγει το κολάρο
και δεν σπάει κι η αλυσίδα η γαμημένη..
Αν θα μπορούσες.. αν .. αν αλυσίδες δε φορούσες.
Αν ήσουνα μόνος από ανθρώπους που μισούσες...
Αν στο κεφάλι σου τις νότες σου κρατούσες...
Αν... αν αγαπημένος ήσουν μπορεί να ζούσες...
Φυτρώνουν άραγε οι σταυροί, αναρωτιέμαι..
Ποτίζω δάκρυα τάφους σα νάταν κήπος.
Κάθε χαρά μου στο παρτέρι του νανουρίζω
με χώμα την σκεπάζω και ελπίζω.. νομίζω...
Δεν έχω λόγια, μήνας Ιούνης κι όλα πέσαν.
Φύλλα σκόρπια ξεραθήκανε, σπασμένα.
Έρημο κύμα ταξιδεύει η ψυχή μου....
Στα πόδια σου να φέρνει, τα ξεχασμένα.....
14/6/08
ατιτλο
Ακόμα και ο ήλιος, μέρα καταμεσήμερο
θα κρυφτεί μια μέρα από την σελήνη πίσω.
Τις βαριές νύχτες, που δεν φέγγουν τα άστρα,
και τα χρώμματα άδεια είναι και μουντά...
ακόμα και τότε εσύ σίγουρη να είσαι πρέπει
πως η μέρα θα ξημερώσει για σένα,
πως το δάκρυ με την βροχή θα σμίξει
και τα λουλούδια..
Κουρτίνες ο χρόνος,
πίσω του, πιο πίσω να κοιτάς.
Πέρα από τα όρια του μπορώ, εκεί,
στον ορίζοντα του θέλω.
Να νιώθεις πρέπει άσπρο μου σύννεφο,
τον άνεμο. Να τον ακούς.
Γιατί μηνύματα σου φέρνει από την καρδιά μου.
Και σίγουρη να είσαι.. ακούς;
Αν θες, ψυχή παιδιού να φορέσεις, γδύσου.
Μα με ψυχή παιδιού να με κοιτάς σαν αμφιβάλλεις.
Ποτέ δεν κάνει λάθος η ματιά στα παιδικά τα μάτια..
θα κρυφτεί μια μέρα από την σελήνη πίσω.
Τις βαριές νύχτες, που δεν φέγγουν τα άστρα,
και τα χρώμματα άδεια είναι και μουντά...
ακόμα και τότε εσύ σίγουρη να είσαι πρέπει
πως η μέρα θα ξημερώσει για σένα,
πως το δάκρυ με την βροχή θα σμίξει
και τα λουλούδια..
Κουρτίνες ο χρόνος,
πίσω του, πιο πίσω να κοιτάς.
Πέρα από τα όρια του μπορώ, εκεί,
στον ορίζοντα του θέλω.
Να νιώθεις πρέπει άσπρο μου σύννεφο,
τον άνεμο. Να τον ακούς.
Γιατί μηνύματα σου φέρνει από την καρδιά μου.
Και σίγουρη να είσαι.. ακούς;
Αν θες, ψυχή παιδιού να φορέσεις, γδύσου.
Μα με ψυχή παιδιού να με κοιτάς σαν αμφιβάλλεις.
Ποτέ δεν κάνει λάθος η ματιά στα παιδικά τα μάτια..
9/6/08
άτιτλο
Νυχτώνει..
τα σύννεφα φτερά έχουν,
πιο γρήγορα από τα πουλιά πετάξαν
και με φτάσαν.
Νυχτώνει λες, και δύναμη καμία
δεν έχω
στη δύση του φωτός ν΄αντισταθώ.
Ίσως έφθασε της σιωπής η ώρα.
Να κλείσω τα μάτια
και να δω το κόσμο δίχως εσένα πια.
Ίσως, θα μπορούσε να συμβεί
κι αυτό,
σε έναν κόσμο που τα όνειρα πια
δεν κατοικούν.
Μα η μυρωδιά της βροχής
το άρωμά σου μου φέρνει..
τα σύννεφα φτερά έχουν,
πιο γρήγορα από τα πουλιά πετάξαν
και με φτάσαν.
Νυχτώνει λες, και δύναμη καμία
δεν έχω
στη δύση του φωτός ν΄αντισταθώ.
Ίσως έφθασε της σιωπής η ώρα.
Να κλείσω τα μάτια
και να δω το κόσμο δίχως εσένα πια.
Ίσως, θα μπορούσε να συμβεί
κι αυτό,
σε έναν κόσμο που τα όνειρα πια
δεν κατοικούν.
Μα η μυρωδιά της βροχής
το άρωμά σου μου φέρνει..
αφιερωμένο
Σε αυτή την θάλασσα, δεν ταξίδεψα ακόμη.
Τα πόδια μου βρέχω στις άκρες της κόμης σου,
κύματα στα οποία ταξιδεύει νοερά το χάδι
της ψυχής μου. Αγκαλιά για τα χρώματα του φωτός,
τα κόκκινα, τα κίτρινα και τα πορτοκαλί στολίδια του,
που σμίγουν με το σμαραγδένιο κρύσταλλο της ψυχής σου.
Σε αυτή την θάλασσα που έβρεξα μόνο τα πόδια μου, σαν προσευχή,
καραβάκια χάρτινα στέλνω ταξίδι μακρινό, με πανί τον πόθο.
Τα βλέπω λίγο πριν βουλιάξουν να λευτερώνονται γλάροι
στον ουρανό που σε σκεπάζει, σύννεφα να γίνονται τρυφερά!
Την ξιπασιά των μεγάλων καραβιών ξεπερνάω, που νομίζουν.
πως ταξίδεψαν ή πως σπουδαιότερα από τα χάρτινα καράβια μου είναι.
Η αρχή του χρόνου η μέρα που σε συνάντησα, την μεγάλη τρικυμισμένη...
Η αρχή του ταξιδιού, άρωμα που στον νου μου έφτασε, πριν αρχίσει ο χρόνος.
Πυξίδα μόνη, ο τρόπος που το κεφάλι γέρνεις, η κοριτσίστικη διάθεσή σου.
Δύο νησιά κι ένας αφαλός, τα μόνα λιμάνια. Καταρράχτες ο λαιμός σου
να χύνονται τα φιλιά του ουρανού, μέχρι τις άκρες των ποδιών σου...
Η θάλασσα δεν έχει αόριστο. Ανήκει μόνο σε όσους την ταξιδεύουν...
Τα πόδια μου βρέχω στις άκρες της κόμης σου,
κύματα στα οποία ταξιδεύει νοερά το χάδι
της ψυχής μου. Αγκαλιά για τα χρώματα του φωτός,
τα κόκκινα, τα κίτρινα και τα πορτοκαλί στολίδια του,
που σμίγουν με το σμαραγδένιο κρύσταλλο της ψυχής σου.
Σε αυτή την θάλασσα που έβρεξα μόνο τα πόδια μου, σαν προσευχή,
καραβάκια χάρτινα στέλνω ταξίδι μακρινό, με πανί τον πόθο.
Τα βλέπω λίγο πριν βουλιάξουν να λευτερώνονται γλάροι
στον ουρανό που σε σκεπάζει, σύννεφα να γίνονται τρυφερά!
Την ξιπασιά των μεγάλων καραβιών ξεπερνάω, που νομίζουν.
πως ταξίδεψαν ή πως σπουδαιότερα από τα χάρτινα καράβια μου είναι.
Η αρχή του χρόνου η μέρα που σε συνάντησα, την μεγάλη τρικυμισμένη...
Η αρχή του ταξιδιού, άρωμα που στον νου μου έφτασε, πριν αρχίσει ο χρόνος.
Πυξίδα μόνη, ο τρόπος που το κεφάλι γέρνεις, η κοριτσίστικη διάθεσή σου.
Δύο νησιά κι ένας αφαλός, τα μόνα λιμάνια. Καταρράχτες ο λαιμός σου
να χύνονται τα φιλιά του ουρανού, μέχρι τις άκρες των ποδιών σου...
Η θάλασσα δεν έχει αόριστο. Ανήκει μόνο σε όσους την ταξιδεύουν...
5/6/08
Ιστορίες καθημερινής τρέλας.
Απόψε ξεκινήσανε στρατοί να πάνε
τα μέρη τα απάτητα να πάρουνε.
Τα λάβαρά τους σηκώσανε ψηλά
και με τραγούδια για δόξα ξεκινάνε.
Καθώς μια θάλασσα με πλοία θα περνάγανε
τους συναντά μία γριά στην παραλία.
Μαύρα φορούσε στην ψυχή της ενδύματα
και τα μαλλιά της άσπρα σα τα μνήματα.
Οι στρατιώτες που την είδανε δακρύσανε
και της μάνας τους την όψη θωρήσανε.
Τα βήματά της γυάλινα ήταν όστρακα
που ξέχειλα ήλιο, βάφαν τα κύματα.
Τα λάβαρα σκεπάσανε τα πλοία
για μια μεγάλη καλούσανε θυσία.
Μία καμπάνα τον χρόνο αναρίγησε
τα παιδικά τους τόξα εντός τους λύγισε.
Μικρή η θάλασσα ελάχιστα τα πλοία
άφησαν λοιπόν τα όνειρα σ΄αυτή την παραλία.
Με άδεια αμπάρια κινήσανε να γράψουν ιστορία.
Και φύγανε τα πλοία στη σειρά
μακρύνανε και χάθηκαν στ΄ορίζοντα.
Κι έτσι θα τέλειωνε κι αυτή η ιστορία
μία σελίδα να στολίζει τα βιβλία.
Μα ένας φαντάρος που φάνηκε απειθάρχητος
μες το πουκάμισο τα όνειρά του κρύβει.
Βαρύ το πλοίο του, δεν κίνησε με χάρη
πιο πίσω έμενε λες κι άγκυρα είχε να τραβάει.
Κι ο πυρετός το πλήρωμα πλακώνει
μία αρρώστια άγνωστη τη δόξα τους στεγνώνει.
Σε λίγο ακυβέρνητο έπλεε το καράβι
κι από τους χάρτες χάθηκε.
Στου ουρανού το είδανε τα μέρη
με ένα σύννεφο πανιά να ταξιδεύει.
τα μέρη τα απάτητα να πάρουνε.
Τα λάβαρά τους σηκώσανε ψηλά
και με τραγούδια για δόξα ξεκινάνε.
Καθώς μια θάλασσα με πλοία θα περνάγανε
τους συναντά μία γριά στην παραλία.
Μαύρα φορούσε στην ψυχή της ενδύματα
και τα μαλλιά της άσπρα σα τα μνήματα.
Οι στρατιώτες που την είδανε δακρύσανε
και της μάνας τους την όψη θωρήσανε.
Τα βήματά της γυάλινα ήταν όστρακα
που ξέχειλα ήλιο, βάφαν τα κύματα.
Τα λάβαρα σκεπάσανε τα πλοία
για μια μεγάλη καλούσανε θυσία.
Μία καμπάνα τον χρόνο αναρίγησε
τα παιδικά τους τόξα εντός τους λύγισε.
Μικρή η θάλασσα ελάχιστα τα πλοία
άφησαν λοιπόν τα όνειρα σ΄αυτή την παραλία.
Με άδεια αμπάρια κινήσανε να γράψουν ιστορία.
Και φύγανε τα πλοία στη σειρά
μακρύνανε και χάθηκαν στ΄ορίζοντα.
Κι έτσι θα τέλειωνε κι αυτή η ιστορία
μία σελίδα να στολίζει τα βιβλία.
Μα ένας φαντάρος που φάνηκε απειθάρχητος
μες το πουκάμισο τα όνειρά του κρύβει.
Βαρύ το πλοίο του, δεν κίνησε με χάρη
πιο πίσω έμενε λες κι άγκυρα είχε να τραβάει.
Κι ο πυρετός το πλήρωμα πλακώνει
μία αρρώστια άγνωστη τη δόξα τους στεγνώνει.
Σε λίγο ακυβέρνητο έπλεε το καράβι
κι από τους χάρτες χάθηκε.
Στου ουρανού το είδανε τα μέρη
με ένα σύννεφο πανιά να ταξιδεύει.
2/6/08
Φονικό φιλί
Είχε ένα υπέροχο κορμί
φρεσκολουσμένο,
αστράφτανε τα μάτια από πόθο
και το φιλί, σαν άνεμος, την είχε κυριεύσει.
Το κόκκινο ενδύθηκε το πέπλο, μόνο,
και στο παράθυρο σκαρφάλωσε του έκτου
ατενίζοντας, μεσάνυχτα, τα λίγα φώτα.
Το ένα πόδι στο κενό, μετέωρο.
Μία ηδονή γλυκιά σα μέθη
της γαργαλούσε τα ταραγμένα στήθη.
Μα μες την ζάλη την γλυκιά, η δύστυχη,
δεν είχε σωστά το βάρος της ζυγίσει.
φρεσκολουσμένο,
αστράφτανε τα μάτια από πόθο
και το φιλί, σαν άνεμος, την είχε κυριεύσει.
Το κόκκινο ενδύθηκε το πέπλο, μόνο,
και στο παράθυρο σκαρφάλωσε του έκτου
ατενίζοντας, μεσάνυχτα, τα λίγα φώτα.
Το ένα πόδι στο κενό, μετέωρο.
Μία ηδονή γλυκιά σα μέθη
της γαργαλούσε τα ταραγμένα στήθη.
Μα μες την ζάλη την γλυκιά, η δύστυχη,
δεν είχε σωστά το βάρος της ζυγίσει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)