Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

13/5/10

Ο μοναχός άνθρωπος

Βγήκαν οι δρόμοι στον χορό
τα όνειρα βροχούλες,
παίζουν εκείνο τον ρυθμό
που σπάνε τις καρδούλες.

Μοιάζει ο κόσμος όνειρο
απέραντη η πλάση,
μα από αγάπη άστεγος
κάποιος έχει πλαντάξει.

Τον συναντούν δυο άγγελοι
του κάνουν τσαλιμάκια
του φτιάχνουν και γλυκό καφέ
να φύγουν τα φαρμάκια.

"Πες μας καλέ μου άνθρωπε
πως έμεινες μονάχος;"
"Φταίει, ξαστόχησε η ματιά
κι αγάπησε ένα βράχο.

Του τραγουδώ κάθε πνοή,
τα λόγια δεν ανθίζουν.
Σε κάθε χτύπο της καρδιάς
συντρίμια μου γυρίζουν."

Κι αφού πολύ σκεφτήκανε
βρήκανε τι να κάνουν.
Φτιάχνουν ζειμπέκικο χορό
τον Χάρο να καλμάρουν.

Από τον πόνο το ποτό
οι θλίψεις να μεθύσουν,
Αρχάγγελου δίνουν φτερά
για να τον αναστήσουν.

Κι όταν μεθά με το ποτό
τα βήματα βαραίνουν,
και τα φτερά τα δυνατά
στον ουρανό χορεύουν.

11/5/10

άτιτλο

Και να που τίποτα δεν έχουμε να πούμε πλέον.
Όπως νεκροί οι λέξεις γίνανε χώμα.
Ας αναπαυτούν στην γαλήνη των ξεχασμένων ωρών.
Κάποτε σε αγάπησα, είναι αλήθεια.
Κάποτε πονούσα και ζήλευα..
Κι είναι παράξενο πως έφτασε μια λέξη μόνο
να κόψει το νήμα.. τον ομφάλιο λώρο.
Η γέννα αυτή δε συνέβη ποτέ.
Τα όνειρα τάφηκαν κι αυτά όπως νεκροί..
Όπως πεσμένες λέξεις.. Πεταλούδες
που γίνανε κίτρινα φύλλα θρυμματισμένα...
Και στο άγγιγμά τους,
ο άνεμος ουρλιάζει σιγανά, ήσυχα.
Κλαίει τους νεκρούς του...
Που κάποτε στόλιζαν με χρώματα
τα μακριά μαλλιά του.
Βιάζεται να προσπεράσει, κι αγγίζει απαλά..
άθελα.. τον τελευταίο χαρίζοντας λυγμό,
καθώς οι αγαπημένοι αφήνουν λουλούδια
στο μεγάλο αντίο...

8/5/10

Χωρίς τίτλο

Σκοτείνιασε.
Έκλεισε το παράθυρο.
Άνοιξε την πόρτα.
Πήρε στο χέρι την ζακέτα.
Έκλεισε την πόρτα. Και κλείδωσε.

Τα φώτα όλα ανοιχτά..
Τα μαγαζιά άδεια..
Περαστικοί με βήμα αργό,
με βήμα γρήγορο.
Ένα αποτύπωμα μνήμης
σε κάποιον τοίχο.
Μία υπόσχεση σκαλισμένη
σε παγκάκι.
Οι φιγούρες όλο και αραιώνουν,
χάνονται πίσω από παράθυρα με κουρτίνες,
στη βοή τηλεοράσεων, παιδιών, καυγάδων..
Που και που σαν όαση
ακούγεται κλάμα μωρού
ή κάποιος ψίθυρος που χάθηκε στον άνεμο.
Λόγια ερωτευμένων, τρελών, ευχές,
έρχονται και δροσίζουν ξεστρατιμένες
το μέτωπό του.
Μερικές από αυτές τις αναγνωρίζει.
Τις θυμάται.
Κι άλλες, μοιάζουν τόσο αληθινές
όσο τα άστρα,
που στην πόλη δε τα βλέπεις
μα υπάρχουνε.

Καθώς η ώρα κυλά
κι η σιωπή πιάνει διάλογο με τα βήματα,
μία τεράστια κουρτίνα τραβιέται
κι οι δρόμοι κλείνουν.
Ένα μικρό ανθρωπάκι με γραβάτα
φράζει τον δρόμο.
_ Περάστε έξω κύριε,
η παράσταση δεν είναι για σας.
Κακώς φτάσατε μέχρι εδώ.
_ Δεν υπάρχει δρόμος να φύγω.
_ Τότε σας παρακαλώ, φορέστε
αυτήν εδώ τη στολή του τσαρλατάνου.
Έτσι δεν θα σας πάρει κανείς στα σοβαρά.

3/5/10

άτιτλο

Κι έπειτα ήρθε το βράδυ.
Το κοράκι σώπασε και το τριζόνι
έπιασε το μονότονο βιολί του.
Η Πανσέληνος στολίστηκε τον Ουρανό,
και τον έσυρε στην σκοτεινή της Ψυχή.
Φύγανε όλοι... ήρθαν, συμπαρασταθήκανε..
και τώρα που νύχτωσε πήγαν για ύπνο
γιατί τους περιμένει το πρωί η δουλειά...
Κι έτσι το τριζόνι απέμεινε να "παίζει" μονάχο,
κι η Σελήνη, όπως ήρθε και φώτισε το πρόσωπό της
έτσι και χάθηκε  στα σοκάκια της Ψυχής της...
Ξαστόχησε η ψυχή..  αποτρελάθηκε.
Έκλεισε τα παραθυρόφυλλα της λογικής,
και κλείστηκε στον εαυτό της... Θάμπωσε το βλέμμα
σαν ασήμι που έσμιξε με τον χρόνο...
Κάπου εκεί ψηλά, απέμειναν
από αυτή την Φωτεινή επέλαση στην Νύχτα της,
κάποια μισοαναμένα άστρα, να φέγγουν αχνά,
ελπίδα.. καπνός τσιγάρου που χάνεται
στα σκοτεινά μονοπάτια που η Σελήνη βημάτισε
Ολοκληρωμένη στα Θέλω, ολοστόλιστη, Γυμνή...
Ίδια Γυναίκα.. ίδια κι απαράλλαχτη η Ψυχή της.