Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/5/11

Άτιτλο

Μέρες πετούν ολόγυρα σα τα πουλιά
και γω στο κέντρο ενός αιώνα
που ξέχασε να μπουσουλά.
Σκέψεις μετρώ άχυρα σκορπώντας,
ξυπόλυτος βαδίζω στο κενό
που αφήνουνε στους χτύπους τα ρολόγια,
μήπως την καρδιά μου βρω.

Σαρώνουνε τα βλέφαρα τα νέφη
κι ο ουρανός τεράστια πληγή,
κάπου χτυπάει ένα ντέφι
κι ακούω την αρκούδα να θρηνεί.
Γέλα κι εσύ, φωνάζει ο παλιάτσος,
γέλα να γίνει ωραία η ζωή.
Μα είναι το γέλιο μάρμαρο σπασμένο,
πάνω του δακρύζει η ψυχή...

Άτιτλο

Περπατούσαν χαμογελώντας, χέρι χέρι, στα μικρά στενά κάτω από την Ακρόπολη.. Την βοηθούσε στα μεγάλα ή στενά σκαλοπάτια - όχι πως ήταν αναγκαίο - εκείνος το ήθελε, κι Εκείνη, με ένα χαμόγελο παιδιού, απολάμβανε όλη αυτή την προσοχή κι αγάπη που της είχε... Κάποτε κουράστηκε, αλλά δε χρειάστηκε να το πει.. Ήθελε κι αυτός να κάτσουν κάπου... Κάθισαν σε ένα λευκό, τσιμεντένιο τοίχο, που από κει έβλεπες όλες τις σκεπές της Πλάκας, να φορούν τα άνθη τους και να ξαπλώνουν νωχελικά κάτω από το τρυφερό βλέμμα του ήλιου... Η Αθήνα από εκεί, έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο, ανθρώπινο, νοσταλγικό.. Υπήρχε μία ιερότητα στο χώρο και η στιγμή ήταν η πλέον κατάλληλη για να ανοίξει, επιτέλους, την καρδιά του... Ήταν καιρός που τα "Θέλω" του είχαν νικήσει τα "Πρέπει" ...  Το μόνο που ακόμη τον κρατούσε, από το να της φανερώσει όσα νιώθει, ήταν πως δεν ήταν βέβαιος για εκείνη. Πως θα ανταποκριθεί... κι αν την επόμενη στιγμή, είναι πιο κοντά, ή πιο μακριά του...
 Του είχε μιλήσει για το μεγάλο της έρωτα... του είχε πει πολλά αλλά όχι τα πάντα...  Ούτε εκείνος της είχε πει τα πάντα από όσα η διαίσθηση του του μαρτυρούσε. Περίμενε στωικά να του μιλήσει εκείνη, αν ήθελε... Δεν ήταν ο μεγάλος έρωτάς της που τον βασάνιζε, δεν ήταν καμία από της επιλογές της... Ήταν ο δεύτερος έρωτάς της, αυτός για τον οποίο δε του μίλησε ποτέ. Και το γεγονός πως δε του μίλησε, παρά μόνο μια μικρή αναφορά, τον έκανε να πιστεύει πως αυτός ο έρωτας ακόμα βασανίζει την ψυχή της..  Ίσως φοβότανε μη τον πληγώσει βλέποντας πόσο δυνατά είναι όσα νιώθει... ίσως πάλι να είναι η σκιά του προηγούμενου έρωτα.... Ίσως δεν είναι σίγουρη για τα κουτάκια... που μέσα τους με τάξη, βάζουμε τα κομμάτια της ψυχής μας με τρόπο που το ένα να μη επηρεάζει το άλλο... Μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του χωρισμένη μέσα σε αυτά τα μικρά κουτάκια.. μπορεί να κάνει τα πάντα, για να είναι μαζί της, χωρίς να ταράξει τη ζωή της... Αλλά εκείνη δε το γνωρίζει αυτό. Δεν τον νοιάζει να πληγωθεί. Μα δεν αντέχει ούτε τη σκέψη να κάνει κάτι που θα της φέρει πόνο . Γνωρίζει πως κι αν ακόμα έρθει κοντά του, μπορεί πάντα να ανοίξει φτερά και να πετάξει... Έχει αποδεχτεί το γεγονός πως αγαπά την ελευθερία της όσο τίποτα άλλο... Μα και το ελάχιστο του αρκεί... γιατί μέσα του, το ελάχιστο θα είναι ένα μόνιμο παρόν. Γιατί όσο μεγάλος κι αν είναι ο ερωτάς του η αγάπη του για Εκείνη είναι καταλυτική... και του δίνει κουράγιο, ακόμα και να της σταθεί σε κάποια σχέση άλλη.. αρκεί να μη πάψει να ζει κοντά της... και να μπορεί πάντοτε να της στέκεται και να τη φροντίζει.
Όχι, δε τον νοιάζει καθόλου γι αυτόν.. Γι' αυτό, κάθε που μια λέξη έρχεται στο στόμα, μια επιθυμία στα χείλη, ή στα χέρια.. τρέμει... σωπαίνει... ή άλλο θέλει να πει κι άλλο λέει. Δε την αγαπά απλά.. την λατρεύει... Ποτέ πριν σε όλη τη ζωή του, δεν έχει ξανανιώσει τόσο έντονα, τόσο δυνατά, ώστε η ¨Αγάπη"  να μοιάζει λέξη μικρή.. και να είναι η "λατρεία" η σωστή λέξη... Φοβάται τόσο αυτή τη στιγμή που παγώνει το αίμα του.. Φόβος κι επιθυμία μαζί... Δε θα τολμούσε ποτέ να τη φιλήσει για πρώτη φορά, ανάμεσα στη βοή του κόσμου.. Με το χρόνο να τρέχει ολόγυρα τους... Μα εκεί ήταν αλλιώς.. ήταν η τέλεια στιγμή.... Κι όσο κι αν φοβότανε, ήθελε να πιει τα χείλη της.... να τα νιώσει... Κι αυτό ή θα τον κεραυνοβολούσε και θα τα χάλαγε όλα, ή θα ήταν η πιο όμορφη, ως τότε, στιγμή στη ζωή του...
Τον άφηνε να παίζει με το χέρι του στα μαλλιά της, στο λαιμό... Όπως καθόντουσαν ο ένας πλάι στον άλλο,  με το αριστερό χέρι της καρδιάς, τρυφερά την έγειρε πάνω του, και την αγκάλιασε ολάκερη με τα μάτια κλειστά γεμάτος ευτυχία όπως κάθε φορά που την αγκαλιάζει... Μα δίσταζε... έτρεμε....
"Κλείσε τα μάτια σου" , της είπε στο τέλος...
Τον κοίταξε εξερευνητικά... " Γιατί να τα κλείσω;;" ....
" Θέλω να σου πω ένα μυστικό... "
" Και πρέπει να έχω κλειστά τα μάτια μου για να μου το πεις;" ... του είπε γελώντας... Κι ύστερα, βλέποντας την αστεία αμηχανία του, έκλεισε τα μάτια.. "Να .. τα έκλεισα"
Κι εκείνος, έσκυψε και τη φίλησε... σχεδόν δακρυσμένος... κι ήτανε από εκείνες τις στιγμές, που...  δεν υπάρχει πριν ή ύστερα.... Δεν υπάρχει τίποτα που να θες επειδή τα έχεις όλα... κι ούτε μια λέξη δεν υπάρχει να πει κάτι μεγαλύτερο από το φιλί ή το δάκρυ...

18/5/11

Άτιτλο

Χόρεψε σα τρελή πεταλούδα αναζητώντας το φως της... Το φως που γι αυτόν ήτανε η ύλη της ψυχής του. Μα εκείνη τρόμαξε, βλέποντάς τον να ακροβατεί στα εύθραυστα -έτσι της φανήκανε - φτερά του έρωτα... "Μη" του φώναξε.. "θα πληγωθείς.. δε κάνει"
"Και γιατί να πληγωθώ;.. τι σόι λαβωματιά μπορεί να γεννήσει το φως;"
Εκείνη γνώριζε... πως το φως αφήνει τις χειρότερες πληγές... Πολύ βαθύτερες από όσες το σκοτάδι μπορεί να κρύψει μέσα του. Επειδή το φως σου χαρίζει τον κόσμο όλο.. κι όταν λείψει.... τίποτα δε μπορεί να καλύψει το κενό. Και συ, που πριν όλος ο κόσμος σου άνηκε, καταδικάζεσαι να ζήσεις σε αυτή τη τρύπα του τίποτα... Μίλαγε από αγάπη και φόβο... Με στοργή... Μα δεν ήθελε και να τον τρομάξει τόσο όμορφα που πετούσε.. στα εύθραυστα φτερά του. Έτσι τίποτα άλλο δεν είπε...
Διάβασε τη σιωπή της καθαρότερα από τα λόγια ... Έκλεισε τα φτερά κι αφέθηκε στη βαρύτητα για να πατήσει πάλι στη γη... Το τελευταίο που ήθελε, το να την τρομάξει...
Η μουσική συνέχισε να χτυπά, δίνοντας ρυθμό από την καρδιά στα βήματα.... Χωρίς φτερά, οι νότες διαγράφονταν σαν ένα ξύλο που χαράζει την άμμο, κι ο απόηχος τους έσβηνε στο χώρο και το χρόνο. Κάθε νότα μία μοναδική ανεπανάληπτη στιγμή....

2/5/11

σταγόνα 1

"Δεν έχει σημασία πια".... η φωνή της πρόδιδε την αλήθεια του λόγου της. Παγωμένη, χλωμή... Φωτιά που έσβησε κι έμεινε στάχτη να κερνάει ανέμους... Πέρα μακριά, από εκείνη, από αυτόν... που πια αλλού κοιτούσε και βάδιζε, σκυφτός και λεηλατημένος.... ένα σύννεφο περαστικό, ένιωσε το διάφανο κενό της ψυχής της, καθώς εγκαταλείποντας το μαγουλό της, δάκρυ πικρό, άγγιξε το χώμα. Κατοικόντας έτσι σε σώματα δύο. Αυτό που στοργικά τύλιγε τη ψυχή της, μα δε κατάφερνε πια να τη ζεστάνει.. Κι εκείνο που κάθε ψυχή κατοικεί μέσα του. Δυο άγγελοι, είδαν το σταματημένο σύννεφο. Λες κι είχε ρίξει άγκυρα, ο άνεμος δε το κούναγε... Στεκότανε δροσερό μαντήλι, πάνω από τα φλογισμένα μάτια και τα ξανθά μαλλιά της. Οι άγγελοι σταματήσανε το τραγούδι τους, πετάξανε πάνω στο σύννεφο, κλείσαν τα φτερά τους, κοίταξαν το διπλωμένο κορμί... Το μέτωπο στηριζόταν στη γη... Και το σύννεφο όλο να σκοτεινιάζει.... να φουσκώνει.. να μεγαλώνει..  Ώσπου άψυχο το κορμί, έπεσε..
 Το σύννεφο ξέσπασε σε γοερό κλάμα... Κι οι άγγελοι, όπως αν είχαν συναντήσει ένα λουλούδι ή μια πέτρα να λάμπει κάτω από τον ήλιο, με τη σιγουριά του αιώνιου που δε το αγγίζει η φθορά, ανοίξανε τα φτερά και ξαναπέταξαν.

Εκείνος διέσχισε όλη την έρημο της πόλης, μέχρι που βρέθηκε στο δωμάτιό του. Τα ίχνη της φωτίζανε ακόμη τον χώρο.. Διαδρομές από τα μακριά της δάχτυλα, αγγίγματα απαλά, το χρυσάφι των μαλλιών της, η πνοή της.. Μαχαίρια φωτεινά που του σχίζανε την καρδιά.. Και σα να μην έφθαναν όλα αυτά, άρχισε να βρέχει με τόση δυναμη και παράπονο, που δεν υπήρχαν βράχια ικανά να νικήσουν την αγριεμένη θάλασσα μέσα του. Ακόμα θυμωμένος μαζί της... αλλά όχι οργισμένος . Την οργή του ξεθύμαναν οι σταγόνες της βροχής... Ο ακατάπαυστος ήχος που δεν άφηνε την ησυχία να κουλουριαστεί γύρω του και να τον δαγκώσει... Η φουσκοθαλασιά αναμόχλευε τον βυθό φέρνοντας αναμνήσεις στα μάτια του...

χωρίς τίτλο

Υπάρχουνε μέρη της ψυχής, περβόλια που δεν φυτρώνει τίποτα.. Δάση απολιθομένα...  Όροι και θάλασσες δίχως μιλιά... Τυλιγμένα με συρματοπλέγματα, γεννημένα από πόνο και μνήμη κρυφή... Συρματοπλέγματα, που αληθινά χωρίσανε τον κόσμο, το φως από το φως, κι αφήσανε λεύτερο το σκοτάδι. Να περιφέρονται ματωμένα σεντόνια οι ψυχές, γυρεύοντας το υπόλοιπο της καρδιάς τους.. Τον ήχο, τον παλμό στο αίμα που τις στοίχιωσε...
Πριν χωριστεί ακόμα ο κόσμος, σε στρατόπεδα πολιτικής σκοπιμότητας, σε ευνοημένους και αναλώσιμους, χρειάστηκε να φυλακιστεί η αγάπη... Μα πάντα, το άνθος της αγάπης θα βρει λίγο χώρο, χώμα ελάχιστο ακόμα και μέσα στου ανέμου τη χούφτα, να φυτρώσει... Στο δύσκολο καιρό των θηρίων, είναι πάντα το ίδιο σημαντικό, να Είμαστε... Άνθρωποι....

Ήλιος

Καθότανε σε ένα βράχο κι απολάμβανε τον ήλιο.. Ζέσταινε την υγρή του ψυχή και τη στέγνωνε... Πόσα όνειρα στα μάτια του, καθώς οι υδρατμοί τον βοηθούσαν να κοιτά καθαρότερα στο χρόνο πίσω... Ματωμένα γόνατα και μεθύσι γλυκό, τρελό μεθύσι... κι ένα φιλί που θα μπορούσε να ήταν κόκκινο όπως ένα γαρύφαλλο, μα ήταν μόνο... κόκκινο. Χείλη κοριτσιού που τρυφερά αγγίζανε χείλη αγοριού.. Ένα κορίτσι, ένα αγόρι.. κι η Άνοιξη μεθυσμένη να χορεύει ολόγυρα τους... Κι ύστερα ένα ξαφνικό αεράκι που πήρε το αγόρι και το κορίτσι μακριά... και το φιλί τους σκόρπισε στα πέρατα της γης.. Κόκκινο χρυσόψαρο έγινε στη Κίνα... σε μια μικρή λίμνη που μένανε κύκνοι. Άνθη βερικοκιάς σε ένα μικρό λόφο που κοίταζε το Αιγαίο.. Άσπρο γάλα που αρμέχτηκε από ένα μικρό βοσκό στη Νικαράγουα... και πηλός στα χέρια ενός γέρου αγγειοπλάστη... Καθώς το μυαλό του ζεσταινότανε κι η καρδιά του άνοιγε τα πέταλα της, κι ό άνεμος έβρισκε χώρο να περνά πάλι στα μικρά στενά της πόλης που μεγάλωσε, θυμήθηκε το θρανίο στο παλιό του σχολείο... Το παιδί που καθότανε δίπλα του.. τις χαρακιές ... τα μήλα..... τα μεγάλα παράθυρα που φέρνανε το διάλειμμα πριν την ώρα του, ζωγραφίζοντας με φως στο τετράδιο όνειρα... κι η δασκάλα όλο τον ρωτούσε που βρίσκεται.. Κι αυτός τι μπορούσε να πει.. πως να περιγράψει τόσα μέρη μαγεμένα, τις περιπέτειες, τον άμορφο ακόμα έρωτα που παιδί κι εκείνος, έτρεχε μαζί του κι έπαιζε κρυφτό... 1..2....3....4....9..... Πόσο καλά κρυβότανε ο έρωτας..... Πόσα ονόματα, χρωματιστά ενδύματα.... Παραμύθια που γίνανε περιοδικά κι ύστερα βιβλία... σκηνές από ταινίες... μουσική.... και κάποτε στίχοι.... ματιές σε έναν κόσμο άλλο με τα βλέφαρα κλειστά, κι όμως.. Βλέφαρα που στάζανε φως....  Σα να μην είχε περάσει μια ώρα από τότε, μα τα γόνατα του βαρύνανε πιο πολύ από την καρδιά... Κι ενώ θυμάται, δεν ονειρεύεται... δακρύζει... Κάτω από τον ήλιο, το δάκρυ γίνεται χάδι. Γέρνει το κεφάλι αφημένος στο χάδι... κι ακουμπά το μέτωπο σε μνήμη άλλη... στο δικό της μέτωπο.. στα μαλλιά της.... Στα μάτια της μέσα όπως ανοίγει τα μάτια του, βλέπει το φως θάλασσα απέραντη .. πλοία να αρμενίζουνε με τα λευκά πανιά τους..  κάποια από αυτά γίνονται πεταλούδες και δραπετεύουν πέρα από τον ορίζοντα, κάποιες, στα κόκκινα πέταλα της καρδιά του σταθήκανε.... και τη στολίσανε με φως.. Φως που έρχεται από τόσο μακριά.. Φως που είναι τόσο κοντά....
Καθότανε σε ένα βράχο κι απολάμβανε τον ήλιο, συνένοχο ζωής, παρηγοριά κι ελπίδα ανομολόγητη... Κι η θάλασσα σπάραζε μες το αλάτι της... Στην αρχή νόμιζε πως ήθελε να κάνει το φως δικό της.. να το κρατήσει για πάντα μέσα της, θηλυκό αδηφάγο κι ανασφαλή... Μα ύστερα κατάλαβε, όπως το μέτωπο του άγγιξε το δικό της μέτωπο, πως εκείνη γεννούσε το φως... Κρυμμένο σε μια υπόσχεση ταξιδιού που ποτέ δεν έδωσε. Στο τραγούδι μιας φώκιας που ένα παιδί πίστεψε πως ήταν τραγούδι γοργόνας...  και μιας γάτας που ένας ναυτικός πήρε μαζί του, για συντροφιά... την παίδευσε με την αγάπη του σα να ήτανε γυναίκα.. και τη θρήνησε σα να ήτανε γυναίκα... επειδή δε μπόρεσε ποτέ να την καταλάβει, να την αφήσει λεύτερη να γυρνά στα κεραμίδια.. κι επειδή τελικά εκείνος ήταν ο ανασφαλής. Μα τώρα όλα αυτά τα ψέματα κι οι πλάνες, δεν είχανε καμιά σημασία καθώς ένιωθε στο μέτωπο του το φως της.... Τύλιξε τα χέρια του γύρω της... Την κοίταξε στα γαλάζια της μάτια... Τα ταξίδια του κοίταξε και το παρόν του... κι ήξερε πως εκείνη είναι ο ήλιος του.... Το πιο όμορφο φως στη ζωή του.... Το πιο πολύτιμο.... "Σ' αγαπώ!".. σκέφτηκε.. αλλά δε της είπε τίποτα. Μόνο την έσφιξε πιο δυνατά ακόμα στην αγκαλιά του.. Να νιώθει το αίμα της, τον σφυγμό.. την καρδιά της... πάνω στη δική του καρδιά...