Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/5/17

Η βροχή


Η μοναξιά τρελαίνει, σκέφτηκε, αγνοώντας τον ήχο πίσω από τα βήματά του.
Αγνοώντας τη φωνή , που επιτακτικά και καθαρά πρόφερε τ΄ όνομά του..

Η πόρτα χτύπησε.. δε βιάστηκε ν’ ανοίξει, ήθελε πρώτα να βεβαιωθεί.
Ανοίγει τη πόρτα και δε βλέπει κανένα. Προτού τη κλείσει τον διακόπτει μία φωνή.
«Εδώ κάτω!.. εδώ κάτω!!!». Κοιτά χαμηλά.. τρίβει τα μάτια, ξανακοιτά…
«Και ποιος είσαι εσύ;»… Μία ανθρώπινη φιγούρα όχι ψηλότερη από δέκα εκατοστά
τον καρφώνει βλοσυρά με το βλέμμα της... χτυπά με νευρικότητα το ένα πόδι…
«Ας μη βιαστούμε με τις συστάσεις! .. δεν έχουμε χρόνο. Το σπίτι θα γκρεμιστεί».
Την ίδια ώρα που μίλησε ανοίξανε οι ουρανοί, και το ταβάνι άρχισε πάλι να στάζει..
«Άσε με να περάσω!».. Παραμέρισε, και το μικρό πλάσμα φουριόζο εισέβαλλε.
«Μισό λεπτό» είπε ο μοναχικός άνδρας, και βάλθηκε να γεμίζει το πάτωμα δοχεία..
Η απελπισία έσταζε από παντού, σχεδόν αμέσως τα δοχεία ξεχειλίσανε..
«Άδικα παιδεύεσαι, και μ’ έχεις και περιμένω», συμβούλευσε ήπια αυτή τη φορά
το μικρό ανθρωπάκι, και θρονιάστηκε πάνω σε μια παλιά του παντόφλα..
«Αφού στο είπα, ο μικρός σου κόσμος θα γκρεμιστεί..  Ετοιμάσου..»
Ο άνδρας συνέχισε ν’ αλλάζει τα δοχεία, να τ’ αδειάζει και να τα ξαναβάζει στη θέση τους
προσπαθώντας να διασώσει την ελάχιστη περιουσία κι άνεσή του… Μάταια.
Ώσπου συνειδητοποίησε πως δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθεί άλλο..  
«Όσες τρύπες και να κλείσω, δεν είναι αρκετό… το σπίτι θα πλημυρίσει..» αναφώνησε.
Και πράγματι, μια μικρή λίμνη είχε ήδη σχηματιστεί, σκεπάζοντας τους αστράγαλούς του…
Φοβισμένος έψαξε το ανθρωπάκι να δει αν είναι καλά..  Επέπλεε με τη παντόφλα.
«Ελπίζω τώρα να έχω τη προσοχή σου», του φώναξε. «Ν’ ανησυχείς μόνο για κείνα
στα οποία έχεις λόγο, κι είναι στο χέρι σου ν’ αλλάξεις.. ν’ ανησυχείς για σένα.
Το σπίτι σου δεν είσαι εσύ, εσύ όμως, είσαι το σπίτι σου.. Κι έχεις ήδη  γκρεμιστεί.
Οπότε, με αγάπη σου λέω, πως δεν έχεις ν’ ανησυχείς και να φοβάσαι τίποτα.»

Ο άνδρας, έτεινε το χέρι κι ο μικρός ανθρωπάκος πήδηξε μέσα στη παλάμη του..
Τον έφερε μπροστά στο πρόσωπό του και κοιταχτήκανε έτσι, ώρα πολύ κατάματα…
Με έκπληξη αντιλήφθηκε κάποια στιγμή, πως ο ανθρωπάκος μίκραινε κι άλλο
ώσπου σύντομα, δεν διέκρινε αν ήτανε πια ένα ανθρώπινο πλάσμα, ή ένας ψύλλος..
Κοίταξε την άδεια πλέον παλάμη του, κι ύστερα ολόγυρα, το πλημμυρισμένο σπίτι του.
Το ταβάνι είχε αρχίσει να γκρεμίζεται, και κείνος, επέπλεε πάνω σε μια παντόφλα…
Αδιάφορα ταξιδεύοντας πάνω στα νερά της βροχής που συνέθλιψε τη ζωή του.

26/5/17

σκέψεις

Η βία κι ο φόβος, ως εργαλείο χαλιναγώγησης πολιτικών πεποιθήσεων και ιδεών, ως εργαλείο άσκησης της εξουσίας, ως εκδίκηση, δεν είναι γνώρισμα μιας υγιής και λεύτερης κοινωνίας, αλλά μιας κοινωνίας που πάσχει, ιδίως όταν η εφαρμογή της βρίσκει ευρεία αποδοχή. Όμοια με τον ψυχικά ασθενή, υπάρχουνε αναμφίβολα τα αίτια που οδηγήσανε στην ψυχική ασθένεια της αυτοκαταστροφής - γιατί αυτό είναι κατά βάση η βία κι ο φόβος , ακόμα κι αν φαινομενικά απευθύνεται προς άλλους-. Αίτια πάνω από τα οποία το υγιή μέρος της κοινωνίας οφείλει όμοια με τους αναθεματισμούς των συνεπειών της βίας, να σκύψει, και να τα αντιμετωπίσει με σύνεση και συνέπεια. Αυτού του είδους οι νοοτροπίες είναι γνώρισμα μιας κοινωνίας που χάνει τη συνοχή της, και μόνο σφαιρικά μπορούνε να αντιμετωπιστούνε κι όχι ως μεμονωμένα συμβάντα.
Ή αλλιώς.. "στραβός είναι ο γιαλός, ή στραβά αρμενίζουμε;"

24/5/17

σιωπή

Οι λέξεις του ήτανε άτεχνες, τραχιές
οι φράσεις του ασύνταχτες και μπερδεμένες.
Αδυνατούσε η μία σκέψη του να κουμπώσει πάνω στην άλλη,
ο ειρμός χανότανε, μαζί με αυτόν κι ο συνομιλητής.
Εγκλωβισμένος σε αυτή τη θορυβώδη ιδιότυπη σιωπή
ένιωθε να βουλιάζει αργά και σταθερά σε κινούμενη άμμο.
Ώσπου στο τέλος αποφάσισε να σωπάσει.
Κι άρχισε μόνο ν΄ ακούει.. ν’ αφουγκράζεται.
Χωρίς να ρωτά, χωρίς ν’ απαντά, χωρίς να του δίνουνε σημασία.

«Οι λέξεις υπερεκτιμημένες, άχρηστες στο τραγούδι του κοτσυφιού».
Έχοντας βαδίσει τη μισή ζωή του, καταμεσής της ερήμου της σιωπής
 καθώς αγνάντευε την ομορφιά των άστρων, αντάμωσε μια γυναίκα
σιωπηλή όπως αυτός, με λιωμένα παπούτσια σχεδόν ξυπόλητη.
Ολόγυρα από τον αόρατο μανδύα τους βοή, σκιές που κινούνται
στους δρόμους και τα σοκάκια μιας πόλης ανυπόστατης, μακρινής.
Τι όαση τα μάτια της πάνω στα μάτια του, τι όαση τα δικά του!
Δεν είπανε τίποτα, σαν από συνήθεια συνεχίσανε να βαδίζουνε
ολοένα μακρύτερα από την πόλη, ολοένα βαθύτερα στη σιωπή..
Περνώντας την υπόλοιπη ζωή τους, μάταια γυρεύοντας
ν’ ανταμωθούνε ξανά.. από κάποια τύχη.

23/5/17

απουσίες

Μιλούσε με τους νεκρούς όλο και πιο συχνά..
Όχι νεκρούς γνωστούς της, αυτό θα είχε μια λογική εξήγηση - αν και παράλογο.
Μα με άγνωστες υπάρξεις για τις οποίες δε γνώριζε τίποτα.
Πεθάνανε σε αυτό το σύμπαν ή αλλού, πως, και γιατί της μιλάνε…;
Στο τέλος κατέληξε στο, κάπως λογικό συμπέρασμα, πως ίσως να είναι η ίδια νεκρή.
Ωστόσο ανακόλουθες σκέψεις ανατρέπανε το συμπέρασμά της αυτό:
«Αν είμαι νεκρή, πως γίνεται να σκέφτομαι; … ίσως είμαι απλά τρελή»..

Κάτω από το μαξιλάρι της, κρατά πρόχειρο ένα τετράδιο, κι ένα στυλό.
τις νύχτες που ξυπνά από φωνές οικίες πια, βαστά σημειώσεις:
σχέδια, λέξεις, σύντομους διαλόγους -τους μεγάλους βαριέται να τους γράφει..
Το πρωί σηκώνεται κουρασμένη, μα και με μια γλυκιά μέθη στα νυσταγμένα μάτια
από το ολονύχτιο ταξίδι της.. πάει καιρός που κοιμήθηκε μόνη…
Πάει καιρός που κοιμήθηκε και με κάποιον… Το φως την διαπερνά, την καίει
και τη στεγνώνει… Κλειδώνει όλες τις εικόνες, τις λέξεις, τα μονοπάτια
στο πίσω μέρος του μυαλού της, πιάνει τα μαλλιά της αλογοουρά μ’ ένα λαστιχάκι
να μη πέφτουνε μέσα στα μάτια της, φοράει τα πιο φωτεινά και χρωματιστά ρούχα.
Κινείται στον ίδιο χώρο και χρόνο με ανθρώπους που θα έπρεπε να της είναι οικείοι.
Ο σύζυγος, τα παιδιά, η φίλη που χτυπά τη πόρτα ή καλεί στο τηλέφωνο.. χαμογελά.
Το χαμόγελό της είναι θαμμένο πίσω από την τρέλα της, μα κανείς δε το βλέπει..
Είναι παρών, διεκπεραιώνει υποχρεώσεις, χαμογελά! .. Αυτό τους αρκεί.
Τεντώνει το χέρι στο παράθυρο μπροστά, μάταια προσπαθεί να δει τη σκιά της..
Είναι εκεί; Ή το φαντάζεται; Η φουρνάρισσά, ο χασάπης, η ταμίας στο σούπερ μάρκετ
της απευθύνουνε το λόγο, παίρνουνε τα μετρημένα χρήματα από το χέρι της.. Είναι.. ;

Το βράδυ όλα εξαφανίζονται πάλι μέσα σε μια βίαιη ομίχλη που καταφθάνει από παντού.
Δεν χρειάζεται να αλλάξει ρούχα.. αλλάζουνε αυτά για εκείνη, γίνονται μαύρα σα κάρβουνα
κι η παλάμη της, στρόβιλοι από φωτιά… καίγεται από μέσα προς τα έξω, και χάνεται.
Απόλυτα διάφανη, ταξιδεύει από πόρτα σε πόρτα, από δωμάτιο σε δωμάτιο, ως το κρεβάτι.
Κλείνει τα μάτια και περιμένει, τάχα κοιμισμένη , ώσπου να την πάρει αληθινά ο ύπνος…
Ώσπου να γεμίσει το δωμάτιο και πάλι φωνές, παρουσίες, απουσίες... Χαμογελά, δακρύζει,
κεντά τις λέξεις μία μία στο διάφανο εγώ της, στο μαύρο της νύχτας, στη καρδιά..
Κι όλο λιγότερο επιθυμεί να επιστρέψει σε ένα κόσμο πλασμένο από μνήμες..
«Τι θα πει αγαπημένος», συλλογιέται, «αν δεν έχω χέρια, ή αν δεν έχουνε κορμί
να τους κρατήσω σφιχτά στην αγκαλιά μου; Πως να είμαι παρών σε τόση απουσία;»

Κάτω από το άψυχο κορμί στο μαξιλάρι της, βρήκανε ένα μουτζουρωμένο τετράδιο..
Στο τέλος της κάθε σελίδας, τέσσερα ονόματα - το ένα το δικό της…
Και μία κακογραμμένη φράση: «Θα έρθω να σας βρω!.. θα σας βρω!»

Κοιμήσου..

Κοιμήσου συ, αρχόντισσα
μες τα σκουτιά που με περίσσια τέχνη
και περισσότερη από αυτήν αγάπη
από τα ράκη του πολιτισμού
στα μαγικά σου χέρια γίνανε
η πιο αξιοζήλευτη της νύχτας φορεσιά.

Κάθε νήμα ξηλωμένο από φθαρμένες καρδιές,
διπλά κεντημένο να κλείνει πληγές..
Φθονούν τα μάτια τα ματωμένα άστρα
των δαχτύλων σου, το φως τους τ’ αποστρέφει.
Δυο λευκά φεγγάρια οι κόρες σου
φωτίζουν ύστατη φορά τη φθορά του κόσμου.

Κοιμήσου νεράιδα με τις νεράιδες..
Τα μάγια λυθήκανε, λεύτερη ζήσε τ’ όνειρο,
παιδί της άνοιξης , στάχυ του θέρους!
Η αγωνία σου τελείωσε· απέμεινε μόνο η αγάπη.
Στην πρωινή σύναξη ο χρόνος γονατιστός
θα κάψει κάθε κλειδαριά και κλειδί
στο φως του κοριτσίστικου χαμόγελού σου,
παραδίδοντάς σου κάθε πολύτιμο που διαφύλαξες
και την παλαιά σου όψη,
τις φυλακές των κατόπτρων σου θρυμματίζοντας.

22/5/17

σα κιμωλία


Πορεία μοναχική πάνω στον μαυροπίνακα.
Λευκή εκείνη, εύκολα σβήνεται.
Κάτω απ’ τον  υγρό σπόγγο
επάνω στο σώμα του μαύρου πίνακα
 γίνεται τίποτα.
Κι ας ήτανε πριν, στίχοι από ποιήματα,
ατέρμονη ευθεία,
κύκλος μελαγχολικός κι επαναλαμβανόμενος,
εντός εκτός κι επί τ’ αυτά,
κομμάτι κάποιας ιστορίας.

Λευκή η ψυχή της,
φωτίζει στο πιο μικρό άγγιγμά της
τον μαύρο πίνακα.
Για τόσο μόνο,
ώσπου να γίνει πάλι τίποτα….

και λιώνει καθώς δίνεται κορμί ψυχή, σα χιόνι..
Κάποια μουτζούρα κάπου κάπου απομένει
σαν όνειρα που σβήνει το πρωί,
σαν όνειρα που σβήνει η κάθε νύχτα,
σα δάκρυ που πριν κυλήσει
το πίνει η σιωπή.

11/5/17

σταχτη


Λύγισαν τα πόδια.. σχεδόν γονάτισε στη γη και το κεφάλι ακούμπησε τη στάχτη. Στα βλέφαρά του, σκαλώσανε άστρα, ίχνη από τα βήματά της που ξεμακρύνανε... Ήτανε μεσημέρι κι έγινε βράδυ. Η φωνή του κόσμου άλλαζε ώρα την ώρα, φωνές παιδιών που παίζανε σωπάσανε. Τη συναυλία συνεχίσανε νυχτοπούλια. Κι όταν κι αυτά σώπαιναν πια, την ώρα που φως δεν υπήρχε πουθενά, μήτε στη καρδιά του μήτε στον ουρανό, ανεπαίσθητα έσφιξε στο χέρι του τη στάχτη... Κι αυτή σα μόλυνση, διαπέρασε το δέρμα του μπήκε στο αίμα... κι απλώθηκε σ΄ όλο του το είναι.. Φύσηξε αέρας και σκόρπισε.. έτσι απλά.. Και ποτέ δεν ξημέρωσε ξανά γι’ αυτόν