Τη νύχτα που σωπαίνουν οι φωνές
οι κραυγές γλιστρούνε αθόρυβα
από το ταβάνι που τις εκτίναξε η σιωπή
ως τον παλμό,
μιας σμαραγδένιας φλέβας
π’ ονειρεύεται.
Γλιστρούν και πίνουν από τις δονήσεις της
μεθούν και ξεχνάνε πως είναι κραυγές.
Ξεχνάνε αν σε αγάπησα
ή αν σε μίσησα.
Σα ξελογιασμένα κορίτσια
πριν σμίξουνε,
χάνουν τη δύναμή τους
και την κάνουνε δύναμή σου.
Πνοή σου κι όνειρο.
Κι ανοίγεις μεσάνυχτα άξαφνα τα μάτια,
τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα από δάκρυα.
Μα ύστερα,
γυρνώντας αθόρυβα πλευρό
μη ξυπνήσουν,
κλείνεις τα βλέφαρα, ώσπου,
επιτέλους ξανακοιμάσαι.
Κάθε σου ταξίδι στο θάνατο
φαρμακώνει τη ζωή.
Και κάθε που ταξιδεύεις στη ζωή
ξυπνά ένας θάνατος.
Κι απ’ όλες τις αλήθειες και τα ψέματα
ως το πρωί παραμένει το πιο μεγάλο.
Η αμνησία.
Τόσα επιτηδευμένα κενά,
να μη πνίγεσαι.
Μα δε στεριώνει και βροχή στη ψυχή σου.
Ένα ρυάκι εδώ, ένα εκεί…
Ούτε πηλός, ούτε λάσπη,
υποψία μόνο..
Μια ιδέα,
καταμεσής μεσονύκτιου ύπνου.