Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/12/12

Προσευχή κι αγάπη

Ξημερώματα σου γράφω από ψυχής.
Με των ξωτικών τα λόγια σου μιλώ
μα συ κοιμάσαι...
Κι αν μ'ακούς στα όνειρα
δε θα μάθω..
Προσμονή νεκρή έχω μαντήλι.
Μέσα του φώλιασε ένα χελιδόνι
π'αγνόησε το χειμώνα,
κι έμαθε να ερωτοτροπεί με νιφάδες,
μόνο για να είναι κοντά σου..
Πάγωσε η καρδούλα του,
μ'αντέχει,
ψιθυρίζοντας τ'ονομά σου σιγανά
μη τ΄ακούει κανείς..ούτε συ.
Στο μικρό του στήθος,
μια πνοή η Άνοιξη,
κύμα που απαλά αποτραβιέται
στη θάλασσα
όπου κοιμούνται τ' άστρα,
που σκεπάζουνε τα βλέφαρά σου...
Προσευχή ο κάθε χτύπος,
αγριολούλουδα μπολιάζει
την ανάσα σου...
Ψαλιδίζει φτερουγίζοντας
σα χάρτινα
εφιάλτες και φόβους...
Σχίζει στα δυο το σκοτάδι
σα μετάξι
λευτερώνοντας το φως,
το κορμί σου να στέψει
βασίλειο της ψυχής,
καθώς ένδυμα ομορφότερο
από τη γύμνια σου
δεν υπάρχει...

Στα λευκά σου στήθη ανάμεσα
ξεκουράζεται κάθε αυγή
τυλιγμένο το φως σου,
χωρίς προσμονή.
Προσευχή και αγάπη...
Ένα μικρό χελιδόνι
π'αγνόησε το χειμώνα
και φύλαξε πνοή της Άνοιξης
να μπολιάζει τα όνειρά σου.

Δεν είναι άγγελος.
Δεν έχει τα πιο δυνατά φτερά..
Δεν έχει αθάνατη ψυχή.
Δεν έχει όνειρα ούτε θέληση
να πετάξει πέρα μακριά
σε κάποιο ολάνθιστο τόπο
που ο ήλιος είναι ζεστός,
επίσημος ακόλουθος της Άνοιξης..
Μόνο προσευχή κι αγάπη.
Για σένα..

ξημερώματα γράφω... κι η ψυχή μου
πεταρίζει τόσο αθόρυβα κοντά σου...
Πνοή αφήνει της Άνοιξης στα χείλη
στα στήθη σου την αγάπη μου..
Προσευχή στο Θεό...να σε φυλά.

17/12/12

και λες..

Όλο ο χρόνος σου θυμώνει κι όλο κλαις
τα λάθη σου και τις χαμένες ευκαιρίες.
Ποιος το σχεδίασε αυτό το παράμύθι
με αλήθειες χάρτινες, το δάκρυ σου μολύβι..

Κι όλο κυλάει ο καιρός κι όλο λες:Θ'αλλάξω.
Μα έχει ριζώσει η καρδιά κάτω από τα πόδια
κι όσα αγάπησες κρατούν στο χώμα την ψυχή σου..
Περνούν φεύγουν τα σύννεφα μα η ζωή ξεμένει.

Και λες : Θα γράψω, θ'αποδράσω...
ως το πρωί θα ταξιδεύω μακριά
να φτάσω τ'άστρα.

Μα σχίζει το μολύβι τα χαρτιά..
βουβές οι λέξεις..
μουτζούρα η ζωή.

15/12/12

Ποια τιμωρία

Ποια τιμωρία Αθάνατων την μοίρα μας βαραίνει
και για ζυγό μας φόρεσαν φτερά μες την καρδιά.
Κι ενώ ψηλά αυτή πετά,  η σάρκα μας σαπίζει
σκουλήκι πάνω στο καρπό, που ο θρήνος κυβερνά.

Μιας πεταλούδας τα φτερά μα της αγάπης μοίρα
μήτε σε γη, μήτε ουρανό,  νά’ χουμε αναπαμό.
Λιγόζωη νά’ ναι η χαρά κι ατέρμονη η λύπη,
όταν χαλάει το κορμί, η ψυχή να μη ξεχνά.

Μα μες το μαύρο ποταμό το φως της νέας ζήσης
να’ ναι μια δύσης γέννημα, υπόσχεση παλιά.
Κι ώσπου να βρουν τα δύο κορμιά την όμοια ψυχή
να’ χουν τσακίσει τα φτερά στη σκοτεινή τη γη.

Μία γραμμή η αλήθεια μας, κάτοπτρο που ορίζει
κι ούτε ζωή ούτε θάνατος, αλήθεια κυβερνά.
Μόνο αθάνατη φωτιά που καίει τα κορμιά μας
το ίδιο όπως τις ψυχές.  Κι ο νους δε την χωρά.

Μικρή Σελήνη

Μικρή σελήνη η καρδιά σου
στα δυο μου χέρια ανάμεσα.
Φεγγοβολούν στο αίμα μου οι παλμοί σου..
Με ένα κρίνο της θάλασσας
την μοναξιά σου ορίζω φυλακή μου.
Το παλάτι μας σκόρπισε άνεμος..
ποιο νόημα
να χτίζουμε πάνω στην άμμο,
κάτι λιγότερο ή περισσότερο,
από ένα λουλούδι;
Γεννημένο μια κρύα νύχτα από φως
της σελήνης που ονειρεύτηκε...
Τα χέρια μου.. ή την καρδιά σου...
Σμίγοντας τα δυο μας όνειρα
η θάλασσα θα μικρύνει τόσο,
που θά ρθει να κουρνιάσει
στην αγκαλιά τους..

Από μοναξιά γεννήθηκε ο κόσμος..
Από μοναξιά ο παράδεισος κι η κόλαση..
Και κάθε που σμίγουν και σβήνουν
η μια μοναξιά μες την άλλη,
γεννιέται ένας Θεός, ανυπέρβλητος..

12/12/12

ΑΤΙΤΛΟ

Θα λυγίσουνε σαν καλάμια
ν' αντέξουνε τον άνεμο..
Θα πετρώσουνε τα δάκρυά τους
και μέσα σ' ένα κομμάτι πάγο
θα κρύψουνε την καρδιά τους
μη ματώνει...

Μα η καρδιά τους ματώνει.
Θα μάτωνε κι αν ακόμα
την σκεπάζανε αιώνιοι πάγοι.

Προσπαθούν μέσα στην οργάνωση
των εκκρεμοτήτων τους,
να ξεχάσουνε εκκρεμότητες ψυχής.
Όμως εκείνες φτερωτές σαν Ερινύες,
κι όπως το γελαστό φως της Αυγής,
κι όπως το απαλό της Σελήνης φως
έχουν τον τρόπο να κυριαρχούνε
στις μέρες και τις νύχτες τους.
Φτερουγίζουν μπρος τα μάτια τους
ακόμα και με κλειστά τα βλέφαρα
τις πιο ανύποπτες στιγμές...
Κι η ψυχή δακρύζει...
Κι είναι ευλογία για τους Δαίμονες
πως τα δάκρυά τους δεν κυλάνε,
γιατί θα κατακλύζανε τον κόσμο
και στη θέση του θα γεννιότανε
ένας κόσμος καινούργιος.

Καινούργιος σα τα παιδιά,
ανέμελος σα τη ζωή μιας πεταλούδας,
και τόσο εφήμερος που το αιώνιο
ν' αδυνατεί να τον πληγώσει...
Στο τέλος της κάθε μέρας
τα παιδιά θα πηγαίνουνε
με ένα πλοίο ταξίδι στ’ άστρα της νύχτας.
Και το πρωί θα ξυπνάνε πάλι παιδιά...
ανυπόμονα, γεμάτα αγάπη και περιέργεια.

10/12/12

Φύλλο






Σε ενα φύλλο τη σιωπή μου κλείνω.
Στον άνεμο να εμπιστευθώ τη γύμνια μου.
Τον άνεμο να ορίσω ταξιδευτή της ελπίδας.
Μη δω τα όνειρα να θρυματίζονται αταξίδευτα.

Πάνω στο φύλλο ακουμπώ την ψυχή μου..
Το ύστατο της αγάπης μου φιλί.
Μια πνοή..μια ανάσα...
Να ελπίζω.

Πως κάποτε θα σε φτάσω.
Καθώς τα φτερά σου θ΄ανοίγουν τον άνεμο.
Χάδι, ευχή και δύναμή σου.

σύγχρονοι τάφοι

Τους ανθρώπους δε θα τους θάβουμε πλέον στο χώμα.
Μα σε μαλακούς καναπέδες... με ένα παράθυρο για θέα.

Κι αν τα σπλάχνα το χώμα ζητούν, κι αν η ψυχή
τον καρπό της ζητά να δρέψει ένα πτηνό ή ένα χέρι,
η θέληση γλυκά μουδιασμένη, ίσα ακουμπώντας
στις άκρες των δαχτύλων το νερό της μνήμης,
όπως αυτό λιμνάζει σιωπηλά στου καναπέ το πλάι
ως κάτοπτρο.... Μα τα μάτια κοιτούν το παράθυρο..
Το φως που μπαίνει.. αποθαρύνοντας το βηματισμό
προς το σκοτεινό, υγρό, παγωμένο από την γύμνια του άγνωστο.
Έτσι πεπερασμένη μένοντας η γνώση.. κι ο εαυτός τους.

5/12/12

ατιτλο

Πάνω στον καθρέφτη του
μια κρούστα από χειμώνα.
Με το βλέμμα ζητά ένα καράβι
να τον πάει πέρα από τον ορίζοντα.
Μ'αθόρυβα απλώθηκε ως την καρδιά
ο παγετός. Διπλώσαν τα φτερά.
Τα μάτια του σκέπασε ένας μαύρος ύπνος.
Κι η ψυχή χωρίς να θέλει συγκινείται
κι απ΄τόν βυθό της σπαρταρά.

Αυτή π΄αγαπά κατοικεί πιο μακριά
κι απ' του ουρανού τ'αστέρια.
Πιο χωρισμένα τα κορμιά τους
από την φωτιά και το νερό.
Σαν ηλιοτρόπιο, Εκείνη,
όταν λυγίζει προς τον ήλιο
χορεύουνε πεταλούδες γύρω της, οι έρωτες.
Κι όλα είναι κάλεσμα κι όλα πόνος.
Γιατί αυτή π' αγαπά, κατοικεί πιο μακριά
κι απ΄του ουρανού τ'αστέρια.

3/12/12

Δε σε γνωρίζω πια


Δε σε γνωρίζω πια.
Το πρόσωπό σου έγινε εικόνισμα
στοιχειωμένων ονείρων.
Τα μάτια σου μυστικά περάσματα
για εκεί που πίνουν τα ελάφια νερό
χωρίς φόβο
δίπλα στον άνθρωπο και τον λύκο.
Η υπόστασή μου μία σκιά, καπνός
που χάνεται τις νύχτες με πανσέληνο
στα δάση τ’ ουρανού
γυρεύοντας καρφωμένα άστρα
στην καρδιά του νεκρού πρίγκιπα.
Την μέρα θα έρθουνε τα κοράκια
ήρεμα να γευματίσουνε απομεινάρια ευχών.


Όχι, δε σε γνωρίζω.
Συ ζεις στον αληθινό κόσμο
και γω στον κόσμο π’ αποκαλώ αληθινό.
Οι αλήθειες μας δεν ανταμώνουν..
Φοβάται η μια την άλλη.
Κι έτσι κοιτώ τα μάτια σου με κλειστά τα μάτια
κι εσύ, το μόνο που βλέπεις
είναι το αδιέξοδο των ονείρων μου.

Οι λέξεις μου πτηνά,  κρύβονται μη σε τρομάξουν
στα δάση που στοργικά σκεπάζουν την πριγκιπική σωρό.
Τα φτερουγίσματά τους και τις φωνές καλύπτει ο αγέρας
ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα…
Κι ο χτύπος της καρδιάς σου…
που νανουρίζοντάς σε σου λέει: «σώπα..σώπα.. σώπα!»
Μη πονέσει η ψυχή σου από το δυνατό φτεροκόπημα.
Γιατί η ψυχή σου είναι πουλί, και ξέρει
πως η φωλιά της τροφή έγινε στα κοράκια.
Σφιχτά αγκαλιασμένες παλεύει να σώσει η μια την άλλη.
Κι επαναλαμβάνει η ψυχή το βουβό κλάμα:
«σώπα… σώπα..»

Κι αν σε γνώριζα, δε σε γνωρίζω πια.
Στο βαθύ των ονείρων μου δάσος θάφτηκα.
Κι έδωσα την καρδιά μου τροφή στη σιωπή.
Μην ακούς τα φτερουγίσματα που κράζουν: «Έλα!»
Κι  όταν ξεχάσει η καρδιά, γαλήνια
να κοιτάς τις νύχτες τα άστρα.
Χωρίς ν’ ανησυχείς πως τρυπάνε την καρδιά
κάποιου που σε λάτρεψε…

2/12/12

Αγάπη

Ένα χέρι που έρχεται, ή ένα χέρι που φεύγει..; Λευτερώνεται; Μερικές φορές η αγάπη είναι τόση, που.. η αίσθηση ίδια.