Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

28/2/08

Παραμυθάκι..

Στις άκρες των δαχτύλων,
χρυσόσκονη από του χρόνου
το κέντημα,
κι ότι άγκίζεις ή κοιτάς
κάτι δικό του έχει πια
να διηγηθεί.
Και ματώνει το βλέμμα,
το πληγώνει ο ήλιος με το φως του
η νύχτα με τις απουσίες της....
Σε ένα ξέφωτο, βρήκες δυο σκάλες.
Η μία ψηλά στα ουράνια σε ανεβαζε
αν ήθελες,
η άλλη βαθιά στην γη .
Δρόμος άλλος κανένας,
μόνο από δω ως τα πίσω
και πάλι μπρος.
Κι αν πέσω από εκεί ψηλά;
Κι αν μείνω εκεί κάτω;
Ριζώσανε τα πόδια σαν τα δέντρα.
Η καρδιά φώναζε:
"εγώ είμαι πουλί, αφήστε με να πετάξω!"
Κι η λογική την τιθάσευε.
" Στο δέντρο είναι η φωλιά σου,
είσαι ασφαλής εδώ."
"Μα τα χέρια δεν γίνεται να είναι
κλαδιά! "
φώναζε η καρδιά.
Τα πράσινα φύλλα τυλιγόντουσαν
γύρω από τις φωνές της
καθησυχαστικά.
Κι όλο και λιγότερο άκουγε πια
η λογική την καρδιά.
Στο τέλος ένιωσες κούτσουρο βαρύ.
Πονέσανε τα άκρα από την ακινησία
και τα μάτια σου ρόζοι παλιοί.
Αιώνες φυσήξαν και τα στράβωσαν.
Κι όρθια υπόμενες.
Κλεψύδρα αίματος που χάλασε.

Και τότε ήρθε κι ο χειμώνας.
Δεν είχες πια πράσινα ή κίτρινα φύλλα.
Γυμνή, ανήμπορη,
σε πόναγε η κάθε νιφάδα.
Ο ξυλοκόπος φάνηκε στην άκρη του δάσους,
γιατί σαν εσένα πολλοί άνθρωποι ριζώσανε.
Τώρα θα με κόψει, σκέφτηκες,
μα δε τό κανε.
Και κάθε τσεκουριά που σε κορμό άλλο
στερούσε την ζωή,
ανακούφιση έφερνε.
Όταν όλα τα δέντρα πέσανε,
το πουλί λεύτερο πέταξε
τρομαγμένο από τις φωνές σου...

Blogοπαίχνιδο!

Στο παιχνίδι αυτό με καλέσανε η Ελένη L.N.E. και η Penthesileia.
Το παιχνίδι έχει τους παρακάτω όρους:
1. Πιάσε το βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά σε σένα.
2. Άνοιξε το βιβλίο στη σελίδα 123
3. Βρες την πέμπτη σειρά.
4. Ανάρτησε τις επόμενες τρεις παραγράφους.
Πάμε λοιπόν:

Το πρώτο βιβλίο που βρήκα, ήτανε "Ο κήπος του προφήτη"του Χαλίλ Γκιμπράν εκδόσεις Μπουκουμάνης. ... Τίποτα! Η 123 πέφτει πάνω σε μια λευκή σελίδα, που επαναλαμβάνει τον τίτλο του βιβλίου.
Δεν πειράζει, πάμε λοιπόν στο επόμενο. "Η ΜΟΜΟ" του Μιχαέλ Έντε εκδόσεις Ψυχογιός:

"Η Μόμο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τίποτα από αυτά περπατούσε πίσω από τη χελώνα σαν σε όνειρο με ανοιγμένα διάπλατα τα μάτια της. Διέσχιζαν μεγάλες πλατείες και δρόμους ζωηρά φωτισμένους.Αυτοκίνητα έρχονταν σαν μανιασμένα ξοπίσω τους και τους προσπερνούσανε.Περαστικοί σπρώχνονταν γύρω τους, κανείς όμως δεν πρόσεχε το παιδί με τη χελώνα.

Και δε χρειάστηκε ούτε μια φορά να παραμερίσουν για κανένα, κανένας δεν τους έσπρωξε ποτέ, κανένα αυτοκίνητο δεν αναγκάστηκε να φρενάρει για χάρη τους. Ήταν σαν να ήξερε με απόλυτη σιγουριά από πριν η χελώνα ποια ακριβώς στιγμή δε θα περνούσε αυτοκίνητο, ποια στιγμή δε θα ερχότανε κανένας πεζός. Κι έτσι δε χρειάστηκε ούτε να βιαστούν ούτε και να σταματήσουν για να περιμένουν κάτι ή κάποιον . Και η Μόμο άρχισε να απορεί πως μπορούσε κανείς να περπατάει τόσο αργά κι όμως να προχωράει τόσο γρήγορα.

Όταν ο Μπέπος ο Οδοκαθαριστής έφτασε επιτέλους στο αρχαίο θέατρο, ανακάλυψε, προτού ακόμα ξεπεζέψει, στο αδύναμο φως της λάμπας του ποδηλάτου του, τα πολλά χνάρια από λάστιχα αυτοκινήτων ολόγυρα στα χαλάσματα. Παράτησε το ποδήλατό του πάνω στα χορτάρια κι έτρεξε στην τρύπα στον τοίχο."

Καλώ αν έχουν τον χρόνο και θέλουνε:
Την Aliki, Την Μαργαρίτα, την Rip 1708, την Νοτα την Angie fou και την Μάνια.

25/2/08

Το μυστικό

Ο άνεμος είχε απαλύνει. Το μαστίγιό του δεμένο πια στην ζώνη, Ιππότης αληθινός, γλυκά στράγγιζε την αλμύρα από το μάγουλό της. Τα μαγουλά της πυρωμένα, σα να την είχανε χαστουκίσει. Σίγουρα είχε πυρετό, γιατί τα χείλη ήταν ξερά και κατακόκκινα. Στεκότανε πάνω στην πεζογέφυρα. Από εκεί ψηλά, όλο τον κόσμο αν ήθελε έβλεπε. Μα εκείνης τα μάτια, θαμπά ακόμα, τίποτα από όλα αυτά δεν κοιτούσε.

Ήταν ένα μικροσκοπικό κοριτσάκι, σαν τα κοριτσάκια των παραμυθιών, όπως ένιωθε. Και τώρα είχε συναντήσει ως άλλη κοκκινοσκουφίτσα τον δικό της κακό Λύκο. Το πρόβλημα είναι πως κανείς δεν πίστευε στον κακό Λύκο πια. Κι όταν προσπάθησε να μιλήσει, της απαγορεύσανε να πει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε άλλον. Την είπανε ψεύτρα, ανήθικη, κακομαθημένη. Ο πατέρας της την πήρε παράμερα... της μίλησε για ένα κακό όνειρο, για κάτι που δεν έγινε ποτέ.Που αν δεν το έλεγε, θα παράμενε ένα κακό όνειρο που πέρασε, μα αν μιλούσε περισσότερο, το κακό όνειρο θα γινότανε εφιάλτης. Όλοι θα ήξεραν , κι αυτό θα τους στοίχιζε την ήρεμη ζωή, θα τους κηλίδωνε με ντροπή. " Ακόμα κι έτσι να ήταν", της είπε στο τέλος, "που δεν είναι, τι νομίζεις πως θα γινότανε; Θα έπρεπε να το αποδείξουμε".
Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο μόνη, τόσo απροστάτευτη. Εκείνη ήξερε... Κι όταν τον ξανασυναντούσε δεν θα το άντεχε με τίποτα. Έτρεμε το μικρό κορμάκι της, από τρόμο.

Οι εφημερίδες γράψανε για ένα κοριτσάκι, που γλίστρησε παίζοντας από την γέφυρα. Ήτανε μόλις δώδεκα χρονών. Εκείνη την Κυριακή, είχε ως συνήθως φύγει από το σπίτι της για να πάει στο κατηχητικό. Ο παπά-Κώστας, σεβάσμιος άνθρωπος, πάντα γλυκόλογος και θεοσεβούμενος, ήταν ο τελευταίος που την είδε πριν γυρίσει στο σπίτι.. Και διαβεβαίωσε πως όλα ήτανε καλά. Οι γονείς, τίποτα δεν γνωρίζανε, κι έτσι ήταν σε όλους φανερό, πως πρόκειται για ατύχημα.

Στην κηδεία, οι γονείς θέλανε να καλέσουνε άλλον παπά. Οι γείτονες αντιδράσανε. "Άλλο παπά από τον Παπά Κώστα! ; ...ντροπή! Τον είχε και κατηχητή, το πουλάκι μου!", είπε η πιο ανακατώστρα από αυτές. Όμως άλλος παπάς δεν ερχότανε... η περιοχή αυτή ανήκε του παπά Κώστα. Δεν ήτανε και ώρα ετούτη για περισσότερα...

Το μικρό φέρετρο, μπήκε στο ναό το πρωί. Την ώρα που το περνάγανε από την πόρτα, σα να βάρυνε απότομα, κι ο ένας από τους τέσσερις που το μεταφέρανε λίγο έλειψε να χάσει την ισορροπία του. Προφανώς τον δυσκόλεψε το σκαλοπάτι. Γιατί στην συνέχεια τους φάνηκε πολύ ελαφρύ. Ένα φτερούγισμα έσκισε την ησυχία του ναού... Ένας μικρός σπουργίτης, που τρόμαξε από τον κόσμο και το έσκασε από το ανοιχτό παράθυρο. "Αλίμονό μας,αν τα πουλιά βρίσκουν και μπαίνουνε μέσα", σκέφτηκε ο καντηλανάφτης.

Ο μικρός σπουργίτης, συνέχισε να πετάει, μέχρι που χάθηκε στο φως.

23/2/08

Άτιτλο

Τις αποδείξεις οι άπιστοι ζητάνε
αυτοί που θάνατο και ζωή
συνεχώς αμφισβητούνε.
Τίποτα δεν θα πω, και γω ακόμη
στην επόμενη στροφή θα σε ξεχάσω.
Κλειδιά που ξεκλειδώνουν
των άλλων το σκοτάδι,
δε τα θέλω.
Αρκετό έχω μέσα μου για να ταφώ.
Μου περισσεύει.
Μαζί μου μπορώ
κι άλλους πολλούς να θάψω..

Κι αν μια γραμμή,
σε αυτή την κατάβαση χάραξα,
σχοινί δεν είναι.
Μου κόστισε τα νύχια και τα δόντια.
Άοπλο με άφησε
αόρατο σε εχθρούς,
κατάρα στους φίλους.
Το "σε αγαπώ"σαν σταυρό καρφώσανε
στην καρδιά μου,
και τώρα περιμένουνε απάντηση...
Μα από την σιωπή μου,
άλλη,
δεν θα λάβουν.

21/2/08

Άτιτλο.

Μια επιστολή απόψε θα σας γράψω,
το πιο μεγάλο μυστικό μου να σας πω.
Λίγο μελάνι επάνω της θα στάξω
και ένα σταυρό μονάχα θα χαράξω.

Ένα πουλί θα κράξω , νυχτοπούλι
μαύρα φτερά,
τα μαύρα τα μαντάτα να σας φέρουν.
Σε ένα μαντήλι διπλωμένα απαλά.

Μες τη γιορτή του κόσμου
θα πετάξει,
αθόρυβα θα μοιάζουν τα φτερά.
Κανείς την επιστολή δεν θα διαβάσει
θα διπλωθεί με τα ρούχα τα παλιά.

Νικόλαος Παπανικολόπουλος


Ένα πουλί σου λέω είν’ οι φίλοι
μες στο κλουβί να μένουν δε βαστούν
μοιράζουνε τα χρώματα του Απρίλη
σ΄ εκείνους που την Άνοιξη ζητούν.

Κοίτα λοιπόν στα μάτια μου το δείλι
έλα κι εγώ στα άσπρα θα ντυθώ
Και στην επιστολή που μου ΄στείλε
το μαύρο νυχτοπούλι
θα γράψω το στερνό μου “σ΄ αγαπώ”

Και σαν θα ξεδιπλώνω το μαντήλι
θα βρω κρυμμένα μέσα τα φτερά
στα πόδια σου θα αφήσω μια σελήνη
όταν πετάς να ΄έχεις συντροφιά.

L.N.E (ΕΛΕΝΗ Γ.)

20/2/08

Άτιτλο

Ανάμεσα στον ουρανό και την γη
γυμνό το κλάμα των παιδιών
που ανεπιθύμητα βρεθήκανε.
Τα αστέρια αγκάθια μυτερά
και η γη παγωμένη όσο δεν πάει.
Εκεί σάλεψε για πρώτη φορά το πλάσμα,
μορφή άγνωστη, δύναμη ανεξήγητη
που τα κορμιά έντυσε με μανδύα εκδικητών
και στις ψυχές ξεκίνησε πόλεμο
κυριαρχίας.
Το πλάσμα δεν κράταγε σπαθί, δεν είχε ασπίδα.
Απλωνότανε σα μαύρη κηλίδα,
όλα τα κατάπινε στο πέρασμά του...
Σπίτια, χρυσό, υπόληψη...
Τα χέρια μένανε ακατοίκητα,
δίχως έργα για να πράξουνε,
και σα του Μίδα την κατάρα
στις χειραψίες μετέδιδαν την απελπισία.

Η φωνή των ανθρώπων κομματιασμένη
φυλακισμένη σε μικρά μικρά κουτάκια.
Οι πόλεις αλωθήκανε εκ των έσω...
Σκηνές αλλοφροσύνης δεν υπήρξανε,
την ύστατη στιγμή πριν το τέλος
η βοή της τηλεόρασης αποπροσανατόλιζε
ακόμη.
Και ο καθρέφτης την ταραχή έκρυβε
στην βιάση του άγχους .
Η κοινωνία των μυρμηγκιών ως το τέλος
τους ρόλους ξεκάθαρους είχε.

..

Με σιωπή έντυσες τα βήματά μου,
στο ματωμένο σου εγώ έβαψες τη σιωπή
αγνοώντας τον νεκρό που σε κοίταγε..
.
Από τις παντούφλες σου, μέχρι τα μαλλιά
αναρριχήθηκε το αίμα σα φόβος,
τα χέρια σου έκοψε ψηλά από του ώμους...

Μια φωτογραφία σου ξεχασμένη, υπάρχει ακόμα,
ένα γιατί μετέωρο σαν αράχνη στις άκριες των χειλιών,
όταν τα βλέμματά μας συναντιούνται αφηρημένα...

Ακόμα η αγάπη παλεύει με τον ιστό,
έντομο, πεταλούδα πολύχρωμη που σπαρταρά.
Σύννεφο τα μάτια, μα δε θα βρέξει....

19/2/08

Ιστορία απλή..

Το μακρύ Παλτό, έκρυβε όλες τις αδυναμίες του. Τον έκανε να μοιάζει ψηλότερος, πιο άνετος, λιγότερο εκτεθειμένος. Τα χέρια τα βάσταγε στην τσέπη, όπου μπορούσε να παίζει με τα δάχτυλα δίχως κανένας να καταλαβαίνει την αμηχανία του. Γύρω του όλοι κρυώνανε.... εκείνος ακόμα ζεστός. Το κρύο δεν μπορούσε εύκολα να εισχωρήσει στο παλτό του.
Το νιαούρισμα μιας γάτας τον ξάφνιασε ευχάριστα. Έκανε ένα βήμα πίσω, για να έχει καλύτερη θεώρηση του χώρου, κι είδε μια μαύρη γάτα να πηδάει από τα κεραμίδια ενός ετοιμόρροπου κτηρίου, και να τον πλησιάζει. Η γάτα ήρθε και με σηκωμένη την ουρά και το τρίχωμα, τρίφτηκε επάνω του. " Θα με γεμίσει τρίχες", σκέφτηκε. "Άπιστες οι γάτες, σαν τις γυναίκες, σαν κάποιες γυναίκες".  Συνέλαβε τον εαυτό του να ταυτίζεται με τον χαρακτήρα που απέδιδε στην γάτα, γοητευτικό, αλλά και συνάμα ενοχλητικό πολύ. Με τα πόδια του την έσπρωξε μακριά, μα κείνη πείσμωσε, νιαούρισε πιο δυνατά, και πάλι πλησίασε. Για να την χαϊδέψει, μήτε λόγος. Πολύ το κρύο!

Η πόρτα επιτέλους άνοιξε... "Τι θέλετε;" Τον ρώτησε μια γηραιά κυρία. Ήταν λεπτή, σα να την είχε κι όλας στραγγίξει ο χάρος. Τα χέρια της τρέμανε και δίχως άλλο όλος αυτός ο χρόνος της αναμονής της ήταν απαραίτητος, για να σύρει τα πόδια της ως την πόρτα... Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά της θαμπά, σχεδόν άσπρα μάτια. Μα το έκανε με τρόπο που να μην κοιτάει την ψυχή. Η μαύρη γάτα, βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στο σπίτι. Ίσως αυτό από την αρχή να ήθελε, καθόλου αθώο λοιπόν το νιαούρισμά της. Πήρε ανάσα:  "Είστε η κυρία Τάδε του κύριου Τάδε;" "Δεν θυμάμαι ποια είμαι", πήρε την συμφορητική απάντηση. Γύρω είχαν μαζευτεί σε μικρή απόσταση κόσμος, γείτονες προφανώς. Γύρισε προς εκείνους... "Εδώ δεν μένει η κυρία Τάδε του Τάδε;" Μικρό σούσουρο.... "Μου είπανε να παραδώσω αυτό το ένταλμα σε αυτό το σπίτι..." Κι από την τσέπη του παλτού του έβγαλε μία χαρτοταινία, κι άρχισε να το κολλάει στην πόρτα. Η γριά κυρία, αμίλητη τον κοίταγε.... "Εγώ ξέρω που μένει τώρα αυτή που ζητάτε"... Γύρισε και κοίταξε απορημένος. Ήταν ένα κορίτσι, γύρω στα δεκαεννιά - είκοσι χρονών. Θα μπορούσε να είχε φύγει τότε, άλλωστε η παράδοση είχε ολοκληρωθεί κατά το γράμμα του νόμου. Όμως το κορίτσι μίλησε με σιγουριά μεγάλη και το κυριότερο, ήτανε πολύ όμορφη! "Είναι εδώ κοντά;" ρώτησε τάχα ασυγκίνητος από την ομορφιά της, αρκετά αυστηρά. "Δεν έχω χρόνο για χάσιμο"... "Εδώ παραδίπλα, σας λέω, πολύ κοντά" Δίστασε, απόρησε μήπως δεν ήτανε φρόνιμο να παρακάμψει την διαδικασία. Μα την απάντηση την βρήκε στα μάτια της... "Μπορείτε να με πάτε τώρα; " "Μα φυσικά.." Σούσουρο απλώθηκε ανάμεσα στους λιγοστούς περίεργους του περίγυρου... Ποιο ήταν αυτό το κορίτσι, τι ήξερε που εκείνοι χρόνια αγνοούσαν, και ποια αυτή η τρελόγρια που χρόνια τώρα, στοιχειώνει την φτωχή μα χαρούμενη γειτονιά τους με σιωπή και θλίψη; Μα στο μεταξύ, ο Άγνωστος Κύριος με το παλτό, κι η νεαρή με το χρωματιστό φουστάνι και την εκρού, πλεχτή ζακέτα, είχανε κι όλας αναχωρήσει...

Ο Άνδρας είχε συνηθίσει να μην γελάει εύκολα, λόγο της εργασίας που χρόνια τώρα έκανε... Ήτανε γύρω στα τριανταπέντε, μοναχικός, δύστροπος χαρακτήρας... Φοβισμένος θα έλεγα.. Φοβότανε την μοναξιά μα τους ανθρώπους περισσότερο. Η στάση του μόνιμα επιθετική. Δεν ήταν από εκείνους που θα κορτάρανε εύκολα, ή που θα τον πρόσεχε κάποια. Πιο πολύ έδινε την εντύπωση της σκιάς ενός άνδρα,  κι αυτό τόνιζε περισσότερο το παλτό που φόραγε, καθώς χανόντουσαν σε μικρά σοκάκια με την άγνωστη οδηγό του. Στο τέλος, ρώτησε κοφτά. "Εσύ ποια είσαι; Κάποιος δικός της;" Η κοπέλα δεν απάντησε μόνο σήκωσε το χέρι... "Να, εδώ σε αυτό το σπίτι!"... Δεν πίστευε στα μάτια του... "ένα μισογκρεμισμένο ερείπιο. "Με κοροϊδεύεις λοιπόν;" Αγρίεψε η φωνή του... "Εδώ δεν μένει κανείς! Το βρίσκεις αστείο;" Το κορίτσι τρύπωσε στα χαλάσματα.. Περίεργο, δεν ήταν κοπέλα πια.. Πως λάθεψε τόσο πριν; Αναρωτήθηκε αν τον έχει τρελάνει η μοναξιά... Το κορίτσι μπροστά του είναι δεν είναι δεκατεσσάρων χρονών... "Στάσου!" φώναξε, μα την είχε χάσει από τα μάτια του. Έφτασε ως εδώ, τι είχε να χάσει; Τρύπωσε κι αυτός. Όλα είχανε σκεπαστεί από το χώμα του χρόνου... Καμιά πατημασιά, μήτε της μικρής... Αδύνατον! Την είδε να μπαίνει μέσα! Στο καλό! Κι εδώ σίγουρα δεν μένει κανένας.

Κανονικά θα έπρεπε να είχε φύγει τότε... μα όλη αυτή η αφύσικη κατάσταση, τσίγκλησε την περιέργειά του όσο δεν πάει... Κράτησε την αναπνοή του να ακούσει κάποιο θόρυβο. Και τον άκουσε. Ερχότανε από πάνω, τρίξιμο ξύλου, πατημασιές... Μπροστά του μία σαπισμένη ξύλινη σκάλα. Μόνο ένας άνθρωπος πολύ ελαφρύς θα τολμούσε να την ανέβει. Μα τότε είδε στα σκαλοπάτια τις πατημασιές του μικρού κοριτσιού. "Έλα! Εδώ είναι", άκουσε την φωνή της να τον καλεί. Μα ήταν και κάτι άλλο. Προσεχτικά, και δρασκελώντας ήσυχα τα επικίνδυνα σκαλοπάτια, ανέβηκε. Η μαύρη γάτα στεκότανε στο απέναντι παράθυρο από την σκάλα,  δίχως νιαούρισμα, ατάραχη και ξαπλωμένη. "Αυτή που είδες, ήταν η αδελφή μου, είπε το μικρό κορίτσι. Όταν πέθανα, θα έχανε την σύνταξη που έπαιρνα, και δεν θα είχε τίποτα για να κρατηθεί στη ζωή. Μέχρι τώρα τα κατάφερε μια χαρά, μα τώρα στο τέλος, τα έχει πια χάσει...Δεν θυμάται πως εγώ δεν είμαι εκείνη. Μα ούτε για τούτο σίγουρη πια είναι. Εκεί, στο μπαουλάκι το μικρό, εκεί βρίσκομαι. Εμένα ζητάς, η αδελφή μου δεν έκανε ποτέ κανένα κακό.. Δικός μου άντρας ήτανε, βάναυσος και κακός... Όλα μπορούσα να τα ανεχθώ, ήμουνα έτοιμη για τούτο από όταν έπαιζα με τις κούκλες. Μονάχα ένα δεν άντεξα.... Αλλά αυτά είναι παλιές ιστορίες... Τώρα κατηγορούνε την αδελφή μου για έναν πολύ παλιό φόνο, μα εδώ μέσα θα βρεις ότι χρειάζεται για να τους πεις την  αλήθεια."  Όση ώρα άκουγε το κορίτσι, έψαχνε με τα μάτια του να βρει την φωνή, φωνή που όλο και σκλήραινε. Δεν τα κατάφερε.  Τα πατήματα της κοπέλας σταματούσανε μπροστά στο μπαούλο. Έκανε να φύγει, η όλη κατάσταση τον είχε τρομάξει. Και τότε είδε την γάτα, να τυλίγεται στα πόδια του νιαουρίζοντας, ενώ, ξανάκουσε την φωνή να τον καλεί να πάρει το μπαούλο.  Γύρισε λοιπόν, με απόφαση , πήρε το μικρό μπαούλο, και σχεδόν πετώντας, ξαναβρέθηκε στον δρόμο.

Το μικρό μπαούλο, είχε ένα πακέτο γράμματα, μία παλιά ταυτότητα, και φωτογραφίες.... Το δίχως άλλο αποδεικνύανε το ποια πραγματικά ήτανε η γηραιά κυρία, αυτό που και η ίδια αγνοούσε. Στην αρχή σκέφτηκε να το πάει στη αστυνομία, μα θα έπρεπε να εξηγήσει πολλά, κι έπειτα, τότε σίγουρα θα της κόβανε την σύνταξη... Ένα τόσο παλιό έγκλημα, είναι πιθανότατα απλά μια κηλίδα στα χαρτιά, δίχως συνέπειες πραγματικές. Έτσι τον βόλευε να νομίζει.  Το αληθινό σοκ όμως ήρθε όταν έμαθε όλη την αλήθεια, αυτή που τον έκανε σαν είδε την μαύρη γάτα στο παράθυρό του να τον κοιτάζει, να κάνει ένα δέμα το μικρό μπαούλο, να γράψει μία σύντομη επεξηγηματική επιστολή, και να το στείλει ταχυδρομικά στην Αστυνομία.  Το έμαθε τυχαία, σε μια παλιά εφημερίδα που ο άνεμος έριξε στο πρόσωπό του, στην Κυριακάτικη βόλτα στο πάρκο. Στο σπίτι που τοιχοκόλλησε το ένταλμα, βρήκανε σε σήψη το σώμα μιας γυναίκας που πέθανε στον ύπνο της.  Η γυναίκα που είχε δει στην πόρτα, δεν ήτανε πια ζωντανή. Δεν ήτανε ζωντανή, όπως συμπέρανε από την ημερομηνία της εφημερίδας,  μόλις δυο μέρες μετά την επίσκεψή του, ούτε όταν την πρωτοείδε. Οπότε, κανένας φόβος δεν υπήρχε να κοπεί η σύνταξη...

18/2/08

1986 άτιτλο

Λεκέδες της νύχτας
εξαφανιστείτε από μπρος μου
είπε ο ποιητής.
Κι έκλεισε τα μάτια
κι έφερε μπρος του τον αρχαίο
ανόθευτο Αττικό ήλιο.

Λεκέδες της νύχτας
χαθείτε -είπε -,
μα δε χαθήκανε.
Και την επόμενη στιγμή
βρισκόντουσαν πάνω του.

17/2/08

ΕΛΕΝΗ & ΝΙΚΟΣ - ΜΑΖΙ



Η μέρα κι η νύχτα, πάντα με παιδεμό
με αγαπούσαν
με τρόπο σκληρό, αδίστακτες:
Παιχνίδι ήμουν , είμαι,
στα δάχτυλα που τρυφερά σε ξεγελούνε
και την σιωπή κάνουνε θλίψη
όπως τα άχυρα χρυσό σε κείνο το παραμύθι.


Στα χέρια τους αφέθηκα κι αυτές λιθοβολούσαν
Οι μέρες και οι νύχτες μου κοντά σου τριγυρνούσαν
Και σαν παιδί μεγάλωνα μ΄ έναν κρυμμένο πόθο
Να ΄ρθει ο ήλιος να με βρει μια ώρα μεσημεριανή
Και το φεγγάρι να κρυφτεί δειλά στην αγκαλιά μου
Να πάψει η θλίψη για να μπεις ξανά στα όνειρά μου.


Κι αν τα άχυρα από χρυσό, μ΄ασήμι έχουν γεμίσει
Είναι γιατί κανείς μας απ΄τους δυο,
όσο και να προσπάθησε
τη νύχτα που ανταμώσαμε, δεν μπόρεσε να σβήσει..


Γιατί στης μέρας τον βυθό κρυφτήκαμε με τρόμο,
αδύναμα τα χέρια μας το βάρος να κρατήσουν
καρδιάς όπου μοιράστηκε στα δυο,
αδύναμα τα πόδια να σταθούν, τον πόνο να τον κρύψουν.


Ελένη Γ. (L.N.E) - Νικόλαος Παπανικολόπουλος μαζί..


14/2/08

Ατέρμονες ιστορίες τρόμου...

Στο παγωμένο χέρι, βρήκαν φυλαχτό
κρουσταλιασμένο απ΄τό φιλί της νύχτας.
Με ένα αστέρι κόψαν τον καρπό,
γιατί σφιχτά το βάσταγε ως το τέλος.
Της συμφοράς θεωρήθηκε σημάδι
κι έπρεπε χώρια να το θάψουνε.
Τα μακρυά της δάχτυλα, βαστάγανε ακόμα,
τον παγωμένο βόρειο άνεμο
που ουρλιάζοντας προμήνυε το κακό,
κι έκανε τους πιο συνετούς
να κλειδώνουν την πόρτα τους τρίδιπλα.

Ο φόβος οσμιζόταν σα πεινασμένο αγρίμι.
Είχε βρει πολλούς, ως συνήθως άθλια ντυμένους.
Στα πράσινα μάτια του, δάση από φλόγες ονείρου
εμπόδιζε τα θηράματα να κλείσουν τα βλέφαρα.
Κουρνιασμένος στις πιο σκοτεινές γωνιές του Εγώ τους,
κατάπινε λαίμαργα κομμάτια από τις σάρκες τους.
Κι αυτοί του χαϊδεύανε το κεφάλι, να τον καλοπιάσουνε.

Ένα μικρό παιδί που πνίγηκε στην λίμνη που έπαιζε,
έβαλε τα κλάματα, κι η μάνα του το άκουσε.
Απέλπιδα έκανε τον σταυρό της άνοιξε την πόρτα
και βγήκε. Στο μεγάλο λιβάδι του Κόσμου,
φανερή σε κάθε τι μοχθηρό, τα πόδια ματώνοντας.
Στο χέρι της κρατούσε ένα παιδικό φυλαχτό.

Άτιτλο

Παράθυρο με θέα θα ανοίξω
στον τοίχο της ντροπής, για να σε βρω.
Στον κήπο της αγάπης σου θ΄αφήσω
ένα γαρύφαλο κι ένα ξύλινο σταυρό.

Στα παιδικά σου μάτια τα μεγάλα
δεν χορταίνω να κοιτώ τον ουρανό.
Χαρταετό απόψε θα πετάξω
με ένα μήνυμα να δεις, Σε αγαπώ!

Είναι στα χόρτα τα παιδικά παιχνίδια
παλιάς όπου χορτάριασε αυλής,
στέκουν κοιτούνε πότε εμένα πότε εσένα
ζητάνε τη στοργή μίας ψυχής.

Στο ίδιο στήθος που ανάπνεες παιδάκι
τώρα γυναίκα που ξέρει να αγαπά,
έχεις θαρρώ στο κεφάλι ένα στεφάνι
από αγκάθια και κόκκινα φιλιά.

Μέσα στις παλάμες σου γράφει η μοίρα
μία λέξη μόνο. Είναι αρκετή.
Την διάβασες και σ΄έπιασε πλημμύρα
γιατί γνωρίζεις "γυναίκα" τι θα πει.

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟΥ

Το γράμμα αυτό το έστειλε ο Νικόλας Άσιμος στα μέσα μαζικής ενημέρωσης λίγο καιρό πριν την αυτοκτονία του.

ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟΥ

Μήνυμα προς όλους, για όλα.
Μια είναι η βόλτα, μόνο μια, αυτή θα μας λευτερώσει.
Δε σταματάει αυτή η βόλτα, ούτε ποτέ της έχει αρχίσει.
Magic theater fur fur
Το μεγαλύτερο θέατρο στην ιστορία, που καταργεί την ιστορία. Εγώ που το έχω ξεκινήσει έχω αναλάβει την ευθύνη.
Με ξέρουν όλοι οι σοφοί του κόσμου, κι όλοι οι καλλιτέχνες του πλανήτη.
Στην αρχή υπήρξα μονάχος μου, τώρα υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που μπήκανε στο θέατρο μας.
Ανθρώπους ψάχνουμε όχι ιδεολογίες, Ανθρώπους να'χουν θάρρος, αγάπη, καλοσύνη. Ανθρώπους που δεν είναι ψεύτες, ρηχοί και βολεμένοι και ξέρουν να δίνουνε, όχι να ρουφάν και να εκμεταλλεύονται τους γύρο. Ανθρώπους έστω με καρδιά. Ας είναι δικηγόροι, παπάδες και αστυνόμοι. Ας είναι και χαφιέδες, κομουνιστές, αναρχικοί, αρκεί να έχουν τόλμη να κρατήσουν ένα λόγο και να πούνε την αλήθεια.
Αν δεν καταλαβαίνετε το θέατρο μας και μας κοροϊδεύετε ακόμα δεν φταίμε εμείς.
Εμείς έχουμε τη γνώση. Αυτή που δεν έχουν όλοι μαζί οι κυβερνήτες, οι δικαστές και οι γιατροί.
Σας κολλάμε στον τοίχο με ένα ζελοτέιπ.
Είμαστε καθαροί γι' αυτό ζούμε μέσα στις υπόγες και χαρίζουμε.
Δίνουμε παραστάσεις στην πλατειά και χαίρονται τα παιδάκια και δεν έχουμε λεφτά.
Είμαστε αυτόδουλοι της καλοσύνης . ξέρουμε να δημιουργούμε όχι να καταστρέφουμε. Ξενυχτάμε μέρα νύχτα και φτιάχνουμε μονάχοι τα όργανα μας.
Οι άλλοι σπανέ λάμπες και μπουκάλια, εμείς τα καθαρίζουμε με σκούπες. Οι σκουπιδιάρηδες είναι μαζί μας και όλοι οι άνθρωποι το πλανήτη.
Ρωτήστε στην περιοχή των Εχαρχείων που μας ξέρει. Μας αγαπάνε όλοι. Ρωτήστε αν χρωστάμε τίποτα και σα κανένα. Σε όλους έχουμε δώσει παραπάνω.
Μπακάληδες, ψιλικατζήδες, περιπτεράδες, ταβερνιάρηδες μας εκτιμάνε.
Χαρίζουμε το γέλιο, αγάπη και ευτυχία.
Κάναμε τους γέρους να αισθάνονται παιδία.
Τα πρεζόνια να κόψουνε την άσπρη και να γελάνε.
Εγώ που το' χω ξεκινήσει δεν έδειρα ποτέ και πουθενά κανένα.
Με έχουν περάσει από όλα τα μπουντρούμια και το κορμί μου είναι γεμάτο πληγές.
Τα όπλα μου είναι πιστολάκια και νταούλια απ' αυτά που παίζουν τα παιδάκια, παίζει και η μικρή μου κόρη.
Όταν όλοι εσείς κολλάτε αφίσες και γεμίζετε σκουπίδια την Αθηνά εγώ σας πολεμάω με μια ζωγραφιά στον τοίχο του σπιτιού μου. Εκεί που ήταν βόθρος και μπάζα και ουρλιάζανε τα κομπρεσέρ.
Εκεί μένω τώρα, τρία χρόνια μαζί με την μικρή μου κόρη, φιλοξενώντας κι άλλους που δεν είχανε να φανέ και που να κοιμηθούνε.
Και δε φοβάμαι να δώσω τη διεύθυνση μου, την ξέρουν όλοι
'ΑΡΑΧΩΒΗΣ 41' ΕΞΑΡΧΕΙΑ

ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ ΝΑ ΕΧΩ ΠΑΡΑΠΟΝΑ.
ΝΑ ΚΑΤΑΓΓΕΙΛΩ ΚΑΤΙ ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΟΛΑ.
Έμαθα πως συνεχίζονται οι διώξεις εναντίον μου. Πως βάλανε εισαγγελέα για να με βάλουνε ξανά στο ψυχιατρείο και να μου κάνουν ίσως και λοβοτομή
Είμαι υποχρεωμένος να με σώσω
Καταγγέλλω λοιπόν δημόσια.
Στις 6 Οκτώβρη με πιάσανε έξω από το δρόμο του σπιτιού μου να παίζω θέατρο του δρόμου.
Με σύρανε με τη μια στο αστυνομικό τμήμα, με δέσανε με χειροπέδες, μου σπάσανε τα πλευρά μου, με πήγαν στο Αιγινίτειο ψυχιατρείο, με είχανε δεμένο.
ΕΓΩ ΤΟΥΣ ΕΛΕΓΑ ΑΛΗΘΕΙΕΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΙΣ ΛΕΝΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ και αυτοί με βγάλανε τρελό.
Έκανα ακόμη και αυτούς που με χτυπούσαν να γελάνε.
Αντί να τηρήσουν ένα λόγο ότι πια δε θα μ' αγγίξουν με σύρανε δεμένο στο ΔΑΦΝΙ.
Στο χειρότερο μπουντρούμι με ξάπλωσαν, με ξαναχτύπησαν και μου κάνανε ενέσεις απ' αυτές που σκοτώνουνε βουβάλια (παρ' όλο που πάλι μου δώσανε λόγο ότι δεν θα μ' αγγίξουν ) και με πάτησαν σα χαλάκι και με βάλανε με τις χειρότερες ρουφήχτρες.
Τους αρρώστους που προσπαθούσαν να μου πάρουν το ρολόι και ότι άλλο είχα πάνω μου, ακόμη και το τελευταίο μου τσιγάρο.
Όλοι οι γιατροί του κόσμου δεν τήρησαν ένα λόγο.
Αλλά εγώ κατάφερα και βγήκα και είμαι ζωντανός.
Σε λιγότερο από δυο μέρες κι απ' το χειρότερο μπουντρούμι.
Ας έρθουν οι ψυχίατροι μια βόλτα μαζί μου και θα τους δείξω.
ΓΙΑΤΙ ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΡΕΛΟΣ.
ΞΕΡΩ ΝΑ ΘΕΡΑΠΕΥΩ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΕ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ, ΜΕ ΜΙΑ ΚΑΡΑΜΟΥΖΑ, ΜΕ ΕΝΑ ΚΟΥΤΙ ΣΠΙΡΤΑ ΚΑΙ ΜΕ ΑΓΑΠΗ.
Ευχαριστώ όλους όσους κινητοποιήθηκαν για να με βγάλουν έξω, αν και κάπως καθυστερημένα. Ήμουν ήδη έξω και περίμενα τον πατέρα μου να βάλει μια υπογραφή.
Ευχαριστώ την Κατερίνα Γώγου που παράτησε το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ήρθε.
Ιδίως το Διονύση το Σαββόπουλο καθώς και το φίλο μου ψυχίατρο Δημήτρη Μαντούβαλο.
Πήγα χθες μονάχος στο αστυνομικό τμήμα, ρώτησα αν κατά λάθος άγγιξα κανένα, μου είπαν όλοι όχι
Τους ζήτησα να μου δώσουν πίσω ένα μενταγιόν και μια καρφίτσα ανεκτίμητης αξίας (μου είναι χαρισμένα) Κάνανε ότι δεν ξέρουνε και ούτε το μισοσπασμένο χέρι μου δεν είχαν την τόλμη να μου σφίξουν.
Ας μου τα δώσουν όλα πίσω και τους συγχωρώ όλους.
ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΑΜΕΣΩΣ ΤΙΣ ΨΕΥΤΙΚΕΣ ΔΙΩΞΕΙΣ.
ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΩ ΜΟΝΑΧΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΡΟΚΑΛΕΣΩ ΝΑ Μ' ΕΚΤΕΛΕΣΕΤΕ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ. ΤΟ ΠΡΟΤΙΜΑΩ ΠΑΡΑ ΤΟ ΨΕΜΑ, ΣΤΑΥΡΟ Η ΚΡΕΜΑΛΑ.
Τώρα εγώ βρίσκομαι αποσυρμένος στο προσωπικό μου νησάκι όπου κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει. Εδώ βλέπω και τη νύχτα και χρειάζεται να ξεκουραστώ και να θεραπεύσω το πληγωμένο μου κορμί.
Ταχυδρομώ αυτό το γράμμα στον πληρεξούσιο μου δικηγόρο. Προς πλους και για όλα.
Ακόμα και στους ψυχίατρους και τον τυχόντα εισαγγελέα.
Βοηθήστε με να επανέλθω στον κόσμο και να παίξω τη μουσική που δεν έπαιξα ακόμα. Και ας μου σπάσανε τις κιθάρες και τα μηχανήματα μου. Δεν ζητάω αποζημίωση, ένα μονάχα συγνώμη εγώ ζήτησα χιλιάδες.
Καλώ τους φίλους δημοσιογράφους που με ξέρουν όλοι. Τώρα που κινδυνεύω, να δημοσιεύσουνε το γράμμα, όλο, χωρίς περικοπές.
Τόσες συναυλίες έχω δώσει και δε γράφτηκε γραμμή. ΚΑΝΤΕ ΤΟ ΤΩΡΑ και σας συγχωράω. Πολεμήστε την ΑΛΗΘΕΙΑ. Είναι αυτό που έχετε ξεχάσει.
Το μήνυμα της βόλτας είναι για όλους και για όλα.
Για όσους δεν καταλαβαίνουν και με θεωρήσανε τρελό εμένα ας κάνουνε τον κόπο να μελετήσουνε βιβλία.
Όπως το '1984' του Όργουελ το λύκο της στέπας του Έρμαν Έσσε, τις 'ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΔΥΝΑΜΗΣ' του Δον Χουάν, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Αριστοφάνη, την Αρχαία Ελληνική Μυθολογια για το Διόνυσο, τον Πάνα, τον Ιάσονα και άλλους, τη 'Δολοφονία του Χριστού' του Βίλχεμ Ράιχ, την Αποκάλυψη του Ιωάννη το Διογένη με το φανάρι, την κατσαρίδα που έμαθε να πετάει.
Η ας διαβάσουν το βιβλίο μου 'ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΚΡΟΚΑΝΘΡΩΠΟΥΣ' και πολλά άλλα, ΖΕΝ και ΓΙΟΓΚΑ, ακόμα και τον Αϊνστάιν.
Εγώ τα κάνω πράξη κάθε μέρα και στο δρόμο.
ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΘΕΙΤΕ ΚΑΙ ΘΑ ΣΑΣ ΑΘΩΩΣΩ.
Αλλιώς ο άγγελος του κόσμου το είπε και θα το κάνει, θα φύγει και θα σας αφήσει να περπατάτε μπουσουλώντας ή θα σας κολλήσω τη χειρότερη βρισιά που λέω,
ΕΙΣΑΣΤΕ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΕΣ.
Καλώ και το Μίνω Βολανάκη να έρθει και να μας σφίξει το χέρι.
Εμείς κάνουμε συμβάντα και χάπενινγκ και όχι αυτός στα Βραχιά.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΜΕΤΑ ΤΙΜΗΣ
Και όλο το MAGIC THEATER FUR FUR
Υ.Γ.
ΞΕΚΟΥΝΗΘΗΤΕ ΟΜΩΣ ΑΜΕΣΩΣ.
Η αλλιώς πάτε μια βόλτα μέχρι το πολυτεχνείο εκεί που είναι εκείνο το κεφάλι που προσκυνάτε όλοι. Κάντε τον κόπο, σκύψτε και διαβάστε.
ΘΕΛΕΙ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΤΟΛΜΗ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Κάτω δεξιά είναι γραμμένο του Ανδρέα Κάλβου είναι.
Ή πάτε μια βόλτα μέχρι τον τάφο του Καζαντζάκη κάτι γράφει 'Δεν έχω τίποτα να χάσω. Είμαι ελεύθερος'
ΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΕΙΜΑΙ. ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΜΑΙ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ.
ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ.

11/2/08

Άτιτλο...

Μαύρος αιώνας κρίκος αιώνων άλλων
που κάποιοι πίνουν από τις διψασμένες τις ψυχές.
Μαύρο το δάκρυ, μαύρο χαμόγελο μεγάλο
από μαύρες που γεννήθηκαν καρδιές.

Έχουν μαδήσει των αγγέλων τους τα φτερά
φτερούγες κόκαλα κι απόψε τους τυλίγουν.
Χώμα που χύνεται στον άνεμο η ζωή,
χρυσάφι που κάνει άλλους να πλουτίζουν.

Άσπρο σεντόνι θα σκεπάσει τους σταυρούς
στοίβες θα υψώνονται τα νεκρικά λιθάρια
φωτιές θα καίνε και θα βγάζουνε καπνούς
για νά΄ναι αγνή η ιστορία σα το γάλα.

Ένα μωρό, μια μητέρα, ένα παιδί,
λουλούδια που φυτρώνουνε παντού,
σε δρόμους που έχουν χαραχθεί
κάποια θα τα πατήσουνε τα κάρα.

Ένδοξο έθνος που την ιστορία του αγαπά
και ξέρει με τιμές να την θυμάται.
Οι πλούσιοι θα βάλουν το χαρτί
και αίμα για μελάνι οι πολλοί.

Ο άνεργος τη δύναμη τους δίνει
στο ναι που η πείνα του θα πει.
Την εξουσία ο Θεός μόνο μοιράζει
και διάβολος όποιος το αρνηθεί.

Σα των προβάτων νιώθουν τον βοσκό
που ξεχωρίζει τα καλά από τα άλλα.
Κάποια θα πάνε απόψε για σφαγή
και κάποια βούτυρο θα δώσουνε και γάλα.

Είναι των πλούσιων η γη, μόνο δική τους
το χώμα που θα σε σκεπάσει ακριβό
θα το πληρώσεις με ψυχή και την ζωή σου
γιατί για όλους δεν υπάρχει αρκετό.

Με θλίψη στα ουράνια που σωπαίνουν
κοιτώ, αφού η γη με πλήγωσε πολύ.
Κάτω από τα πόδια μου νεκροί που ανασαίνουν
μα μία ματιά δεν είναι αρκετή.

Κλείνω τα μάτια μου ν΄ακούσω την καρδιά
το άδικο φωνάζει να πολεμάμε.
Είμαι και γω ταγμένος στην φωτιά
σα τον καπνό η αλήθεια και βρωμάμε..

Είναι δύσκολο με αγάπη να γκρεμίζεις
τοίχους ανθρώπινους, έναν αδελφό.
Στα μάτια τον κοιτάζεις και ελπίζεις
τον πόνο να μαρτυρήσει τον κρυφό.

Μέσα στο όλο ανάπηροι έχουμε μείνει.
Πονάει η καρδιά, τα χέρια, το μυαλό.
Κάθε παιδί που τα μάτια του τα κλείνει
δεν είναι όνειρο, μα είναι αληθινό.

θέλει βοήθεια ο ήλιος να ψηλώσει
γλώσσα από σίδερο το ψέμα να νικά
θέλει τον άνθρωπο τον άνθρωπο να βλέπει
και η αγάπη την καρδιά να κυβερνά.

Θέλει σπρώξιμο η γη για να γυρίσει
κάτι θα γίνει αν είμαστε πολλοί.
Ο ένας τον άλλο να γνωρίσει
και να δειπνίσουμε τον πόνο όλοι μαζί.

Δίχως αγάπη η αγάπη στείρα μένει.
Δίχως φωνή η αλήθεια είναι βουβή.
Δίχως μόρφωση η σκέψη τυφλωμένη.
Χωρίς συνείδηση κωφεύει η ζωή.

Άτιτλο.

Φεύγουν καράβια στον αέρα ταξιδεύουν

δίχως της θάλασσας ν΄ακούνε την οργή.

Έμβλημα στα μαύρα τα πανιά τους φέρουν

ένα κοχύλι που το έπλασε η σιωπή.


Σημαία υψώνουν μαλλιά αγαπημένων

γυναίκες που ποτέ τους δε γερνούν.

Στο τιμόνι ένα μεγάλο "Περιμένω"

δίχως πυξίδα την αγάπη αναζητούν.


Φεύγουν καράβια ή τα λιμάνια φεύγουν;

Τα μάτια η πίκρα σαν αλάτι ξεγελά.

Μέσα στο στήθος τα κύματα αγριεύουν

και κάποιο παιδί ακούω που γελά.


Είναι ο ουρανός κάτω από τα σκάφη

και η θάλασσα ανέβηκε ψηλά.

Ανύποπτοι βουτήξαν δύο γλάροι

χρυσά αστέρια τώρα φέγγουν, μακρινά!


Τα δέντρα σύννεφα, στον αφρό ακολουθάνε

οι ρίζες έχουνε χαθεί μες το μυαλό

άνθη τα χείλι, μια μέλισσα ζητάνε

και η καρδιά που ρόζιασε κορμός.


Μαύρα τα χέρια βαστούνε το υφάδι

που η μοίρα θα σαϊτέψει για αυτές.

Είναι το ρούχο που φοράνε ένα σημάδι

πως ο Οδυσσέας δεν έφτασε ποτές.

9/2/08

Ο λύκος της στέπας

( Το πέπλο θα πέσει
στο φως νεκρό,
μια καρδιά ρολόϊ θα χτυπάει
σα την καμπάνα. )

Ένα κρανίο ολόλευκο σα φως
που στο φεγγάρι την καντάδα του υψώνει,
είναι στο χέρι μου ύστατος καρπός
μίας ζωής που πια δε θά΄ναι μόνη.

Το φως ανάβω στα κεριά,
ψυχές σκοτεινιάζουν από θλίψη.
Είναι μια πέτρα στο βυθό η λογική
σε λίμνη που απ΄τά μάτια έχει λείψει.

Ένα καμιόνι στα σκουπίδια οδηγάει
όλα όσα πλήρωσες ακριβά,
περήφανος ο πολιτισμός ζητάει
απ΄τά καμιόνια να φορτώνουν πιο πολλά.

Σ΄ένα τσεπάκι τα στιχάκια σου φιλούσες
τα έριξες με τα ψίχουλα στα πουλιά.
Ήταν βαρύ αυτό που κουβαλούσες
και η ψυχή σου τσακισμένη σα κλαδιά.

Τώρα στης στέπας την έρημο αγναντεύεις
όλα όσα σου φαίνονται μακρινά,
ένας λύκος που όνειρο γυρεύεις
να πας όσο μπορείς πιο μακρυά.

Φτεροκοπώντας τα πουλιά που σε μισούνε
κράζουν ονόματα στη νύχτα, π΄αγαπάς.
Δίχτυ τ΄αστέρια σα παγίδα σε τυλίγουν
μία ζωή να τα μετράς και να πονάς.

Ήτανε λίγο της ψυχής το μετερίζι
ήτανε λάθος, του καημού η "λυπητερή".
Όλα τα χρέη σου θα τά΄χες εξοφλήσει
άμα το ταίρι σου στη στέπα είχες βρει.

Ένα κουμπί δε φτάνει για ν΄αλλάξεις
το χθες, το σήμερα, το αύριο που θά΄ρθει.
Μια μαχαιριά η ζωή μέσα στα στήθη
κι ένα παράπονο που ονόμασες οργή.

6/2/08

Πολιτείας ευδαιμονία

Πολεμιστή με γέννησε η μοίρα,
σε κάποιο χάρτη ταμένο να θαφτώ.
Μου έδωσε όνομα έθνος και θρησκεία
και λίγο χώμα στην τσέπη να βαστώ.

Περήφανο με προσφώνησε στρατιώτη
για κάποιο μέλλον που ποτέ δε θα το δω.
Είμαι στο σκάκι της ακόμα ένα πιόνι,
βασίλισσα με τάζει, αν δε χαθώ.

Με σιδερένιους χαλκάδες η ιστορία
και άσπρο μάρμαρο, τόσο φωτεινό,
την δόξα μας αιώνια βαστάει
στεφανωμένη στων μνημάτων το σταυρό.

Γέμισαν όμορφα λόγια τα βυτία
με την ζωή σου σου ζητάν να τα φυλάς.
Χρειάζεται η πολιτεία ευδαιμονία
και ήρωας θα γίνεις αν προσκυνάς.

Τα χρήματα δεν φέρνουν ευτυχία
δυστυχισμένος όποιος τά΄χει, να τον πονάς.
Είσαι ο έρμος μια ηθική αξία
κι είναι τιμή σου, δεν σου πρέπει να μιλάς.

Με τέτοια λόγια τα μάτια σου σφαλίζουν
το στόμα σου σφραγίζουν με τιμές,
πολίτης συ, φιλήσυχος, σε χρίζουν
εχθρό στον κάθε που ζητάει ταραχές.

Κι αν με τα λόγια τούτα δε σε πείσουν
στις λόγχες θα σε ρίξουνε μπροστά,
αδέλφια στην καρδιά να σε τρυπήσουν
πριν γίνεις στη πολιτεία συμφορά.

4/2/08

26-7-1996 Ερωτικό

Το όνειρο που είδα χτες το βράδυ
με πήρε από σένα μακρυά,
σ΄ένα παλιό αλλόκοτο ντιβάνι
με άνθη μαραμένα αγκαλιά.

Τα κύματα κι ο ουρανός
τα δυο μου τα σεντόνια.
Ο ήλιος κι η σελήνη
στεφάνι είχαν μείνει
στα μαύρα τα λυτά μου τα μαλλιά.

Μα κρύωναν τα πόδια
και πέτρινα τα χέρια,
τα μάγουλα τα στήθη η καρδιά.
Και δύο περιστέρια
που χάσαν τα φτερά τους
βαραίνουν την ψυχή τώρα νεκρά.

Το όνειρο που είδα χτες το βράδυ
νά΄σαι κοντά μου να μη το ξαναδώ.

Ν΄αναστηθούνε τα πουλιά
με τις λευκές φτερούγες,
να μου σκεπάσουν την καρδιά
να ζεσταθεί το αίμα,
και να κυλίσει σα φωτιά
τα στήθη να μου κάψει.

Κι όσο εσύ κι αν προσπαθείς
την πυρκαγιά να σβήσεις,
να μην μπορείς, να μην μπορείς, να μην μπορείς
στάχτη πριν γίνουμε καλέ μου!

20/7/1995 Άτιτλο ( Μαρίας Λαλέ)

Φλόγες ονείρου
φλόγες παγωμένες.
Φωτιά που δεν έφτασε ποτέ
να ζεσταθεί η ψυχή σου.

Μια πέτρα που την πέταξες
στ΄αποκαΐδια μέσα
ήθελες νά΄ταν θέληση
νά΄τανε η καρδιά σου.

Κι όταν αέρας φύσηξε
και σκόρπισαν οι στάχτες
έμεινες μόνη σου μ΄αυτήν
την πέτρινη, την παγερή φωλιά σου.

Μαρίας Λαλέ

Σεπτέμβριος 1986

Θέλω
να σηκωθώ
με τα φτερά
του βλέμματός μου.
Μα όταν
ακούω τα φτερά
να βροντούνε στους τοίχους
το θέλω
γίνεται πόνος
και το ύψος βάθος.

1984 Αναφορά στον ανθρωπάκο....

Κρύψου ανθρωπάκο, σκιάξου.
Δεν είναι στα μέτρα σου αυτός ο κόσμος.
Έχτισες παλάτια κι έγιναν τρόμος σου,
ανέδειξες ισχυρούς και σ έκαναν υπηρέτη τους.
Δουλεύεις, δουλεύεις,
ψοφάς σα σκυλί σκάβοντας τη γη τους
με ματωμένα τα δάχτυλα,
τους δίνεις μιας ζωής ανθρώπινης το αίμα,
το πουλάνε, μετράνε τα κέρδη τους
και σου πετούνε στα μούτρα μια φέτα ψωμί.
Ύστερα αποσταμένοι από την "σπατάλη"
αναπαύονται στα παλάτια τους,
τα παλάτια που εσύ έχτισες για μια φέτα ψωμί,
κι εσύ στο καλύβι σου,
που τ΄αγόρασες απ΄τόν πλούσιο για μια φέτα ψωμί
κι ας τό΄χτισες κι αυτό εσύ.

Ανθρωπάκο άκουσέ με, κρύψου,
κρύψου από τα έργα σου, ακούς ανθρωπάκο; Σκιάξου...
Μα προσπάθησε τουλάχιστον
ν΄απαλλαγείς από τα σκιάχτρα σου.

3/2/08

4/1/1988 ....Άτιτλο

Ένα ακόμα ποίημα από την Μαρία μου των δεκαοκτώ! :))

Λέξεις μπερδεμένες στων χειλιών σου την άκρη
κι η ψυχή σου βουτάει για άλλη μια φορά
στη θάλασσα των αισθήσεων.
Κάθε φορά όλο και πιο βαθιά
όλο και πιο βαθιά χάνεσαι
και ξαναγεννιέσαι απ τή δύνη
των ονείρων που γεύτηκες.
Και σαν ξυπνάς με τη γεύση Του στο στόμα σου
ξέρεις πως η ζωή έχει γίνει θάνατος
κι ο έρωτας η μόνη λύτρωση για σένα.

Μαρίας Λαλέ

2/2/08

19/1/1988 .. Άτιτλο.

Το ποίημα αυτό γράφτηκε πριν από είκοσι χρόνια, από έναν άνθρωπο που έμελλε να αλλάξει την ζωή μου για πάντα! Μόλις λίγους μήνες πριν την γνωρίσω. Τη σύζυγό μου, την Μαρία Λαλέ. Τότε ήμασταν στα δεκαοκτώ μας.

Χάσαμε την έξοδο
και μείναμε να απορούμε
πως μπλεχτήκαμε ενώ όλα τα είχαμε προβλέψει.
Απ΄όσους το κατάλαβαν
διαφορετικά καθένας έπραξε.

Κάποιοι πανικοβλήθηκαν
και την έξοδό τους βρήκαν γρήγορα.
"Κάποιο κακόγουστο αστείο θά΄ναι" σκέφτηκαν.
Άλλοι την ταραχή τους κρύψαν
και τρέξαν να μας οδηγήσουν στη διέξοδό "τους"
- πολλοί αυτοί -πολλές οι διέξοδοι -
Μα ακόμη ψάχνουμε.
Πολλοί ήταν κείνοι
που μες στη ψευδαίσθηση
της ευδαιμονίας ζώντας
ούτε που πήραν είδηση που παρασύρονταν.

Τρέχαν με τα χέρια και τα πόδια
οι άμορφες μάζες
μία διέξοδο αναζητώντας.
Ούρλιαζαν και πλήγωναν
Σκότωναν και Σκύλευαν
Στο πέρασμά τους
Νεκρική ψύχρα
Βρωμιά αποσύνθεσης
Απλώνονταν σαν δίχτυ.

Μα εκεί ανάμεσα στους καπνούς της φθοράς
κι ενώ τα κανόνια ακόμη καπνίζουν
και τα κορμιά στοιβάζονται σωρός
βαδίζουν Εκείνοι.
Περπατάνε χωρίς τα πόδια τους ν΄αγγίζουν τη γη
Μιλάνε δίχως τα χείλη τους να κουνιούνται
Με τα χέρια τους χαϊδεύουν
Χαμογελούν με τα χείλη τους
και διέξοδο δεν γυρεύουν.
Ποτέ δεν χτίσαν τείχος γύρω τους.

Αγαπάνε και προχωράνε
μέχρι κάποια "αδέσποτη" να "φάνε"

Μαρίας Λαλέ