Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/5/08

Από το μηδέν, γιατί όχι;

Στάσου.Για λίγο παραπάνω από όσο χωράει μια στιγμή, και νιώσε, κοίτα... Όλα μπορούν να αρχίσουν στο τώρα από το μηδέν. Η πορεία δεδομένη, όπως κι η μνήμη... Μα υπάρχει κι άλλη μνήμη. Αυτή που κατοικεί από ανέκαθεν στο βαθύ μπλε του βυθού, στο απαλό γαλάζιο που σκεπάζει το βαθύ μπλε και ζωγραφίζει πάνω του ο ήλιος με το χρυσάφι του..... Η μνήμη που μέσα της κατοικούμε και δεν κατοικεί αυτή εντός μας...
Μικροί μες τα τεράστια "μπορώ" μας, ταξιδεύουμε τσακιζόμαστε ή συνεχίζουμε. Τόσα συντρίμμια, κόκκοι άμμου στα πόδια σου μπρος, προσευχές είναι. Όλες για σένα, που πατάς πάνω στην άμμο, και μπορείς να χορεύεις, νομίζοντας μόνη. Μόνη δεν είσαι... Η άμμος, το φως που ανέτειλε ή έσβησε την πιο σκληρή ώρα για κάποιους, σε σένα χαμογελάει ακόμα. Τόσο μικρή και παράξενη είναι η ζωή, που το σημείο μηδέν να αναζητάς πρέπει διαρκώς, όταν νομίζεις πως ο καιρός σου πέρασε, οι άνθρωποι φύγαν, ή οι ευκαιρίες παραιτηθήκανε στο πλάι ενός προκαθορισμένου δρόμου. Όσο ανασαίνεις, όσο σκέφτεσαι και νιώθεις, όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να σου συμβούν. Κι η θάλασσα, ψέμα είναι, μη το πιστέψεις. Ποτέ δε σε πρόδωσε. Σε περιμένει....

27/5/08

Εσένα

Βλέπω τριγύρω πρόσωπα οργισμένα
με κουρασμένες ρυτίδες να πονούν.
Με βλέμμα θαμπό αντέχουνε ακόμα,
στα ημερολόγια που τις μέρες μας ξεχνούν.

Μια ζωγραφιά μου χάρισες παιδάκι,
χάρτη την έχω να κοιτώ τον ουρανό.
Με κόκκινο μελάνι της καρδιάς σου
στιχάκι σκάρωσες, την καρδιά μου να κεντώ.

Είναι ο χρόνος ένα τεράστιο ψέμα
που τον καθρέφτη οικτρά τον ξεγελά.
Όσο και να κρυφτείς, θα βλέπω εσένα,
που την ψυχή μου χρόνια κυβερνά!

25/5/08

Χάραγμα

Είναι αγγέλων μοναξιά η πτήση
εκεί που ανθρώπων η χωμάτινη λαλιά σιωπεί.
Όποιος μαζί σου θέλει να μιλήσει
θα πρέπει στα δυο του πόδια να σταθεί,
να τεντωθεί...

Δεν πρέπει εσύ τα φτερά σου να τα κλείσεις
και να σβηστεί η αγγελική σου η μορφή,
αν τους ανθρώπους, όπως νιώθω, έχεις αγαπήσει,
μη τους στερήσεις ενός αγγέλου την ψυχή.

Είναι μονόδρομος τούτη η μοναξιά σου
είναι αγάπης χάραγμα της μοίρας,
και δεν μπορείς από την μοίρα να κρυφτείς.
Και τον καρπό σου να κόψεις μη σε σέρνει
πάλι εκείνη θα βρεθείς ν΄ακολουθείς...

24/5/08

τα βιβλία με τα ποιήματα..

Τα ποιήματα γεννήθηκαν όλα τους νόθα,
χωρίς πατέρα ή μητέρα.
Μια ώρα ντροπής του ανθρώπου,
μια ώρα υπερβολικού έρωτα,
στιγμές που τα αυτιά κλεισμένα ήταν
σε ρόλους και προσταγές.
Νόθα, σαν τις αλήθειες,
που ντρέπονται να αγγίξουν
οι καθώς πρέπει πολίτες.

Καίνε τις καρδιές, τα λόγια
τα νόθα τούτα.
Τρελού φορεσιά μοιάζουν
που δραπέτευσε..
Στην φωτιά ανήκουν από όπου γεννήθηκαν.
κι αφού πυρά καλή να τα κάψουμε
δεν βρίσκεται εύκολα στους καιρούς της εικόνας
τα τυλίγουμε με σιωπή, και τα θάβουμε.
Όπως θάβουμε τους νεκρούς,
μόνο που οι τάφοι τούτοι μυστικοί παραμένουν.
Για το κοινό, βλέπεις καλό.
Την διατήρηση της τάξης και των ισορροπιών...

Μα όταν βρεθούν στα σωστά χέρια,
σπαρταράνε σαν πουλιά που λευτερώθηκαν!
Χτυπά η καρδιά τους,
και για σένα που έχεις ν΄ακούσεις
μια ιστορία θα σου πουν, και θα καούν..
Από την ευτυχία! :))

23/5/08

άτιτλο..




Αν κατάβαση στην ψυχή να αρνηθείς, δεν μπορείς, κάντο σωστά. Την λύρα του Ορφέα μαζί σου πάρε. Και σύρε στην ζωή, μαζί με σένα, της ψυχής το φως που αγάπησες. Κι άσε το σκοτάδι να κυνηγάει, όσα ποτέ δεν πρέπει να χαθούν. Ποτέ, δίχως εσένα που τα κουβαλάς, δεν θα τα φτάσει... Εικόνες είναι, μνήμες, μα και παρόν... Κόκκινο αίμα, που σώπασε θαρρείς, μα αυτό πιο δυνατά κυλάει σε τόπους μυστικούς, ποτάμι υπόγειο. Τίποτα δεν μπορεί να χαθεί, και δεν πρέπει, τα δώρα αυτά πουλιά είναι, να πετάξουν γυρεύουν... Άστα, να γεμίσει ο ουρανός, τάματα που ποτέ δεν ειπωθήκανε σαν τάμα, μα την ψυχή δεσμεύουν, μέχρι να γίνουν.....

22/5/08

Πριν το φιλί...




Στο σκοτάδι κατοίκησα όταν τα μάτια σου άνοιξες πρώτη φορά, Γυναίκα. Τα λουλούδια μαδήσανε, ντροπιασμένα νιώσανε σ΄αυτό το σεληνόφως που το κορμί σου σαρκίο έντυσε. Η βροχή που ακολούθησε παράπονο ήταν, από τ΄αστέρια, που σε νιώθαν μακρυά... Βάλτωσε η γη. Τα πάντα σκέπασε καημός μαύρος, και συ, με ξέμπλεκα τα μαλλιά, ξάπλωσες. Μια βάρκα έγινες σε τοπίο θανάτου. Και τα νερά, της σκέψης απόνερα, στην καρδιά μου σε φέραν. "Φοβάμαι", είπες... "Άδειος ο κόσμος...σκοτεινά τα νερά."

Στην πιο σκοτεινή γωνιά της καρδιά σου στέκω, και σε κοιτώ. "Εφιάλτης, είναι", ψιθυρίζω... Κοιμήσου...
Και με το χέρι ταράζω το νερό, το λίγο φως που από σένα έρχεται σκορπάω, το είδωλό μου να σβήσω. Να μη θυμάμαι... Πως κάποτε, πριν από ένα φιλί, Ένα ήμασταν, εσύ κι εγώ, στο ίδιο σώμα κατοικούσαμε

21/5/08

Το μεγάλο φεγγάρι..

Η ντροπή κατοίκησε στα χέρια
που δίχως πράξη την ελπίδα χαϊδεύουν,
θάλασσας κύμα η ψυχή μέσα στο σώμα
ψιθυρίζει τραγούδια των αγγέλων.

Έχει μικρύνει ο ουρανός, μες σ΄ένα δάκρυ
χώρεσε το φωτεινό του μπλε.
Και η αγάπη μες στο διπλό κρεβάτι,
να μη χωράει χωρίς περικοπές.

Μαργαρίτες φοράνε τα σεντόνια
του ήλιου το φως να κάνουν τρυφερό.
Μα τις νύχτες, μεγάλο το φεγγάρι
και δεν το αντέχεις ντυμένος ή γυμνός.

20/5/08

Μαζί..

Μια απορία το μυαλό μου το κυκλώνει
μέσα στα μάτια σου φεγγάρια τα γιατί.
Ψάχνω στο χέρι σου τον δρόμο να αγγίξω
να φτάσουμε ως στο τέρμα του μαζί.

Δεν έχω δύναμη τον άνεμο να κρατήσω
πάντα γλιστράς μες τα σοκάκια μοναχή.
Ίχνη από άστρα γυρεύω στο σκοτάδι,
ξαγρυπνισμένο με ξαναβρίσκεις το πρωί..

Είναι γλυκιά η καλημέρα στην ματιά σου
ένα χαμόγελο, μου δίνει πάλι την ζωή.
Είσαι ένας δρόμος που μ΄αγαπάει
κι ας είναι έρημος η πορεία η πολλή..

Μια απορία το μυαλό μου το κυκλώνει
μέσα στα μάτια σου φεγγάρια τα γιατί.
Ψάχνω στο χέρι σου τον δρόμο να αγγίξω
να φτάσουμε ως στο τέρμα του μαζί.

19/5/08

Ορίζοντας εσύ

Στην τρικυμία της νύχτας φέγγεις,
φάροι τα μάτια σου για δύσκολο καιρό.
Θα εξώκειλα δίχως εσένανε καρδιά μου
μα είμαι τυχερός, που σ΄αγαπώ!

Απλώνω για σένα χάρτες στα όνειρά μου
όλο τον στόλο μου βυθίζω στο εδώ,
στα χέρια σου βαστάς την μοναξιά μου
άγκυρα που την φοράς σαν τον σταυρό.

Τα ναι, τα όχι, γλάροι που πετάνε
στα σύννεφα θα σβήσουν, θα χαθούν.
Ορίζοντας, ο ένας τον άλλο να κοιτάμε,
πιο πέρα δεν υπάρχει η ζωή.

17/5/08

Η αντάμωση

Περίμενε πολύ καιρό μονάχος. Τα χρόνια τον κάνανε θαμπό, αόρατο μέσα στης πόλης τις πολλές όψεις των ανθρώπων. Το δέρμα του μαράζωσε, σταφίδιασε, και έγινε δέρμα γέρου.... Κάποτε φυτρώνανε δέντρα, κήπος ήταν όμορφος το στήθος του. Τόπος να ξαποσταίνουν τα πουλιά και να ερωτεύονται οι νεράιδες. Μα τώρα ο κήπος άδειασε... Ένα ζευγάρι κοράκια μόνο, μνήμες παλιές, έρχονταν που και που να παίξουν και να κρυφτούν στον τόπο εκείνο που γεννήθηκε η αγάπη τους.
"Ο χρόνος μου τελεύει", σκέφτηκε, "και εκείνη ακόμα δεν έχει φανεί. Μπορεί να έχασε τον δρόμο... Να της δώσω πρέπει σημάδι. Τα φώτα της πόλης δεν κοιμούνται ποτέ, πάντα άγρια και θλιβερά. Οι άνθρωποι την νύχτα γίνονται πιο μοχθηροί και πιο φοβισμένοι.. Την θυμάμαι... δεν θα κατάφερνε ποτέ να με βρει νύχτα στην πόλη." Και με αυτές τις σκέψεις, που στάθηκαν γεύση κρασιού που ξύδιασε στα χείλη του, έκανε έναν κόπο να σηκωθεί από το παγκάκι. Το στήθος του πόναγε πολύ σήμερα. Μα όσο κι αν τον τσουρούφλιζε ο πόνος, στράφηκε σε κατεύθυνση άλλη από το σπίτι του... "Μακρυά από τα φώτα.. εκεί, εκεί πρέπει να πάω", μονολόγησε, και μια παρέα νεαρών που περνούσανε εμπρός του τον άκουσε, και έβαλαν τα γέλια. Εκείνος δεν τους είδε.. Είχε συνηθίσει τις σκιές των ανθρώπων.
Με βήμα αργό ταξίδεψε, σέρνοντας το αριστερό του πόδι, σχεδόν ως το πρωί. Τότε είδε την Αφροδίτη! Εκείνο το άστρο που τόσο λάμπει λίγο πριν το ξημέρωμα! Στάθηκε, και κοίταξε γύρω του, πολύ κουρασμένος, μα με μια ευτυχία τεράστια! Τα σπίτια ελάχιστα, κι όλα σκοτεινά. "Εδώ οι άνθρωποι κοιμούνται τις νύχτες", συλογίστηκε. Μια απλωμένη μπουγάδα, τράβηξε την προσοχή του.. Στην τσέπη του ένα μικρό σουγιαδάκι για να καθαρίζει τα μήλα. Πλησίασε, κι έκοψε το σχοινί. Κάποιος πετεινός λάλησε... Τα άστρα όλα αναμμένα ακόμη. Μα για πόσο;
Έφτιαξε μία θηλιά στο σχοινί, και, δύσκολα, ανέβηκε σε ένα τοιχάκι, κάτω από μία μουριά. Έδεσε το σχοινί, και αφέθηκε να γλιστρήσει από τον τοίχο. "Αν κρεμαστώ τώρα" ήταν η τελευταία του σκέψη, "στα αστέρια κρεμιέμαι... Από εκεί ψηλά θα την δω και θα με δει."...
Κόκκινο το πρώτο φως της αυγής... Κάποιος αλλοδαπός εργάτης, που είδε την σκηνή από μακρυά, έβαλε τις φωνές σπεύδοντας για βοήθεια, μα ήταν αργά.. Οι φωνές του ανοίξανε τα παράθυρα, κι εκείνος τρομοκρατημένος το έβαλε στα πόδια. Σε λίγο γύρω από την μουριά είχε γεμίσει κόσμο... "Να περιμένουμε την αστυνομία" ακούστηκε μία φωνή. Και κανείς δεν τόλμησε να πλησιάσει τόσο ώστε να αγγίξει την σωρό του γέροντα.
Ανάμεσα στους τρομαγμένους ανθρώπους, δυο νέοι κοιταχτήκανε στα μάτια, κι αγκαλιασμένοι, γελάσανε, γιατί τους φανήκανε όλα τόσο αστεία! Ένας γείτονας τους άκουσε και γύρισε να τους κάνει παρατήρηση. Μα δεν υπήρχε κανένας εκεί που μόλις πριν, στεκότανε το ζευγάρι.

16/5/08

Σε σένα..




Σε σένα που ποθώ
τα λόγια μου φιλιά
να έρθουν να σε βρουν
να κάψουν τον καημό,
που χρόνια με μεθάει.

Τα μάτια σου φωτιά
που καίνε την καρδιά
σα τα ξερά τα φύλλα.
Την στάχτη μου αυτή
να ρίξεις στο κρασί
φαρμάκι να το πιούμε.
Και με χάδι γλυκό
από πόνο κακό
μαζί να ξορκιστούμε.

Σε σένα που ποθώ
τα λόγια μου φιλιά
να έρθουν να σε βρουν
να κάψουν τον καημό,
που χρόνια με μεθάει.

Θα ανάψει πυρκαγιά
ψηλά ως τον ουρανό
αγγέλους να ζεστάνει.
Η νύχτα συντροφιά
τ΄αστέρια της θ΄ανάβει.
Κι ο χρόνος θα ντραπεί
στην άμμο θα κρυφτεί
κοχύλι προσευχής,
το κύμα να τον πάρει...

Κίτρινο φύλλο στον άνεμο...



Είσαι τρελή, της είπε.
Είσαι ένα ανόητο κορίτσι,
σε ένα σώμα που γέρασε.

Ο άνεμος φταίει, του είπε κείνη.
Δεν μπόρεσα ποτέ να τον σταματήσω,
ποτέ να φυλακίσω την πνοή του.

15/5/08

Να παίξουμε;

Κι αυτός που τόσα δώρα έφερε
σφραγισμένα
κανένα δεν άνοιξε. Δικά σου είπε!
Είναι συλλεκτικά!
Και συ παιδί μικρό τα δώρα άνοιγες
με χαρά.
Κι όταν το είδε απελπίστηκε!
Τι όμορφα δώρα πόσο σπάνια...
Τα χάλασες, τα άνοιξες, είπε.
Και συ που ήθελες μαζί να παίξετε
με κλάμα βουβό
μαύρη την καρδούλα σου έβαψες.

Και τώρα σε ρωτώ εγώ,
και πρόσεξε τι θα πεις.
θες να παίξουμε;

13/5/08

Αντάμωση..

Μία σχεδία το κορμί που στα όνειρα επιπλέει,
πάνω από θάλασσα αχινών ταξιδεύει
ανέγγιχτο
με τα μάτια να ανοίγουν και να κλείνουν
κοιτώντας τα άστρα!
Συχνά τα κορμιά ανταμώνουνε,
πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο
και καμιά φορά μπερδεύονται
και γίνονται ένα.
Κορμιά που στην ίδια θάλασσα επιπλέουνε
ψυχές που κατοικούνε στον ίδιο ουρανό.
Και τότε,
η θάλασσα κοπάζει. Γίνεται άμμος
και κύματα.
Και χέρι χέρι τότε
με πατημασιές στην άμμο,
τα ονόματά μας γράφουμε.
Μία λέξη μόνο.
Αγάπη!

10/5/08

Ένα πραγματικά υπέροχο βίντεο...



Ένα πραγματικά υπέροχο βίντεο-κλιπ, που θέλησα να το μοιραστώ μαζί σας...

9/5/08

άτιτλο

Τους εμπιστεύθηκες....
και τα χαμόγελα χαθήκαν.
Διπλώθηκαν μαζί με τα σεντόνια
καθώς μια τάξη έμπαινε στην αταξία.
Ίχνος σκόνης δεν έπρεπε,
όλα στολισμένα, όλα όμορφα
σε σειρά σωστή.

Και...

Το χαμόγελο του παιδιού έσβησε
τα μάτια σκοτεινιάσαν,
το ροζ φουστάνι του κόκκινο μοιάζει
στο χλωμιασμένο ανήλιαγο δέρμα του.
Τα λουλούδια στη βεράντα ανθίσαν,
μα τα λουλούδια της ψυχής απότιστα μείναν.

Το παιχνίδι, ψηλά, τακτοποιημένο.
Και το γόνατο που δε μάτωσε, πονά

8/5/08

άτιτλο

Η μοίρα σου μια θάλασσα αγριεμένη
και συ καράβι που γλυστράς μες τον αφρό.
Το βλέμμα σου χάδι στο αγέρι
και μες το χέρι τής καρδιάς της ο παλμός.

Απόψε έσβησε ο πόνος στο αλάτι
ναυάγιο που σκέπασε ο καιρός.
Κι η άγκυρα, σαν "θέλω" παρατημένη,
αφήνεται να την πάει ο χορός.

Ο πιο γλυκός τρόπος να πεθαίνεις
σε δύο μάτια μ΄ερωτήματα πολλά.
Αντί απάντηση φιλιά να παίρνεις
και να καις τα λόγια στη φωτιά...

7/5/08

Blogoπαίχνιδο - Ετσι γράφω...



Πατήστε πάνω για να μεγαλώσει η εικόνα..


Οι κανόνες του παιχνιδιού - ακριβώς όπως τους αντέγραψα:
1. Γράψε
2. Σκάναρε (ή φωτογράφισε… )
3. Πόσταρε.
4. Ειδοποία! Απαραίτητα στο τέλος του ποστ γράψε: για το http://autographcollectors.blogspot.com
5. Προσκάλεσε άλλους 5 ή και περισσότερους blogger να συμμετέχουν. (επίσης απαραίτητα, για να μαζευτούν όσο περισσότερα χειρόγραφα γίνεται)


Και προσκαλώ τους: Ελένη (σταγόνα), Αρματάν, Μαργαρίτα, Νατάσα, Αρτάνη! :))


για το http://autographcollectors.blogspot.com

6/5/08

Στην Αρματάν..




Στο πιο βαθύ κάστρο του δάσους υποχώρησα, όταν για πρώτη φορά σε είδα. Σε μια κουφάλα δέντρου σκεπασμένη από κλαδιά, καταφύγιο γύρεψα.... Κι ύστερα, εκείνος ο ήχος ανάσας βαριάς που με έκανε να γυρίσω να δω, πίσω από την πλάτη μου. Τα μάτια σου λαμπερά, καστανά, σκεπασμένα από φύλλα πλάτανων... η μουσούδα σου ακίνητη, ερευνητική. Με διάβαζες με την μυρωδιά... Πάγωσα. Μα εσύ κάθισες αναπαυτικά, και συνέχισες να κοιτάς. Ήταν η σειρά μου...
Σε παρατήρησα τόσο που ονειρεύτηκα. Βρέθηκα να χάνομαι, να παθαίνω ασφυξία συνειδητοποιόντας πως πια δεν πατούσα στην γή, δεν ήμουν άνθρωπος, δεν είχα τίποτα άλλο από μια αόρατη συνείδηση, και βάδιζα σε μια χιονισμένη σελήνη, κοιτώντας την γη από ψηλά. Σκέψεις πολλές, σαν πουλιά τρομαγμένα, πετούσαν ανάμεσα σε μένα και την γη, όλα τραβώντας για κάπου πέρα, μακρύτερα από τα αστέρια. Καμιά δε ξεχώρισα. Μόνο αυτός, ο τρελός θόρυβος από τα φτερουγίσματά τους, κι η αίσθηση πως πουθενά δεν πατάω αληθινά, δεν βρίσκομαι, με γέμισαν ένα φόβο τόσο μεγάλο, τόσο άγνωστο, που δεν είχα ποτέ ξανανιώσει...
Το γρύλισμα ενός χαδιάρη λύκου, με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου, να γυρίσω ξανά στην γη. Η μουσούδα του, σχεδόν άγγιζε το πρόσωπό μου, ξαπλωμένος δίπλα μου... Κάνω να τον χαϊδέψω... μέγα λάθος... Ο Λύκος από κουτάβι έγινε άσπρος τύραννος, τα δόντια του πύλες φωτιάς, θα μπορούσα από κει εύκολα να κατέβω μέχρι την κόλαση.... Και στη στιγμή έκανε μεταβολή, και τον είδα να χάνετε ανάμεσα στα φυλλώματα των θάμνων... Μα λίγο πριν χαθεί εντελώς, σα να το φαντάστηκα, μου έγνεψε με το κεφάλι να ακολουθήσω. Όρθιος και γω, πιότερο τους ήχους να ακολουθώ, παρά ότι έβλεπα, τα πόδια ξεσχίζοντας και τα χέρια στην άγρια βλάστηση για να προλάβω... Έτρεχα ... άγνωστο πόσο... και τότε είδα. Μία μεγάλη λίμνη, ο Λύκος στην όχθη να περιμένει, κι ύστερα, όταν κοντά ήμουνα πια, μα πριν τον φτάσω, με βήμα αργό βυθίστηκε στο νερό και δεν τον ξαναείδα. Ήταν η ώρα που ο ήλιος έσκυβε το κεφάλι, υπόκλιση βαθιά, για να υποδεχτεί την σελήνη, βασίλισσα της καρδιά του, εξουσιάστρια των πόθων του... Ο άνεμος αργός και ζεστός, στεκότανε κι αυτός, όλα περιμένανε την αντάμωση. Πλησίασα το νερό, αργά σα τον λύκο. Και κοίταξα. Κατάλαβα... Δεν ήταν του λύκου η ψυχή π΄ακολουθούσα. Η δική μου ήταν. Και καθώς στα μάτια μου μέσα τον Λύκο έβλεπα, είδωλο δικό μου, μακρυά πολύ, πέρα από εκεί που βρισκόμουν, το κάλεσμα άκουσα της αγέλης....


άτιτλο

Τα λόγια κόμποι που σφίξαν την θηλιά όσο χρειάζεται, για να μην πονάει ποτέ πια. Εθελούσια έξοδος, είπες. Σε ζηλέψανε οι ναυαγοί και τα κατάρτια των ονείρων τους. Οι ελπίδες, αν είχαν φωνή θα φωνάζανε το ονομά σου, να γυρίσεις... Ξέρω, θα το έκανες αν άκουγες το ονομά σου, αν οι κόμποι δεν είχανε κάνει την φωνή σου κομμάτια. Απάντηση καμιά, λοιπόν. Κι ο άνεμος, αργά αργά θα σκάβει τον άδιο σάκο σου, που ζούσες, μέχρι τα άσπρα κόκαλα στα χέρια του να σηκώσει, και να τα ταξιδέψει... Εκεί όπου δεν μπόρεσες ποτέ να πας... Μυστική αύρα, για ερωτευμένους, που την μαγεία τους δεν θα μπορέσουν να εξηγήσουν ποτέ. Στα φιλιά τους σαν σμίγουν, η αλμύρα από ένα δάκρυ κρυφό, θα μπερδέευται, και χαμόγελο θα γίνεται, κι ο ήχος ενός "αγαπώ", που ψιθυρίζει η καρδιά στις φλέβες ενός χεριού όταν στην χούφτα του το στήθος γυναίκας, αναπαύεται ευτυχισμένο! :))

2/5/08

ατιτλο...

Η πείνα και η δίψα, πάντα ξανάρχονται.
Ευτυχώς!
Το στόμα μου φυλακή,
δέσμια την ανάσα σου θα κρατήσω,
όταν πεθαίνεις
και δεν φτάνει η δική μου αναπνοή,
ξανά στην ζωή να γυρίζεις.
Για λίγο μόνο!

Τίποτα δεν διαρκεί περισσότερο
από .. το τώρα...
Θα έπρεπε να το ξέρεις!
Έτσι είναι!
Ανάμεσα στο από που έρχεσαι
και που πηγαίνεις,
κατοικεί το γιατί.

Η θέση άδεια για μένα, εκεί
Όχι, δεν θα με βρεις..
Όχι με το που, όχι στα πως.
Ούτε εμένα, ούτε κι εσένα.
Με ένα γιατί, μια ζωή θα είσαι
αν την στιγμή εξηγείς.
Άχρηστη η γνώση σου,
άχρηστες στις γλώσσες των ανθρώπων
οι λέξεις.
Η γεύση μόνο, κι η επιθυμία, αρκεί..