Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

25/1/18

Χειμώνας

Να πω “φοβάμαι..” ή να μη το πω; Και σε ποιον να το πω; Ποιος έχει όρεξη να ακούει παράπονα σ’ έναν ήδη αρκετά  σκοτεινό κόσμο; Να πω “κρυώνω”; Καλύτερα μη το πω, μη γίνω μέρος της απέραντης αυτής γραφικότητας, μία φωνή, μία κραυγή ακόμα ανάμεσα στις τόσες που είναι θαμμένες στο απέραντο νεκροταφείο των συνειδήσεων. Πάντα αγρίμι ήταν ο άνθρωπος, αγρίμι που όσο του χαϊδεύεις το κεφάλι τόσο σου δαγκώνει το χέρι. Μετρά τις ανάγκες του αδύναμου και υπολογίζει πως μπορεί να τις κάνει κέρδος.  Και να ήτανε μήπως και κέρδος αληθινό; Άνθρακας ο θησαυρός! Όσο τον μαζεύει τόσο καρβουνιάζει η ψυχή του. Γίνεται δαίμονας. Κι αρχίζει να καταστρέφει όσο μπορεί ψυχές άλλων... γίνεται αυτό η χαρά του, το γέλιο του δηλητήριο, απολαμβάνει να νιώθει ισχυρότερος, πανούργος, να ορίζει ανθρώπους που δεν έχουνε πια φωνή. Και θυμώνει.. θυμώνει πολύ όταν βρεθεί κάποιος να του θυμίσει πόσο επίπλαστη η εξουσία του, και πόσο γελοιώδες το συναίσθημα της ανωτερότητας που απορρέει απ’ αυτήν.
Φιγούρες σκυφτές, ταπεινωμένες,  απόκοσμες άχρωμες σκιές χωρίς όνειρα, μετράνε σε πόσα κομμάτια να χωρίσουνε το “τίποτα” για να βγει ο μήνας, η εβδομάδα, η μέρα. Φαντάσματα και Δαίμονες η μορφή του κόσμου, που μέσα του νιώθουνε εξόριστοι εκείνοι που δεν νέκρωσε τις αισθήσεις τους η παγωνιά. Στην καρδιά τους φωλιάζει ένα μικρό χελιδόνι, γνωρίζει πως η Άνοιξη δεν κατοικεί πλέον εδώ, και τίποτα δεν επιθυμεί περισσότερο απ’ τό να φτερουγίσει μακριά από τον λευκό χειμώνα... Τα μικρά του φτερά έχουνε αρκετή δύναμη για να ταξιδεύει μέχρι να χαθεί.. Μα το δένει μια κόκκινη κλωστή με το κορμί που κουβαλά, με όλους εκείνους , εκείνες, που είναι δεμένοι με το κορμί αυτό, κλωστή με κλωστή, καρδιά με καρδιά, και γνωρίζει καλά πόσο εύκολα μπορεί να ξηλώσει αυτή η κόκκινη γραμμή της ζωής, αν η κλωστή σπάσει. Αντέχει ο ένας για τον άλλον, και κάποτε, θυμούνται να αντέχουνε και για τους ίδιους.

11/1/18

Χρώματα...


Κάθε άνθρωπος ένα χρώμα.. κάθε χρώμα μια μουσική.. γεννάνε ρυθμό, παλμό, ζωή... Ρυθμοί που συμπληρώνουνε ο ένας τον άλλον, βήματα που σβήνουνε το ένα μέσα στο άλλο... μέχρι που και οι δυο είτε γίνονται κανείς, ή που φτάνουνε πιο πέρα από κάθε προσδοκία. Και ρυθμοί αταίριαστοι, κόσμοι με τέτοιο τρόπο διαφορετικοί, ή τόσο όμοιοι που απωθούνται. Μα οι άνθρωποι έχουνε μεγάλη φαντασία, κι ωστόσο κοινότυπη ως προς αυτό: να προβάλλουν και να βλέπουν έτσι στον άλλον, εκείνο που ψάχνουνε. Τα δικά τους θέλω, πιστεύω, ανάγκες, τα δικά τους βιώματα, το δικό τους χαρακτήρα. Μα καθώς ο χρόνος φθείρει στα δόντια του κάθε απάτη, έρχεται η ώρα που φτύνουνε αηδιασμένοι την επίπλαστη αυτή εικόνα που οι ίδιοι δημιουργήσανε και συντηρούσαν με κόστος ψυχής. Γεμάτοι απογοήτευση, κουρασμένοι, οργισμένοι, συχνά νιώθοντας ανήμποροι να ξεκινήσουνε πάλι από την αρχή χωρίς το λάβαρο μιας άλλης αυταπάτης, καίνε όλη τη δύναμη και την ομορφιά που έχει η ζωή μέσα τους, λιβανίζοντας κι εξορκίζοντας όχι τις αιτίες του κακού και τη δυστυχία τους όπως θα θέλανε, μα, άθελά τους, τη ζωή. Κατηγορούνε όσους τολμούνε να ζήσουν όπως δεν ζήσανε, σκαρφίζονται ηθικές δικαιολογίες για τη δειλή υποταγή τους, προτάσσουν τη στρεβλή λογική τους ως ασπίδα στο συναίσθημα, τα θέλω, την αποδοχή της ύπαρξής τους ως φύση λεύτερη, προορισμένη πάνω απ’ όλα για να ζήσει.. Την αγάπη, τον έρωτα, το φως που προκύπτει από τη συνύπαρξη αυτών των δυο, να δημιουργήσουνε και να μοιραστούνε τις χαρές και τις λύπες... και με τόσο φως μέσα τους εγκλωβισμένο σε ένα σπόρο που χρειάζεται πίστη κι αγάπη για ν’ ανοίξει και να βγάλει ανθό, τριγυρίζουν ως σκιές, παγίδες του φωτός, καταστρέφοντας ό,τι αυθόρμητο, αθώο μες τη νεότητά του, όμορφο στην αθωότητά του. Κοιτώντας φυλακισμένοι το κόσμο, μάθανε να μην ανέχονται την ιδέα πως μπορεί να υπάρχει κάποιος κόσμος έξω από τη φυλακή τους αυτή. Γιατί τότε θα έπρεπε να δεχτούνε πως, ζούνε φυλακισμένοι.
Στρέφουν λοιπόν τα βέλη τους για όσα ζήσανε, όσα δεν γίνανε ή γίνανε με λάθος τρόπο, όχι στις επιλογές τις δικές τους, αλλά στον καθρέφτη που τοποθετούσανε στα πρόσωπα των άλλων κάθε που κάνανε τις επιλογές τους. Ο απατεώνας δεν είναι στα μάτια τους οι ίδιοι, αλλά ο άλλος, ή οι άλλοι... και μοιάζουνε τότε, έχοντας τη σκιά τους σα σάβανο τυλιγμένο στη ψυχή τους, έρμαιο μιας ατέρμονης πτώσης στο πηγάδι της ζωής, μέχρις ότου, κάποιος να το σκεπάσει και να χαράξει πάνω του το όνομά τους και κάποιες χρονολογίες εξαιρετικά ασήμαντες...
Μα υπάρχουν κι εκείνοι, ευτυχώς, που βρίσκουν την δύναμη της αποδοχής του εαυτού τους. Που από σκοτεινή πέτρα που πέφτει, γίνονται πτηνό και δραπετεύουν. Με όλο το κόστος της συνειδητοποίησης, τον θρήνο, τον πόνο του να γεννιέσαι ξανά σε ένα κόσμο γεμάτο ανισότητες κι αντιθέσεις, όπου ούτε το όνειρο χαρίζεται, ούτε η ελευθερία είναι δεδομένη μόνο και μόνο επειδή ο καθένας έχει δικαίωμα σε αυτή... Κι όπου όλα χτίζονται με μόχθο, γκρεμίσματα, πισωγυρίσματα κι αναθεωρήσεις. Και δεν έχει σημασία αν έχει βάλει κάποιος μόνο μια πέτρα πάνω στην άλλη, ή αν ύψωσε γεφύρι ολόκληρο, αλλά με πόση αγάπη έβαλε αυτή τη πέτρα ή έχτισε το γεφύρι. Και με ποιους, και γιατί, το μοιράστηκε... και πως ποτέ δεν είναι αργά, να αγαπήσει κανείς τον εαυτό του και μέσα από αυτόν τη ζωή, τους άλλους, τον ατελή κόσμο μας..

9/1/18

Γραμμή της ζωής


Όλα αρχίσανε σαν ένα αστείο.. ένα πείραγμα χωρίς πρόθεση να εξελιχθεί σε οτιδήποτε άλλο... τα χαμόγελα.. το άγγιγμα στη παλάμη για να ταξιδέψει το δάχτυλο πάνω στη γραμμή τη ζωής, προτού ακούσια καταλήξει να φτιάχνει ομόκεντρους κύκλους στο όρος της Αφροδίτης... Το χέρι δεν αποτραβήχτηκε, το βλέμμα αμήχανα δειλό.. Ο χρόνος μίκρυνε, το γρήγορο τικ τακ της καρδιάς τους δεν άφησε χρόνο αρκετό στο νου να υπολογίσει πόσο το λάθος, πόσο το σωστό...
Το σούρουπο τους βρήκε και τους δυο να κοιτάνε τη γη από τη κορυφή του όρους, σφιχτά αγκαλιασμένοι, με το κορμί να πονά γιατί ακόμα κι αυτή η μικρή απόσταση ανάμεσά τους, να ζει ο καθένας στο δικό του σώμα, υπήρξε ανυπόφορα οδυνηρό.
Όχι οι ίδιοι, μα κάποιοι άλλοι που γεννηθήκανε από αυτούς τους ίδιους, οδηγημένοι από το πόνο, ταξιδέψανε προς τη λύτρωση.. Κάτω από τα άστρα, με καράβι την επιθυμία, ο κόσμος έμοιαζε τέλειος παρ’ όλες τις ατέλειές του, την αδικία και τον φόβο που τον ορίζει.. Γυρίσανε τον κόσμο τρεις φορές. Τόσες μόνο.
Κάθε φορά που μετά χωρίζανε, με την ψυχή λαχανιασμένη κι ήμερη απ’ τα τόσα άστρα, και την καρδιά να χτυπά αργόσυρτα, αρνούμενη να ξυπνήσει από την ευτυχία του να αποκοιμιέται η μια πάνω στην άλλη, έβρισκε το χρόνο να τρυπώσει ανεπαίσθητα - κυρίως σ’ εκείνη - ο φόβος πως όσα γίνονται μαζί σε λίγο δε θα είναι, για όσο, και πως ο καθένας τους θα πρέπει να επιστρέψει στους δικούς του ρυθμούς, τους δικούς του ανθρώπους, τη διαφορετική τους ρουτίνα.
“Δεν αντέχω να μοιράζομαι όταν αγαπώ..” του είπε.
Ήθελε να της απαντήσει “ούτε και γω.. κι αν η ζωή είναι άγραφο χαρτί, ποιος μπορεί να ξέρει από πριν, που μπορεί να καταλήξει ένα ταξίδι κάτω από τα άστρα.” Μα αντί αυτού, προτίμησε να τη διαφυλάξει από το δηλητήριο που κρύβει κάτω από το χάδι της, η ελπίδα.. Της είπε λοιπόν, πως αυτό δε θα μπορούσε να συμβεί. Πως δεν έχει πρόθεση να επιτρέψει στον εγωισμό του να πληγώσει τους ανθρώπους που νοιάζεται κι αγαπά. Και πως ο ίδιος, δεν έχει κανένα πρόβλημα να μοιράζεται. “Η καρδιά δεν φτωχαίνει αν την κόψεις σε πολλά κομμάτια” κατέληξε, και την ίδια στιγμή μετάνιωσε που της είπε κάτι που τόσο την απογοήτευσε και που ούτε ο ίδιος πιστεύει.
Κι έτσι εκείνη γέμισε τύψεις, ο φόβος κι η αξιοπρέπεια την ωθήσανε να κρατά απόσταση. Κάθε φορά, βρισκόντουσαν όλο και πιο σπάνια, κυρίως επειδή εκείνος επέμενε.. Και κάθε φορά η απόσταση ήτανε μεγαλύτερη. Ώσπου κι εκείνος, σταμάτησε να της το ζητά.. Κι απ’ όλο αυτό έμεινε μονάχα ένα όνειρο.. Ένα όνειρο που ξέρεις πως το έζησες, αλλά γνωρίζεις και πως, δεν έχει θέση σε αυτόν τον κόσμο. Ένα όνειρο μακρινό, όπως τ’ αστέρια το κατακαλόκαιρο, τόσο παρών, τόσο μακριά, όπου ταξιδεύει φορές φορές ολομόναχη η ψυχή τις νύχτες, να γεμίσει φως και να ξεκουραστεί αφημένη – για όσο – στις φτερούγες τ’ ονείρου.
“Μη με ξεχάσεις..” , θα ήθελε να της πει... “δε σε ξέχασα.. είσαι πάντα εδώ...” . Μα η καλύτερη παρέα στις μοναχικές πορείες τη νύχτα, τις πορείες που οδηγούν έξω απ’ τα σύνορα του ανέφικτου και το πεπερασμένο αυτού του κόσμου, είναι η σιωπή.