κι ονειρεύεται πανσέληνες νύχτες,
ή νύχτα σκοτεινή τόσο
που ο ουρανός γεμάτος είναι άστρα!
Εκείνη, ταγγίζει το στήθος της ο πόθος,
σβήνει τα μάτια κι αφήνεται
στ’ όνειρο το δικό του
γιατί γνωρίζει πως τ’ όνειρό του
είναι αυτή!
Εκείνος, ξεκουμπώνει την ψυχή της
με τα δάχτυλά του,
πορεύεται φιλί φιλί
μέσα από σοκάκια και κορυφές
ζητώντας ν’ αγγίξει τα άστρα,
να γίνει ένα με την πνοή της
και τα φεγγάρια του πόθου της.
Κι εκείνη, ανάβει
όλα τα άστρα γι’ αυτόν
καίει φόβους, σκέψεις, ελπίδες
και αναδύεται
μέσα από την απελπισία αιώνων
ως ολόγιομη Σελήνη!
Λάμπει το δέρμα της τα χείλη της καίνε,
τα μάτια της στάζουνε φως…
Ένα ουράνιο τόξο
από την καρδιά ως την καρδιά
γεφυρώνει την απελπισία τους
κι ανταμώνουν μες την πίστη,
πως τίποτα πριν ή μετά ή άλλο
έχει σημασία,
πέρα από εκείνη κι εκείνον, μαζί!
Εκείνη του χαρίζει ένα περιστέρι
από τα σωθικά της
και κείνος γίνεται ζεστή φωλιά
κι ουρανός,
να πετάξει με τα φτερά ανοιχτά!
Καταμεσής των ωκεανών,
πάνω από ένα σύννεφο
κι ολόγυρα το χάος π’ αποκλίνει,
τους ψιθυρίζει η καρδιά:
«ας φτιάξουμε εδώ μία γη να κατοικήσουμε
εσύ κι εγώ, ως κανείς και ως όλα»
Κι έτσι ενωμένοι αφήνονται
το ύψος κάνοντας βάθος και την πτώση τους ύψος.
Κι όσα θέλησαν, όσα είναι, όσα δύναται να υπάρξουν
χωρέσαν στην πτώση τους, πριν σκορπίσουν
στ’ άστρα ως άστρα, ή γη στην γη.
Κάποιοι ονειροπολώντας κάνουν ευχές
βλέποντας τ’ άστρο να πέφτει,
καθώς εκείνοι καίγονται μαζί, ευχή και μοίρα.
ή νύχτα σκοτεινή τόσο
που ο ουρανός γεμάτος είναι άστρα!
Εκείνη, ταγγίζει το στήθος της ο πόθος,
σβήνει τα μάτια κι αφήνεται
στ’ όνειρο το δικό του
γιατί γνωρίζει πως τ’ όνειρό του
είναι αυτή!
Εκείνος, ξεκουμπώνει την ψυχή της
με τα δάχτυλά του,
πορεύεται φιλί φιλί
μέσα από σοκάκια και κορυφές
ζητώντας ν’ αγγίξει τα άστρα,
να γίνει ένα με την πνοή της
και τα φεγγάρια του πόθου της.
Κι εκείνη, ανάβει
όλα τα άστρα γι’ αυτόν
καίει φόβους, σκέψεις, ελπίδες
και αναδύεται
μέσα από την απελπισία αιώνων
ως ολόγιομη Σελήνη!
Λάμπει το δέρμα της τα χείλη της καίνε,
τα μάτια της στάζουνε φως…
Ένα ουράνιο τόξο
από την καρδιά ως την καρδιά
γεφυρώνει την απελπισία τους
κι ανταμώνουν μες την πίστη,
πως τίποτα πριν ή μετά ή άλλο
έχει σημασία,
πέρα από εκείνη κι εκείνον, μαζί!
Εκείνη του χαρίζει ένα περιστέρι
από τα σωθικά της
και κείνος γίνεται ζεστή φωλιά
κι ουρανός,
να πετάξει με τα φτερά ανοιχτά!
Καταμεσής των ωκεανών,
πάνω από ένα σύννεφο
κι ολόγυρα το χάος π’ αποκλίνει,
τους ψιθυρίζει η καρδιά:
«ας φτιάξουμε εδώ μία γη να κατοικήσουμε
εσύ κι εγώ, ως κανείς και ως όλα»
Κι έτσι ενωμένοι αφήνονται
το ύψος κάνοντας βάθος και την πτώση τους ύψος.
Κι όσα θέλησαν, όσα είναι, όσα δύναται να υπάρξουν
χωρέσαν στην πτώση τους, πριν σκορπίσουν
στ’ άστρα ως άστρα, ή γη στην γη.
Κάποιοι ονειροπολώντας κάνουν ευχές
βλέποντας τ’ άστρο να πέφτει,
καθώς εκείνοι καίγονται μαζί, ευχή και μοίρα.