Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

12/10/20

Μέρες γεννημένες στο χθες

Μέρες γεννημένες στο χθες, απατηλές, ελπιδοφόρες, φτιαγμένες από επιθυμία και πόνο, πρώτη ύλη για ζωή και θάνατο. Μέρες που φτάσαν στο σήμερα σέρνοντας δεμένο πάνω τους με σχοινιά το κορμί. Μέρες κομματιασμένες όπως εσύ, παραμορφωμένες κι άσχημες. Προσπαθείς κοιτώντας κατάματα βαθιά μέσα τους, ν’ ανακαλύψεις στίγματα ομορφιάς, ελπίδας ανόθευτης, χαράς αφαρμάκωτης από πίκρα… Δεν αντέχεται να κοιτάς ώρα πολύ, ξεστρατίζει το βλέμμα. Πίσω από τα βλέφαρα καραδοκούν να σε πάρουν μαζί τους μονοπάτια φυγής. Φτερουγίζει η ψυχή το κάλεσμα νιώθοντας, ανατριχιάζει η καρδιά… Πίσω ο θάνατος, και μπροστά τι; Ίσως ο αληθινός θάνατος, ο χαμός όσων γνώρισες πως είσαι, μα ποτέ δεν στάθηκες σίγουρος… ήσουν; Τόσο κοντά το πέρασμα από το άγνωστο στο άγνωστο, τόσο γνώριμη μέσα σου αυτή η ψευδαίσθηση πως τα τετραθέμελα του κόσμου αν δεν αγαπάς εαυτόν θα γκρεμίσουνε, πως ακόμα τρόπος υπάρχει, αρκεί ερμήνευση ν’ αλλάξεις για να τον δεις. Το φθινόπωρο ήταν πάντοτε εποχή αλλαγών που προετοιμάζει την σιωπηλή απολογία του χειμώνα. Μόνο που σε αντίθεση με τις εποχές του χρόνου, οι ανθρώπινες εποχές δεν έχουν περιοδικότητα. Συμβαίνουν άπαξ. Όταν το συνειδητοποιήσεις αυτό τότε έχεις ανάγκη ευθύς αμέσως να το ξεχάσεις… Και πρόθυμα αφήνεσαι να χαθείς στα δαιδαλώδη μονοπάτια που σωτήρια ξετυλίγει η απελπισία. Κι όταν εντελώς χαθείς χωρίς πυξίδα πως έφθασες εκεί ή που πας, σαν το πουθενά να είναι το κέντρο του κόσμου κι εσύ η καρδιά του, τότε και μόνο τότε, έχεις μια δεύτερη ευκαρία σε αυτόν τον νεοσύστατο κόσμο που μόνος έφτιαξες, να είσαι Εσύ! Καθώς κανένα κάτοπτρο, καμιά γνώση, χαρά ή θλίψη, δεν είναι αντίλαλος άλλων… Κι όλη η μουσική, η χαρά ή θλίψη, που φωτίζει και σβήνει μέσα σου, είναι από τα δικά σου χέρια, τη δική σου καρδιά, δικό σου έργο. Είσαι εσύ, κι είναι ταυτόγχρονα, ευτυχώς, όλα και τίποτα… Ευτυχώς, γιατί μόνο στο ευλογημένο τίποτα δεν θα υπάρχει ποτέ χώρος αρκετός στο “εγώ”, μέγιστο βασανιστή του ανθρώπου και της ανθρωπότητας.

6/10/20

Θυμάσαι

Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός
και κάνει τις καμπάνες να ραγίζουν,
τα μάτια σου ως θάλασσα μαυρίζουν
ναυάγιο σκορπώντας τον καιρό.

Το όμορφο παλάτι των ονείρων
μια κάμαρα γυμνή και θλιβερή,
γεμάτα τα συρτάρια υποχρεώσεις
δεν σού’ μεινε γωνία να σταθείς.

Περνάν και φεύγουν οι ανθρώποι
μαζί τους όλο έφευγες και συ,
απόμεινε μονάχα μια καρέκλα
κι ολόγυρα παρέα η σιωπή.

Θυμάσαι; Όχι, αρνείσαι να θυμάσαι,
τον δρόμο από την πόρτα σου κοιτάς,
το φως που όλο έρχεται και φεύγει,
χωρίς ένα χέρι την πόρτα να χτυπά.

Την ώρα που χτυπά ο κεραυνός
θυμάσαι κι ας αρνείσαι να θυμάσαι.
Δάκρυ κυλάς βουβά ως τον βυθό,
νεκρή με τους νεκρούς σου αντάμα.

5/10/20

Κουκούλι από άστρα

“Κουράστηκα” του είπε. “Άσε με να περπατήσω μαζί σου… αμίλητη σκιά, σχεδόν διάφανη, χωρίς να είμαι εμπόδιο στο φως… Άσε με να ταξιδεύω δίπλα σου κι υπόσχομαι τόσο να μην νιώθεις την ύπαρξή μου, ώστε να μη θυμάσαι κι αν υπήρξα.” “Έλα”, της έγνεψε, ή έστω έτσι ερμήνευσε τα σημάδια η ίδια, γιατί δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από αυτό. Έλυσε τα μαλλιά της, έβγαλε τα ρούχα της, κι έβαλε φωτιά και τά’ καψε, να μην αφήσει σημάδι στο πέρασμά της από τον ορατό κόσμο στον αόρατο. Κάπου κάπου ωστόσο, κάτω από τα γυμνά πέλματα παιδιών που τρεχοβολάνε, ή την γδαρμένη σάρκα εραστών από χαλίκια και φυτά ατίθασα, επέστρεφε φλογερή βροχή στο στήθος το μέτωπο και τις παλάμες, γιατί παρά την πρόθυμη ολόψυχη υπόσχεσή της, το κουκούλι από άστρα μέσα στο οποίο τύλιξε το κορμί της, η γη ακόμα κι έτσι, μπορούσε κι αντάριαζε την ψυχή της.