Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/2/17

σκέψεις

Είναι στ’ αλήθεια ο πιο καλός γιατρός ο χρόνος; Ή είναι η άρνηση του εαυτού μας, που μας κάνει να αποστασιοποιηθούμε το πόνο; Εννοώ.. οι μέρες που περνάνε, μήπως είναι φτυαριές χώμα που μας κάνουνε λιγότερο ψηλά να κοιτάμε, μας κάνει ένα με το χώμα; Θεραπεύει ο χρόνος, ή μας κάνει λιγότερους; Λιγότερο ονειροπόλους, λιγότερο διεκδικητές, με λιγότερα αντανακλαστικά στα συναισθήματά… Όπως ζωγραφιά που ξέβαψε στη βροχή κι από τα πολλά της χρώματα απομείνανε αχνές γραμμές... ;

17/2/17

Ευτυχία

Το μυαλό της το μόνο καταφύγιο. Σπηλιές σφαλισμένες από τεράστιες λίθινες θύρες, που ούτε εκείνη τολμά να μετακινήσει. Μέσα τους ένα ολόκληρο οικοσύστημα, που δεν έχει καμία αντοχή στη τοξικότητα, μα ούτε κι επαφή μ’ οτιδήποτε τοξικό. Πίσω από τις κουρτίνες των ματιών της, το αβρό πρόσωπο, τους ξεχασμένους στα παραμύθια τρόπους της που την κάνανε να μοιάζει περιφερόμενη σκιά δίχως υπόσταση στο σκληρό κι απατηλό παρών της στον κόσμο των άλλων, ζούσε με χαρά παιδική στο δικό της παράδεισο αλλά και τη δική της κόλαση, που αποτελούσε προαύλιο του παραδείσου. «Ξωτικιά» την αποκαλούσανε οι πιο κοντινοί της που ωστόσο κι αυτοί απέχανε έτη φωτός από εκείνη.
«μαγεία είναι, οτιδήποτε αγαπάς… ο τρόπος της αγάπης το αλλάζει, το κάνει ομορφότερο, δυνατότερο…»
«Κι η φαντασία; Δεν είναι μαγική η φαντασία;»
«Μικρούλα μου, η φαντασία είναι απλώς φαντασία.. μαγική μπορεί να είναι μόνο η πραγματικότητα, μόνο ότι γίνεται να υπάρξει και μέσα του να χαθείς.. να το ζήσεις!»
Κουβέντες μιας άλλης εποχής, παιδούλα ήτανε τότε, με τη γιαγιά της… Καθώς η μάνα της την εγκατέλειψε για να ζήσει αβίαστα το μεγάλο της έρωτα, αλλά και για να απαλλαγεί από το φορτίο να μεγαλώσει ένα παιδί που αμφίβολο αν μπορούσε ποτέ να σταθεί μόνο στα πόδια του, η γιαγιά της υπήρξε ο μόνος γονιός αλλά και η μόνη πραγματική της φίλη. Μετά το θάνατό της, η πραγματικότητα στην οποία βρέθηκε έγινε τόπος αφιλόξενος, κι εχθρικά θλιβερός. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να φτιάχνει τη δική της πραγματικότητα και να κλείνεται όλο και περισσότερο μέσα της, για να ζήσει! Τα πιο όμορφα που είχε γνωρίσει και όσα ήθελε να γνωρίσει, υπήρχανε σε αυτό τον κατάδικό της κόσμο.. Κρυστάλλινα νερά από ένα ρυάκι που βούταγε τα χέρια της μικρή, όταν η γιαγιά της την πήγαινε τα καλοκαίρια στα πατρικά της εδάφη.. στην αντίπερα όχθη του , που ήτανε σκεπασμένη από πυκνή βλάστηση, βρίσκανε καταφύγιο βάτραχοι και πουλιά, δίνοντας μία ιδιότυπη συναυλία. Τεράστιοι θησαυροί κρυμμένοι σε μικρά βότσαλα.. Η γιαγιά της γνώριζε τα πετρώματα, και τα είχε διδαχτεί καλά…  Πόσα χιλιάδες χρόνια, πόσα διαφορετικά υλικά από της αρχή της ύπαρξης του κόσμου, για να φτάσει σ’ εκείνη ένα μικρό κομμάτι πετρώματος… Κάποια από αυτά ήτανε οργανική ύλη.. μέρος ενός πλάσματος που διψούσε, πεινούσε, που όπως όλοι αγαπούσε τη ζωή, και φοβότανε το θάνατο… Τόσο ασήμαντα όλα και μαζί τόσο σημαντικά..  Η ασημαντότητα σε όλες της εκφάνσεις, είναι ότι πιο αιώνιο και πολύτιμο μπορεί κανείς να κατέχει ή να είναι ποτέ. Όπως μια τόση δα στιγμούλα, μικρότερη κι από τη στιγμή που ένα βότσαλο που κάποιος εξφενδόνισε,  αγγίζει το νερό και ξεκινά να βυθίζεται στη λίμνη.
«Είμαστε ένα πολύχρωμο παζλ» σκεφτότανε, «από πετραδάκια, ήχους, αγγίγματα.. από διάφανες σιωπές και πολύχρωμα δάκρυα που μέσα τους κοιμούνται κι ονειρεύονται ουράνια τόξα… είμαστε το σύννεφο που ταξιδεύει και η βροχή ή το χιόνι ή το χαλάζι που σκορπά ο άνεμος.. και που με τη σειρά τους θα ξεδιψάσουνε τον πόθο για ζωή… Μα πιο πολύ, είμαστε, είμαι, όσο μπορεί να είναι κάποιος κάτι περισσότερο από τη λάμψη που αντανακλάται στο νερό ή το μέταλλο, ή τη πέτρα, ή το λευκό οστό ακόμη, είμαι, ταξίδι.»
Το αναπηρικό της καροτσάκι, ήταν εκεί για να ξεγελά τους άλλους.. τους υποκριτές που πιστεύουνε πως όλα έχουνε την ανατομία μιας πεπερασμένης εξήγησης. Πριν κάποια χρόνια, οι ίδιοι θα λέγανε πως η γη είναι επίπεδη, κι αν τώρα δέχονται πως είναι στρογγυλή και η γη είναι ένα ουράνιο σώμα όπως τόσα και τόσα άλλα, είναι μονάχα γιατί το διδαχτήκανε. Τα όριά τους, σταματάνε στο φόβο να αναμετρηθεί το πεπερασμένο τους γνωστό με ό,τι δε γνωρίζουνε, δε φαντάζονται, δε μάθανε ότι υπάρχει. Αν είναι δυνατό, να έχουνε τα θαύματα όρια, να έχει όριο η ζωή.

Το σωματάκι της ήτανε αδύναμο πια, ένα ζωντανό λείψανο… οι νοσηλευτές, δεν βρίσκανε τρόπο να κάμψουνε την όλο και πιο παρατεταμένη αποχή της από το φαγητό και τη συμμέτοχή της στα κοινά. Παρατηρούσανε με έκπληξη την ευτυχία που συχνά στόλιζε σα φωτοστέφανο το πρόσωπό της, αδυνατώντας να το εξηγήσουνε με κοινή λογική.

Η ευτυχία της Ευτυχίας, γιατί έτσι λεγότανε το κορίτσι, έμελλε σύντομα να τραυματιστεί ανεπανόρθωτα. Ο πόλεμος έφτασε σε μια στιγμή, έξω από τη λίθινη πόρτα της και τη βομβάρδισε… Τα ματάκια της ανοίξανε έντρομα, κοιτώντας όλες αυτές τις ψυχές ολόγυρά της να φτερουγίζουνε τρομαγμένες, μη βρίσκοντας τρόπο ή τόπο να πετάξουνε, με φτερά σπασμένα  ακόμη ή και χωρίς καθόλου φτερά… Η πραγματικότητά της και η πραγματικότητα του κόσμου, σμίξανε. Κι αν μπορούσε να ανεχτεί τη δική της δίψα, πείνα, να καταλαγιάσει το δικό της φόβο, δε μπορούσε ωστόσο να κάνει το ίδιο  για όσους κοίταγε γύρω της. Τα παιδιά, τα νεαρά κορίτσια κι αγόρια, τη Λουΐζα, την σκυλίτσα που είδε σακατεμένη… Θα ήθελε να τους φωνάξει, να τους πει «ελάτε δω, ελάτε να κρυφτείτε στον κόσμο μου, ώσπου ο κόσμος να γίνει πάλι δικός σας!»..  Μα αυτός ο κόσμος, φτιάχτηκε μόνο για κείνη και μόνο εκείνη μπορούσε να δει…  Πως να προσκαλέσεις κάποιον σε ένα μέρος που γι’ αυτόν δεν υπάρχει; Έτσι η Ευτυχία διάβηκε τη κομματιασμένη λίθινη πόρτα του κόσμου της, εκθέτοντας τον εαυτό της σε μια πραγματικότητα διαφορετική από εκείνη που ανήκει.
Το καροτσάκι της βρέθηκε κομματιασμένο, κάτω από την πλάκα του δεύτερου ορόφου..  Το μικροκαμωμένο κορμί που βρέθηκε εκεί κοντά, τσακισμένο,  σκεπασμένο από πληγές και χώμα, ήτανε δικό της… ακόμα ανάσαινε… τα χείλη του κινηθήκανε αργά και απαλά… Ο διασώστης έσκυψε πάνω της, «όλα θα πάνε καλά, σε βρήκαμε τώρα, όλα θα πάνε καλά!» Της είπε να την ενθαρρύνει… Η Ευτυχία, δάκρυσε… κουνούσε ακόμα τα χείλη. Ο άντρας πλησίασε το αυτί του ν’ ακούσει… άψυχοι οι ήχοι, μα τους άκουσε, προτού το κορίτσι σιωπήσει για πάντα: «μακάρι να μπορούσα να σας πάρω μαζί μου»….  

8/2/17

Τριαντάφυλλα

   Τριαντάφυλλα στο στόμα, κυλάει το αίμα από φιλί σε φιλί, από στόμα σε στόμα. Βάζει τελεία το σκοτάδι. Όχι, φυσικά και δεν είναι τέλειο ούτε το σκοτάδι, κανείς δεν είναι τέλειος. Πολλές οι χαραμάδες, οι σκέψεις, οι τύψεις… τα φωνήεντα. Μετά από λίγο παράταιρα μοιάζουνε όλα και η γλυκιά μέθη δίνει τη θέση της σε δίνη. Μία δίνη που άλλοτε σε ανεβάζει ψηλά χωρίς δίχτυ ασφαλείας κι άλλοτε σε τραβά στον πάτο.. μα κι αυτός ατελής. Πάντα υπάρχει χώρος να πέσεις πιο χαμηλά. Κι έτσι οι πιο συνειδητοποιημένοι απλώς αφήνονται κι απολαμβάνουνε την ροή των πραγμάτων. Απολαμβάνουνε αυτό που δεν μπορούνε να αλλάξουνε: τη φθορά. Κι εν τέλη κατορθώνουνε, οι πιο τολμηροί από αυτούς να βρούνε κάποια κομμάτια από τις σάρκες τους..  Τα κάνουνε παπούτσια, τοτέμ, καμβά ζωγραφικής… κι ενίοτε τα χαράζουνε και τα κόβουνε σε ακόμα μικρότερα κομματάκια. Τα βάζουνε στη σειρά, ανασύροντας από την μνήμη και την τριβή τους με τον κόσμο, όσων γνωρίσανε, κι άλλα μικρά κομματάκια. Τα ταιριάζουνε ακούγοντας μουσική και ήχους από νύχια που σπάζουνε στη προσπάθεια να κρατηθούνε από κάπου, σα να είναι μέρος ενός παζλ… Κι αναζητάνε στη θλιβερή σύνθεση την εικόνα του όλου, προσπαθώντας να προσδιορίσουνε το στίγμα τους… Το παράξενο είναι, πως τελικά όλο αυτό αποδίδει… Κι από εκείνους που γυμνωθήκανε, ξεσχιστήκανε, ματώσανε, γίνανε κομμάτια, προκύπτουν οι πιο όμορφες αλήθειες, παρότι με τον πλέον φρικιαστικά μαρτυρικό τρόπο. Γιατί μόνο όσοι κομματιάσανε την εικόνα τους και χάσανε τον εαυτό τους, έχουνε τρόπο και δύναμη αναδημιουργώντας απ’ ότι απέμεινε από τα λαμπερά ψέματα, τις μαραμένες προσδοκίες, τις γνώσεις με τις οποίες ανατραφήκανε, μόνο αυτοί, κρατώντας εκείνο που άντεξε, που μοιράστηκαν, που κέρδισαν χάνοντας κάθε πλάνη, μπορούνε να δούνε και να νιώσουνε αληθινά, την μεγάλη εικόνα του κόσμου μέσα τους, και το αντίστροφο.

Ζωή

    Οι μέρες σα τρυποκάρυδος σκάβανε όλο βαθύτερα στη καρδιά της Οι νύχτες ωστόσο ήταν χειρότερες· σκάβανε σα τρωκτικό. Δαγκώνανε τα σωθικά, κομματιάζανε τα πιστεύω της... Την κάνανε να κλαίει, κρυφά, μη το καταλάβουνε τα παιδιά, οι γονείς, ο σύζυγος, κι ύστερα θα έπρεπε να εξηγεί.. Να εξηγήσει τι, που δε γνώριζε και η ίδια τι συνέβαινε, γιατί ήτανε τόσο δυστυχισμένη.... Γιατί;
Δεν είναι λίγες οι φορές που ο θύτης ερωτεύεται το θύμα. Ιδίως, όταν ο θύτης είναι γέννημα του ίδιου του θύματος. Έτσι και το μικρό τρωκτικό, αγάπησε τη γυναίκα που τόσο αφοσιωμένα πια, βασάνιζε κάθε βράδυ. Στην αρχή ήτανε απλώς όνειρο, έπειτα έγινε σκέψη, φαντασίωση, εμμονή. Κάθε νύχτα τυλιγμένη αόρατα δάκρυα, όταν όλα τα φώτα σβήνανε, ταξίδευε προς μία αθέατη Πανσέληνο, ζωγραφισμένη από χρυσό κι ασήμι πάνω στα πελώρια κύματα της ζωής της.. Στάζανε τα δάκρυα στα κύματα κι εκείνα για λίγο χαμηλώνανε φτιάχνοντας γεφύρι από σπασμένους καθρέφτες τ’ ουρανού και νεκρά άστρα. Τότε βάδιζε ξυπόλητη ώσπου με ματωμένα τα πόδια έφτανε σε μια ολόφωτη από τη Πανσέληνο πίστα, στη μέση του πουθενά. Τρεμούλιαζε η καρδιά, από δειλία και το ψύχος, μα τότε ερχόταν εκείνος, απαλά της έπιανε την παλάμη και της ζητούσε να χορέψουνε. Άναβε ο ουρανός όλα τα άστρα, σκοτείνιαζε απαλά η σελήνη κι η τρυφερή μελωδία ενός ταγκό, νανούριζε κάθε πόνο, καθώς ακουμπούσε την καρδιά του..
Κάθε πρωί της έλειπε όλο και πιο πολύ εκείνος ο άγνωστος.. και κάθε βράδυ, ένα δάκρυ ολοένα πικρότερο, άνοιγε δρόμους στα κύματα να τον ανταμώσει σε μια Πανσέληνο πλασμένη από την βαθύτερή της ανάγκη να Υπάρξει.. να υπάρξει σα γυναίκα, σαν άνθρωπος που έχει ανάγκη να αγαπηθεί και να αγαπήσει.. Αν το πίστευε με ειλικρίνεια πως αυτό μπορεί να συμβεί, η αθέατη πανσέληνος ίσως να μην είχε υπάρξει ποτέ.. κάθε νύχτα μεγάλωνε το φωτεινό στεφάνι να χωρά τη παγερή της μοναξιά.
Χαράματα.. κι έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού, ματώνοντας τα πόδια ακόμη μια φορά στο μοναχικό ολόδικό της μονοπάτι, ακροπατώντας μη ξυπνήσει κάποιος… βαστώντας την ανάσα και τον ενθουσιασμό βαθιά στα στήθη, κρυφά, σα παιδί που φοβάται το μάλωμα επειδή αμέλησε το διάβασμα για να παίξει, να κοιμηθεί, να ονειρευτεί… Και τότε έγινε το κακό… Κάποιος άναψε το φως, και το μονοπάτι σκόρπισε στα αφρισμένα φτερωτά της θάλασσας που τρομάξανε… Το αγαπούσε το μπλε της θάλασσας.. κι η θάλασσα την αγαπούσε, την είχε κόρη, υπό την προστασία της. Ήξερε να της μιλά, να τη παρηγορεί.. να την κρατά στην αγκαλιά της όταν άλλη αγκαλιά δεν υπήρχε… Μα αυτό που της αποκαλύφθηκε κάτω απ’ τίς φτερούγες των κυμάτων ήτανε άγριο και σκοτεινό, ξεπερνώντας τις αντοχές της… Άρχισε να πνίγεται, αδύνατο ν’ ανασάνει.. Τα μάτια της πλημυρίσανε τρόμο.. Κούναγε απέλπιδα πόδια και χέρια χωρίς νόημα, χωρίς σκοπό.. Κι έπειτα εντελώς ξαφνικά, αφέθηκε να βουλιάζει σε μια αδιάφορη άβυσσο. «Η ζωή μου!» , πρόλαβε να σκεφτεί.. ύστερα σιωπή στις σκέψεις της.. Μόνο η ψυχή της θρηνούσε, χωρίς θρόισμα, χωρίς ίχνος πως θρηνεί, την αιχμαλωσία της.
«Πόσο καιρό υπνοβατούσε; Γνωρίζετε;»…
« Την είχα δει άλλες δυο φορές… δεν της είπα τίποτα, μη τρομάξει… Τρομάζει εύκολα όταν κάτι αφορά την υγεία της. Έμενα άυπνος να την κοιτώ, να σιγουρευτώ πως όλα είναι εντάξει.. Στριφογυρνούσε στο σαλόνι, χαμογελώντας… Κι εγώ την καμάρωνα, γιατί σπάνια την είχα δει στα τόσα χρόνια να χαμογελάει τόσο ανέμελα, τόσο ευτυχισμένα!.. Αυτό ήταν περίπου πριν τρεις μήνες..»
«Η σύζυγός σας, δεν πάσχει από κάτι οργανικό… όλα φαίνονται φυσιολογικά.. Άγνωστο γιατί δεν αντιδρά… ούτε καν συσπά τα βλέφαρά της, δεν ονειρεύεται. Όμως όλα λειτουργούνε σωστά.. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, να περιμένουμε.»

    Πόσο γλυκιά σήμερα, πόσο όμορφη! Απολάμβανε τα γαλαζοπράσινα νερά που τα χρωματίζανε τα πεύκα κι ο ουρανός. Πως έλαμπε η άμμος στ’ άγγιγμά της!... Κι ο άνεμος, με ελαφριά ταραχή ερωτοτροπούσε απαλά με την αιώνια ψυχή της… Πόσο απέραντη αυτή η ομορφιά, πόσο πλανεύτρα! Έτσι ξεγέλασε την αγαπημένη του και του έκλεψε τη ζωή , παρασέρνοντάς την όλο βαθύτερα , ώσπου αποφάσισε να την κρατήσει δική της.. Την επέστρεψε δίχως ψυχή… δίχως πνοή.. χωρίς ορίζοντα στα μάτια. Κράτησε τη ψυχή της κι επέστρεψε ένα άδειο κορμί.. Κι ήτανε τόσο όμορφα τα μαλλιά της ακόμα, όπως τα στεφανώνανε τα φύκια, τόσο άσπρη η επιδερμίδα της… Τόσο άδικος ο χαμός της!..
Από τότε τη μίσησε. Ήτανε φορές που με το καΐκι του αγνοούσε τον κακό καιρό, τον δαίμονα μέσα της.. Δεν τον προκαλούσε απλώς, σχεδόν τον παρακαλούσε.. Λες κι η ψυχή του θα έβρισκε το λυτρωμό αν είχε το ίδιο τέλος μ’ εκείνη.. Ας σμίγανε πάλι, έστω και κάτω από τα κύματα… αν ήτανε μαζί, τι νόημα θα είχε να ελπίζει σ’ έναν άλλο παράδεισο; Ποιο νόημα να έχει χέρια, στήθος, πνοή, όταν η αγκαλιά του αδειανή; Τέτοια ζωή αβάσταχτη..
Εντάξει, δεν την γνώριζε δα όλη του ζωή …. Τρία χρόνια μόνο… Τόσο τον αξίωσε ο Θεός.. Τρία χρόνια που αλλάξανε τη ζωή του και του αποκαλύψανε το λόγο που πλάστηκε ο κόσμος: μόνο για να γεννηθεί Εκείνη. Ευλογημένος που τη γνώρισε και μοιράστηκε μαζί της, για όσο, τη ζωή... Γιατί ο κόσμος υπάρχει ακόμα;… Οι μέρες και οι νύχτες… Πως αντέχουν τ’ άστρα ν’ ανάβουνε κάθε βράδυ, έτσι όπως ορφάνεψαν από το βλέμμα της; Με ποια δύναμη ο ήλιος καταφέρνει να σέρνεται ως την ανατολή.. ; … Κι εκείνος; Γιατί αναπνέει; Τέτοιες ήταν οι στιγμές, αβάσταχτες, όπου αγνοούσε τη φουρτούνα και τον άνεμο, και χωρίς ίχνος φόβου ανοιγότανε μεσοπέλαγα… Αυτός ο Θεός κι η θάλασσα…. Περιφρονώντας την δύναμη και των δυονών…
Η Πανσέληνος έμπαινε στο δωμάτιο, από το μικρό παράθυρο που δεν είχε κουρτίνα, φωτίζοντάς το απ’ άκρη σ’ άκρη… μαζί και τις σκέψεις του.. Εικόνες τον επισκέφτηκαν από Πανσέληνους άλλες και δεν λογάριαζε πια να κοιμηθεί μη σωπάσουν.. και του μείνει μόνο ο πόνος συντροφιά. Τούτες οι μνήμες, είχαν το άρωμά της, το φως από το χαμόγελό της, την γλυκύτητα των τρόπων της… Ο άνεμος τράνταζε την εξώπορτα… που ήτανε κι η μοναδική πόρτα του σπιτιού του, μιας κι επέλεξε από όταν συνέβη το ατυχές γεγονός, να μη μείνει στο σπίτι που ετοιμάζανε για να ζήσουνε, αλλά σε ένα άλλο, που είχε παλαιότερα ένας θείος του, δίπλα στη θάλασσα, χτισμένο πάνω στο πλάτωμα ενός βράχου.. Πιο πολύ παράγκα ήτανε, παρά σπίτι.. Δεν ήθελε να κατοικεί μονάχος στο σπίτι τους. Μα η Πανσέληνος που τόσες φορές κοιτάζανε μαζί, ήρθε και τον βρήκε, φέρνοντάς του εκείνην… Καθώς στριφογύριζε το δωμάτιο γινότανε όλο και πιο μικρό. Δεν τον χωρούσε πια.. Έτσι φόρεσε τα ρούχα, τις γαλότσες, το αντιανεμικό, και κίνησε για το καΐκι του… Έλυσε τα σχοινιά, κι έβαλε ρότα για το φεγγάρι… Δεν άργησε να ευθυγραμμιστεί με το φωτεινό του μονοπάτι.. Χαμήλωσε τη μηχανή κι αφέθηκε να το ακολουθεί… Κάπου κάπου, του φαινότανε σα να έβλεπε εκεί που έσβηνε το φως, τη σιλουέτα μιας γυναίκας που χορεύει.. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία.. Τα κάνει τέτοια τερτίπια η θάλασσα τη νύχτα… Ένα μικρό σύννεφο, μια σκιά… σε ξεγελά και σου φανερώνει εκείνα που ίσως, θα ήθελες να δεις… Μα σύντομα άρχισε να αναρωτιέται αν κοιμότανε… και το ταξίδι του λάμβανε χώρο σε ένα όνειρο.. Γιατί όσο περνούσε η ώρα έβλεπε τη γυναίκα καθαρότερα, ξεχώριζε πια τη μορφή της, τα μαλλιά … απολάμβανε το ρυθμό του κορμιού της, και σχεδόν άκουγε τη μελωδία… Το θεώρησε της μοίρας του αυτό το μονοπάτι και συνέχισε να προχωρά .. Σχεδόν την έφθασε, χόρευε πια μπροστά στην καρίνα …. Έστριψε προσεχτικά το τιμόνι, να τη πλευρίσει.. Να δει από κοντά αυτό το αλλόκοτο θαύμα, τούτο το μυστηριώδες πλάσμα της θάλασσας… και τότε την έχασε.. Σαν να μην υπήρχε ποτέ, σα να τον γελούσανε τόση ώρα τα μάτια του, εκείνη, δεν ήτανε πια εκεί. Σώπασε τη μηχανή.. σταμάτησε.. κι αφέθηκε στο κύμα να τον ορίζει… Βγήκε από τη καμπίνα, και γονατίζοντας στα ξύλινα σανίδια, έσκυψε και κοίταξε στα κύματα και τότε την είδε πάλι! Να προσπαθεί απέλπιδα να ανέβει στη επιφάνεια.. Να κουνά τα χέρια κοιτώντας τον κατάματα.. φωνάζοντας βουβά: «Σώσε με!»… Ήταν αντικριστά του… δε το σκέφτηκε.. έβγαλε τις γαλότσες και πήδηξε στο νερό.. Άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει… Μα εκείνη όλο και βούλιαζε.. Βούλιαξε μαζί της, μη την χάσει. Σχεδόν την τύλιξε με τα χέρια… μα τα χέρια του δεν σφίξανε τίποτα.. Εκείνη, σα να μην ήτανε ποτέ εκεί… Έκανε αγωνιώδη προσπάθειες να τη βρει, ψάχνοντας ξανά και ξανά.. μα τίποτα. Ειδοποίησε την ακτοφυλακή… Τα λόγια του, ακουστήκανε λόγια μεθυσμένου.. Πανσέληνος.. αναμνήσεις.. και πόνος. Κακός συνδυασμός για την λογική. Επειδή όμως γνωρίζανε πως είναι έμπειρος ναυτικός, ψάξανε ακολουθώντας τα θαλάσσια ρεύματα για αρκετές ώρες.. Κι εκείνος έμεινε ν’ αναρωτιέται, αν στ’ αλήθεια την είδε ή το μυαλό του άρχισε να του φτιάχνει παιχνίδια…
Τον επόμενο καιρό δεν κατάφερνε να ξεχάσει όσα είδε. Έκλεινε τα βλέφαρα κι έβλεπε τα γεμάτα αγωνία μάτια της να τον κοιτάζουν ορθάνοιχτα.. άκουγε ακόμα και την κραυγή της, «Σώσε με!!!»… Όλο πιο έντονα όλο πιο συχνά τον κυρίευε η απελπισία της άγνωστης γυναίκας. Πέρασε κι άλλες φορές από εκείνο το σημείο με το καΐκι, ποτέ όμως νύχτα… Νύχτα το απόφευγε. Ίσως υποσυνείδητα να είχε πιστέψει πως η γυναίκα ήτανε, αν υπήρξε, στοιχειό της θάλασσας. Το φάντασμα κάποιας αδικοχαμένης ψυχής… Κι αν ήταν έτσι, αν τον κρατούσε εκείνη η άγνωστη στην αγκαλιά της, τότε πως θα έβρισκε τη δική του αγαπημένη; Την θάλασσα δε την φοβότανε, ούτε τον χαμό. Αυτό όμως, τον τρόμαζε. Μα και πάλι, αδύνατο ν’ αγνοήσει αυτά τα μάτια και αυτή την κραυγή: «Σώσε με!..»

   «Ασήμωσε να σου πω την μοίρα σου.. Είσαι καλός άνθρωπος, μα κάποιος έχει βάλει κακό στο νου για σένα! Ασήμωσε και θα σου ποιος και πως να φυλαχτείς… »… Όσες φορές κι αν ακούσεις τις γύφτισσες, τα ίδια θα λένε.. Κι αν είναι καμιά κοπέλα, θα της τάξουνε και μια καλή τύχη.. Πιάνανε ένα τόπο, το σαρώνανε με ζητιανιά και κλεψιά, σκαρφιζόντουσαν χίλιους τρόπους να γδύσουν τον κόσμο.. Κι ύστερα όπως εμφανιστήκανε, έτσι ξαφνικά και φεύγανε. Σ’ εκείνον, με το σκαμμένο απ’ τον ήλιο, τον αέρα και το αλάτι πρόσωπο, δεν πηγαίνανε. Έμοιαζε άγριος, μα πιο πολύ από άγριος παράξενος. Τον προσπερνούσανε σα να μην ήταν εκεί, προτιμώντας τους υπόλοιπους θαμώνες του καφενείου. Εκείνη η νεαρή κοπέλα όμως, ήρθε και στάθηκε μπροστά του παρατηρώντας τον με το αλλόκοσμο βλέμμα της. Δεν έμοιαζε γύφτισσα, ήτανε ξανθιά με κατακόκκινο από τον ήλιο δέρμα, γεμάτο φακίδες… Φορούσε ένα πολύχρωμο μακρύ φουστάνι, κι έτσι όπως πέρναγε εμπρός του, στάθηκε, γύρισε, κι έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο, πριν πει: «δως μου το χέρι σου»… Τα μεγάλα της μελιά αμυγδαλωτά μάτια, τον ζέσταναν. Άφησε τη παλάμη του πάνω στη δική της.. Κι εκείνη, χάιδεψε αργά, σχεδόν ερωτικά το ροζιασμένο χέρι με τα ακροδάχτυλά της.. Έπαιζε. Άλλωστε παρά την παραμελημένη κι άγρια όψη του ήταν ωραίος άντρας. Κι ενώ μελετούσε χωρίς αληθινά να μελετά την παλάμη, κάτι είδε.. πάγωσε.. Το ένιωσε στο αίμα της όπως τον άγγιζε. « Να προσέχεις! … Ζεις ανάμεσα σε δυο κόσμους. Σου στέλνει κάποια… ζει και αυτή σε δυο κόσμους… Αν τη βοηθήσεις θα σωθείτε κι οι δυο από μεγάλο μαρτύριο…» .., «Ποιος τη στέλνει; Ποια;» … Η κοπέλα σήκωσε τα μάτια της, τον κοίταξε.. «Δεν ξέρω!» είπε βιαστικά, και τραβώντας τη παλάμη της έφυγε όσο γρηγορότερα μπορούσε μη περιμένοντας ούτε τ’ ασήμωμα.. Το περιστατικό αυτό τον έβαλε σε νέες σκέψεις. Ίσως τη γυναίκα στα όνειρά του να την έστειλε η αγαπημένη του.. Ίσως είχε κάποιο μήνυμα να του δώσει.. Το σίγουρο ήτανε έτοιμος πλέον, να ξαναπάει … ακολουθώντας στον κατάλληλο καιρό, πάλι το μονοπάτι του φεγγαριού… Ένα ταξίδι, που ωστόσο, δεν έμελλε να γίνει ποτέ..

    Πλησίαζε Δεκέμβρης… Ο θάνατος φτερούγιζε στον αέρα… του έτρωγε τα σωθικά… Οι πρώτες νιφάδες τον βυθίσανε σε μεγαλύτερη κατάθλιψη. Δεν είχε δύναμη να δει κανένα.. και κανένας δεν τον είχε δει μέρες τώρα… ούτε η θάλασσα. Απέφευγε να βγει από το σπίτι… Έτρωγε μετά βίας… ξάπλωνε… σηκωνότανε... στριφογύριζε σαν αγρίμι στο κλουβί. Τα σύννεφα είχανε καλύψει τον ουρανό, κι ο αέρας παγωμένος με πολλά μποφόρ… Απαγορευτικός. Σα να μην έφτανε αυτό, είχε έλθει από την θάλασσα πυκνή ομίχλη κι η ορατότητα μηδενική… Το ραδιόφωνο απέκλειε σύντομη μεταβολή του καιρού. Η εστία έκαιγε ασταμάτητα.. Τότε άκουσε χτύπο στην πόρτα.. στην αρχή δεν έδωσε σημασία, φαντάστηκε πως είναι ο βοριάς. Η πόρτα ξαναχτύπησε.. παραξενεμένος ποιος να ήτανε με τέτοιο κρύο, σηκώθηκε από το τζάκι και προχώρησε επιφυλακτικά προς την πόρτα.. «Ποιος είναι;» φώναξε δυνατά, μα απόκριση δεν πήρε. Άνοιξε την πόρτα και η ομίχλη γλίστρησε μέσα στο καλύβι.. Μόνο η βοή του ανέμου.. Κανείς… Αμπάρωσε τη πόρτα και στράφηκε να κινηθεί προς τη φωτιά… στο πάτωμα υγρές πατημασιές… σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε ολόγυρα μα τίποτα… Τα έβαλε πάλι με το μυαλό του, αγνόησε το γεγονός και ξανακάθισε στο τζάκι. Στις άκρες της εστίας η στάχτη σχημάτιζε ένα παχύ στρώμα.. Δεν είχε ασχοληθεί να την αδειάσει… Επάνω στη στάχτη, με έκπληξη είδε γραμμένο ένα όνομα… ένα όνομα που γνώριζε καλά: «Ασημίνα». Έτσι λέγανε την αγαπημένη του…. Τινάχτηκε πάνω, κοίταξε πάλι ολόγυρα.. τίποτα.. αλλά τα νωπά ίχνη ήταν ακόμα εκεί… Ίσως ήτανε κι η ίδια εκεί μαζί του…. μα όσο κι αν έψαξε για κάποιο σημάδι, δε βρήκε… Ξημερώματα πια, αποκαμωμένος, ξάπλωσε και κοιμήθηκε….
Δυο γυναίκες στεκόντουσαν πάνω από το κεφάλι του όταν άνοιξε τα μάτια.. Η μια ήταν η Ασημίνα.. Η άλλη ήταν η γυναίκα που είχε δει να χορεύει στη πανσέληνο εκείνο το βράδυ και που ύστερα χάθηκε… Πόσο ήρεμα τα μάτια της τώρα… Χαμογελούσανε … Μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ στον αέρα! Και το παράθυρο γεμάτο χιόνι… Η Μίνα κάθισε πιο κοντά του, κι έγειρε πάνω του κρατώντας τον αγκαλιά.... Δάκρυσε από χαρά! Η άλλη γυναίκα αμίλητη, τους κοιτούσε χαμογελώντας… Δεν είχε νου για συστάσεις.. Του αρκούσε που κρατούσε την αγαπημένη του αγκαλιά… Όλα όσα ήθελε, είχε ανάγκη, ήθελε να γνωρίζει, ήτανε μέσα σε αυτή την αγκαλιά! Ύστερα η ξένη γυναίκα σηκώθηκε όρθια… ακούμπησε το χέρι της πάνω στον δεξί ώμο της Μίνας… κι αυτή, με μια αργόσυρτη ανάσα, έλυσε τα χέρια της απ’ το κορμί του, έπιασε τα δικά του, και μέσα τους ακούμπησε ένα μικρό διπλωμένο χαρτί.. έσκυψε στο αυτί και του ψιθύρισε… « τη λένε Ζωή!». Κι ύστερα, σα να φύσηξε ο άνεμος και να τις πήρε εξαφανιστήκανε και οι δυο… Τινάχτηκε όρθιος, έτρεμε και η καρδιά του κόντευε να σπάσει… Κανείς!.. πάλι μόνος του… ένα όνειρο ήταν μόνο.. το μπρίκι άδειο… Κανείς…
Τότε συνειδητοποίησε πως στη σφιγμένη παλάμη του, κρατούσε ακόμα το χαρτί. Το σοκ μεγάλο… ξεδίπλωσε αργά το χαρτί.. μέσα του διπλωμένο ένα άσπρο φτερό.. δυο λέξεις.. «Βρες με» ….. κάθισε στο κρεβάτι και κοίταζε μια τις λέξεις στο χαρτί μια το φτερό.. «Τη λένε Ζωή», ψιθύρισε…. Και το χέρι του έτρεμε..
Τώρα είχε ένα φτερό, κι ένα όνομα.. Κι ήτανε κι η Ασημίνα στη μέση… Τι σχέση είχαν όλα αυτά μεταξύ τους; Τι σχέση είχε αυτός ή η Ασημίνα με τη Ζωή; Τι σημαίνει το φτερό; Να ψάξει.. να ψάξει που; Πως; .. Το κεφάλι του κόντευε να εκραγεί, μα από την άλλη, όλη του η μελαγχολία είχε εξαφανιστεί μέσα σ’ εκείνη την αγκαλιά όπως το χιόνι λιώνει στη φωτιά. Το κορμί του γέμισε πάλι δύναμη, το μυαλό άρχιζε πάλι να λειτουργεί… Έφτιαξε ένα καφέ, καθώς προσπαθούσε να σκεφτεί από πού να αρχίσει… Η γυναίκα αυτή πνίγηκε άραγε όπως η Ασημίνα και δεν έχει βρεθεί η σωρός της; Ανέσυρε από τη μνήμη του όλη τη σκηνή που έζησε όταν την πρωτοείδε…. Μα δε κατέληγε πουθενά…
Την περισυλλογή του έσχισε ο πένθιμος ήχος της καμπάνας.. .. σε ένα μικρό νησί, όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους… Αποφάσισε να βγει στην πλατεία του χωριού να ακούσει τι συνέβη… Το χιόνι έπεφτε ασταμάτητα, αν δεν είχε αέρα θα το έστρωνε και στα βράχια της Θάλασσας… Στο λιθόστρωτο μονοπάτι, περνούσανε δυο γυναίκες.. Τις άκουσε.. Μιλάγανε δυνατά για να νικήσει η φωνή τους τον άνεμο. Λέγανε για μια γυναίκα που βρέθηκε νεκρή, θαμμένη βαθιά στην άμμο… «Η Θάλασσα την ξέθαψε, κι ευτυχώς, πριν την τραβήξει μέσα της, την βρήκε ο Ψαραντώνης, που με άλλους δυο πηγαίνανε για να τραβήξουν στη στεριά τη βάρκα τους, μην την βουλιάξει ο αγέρας.. ούτε που καταλάβανε στην αρχή πως ήταν άνθρωπος…» …. «Έγκλημα δηλαδή;» …. «Αν δεν ήτανε φόνος γιατί να τη θάψει; Είπανε πως ήταν εκεί πάνω από δυο μήνες… » …. «Την καημένη.. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχούλα της. Μάθανε ποια είναι; …» … «Δεν άκουσα κάτι..»
Για να φτάσει στη χώρα, περνούσε αναγκαστικά από τον μικρό λιμένα… εκεί δένει κι ο Ψαραντώνης την βάρκα του. Κάπου εκεί λοιπόν τη βρήκανε, κοντά στο καΐκι… Κι όντως, είδε από μακριά μαζεμένο κόσμο… Άκουγε διάφορα σκόρπια λόγια… Τότε είδε πως έλειπε το καΐκι του…. Το πήρε μέσα η θάλασσα; Όχι, οι κάβοι ήτανε λυμένοι.. Το καΐκι κάποιος το πήρε… Μα πριν τελειώσει τον συλλογισμό του, άκουσε που συζητούσανε με γυρισμένη την πλάτη στη θάλασσα.. «Μαζέψανε οι λιμενικοί το καΐκι του Θωμά, βρέθηκε προσαραγμένο στον όρμο που έβγαλε η θάλασσα τη Μίνα…» .. «Κι ο Θωμάς;» .. «Ο Θωμάς αγνοείται»…

7/2/17

Μέρες Αυγούστου μέρος 1ο



Μέρες Αυγούστου… κι η θάλασσα γαληνεμένη, αφημένη στο ζεστό χαμόγελο του ήλιου υποσχόταν τα πάντα… Στην αγκαλιά της μέσα, ξεχνούσανε κι οι δυο τους και το πριν και το μετά…. Κι ήταν πολλά όσα σβήνανε το βάρος τους μέσα στο παφλασμό του μικρού κύματος…. Όσα θέλανε να ξεχάσουνε, κι ακόμα περισσότερα, όσα το αίμα τους ονειρευότανε… Τόσα που λες κι ο ήλιος άναβε με τη δική τους φωτιά. Την κράταγε στην αγκαλιά του, κι όλοι οι ήχοι είχανε σωπάσει… Τα βλέφαρά του τυφλά από το φως της μορφής της… δεν υπήρχε άλλο τίποτα από το δικό της φως, την ανάσα της, την επαφή του κορμιού της…  Του χαμογέλασε… κατάλαβε την έκσταση στην οποία βρισκόταν.. Έπιασε το πρόσωπό του με τα δυο της χέρια και τον φίλησε…. Φιλί παρατεταμένο.. γλυκό, μεστωμένο με εκείνη τη γλύκα που γεννάει το βάσανο κι η απελπισία.
Τον κοίταξε στα μάτια, πλημύρισε… ένα δάκρυ κύλισε από τα  μάτια της… Πριν εκείνος προλάβει να πιει, ήρθε ένα μικρό κύμα και το έκλεψε… Γέλασε η κοπέλα, γέλασε κι αυτός… και την έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά του. Η καρδιά του κι η καρδιά της είχαν συντονιστεί τόσο πολύ που αν σταμάταγε η μια καρδιά την ίδια στιγμή θα σταμάταγε κι η άλλη καρδιά. Κι όλος ο κόσμος θα γκρεμιζότανε, αφού ο κόσμος όλος, εκείνη τη στιγμή, Υπήρχε μόνο για εκείνους τους δυο.. Που δεν ήταν δυο.. αλλά  Ένα…
«Μου φαίνεται απίστευτο» του είπε στο τέλος, και τον έσφιγγε όσο πιο δυνατά μπορούσε.. «απίστευτο!... Υπάρχει τελικά Θεός και βλέπει, και κρίνει τις τύχες των ανθρώπων, ανάλογα με το πόσο δυνατά αγάπησαν…» 
Τα χέρια του μες τα βρεγμένα της μαλλιά, το πρόσωπό της στο στήθος του…. Δε της μίλησε.. δεν είχε φωνή να μιλήσει και λέξη άξια να σταθεί ανάμεσά τους… ήθελε να της πει «σ’ αγαπώ» , μα δε χρειαζότανε, το κορμί του, η θάλασσα, ο ουρανός, ο ήλιος.. όλα μιλούσανε για εκείνον. Για εκείνους… Όλα ήταν ένα  μεγάλο, απέραντο, «σ’ αγαπώ!» … Κι έτσι δεν είπε τίποτα, γιατί  δε χρειαζόταν να πει….
Την είχε γνωρίσει στη Φλωρεντία. Μια πόλη που η αγάπη των ισχυρών Μεδίκων για τις καλές τέχνες, έδωσε ομπρέλα προστασίας για αρκετούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της αναγέννησης, προστατεύοντάς τους ακόμη κι από την πανίσχυρη  Καθολική εκκλησία, δίνοντάς τους ένα ασφαλή τόπο αλλά και οικονομική ενίσχυση, ώστε να δημιουργούνε απερίσπαστοι. Έτσι η Φλωρεντία  έγινε στολίδι του πνεύματος και σε κάθε γωνιά της έχει να επιδείξει θησαυρούς… τα χρόνια που περάσανε σεβαστήκανε αυτή την λάμψη της, κι η Φλωρεντία που στα σοκάκια της περπάταγε ο Μιχαήλ Άγγελος,   ο Τζοβάνι, ο Ραφαήλ, ο Τζότο και τόσοι άλλοι κορυφαίοι της εποχής καλλιτέχνες, δεν έχει αλλάξει όψη. Ούτε ψυχή. Μεθά το πνεύμα, το προκαλεί… κι ακόμα πιο πολύ, προκαλεί τον έρωτα... Η Ελένη σπούδαζε στη σχολή καλών τεχνών της Φλωρεντίας.
Η οικογένεια της, είχε επτά γιους...   Ο πατέρας της εύπορος κτηματίας στην Αχαΐα, είχε αμπέλια κι ελιές, χωράφια όπου καλλιεργούσε κυρίως στάρι και πατάτες, ενώ διέθεταν κι αρκετά πρόβατα…..  Μακάριζε την καλή του τύχη για τους επτά γιους και για την γυναίκα του που ήταν άξια και προκομμένη. Και που τα χρόνια τους έφεραν πιο κοντά και τους έκανε πιο αγαπημένους..
 Τη μάνα της, την επέλεξε για τον πατέρα της ο παππούς της.  Η Άρτεμις ήταν ορφανή, είχε μόνο έναν μέθυσο αδερφό.. Τον πατέρα της τον βρήκαν μαχαιρωμένο στο χωράφι, από ληστές… Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, η φυματίωση πήρε τη μητέρα της… Τώρα κύριος της μεγάλης τους περιουσίας ήταν ο μέθυσος αδερφός της, που εκτός από το δηλητήριο του ποτού, είχε αρχίσει να τον φαρμακώνει και το πάθος του για τα χαρτιά…  Κι είχε αρχίσει να σπαταλά τη μεγάλη τους περιουσία.. Τον γνώριζε ο παππούς της ο Αχιλλέας τον πατέρα  της Άρτεμις. Κι έκαιγε την καρδιά του η κατάντια  του γιου του φίλου του. Ένα βράδυ τον βρήκε έτοιμο να παίξει  το σπίτι του. Μόνο που το σπίτι ήταν και της Άρτεμις, κι αν έφτασε σε αυτή την κατάντια, να παίζει το σπίτι του, σίγουρα δε θα σταματούσε εκεί. Ήταν θέμα χρόνου, να χαθούν τα πάντα. Λογοφέρανε άγρια με τους συμπαίκτες του Ηλία, όταν τον πήρε σηκωτό μαζί του..  Το γεγονός πως δεν έγινε συμπλοκή, είχε να κάνει πως μαζί του είχε τους δυο γιους του. Τον Βαγγέλη και τον Χρήστο….  Δυο γερά παλικάρια που πιάνανε τη πέτρα και τη στύβανε. Εκείνο το βράδυ, ο Αχιλλέας αγρίεψε του κάκου στον Ηλία.. εκείνος έδειχνε να μη παίρνει λέξη… Τότε το μυαλό του Παππού της, άλλαξε ρότα, καθώς έβλεπε πως ο άντρας που είχε απέναντί του, δεν είχε δική του θέληση. Ούτε για την αδερφή του νοιαζότανε ούτε για τον ίδιο.. μόνο για το ποτό και το χαρτί.. Αυτοί ήταν οι αφέντες του.. Κι έτσι, μέθυσε τον Ηλία τόσο ώστε να μη βλέπει μπροστά του.. Κι ύστερα, τον έβαλε και του έγραψε όλη την περιουσία του.  «Αυτή» , είπε στον Βαγγέλη, « είναι η προίκα σου. Η Άρτεμις θα γίνει γυναίκα σου» … ούτε πέρασε από το μυαλό του Βαγγέλη να πάει αντίθετα στα όσα ο πατέρας του, σοφά, καθώς έκρινε κι ο ίδιος, του όρισε. Η Άρτεμις ήταν όμορφη κοπέλα καισε αντίθεση με τον αδερφό της άξια.. Μόνη εκείνη φρόντιζε τις συμφωνίες, ώστε να έχουν κάποια εισοδήματα από τα χωράφια τους… Άλλα τα έδινε μισακά και για άλλα πλήρωνε εργάτες.. Ο Ηλίας αρκούταν στα έτοιμα, και απλά έδινε τη συγκατάθεσή του σε ότι πρόσταζε η καλή του αδερφή… Εκείνη φρόντιζε να υπάρχει στο σπίτι φαί, ρούχα, να κάνει ότι έπρεπε για να είναι το σπιτικό σωστό γεμάτο θαλπωρή.  Άνοιγε το πρωί τα μεγάλα παράθυρα του πετρόκτιστου οικήματος, που τρεις γενιές τώρα τους στέγαζε…. Στόλιζε τη θλίψη που αντηχούσε στα βήματα το ξύλινο πάτωμα, με χρώματα και λουλούδια… Η ίδια φορούσε μαύρα ακόμα , δε τόλμαγε μήτε το κεφάλι να ξεσκεπάσει όταν ήταν σε δημόσια θέα, μα το σπίτι, ήθελε να είναι όπως όταν ζούσαν οι γονείς της.. Άκουγε τη μάνα της να της μιλά τις νύχτες, ένιωθε τη στοργική αγκαλιά, να τη ζεσταίνει τις πιο μοναχικές της ώρες… αγαπούσε η μάνα της τα χρώματα… και είχε πει κάποτε στη κόρη της, πως «δεν είμαστε χώμα.. κήπος ήμαστε…  ότι κι αν τύχει ποτέ δεν πρέπει να επιτρέψουμε, να γίνουμε μόνο χώμα…»  Την αγαπούσε ο Ηλίας την αδερφή του… μα το πάθος του ήταν αρρώστια… και μες το πυρετό του, δε λογάριαζε τίποτα. Ίσως χάρηκε και κείνος, γιατί ήξερε πως η αδερφή του ήταν καταδικασμένη κοντά του.. ήξερε πως ο Βαγγέλης είναι από καλή οικογένεια και θα την προσέχανε…  Ίσως αν το πρόσωπό του δε το σκέπαζε μόνιμα η συννεφιά της μέθης, αν δεν ήταν η σκιά του εαυτού του, να φαινότανε αυτή η χαρά… που η αδερφή του καλόπεσε. Ο γάμος έγινε γρήγορά, μέσα σε λίγους μήνες.. τον Αύγουστο…. Το φεγγάρι ήταν τεράστιο και το γλέντι βάστηξε ως το ξημέρωμα…. Λίγους μήνες μετά πάνω που η Άρτεμις έβγαλε τα μαύρα κι έβαλε τη νυφιάτικη φορεσιά, ξαναέβαλε τα μαύρα. Αυτή τη φορά για τον αδερφό της… το πάθος του για το πιοτό τον σκότωσε.
Ο Αχιλλέας, έδειξε από την αρχή εύνοια στη νύφη του…. Κι η γυναίκα του, της παρέδωσε τα ηνία σε όλο το νοικοκυριό. Ήταν η πρώτη νύφη που μπήκε στο σπίτι κι ο Βαγγέλης ο μεγαλύτερος γιος. Το σπίτι θα περνούσε σε εκείνους… Κι ύστερα όποιος έχει τον πρώτο λόγο, έχει και τις πιο πολλές ευθύνες… Μα η Άρτεμις δεν είχε παράπονο. Αυτή η οικογένεια ήταν ότι είχε.. κανένας άλλος δεν υπήρχε για εκείνην. Νοσταλγούσε κάποιες φορές το σπιτικό που μεγάλωσε, σκεφτόταν με θλίψη πως τα μεγάλα παράθυρα παρέμεναν κλειστά, και  χωρίς κανένα να τα στολίσει λουλούδια…  όπως έκανε πριν από αυτή η μάνα της… Θυμόταν κοριτσάκι, που έτρεχε ξυπόλητη στην αυλή, παίζοντας με τα σκυλιά και τις γάτες… Τη γειτόνισσα της τη Μυρτώ.. ίδιες σε ηλικία… πόσες εξερευνήσεις, μυστικά, σχέδια…  Η Μυρτώ παντρεύτηκε πρώτη, πολύ πριν πεθάνουν οι δικοί της… Ήταν δεκαπέντε χρονών όταν οι δικοί της την δώσανε σε ένα παλληκάρι, που βιαζότανε να παντρευτεί γιατί θα έπαιρνε το Σχήμα. Η Μυρτώ, ακολούθησε τον άντρα της, παπαδιά πια, μακριά από το χωριό της…  κι ενώ άκουγε που και που νέα της, όπως το ότι γέννησε δυο κορίτσια, δε την ξανάδε ποτέ.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ήρθαν επτά παιδιά και τελευταία, με μεγάλη διαφορά, μια τσούπρα. Η Άρτεμις αφοσιώθηκε στην ανατροφή τους… Είχε τελειώσει το δημοτικό, είχε μάλιστα μάθει και κάποια γαλλικά… Επέμενε η μητέρα της σε αυτό… κι ίσως να είχε μάθει και πιάνο, αν ο πατέρας της δε το έβρισκε υπερβολικό. Η μητέρα της Άρτεμις ήταν από αστική κοινωνία, κι εκεί όλα αυτά είχαν τον σκοπό τους. Όμως ο Ριόλος δεν ήτανε Πάτρα… Η κόρη τους ήξερε ήδη αρκετά, ενώ διέθετε και μεγάλη προίκα.  Η μόρφωση της Άρτεμις, της επέτρεπε να διαβάζει στα παιδιά της… Δυο βιβλία είχε όλα κι όλα στο σπίτι.. δυο τόμους του Νικόλα Πολίτη, με παραδόσεις προφορικές . Τα βράδια του χειμώνα γύρω από τη φωτιά, καθότανε όλη η οικογένεια, ακόμα κι ο Βαγγέλης, και την ακούγανε, σκαλίζοντας την  θράκα στο τζάκι, να τους διαβάζει για το πώς έγινε η Δεκαοχτούρα, η Αράχνη, το παράπονο του Ήλιου που δε μπορούσε να σμίξει στα σωστά με τη Σελήνη, τις νεράιδες και τα στοιχειά…. Και τα παιδιά, ύστερα που ξαπλώνανε, είχαν πολλά να απασχολήσουνε το μυαλό τους… Αλλάζανε όψεις οι σκιές, το φύσημα του ανέμου που έβρισκε όλο κάποια χαραμάδα να τρυπώσει στο σπίτι, ήταν ένας επισκέπτης γεμάτος μυστήριο….  Και σφιγγόταν το ένα πάνω στο άλλο να μοιραστούν το φόβο τους και να ζεσταθούνε. Ήταν δεμένη οικογένεια.
Το καλοκαίρι του 1921 ο ελληνικός στρατός είχε φτάσει στον Σαγγάριο.. Ο χάρτης έκρυβε την αλήθεια. Τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν απλωθεί πολύ, χωρίς ανεφοδιασμό, με εμφανή κούραση… Και τα παιδιά της Άρτεμις βρισκόντουσαν όλα στο μέτωπο. Όλη την ώρα προσευχότανε…  Την πείραζε ο Βαγγέλης, λέγοντας πως ζούνε μεγάλα γεγονότα.. και τα παιδιά τους είναι ήρωες.. Μα τον έτρωγε κι εκείνον το σαράκι, ανόρεκτος καθότανε για φαγητό. Όταν βρισκότανε μόνος στο δρόμο ή το χωράφι, συχνά δάκρυζε…. Είχε ανάγκη να πιστεύει στη Μεγάλη Ιδέα. Δεν ήξερε αν ζούνε ή πεθάνανε τα παιδιά του…. Τα χωράφια, τα δουλεύανε γυναίκες, που ελλείψη ανδρών, γυρεύανε το μεροκάματο…   Όλη του τη προσοχή την έστρεψε στην εξάχρονη Ελένη… Η αγκαλιά της ήταν παρηγοριά και για τους δυο της γονείς.. Όταν η Άρτεμις την αγκάλιαζε, ένιωθε πως έσφιγγε στην αγκαλιά της όλα της τα βλαστάρια μαζί…  Η Ελένη δε ξέχασε ποτέ τα κατακόκκινα , υγρά μάτια της μάνα της,  όταν την έσφιγγε στην αγκαλιά της, όλους μαζί…. Χωρίς να είναι εκεί οι άλλοι.
Ο Βαγγέλης, δεν έμελλε να μάθει τι απογίνανε τα παιδιά του… Κι η Ελένη ποτέ δεν έμαθε πως η Άρτεμις, είχε ένα από τα πιο όμορφα και φωτεινά χαμόγελα…  Ήταν η μόνη χαρά τους μέσα στο απέραντο σκοτάδι.. και όλη τους η ζωή….
Τα κακά μαντάτα είχαν αρχίσει να έρχονται νωρίτερα…  Η κατάρρευση του μετώπου ήταν αναμενόμενη… η διαταγή ξεκάθαρη: «μην αφήσετε όλον αυτόν τον Βενιζελικό συφερτό να περάσει στην Ελλάδα»  Ήταν Αύγουστος και στην Αχαΐα, τα τζιτζίκια είχανε παντού απλώσει το τραγούδι τους… Τα νέα κάνανε τον Βαγγέλη να παραπατήσει…. Γύρισε σπίτι, κι έμεινε αμίλητος ώρες προτού πει στη Άρτεμις που κρεμόταν από το στόμα του να μάθει…. «Ο Θεός είναι μεγάλος..»
Όσο κι αν ζητούσε από την μάνα της, η μικρή Ελένη, να της διαβάσει από τις ιστορίες του Πολίτη, όσο κι αν εκείνη, προσπαθούσε όπως τόσες άλλες φορές να κάνει κουράγιο, μόλις διάβαζε λίγες λέξεις η Άρτεμις τα μάτια της θολώνανε κι αρχίζανε να τρέχουν… Θυμότανε τα παιδιά της, ολόγυρα, να τη ρωτούν.. « και δε θα ξαναγίνει μάνα, γυναίκα η Αράχνη;» ή « άκου τον κούκο μάνα… ακόμα κλαίει» …. Η Ελένη έβλεπε τη τσακισμένη μορφή της μάνας, να μη μπορεί να ορθώσει λέξη.. Κι ενώ ήθελε, σταμάτησε, πριν μπει η άνοιξη, να της ζητά να της διαβάζει ιστορίες.. Μια μέρα τη ρώτησε ο πατέρας της αν θέλει κάτι από την Πόλη που θα πήγαινε για δουλειές… κι εκείνη του είπε.. « Θέλω ένα βιβλίο μπαμπά.. αλλά να έχει εικόνες…» … Ζήταγε ένα βιβλίο να έχει εικόνες, επειδή θα μπορούσε να το κοιτά, να το μαθαίνει, χωρίς να χρειάζεται να της διαβάζει κανείς. Κι ο Βαγγέλης, σα μπήκε στο βιβλιοπωλείο και του έδειξε ο καταστηματάρχης μια σειρά από βιβλία γεμάτα εικόνες, της αγόρασε όχι ένα, αλλά επτά βιβλία...  Όταν η κόρη του άνοιξε με λαχτάρα το πακέτο, δε μπορούσε να κρύψει τη χαρά της… Καθότανε με τις ώρες να κοιτά τις εικόνες… Χάιδευε τις γκραβούρες με τα δάχτυλα της…. Κοίταζε τις μορφές και στο παιδικό της μυαλό, τις έβλεπε ολοζώντανες να της μιλάνε και να της διηγούνται τον μύθο τους.  Ήταν αρκετό για εκείνη να κλείσει τα μάτια για να βρεθεί κι αυτή μες τους μύθους.. Να συμμετέχει στην εξέλιξη και να τους οδηγεί πιο πέρα. Καθώς η Ελένη μεγάλωνε, ανακάλυπτε παντού ολόγυρα της, εικόνες πίσω από τις εικόνες. Έμαθε να κοιτάει τον κόσμο με το δικό της βλέμμα. Η εσωστρέφεια της είχε ένα δυνατό μπόλι από την πίκρα της Άρτεμις…  Έπαιζε συχνά μόνη κι όλο ανακάλυπτε.. μορφές, σημάδια… σε πέτρες ή κομμάτια από ξύλο…  Καθώς τελείωνε το δημοτικό, η καλλιτεχνική της κλίση είχε γίνει φανερή…
  Η Ελένη, δεν μεγάλωσε με προορισμό τον γάμο, όπως τόσα άλλα κορίτσια στην επαρχία. Οι γονείς της γνωρίζανε πως ένας γάμος θα τους στερούσε το μονάκριβο τους…  Η νύφη θα έπρεπε να κοιτάξει την πεθερά…. Και το τελευταίο που θέλανε ήταν να την χάσουν…  Δε θέλανε βέβαια να την κρατήσουν μακριά από την ευτυχία, αλλά η ευτυχία θα ερχότανε μόνη της χωρίς βιάση… Δεν ανησυχούσαν. Είχε μια πολύ καλή προίκα. Και μπορούσε να επιλέξει κι όχι να την επιλέξουν…  Έτσι όταν τους έκφρασε την επιθυμία να πάει Γυμνάσιο, και βλέποντας πόσο αγαπάει τα γράμματα, συμφώνησαν κι οι δύο..
Το Γυμνάσιο ήταν στην Πάτρα…. Μία ώρα δρόμος με το κάρο… Ο πατέρας κανόνισε αμαξά να τη πηγαίνει και να τη φέρνει…  Τη δεύτερη χρονιά, η άμαξα περνούσε κι από τη Βάρδα… κι έπαιρνε από εκεί την Ελπίδα. Η Ελπίδα είχε μόνο μητέρα… ο πατέρας της είχε χαθεί όπως τα αδέρφια της στο πόλεμο.  Η Ελπίδα, ήταν ο μόνος άνθρωπος που γνώριζε και μπορούσε να κοιτά καθαρά γύρω της, όχι με τη λογική αλλά με την καρδιά. Το παιχνίδι τους ήταν να ανακαλύπτουν… ένα σύννεφο, ένα βουνό, το παιχνίδι των νερών της βροχής στο έδαφος.. Όλα είχαν κάτι να πούνε κι όλα οδηγούσανε σε κόσμους άλλους, μαγικούς, πλασμένους μόνο για όσους κοιτάνε με τα μάτια της καρδιάς…  Τα δυο κορίτσια γρήγορα ένιωσαν αδελφές ψυχές, και γίναν αχώριστα…  Η Ελένη αγόραζε βιβλία, κι όταν τα διάβαζε τα διάβαζε με τη σειρά της η Ελπίδα. Αγαπούσαν ιδιαίτερα τον  Παπαδιαμάντη και τον Βιζυηνό.. Δυο χρόνια πηγαίνανε μαζί στο γυμνάσιο.. Ύστερα, η μάνα της Ελπίδας απολύθηκε… Εργαζότανε στην Πατραϊκή Εμποροβιομηχανική Εταιρεία, την πρώτη Ανώνυμη Εταιρεία που άνοιξε στην Πάτρα. Λόγω των μεγάλων «ανοιγμάτων» για τον εξοπλισμό της επιχείρησης, η διετία 1929 - 1931 ήταν κρίσιμη για την βιωσιμότητα της καθώς τα υπέρογκα χρέη της «Πειραϊκής» (θυγατρική) ανάγκασαν τους επιχειρηματίες να την συγχωνεύσουν με την «Πατραϊκή» για την λήψη νέων δανείων από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Η Πειραϊκή Πατραϊκή ανάκαμψε…  Αλλά στο μεταξύ, η Ελπίδα αναγκάστηκε να σταματήσει το Γυμνάσιο…. Έτσι τον Σεπτέμβρη του 1930 η Ελένη πήγαινε πάλι  μόνη  με την άμαξα στην Πάτρα. Η Ελπίδα κι η μάνα της, φύγανε για την Αθήνα ελπίζοντας σε μια καλύτερη μοίρα… Τα κορίτσια υποσχεθήκανε να γράφουν η μια στην άλλη…  όμως κανένα γράμμα δεν έφτασε ποτέ.. κι η Ελένη δεν είχε ιδέα που μένουν  και τι κάνουνε. Είχε μάθει πως είναι να έχει μια φίλη με σάρκα και οστά, και οι αόρατοι φίλοι της, από παρηγοριά γίνανε βάσανο, τώρα που δεν υπήρχε κανείς να μοιραστεί τον παράξενο κόσμο της.
Τα χρόνια του γυμνασίου περάσανε στωικά…  Είχε αποφασίσει πως θέλει να σπουδάσει στη σχολή καλών τεχνών..  Κάποια χρονιά που ανέβηκε με τον πατέρα της στην Αθήνα, είχε την ευκαιρία να δει και να θαυμάσει έργα του Παρθένη και του Χατζηκυριάκου Γκίκα… Ιδίως ο πρώτος, της έκανε πολύ εντύπωση.. γιατί η ζωγραφική του απεικόνιζε έναν άλλον κόσμο, σα τον δικό της. Αρκετά από τα βιβλία της, αφορούσανε πλέον την τέχνη… Λάτρευε τον τρόπο που ο Μιχαήλ Άγγελος, έβγαζε μέσα από την πέτρα τις μορφές.. Κι ήταν τόση η σιγουριά της σμίλης του, που τολμούσε ακόμα και μισή μορφή να βγάλει από το Μάρμαρο αφήνοντας την υπόλοιπη εγκλωβισμένη, βέβαιος πως της είχε δώσει όση ζωή έπρεπε…  Ο Μποτιτσέλι με την υπέροχη γέννηση της Αφροδίτης, ο Λεονάρδο Ντα Βίντσι με τη πολυδιάστατη προσωπικότητά του,  ο Καραβάτζιο με τη σκοτεινή του παλέτα…  Η αναγεννησιακή τέχνη που άκμασε στην Ιταλία, της τραβούσε σα μαγνήτης την ψυχή.  Είχε ζητήσει από τον πατέρα της, και πέρα από τα μαθήματα του Γυμνασίου, έκανε και μαθήματα Ιταλικών, ενώ τα δυο τελευταία χρόνια έκανε και μαθήματα ελεύθερου σχεδίου. Το είχε αποφασίσει, μόλις τελειώσει το Γυμνάσιο να σπουδάσει καλές τέχνες στην Ιταλία… Ένα πτυχίο από την Ιταλία θεωρούνταν ανώτερο από το αντίστοιχο Ελληνικό, και δεδομένου πως η αποδοχή μιας γυναίκας εκ των πραμάτων ήταν δυσκολότερη, τα οφέλη ενός τέτοιου πτυχίου ήταν υπολογίσιμα. Τρεις ήταν οι καλύτερες σχολές καλώς τεχνών στην Ευρώπη. Μόναχο, Παρίσι και Φλωρεντία.. κι η Φλωρεντία συν τοις άλλοις ήτανε δίπλα….


Τα χρόνια του Γυμνασίου, τελέψανε ήρεμα για την Ελένη. Η Ελλάδα όμως, αναστέναζε.. Το βάρος της Εθνικής τραγωδίας και οι πρόσφυγες που διπλασίασαν  τον πληθυσμό της Ελλάδος, οι νέοι άνθρωποι που χάθηκαν κι άλλοι που γυρίσανε ανήμποροι για εργασία, οι διαμάχες παλατιού και Βενιζέλου με τα κινήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο, συνέθεταν ένα εκρηκτικό περιβάλλον. Η οικογένεια της ήταν ανοιχτά φιλοβασιλική, όπως οι περισσότερες οικογένειες της Αχαΐας. Αλλά η Ελένη είχε επιλέξει να μείνει μακριά από όλα αυτά… Την ενδιέφερε ο μυστικός της κήπος, όπως αποκαλούσε τον κόσμο της.. Κι όσοι, θέλανε και μπορούσαν να μπουν μέσα σε αυτόν. Πίστευε πως η πολιτική είναι παγιωμένη και δυσκίνητη, πως προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπίες ή να φέρει αλλαγές, μόνο κακό μπορεί να κάνει…  Ο άνθρωπος  μπορούσε να αλλάξει, κατά εκείνη, μόνο αν έκανε την υπέρβαση να κοιτάξει από ψηλά…  Πάνω από τις ανάγκες του… Γιατί τότε μόνο μπορούσε να εισέλθει στη καθαρότητα του πνεύματος. Και τότε μόνο, να αλλάξει συνειδησιακά, εκ των έσω, κι όχι επειδή οι ανάγκες τον αναγκάσανε να προσαρμοστεί. Μόνο αυτή η πνευματικότητα μπορούσε να κάνει τον κόσμο καλύτερο, και καμιά πολιτική δίχως πνευματικότητα …. 
Το 1935 η Ελένη ήταν μια αρκετά όμορφη κοπέλα, με μακριά καστανόξανθα μαλλιά που πέφτανε σπαστά στους ώμους της, και δυο γλυκά καστανά μάτια…  Σα λίμνες που μέσα τους καθρεφτίζονταν πλατανόφυλλα…  Τα εικοστά της γενέθλια, ήταν  το πιο σημαντικό γεγονός για την ίδια και την οικογένεια της.  Ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγε μακριά τους… Κι αυτό ήταν δύσκολο και για εκείνη και για τους γονείς της. Ανήμερα  26 Αυγούστου, μέρα των γενεθλίων της, άνοιξε τα μάτια, κι απόμεινε να κοιτάζει το ξύλινο ταβάνι… Πόσες φορές δε το κοίταξε σα παιδί…  Τα νερά του ξύλου, μπορούσαν να της διηγούνται σωρό ιστορίες… ανάλογα με το φως της μέρας και τη διάθεση της… Παλιά μυστικά, χαρές, λύπες, λύσεις… μέρη που ποτέ δεν είχε πάει, και σχέδια για τη ζωή της… Εκείνη τη μέρα τα βήματα στο ξύλο που άκουσε, δεν ήταν της μητέρας της. Ήταν πιο βαριά… ήταν τα βήματα του πατέρα της. Γύρισε το κεφάλι και τον είδε…. «καλημέρα!» της είπε κι η φωνή του φανέρωνε πολύ καλή διάθεση… Προχώρησε μάλιστα ως το παράθυρο, άνοιξε τα ξύλινα πατζούρια, κάτι που έκανε την Ελένη να κλείσει τα μάτια και να τα σκεπάσει με το χέρι της, κι άφησε το πρωινό φως να πλημμυρίσει το δωμάτιο….
«καλημέρα… τι ώρα είναι;»
«Πρωί ακόμα… αλλά δεν είναι μέρα να την αφήνεις να περνά αξόδευτη» …  κάθισε στο πλάι του κρεβατιού…. Την κοίταξε  και τον κοίταξε κι εκείνη, έχοντας συνηθίσει το φως , σηκώνοντας το φρύδι της, με χαμόγελο…. Η Ελένη δε μπορούσε να ξέρει πόσο έμοιαζε το χαμόγελο της στο χαμόγελο της μάνας της…  Μα ο πατέρας της γνώριζε…. Συγκινήθηκε και καμάρωσε τη κόρη του, που είχε γίνει πια γυναίκα ολόκληρη…. « Χρόνια πολλά» της είπε, και τη φίλησε στο μάγουλο… Η κοπέλα, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και τον πήρε αγκαλιά…  Ο Βαγγέλης , γεννημένος το 1866, ήταν πλέον 69 χρονών… αρκετά γέρος. Ακόμα κανόνιζε τα πάντα, μα δεν είχε κουράγιο να επιβλέπει. Η Άρτεμις, ήταν 12 χρόνια νεότερη.. εκείνη επέβλεπε τα τελευταία χρόνια τη περιουσία τους..  μα και εκείνη ήταν κουρασμένη. Η μοίρα φρόντισε γι αυτό….
«Τι έπαθες σήμερα πρωί πρωί, πατέρα;» …. Το γέρικο χέρι του της χάιδεψε τα μαλλιά….
« Τι να πάθω…;  Εφτά παλικάρια ανάστησα και σένα… μα μόνο με σένα με αξίωσε ο Θεός να δω χαρές…. Γέρασα πια.. και δε ξέρω πόσες μέρες μου έχει μετρημένες…» Η κοπέλα κοίταξε διερευνητικά τα θολά του μάτια.. συννέφιασε…. «θες να μου πεις κάτι; …. Μήπως… μετάνιωσες για τις σπουδές μου στην Ιταλία;» ……
Τώρα την κοίταξε ο γέρος βαθιά μέσα στα μάτια της. « Πέρασε καιρός, που έκανα τέτοιες σκέψεις.. Αναρωτήθηκα αν προλάβω να δω εγγόνια… Τι θα γίνει η περιουσία σου όταν εγώ κι η μάνα σου φύγουμε…» ….. κάτι πήγε να ψελλίσει η Ελένη μα τη σταμάτησε με ένα αδιόρατο, καθησυχαστικό  κούνημα του χεριού..  « Τι είναι ένας κήπος» της είπε στο τέλος «χωρίς άνθη;.. εφτά παιδιά έκαμα και τα εφτά μου τα πήρε η πατρίδα… άσκημες εποχές.. Αλλοίμονο στη μάνα που θα γεννήσει αγόρια..  Μα και να σε θάψω κόρη μου δε θέλω… να ανθίσεις θέλω.. και θα τον βρεις εσύ το δρόμο σου..»  Η Ελένη δεν είχε σκεφτεί στα σοβαρά πως οι γονείς της μεγάλωσαν…  μα δε πρόλαβε να σκεφτεί κάτι άλλο… Ο πατέρας της έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο από τη τσέπη του, και της το έδωσε. « Ήθελα να στο έδινα πιο επίσημα, αλλά δε βάσταγα να μη σε δω» ….Η κοπέλα άνοιξε το φάκελο… είχε μέσα ένα βιβλιάριο τραπέζης, χρήματα και εισιτήρια….  «αρχές Σεπτέμβρη, να πας, να κανονίσεις ότι πρέπει… εμείς θα τα καταφέρουμε… Κυνήγησε το όνειρό σου Ελένη μου… ζήσε τη ζωή σου όπως εσύ θες…»  Η κοπέλα έλαμψε ολόκληρη…. « πατερούλη μου! Είσαι ο καλύτερος πατέρας του κόσμου!» Ο Βαγγέλης έσκυψε και τη φίλησε στο μέτωπο… « να προσέχεις.. της είπε…. Ο Θεός να σε φυλάει κοριτσάκι μου..»

Το ταξίδι στην Πάτρα ως την Ανκόνα, κράτησε δυο μέρες … κι άλλες δυο μέρες μέσω Τοσκάνης, για Φλωρεντία, με λεωφορείο. Πονούσε από την ταλαιπωρία, ένιωθε βρώμικη και δεν είχε κουράγιο να κάνει ένα βήμα.. Η ζέστη ήταν ασφυκτική. Φοβότανε πως θα λιποθυμούσε… Ευτυχώς την βοήθησε με την αποσκευή της ο Μάριος.. Ο Μάριος έτυχε να καθίσει δίπλα της στο λεωφορείο… Της είχε κάνει εντύπωση πόσο γρήγορα μιλάνε οι Ιταλοί… θα της έπαιρνε σίγουρα καιρό, να μιλήσει κι εκείνη έτσι, αν ποτέ τα κατάφερνε..  Στην αρχή δυσκολευότανε και στη κατανόηση μα γρήγορα συνήθισαν τα αυτιά της… Η πρώτη εντύπωση για τον Μάριο, ένα τριαντάχρονο νεαρό, ήταν κάκιστη… Αναρωτήθηκε από πού αντλούσε το θράσος του. Μα το θράσος του Μάριου, με τα πειράγματα του, είχε μαζί μια ευγένεια και αυθεντικότητα, και καθώς το ταξίδι έμοιαζε ατέλειωτο, ο Μάριος αποδείχτηκε καλή συντροφιά…  και προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βρει δωμάτιο να μείνει….   Αναρωτιότανε μέσα της, μήπως δεν ήταν φρόνιμο να δεχτεί αυτή τη βοήθεια.. μα η εξαντλημένη αντοχή της, την έκανε να νιώθει ευγνωμοσύνη που τον συνάντησε. Ο Μάριος σήκωσε τη βαλίτσα της στο χέρι και της έκανε νόημα να την ακολουθήσει..  Η Έλενα, πριν ξεκινήσει σήκωσε το βλέμμα της και μια φωνή έκπληξης βγήκε από μέσα της…  Καθώς φτάνανε στη Φλωρεντία, τα μάτια της είχαν κλείσει… Ο Μάριος τη σκούντηξε απαλά να της πει πως φτάσανε… Τώρα πρώτη φορά κοιτούσε γύρω της.. κι ήταν.. συγκλονισμένη!  Η αρχιτεκτονική, τα αγάλματα, όλα.. ήταν ένα όνειρο φτιαγμένο ειδικά για εκείνην…. Περπατήσανε αρκετά,  τα πόδια της δεν αντέχανε.. μα τα θαυμαστά που προέλαυναν από τα μάτια της έκαναν το χρόνο να μοιάζει λιγότερος…  
Το δωμάτιο βρισκότανε σχεδόν πάνω στην όχθη του ποταμού Άρνο, δίπλα στο Πόντε Βέκκιο, το πιο παλιό γεφύρι της Βενετίας όπως την πληροφόρησε ο Μάριος. Που αποκαλείται επίσης το γεφύρι των χρυσοχόων… Η γέφυρα ήταν σκεπαστή και στα πλευρά της  δεξιά κι αριστερά, υποστυλωμένα με γερά ξύλα, σαν σκεπαστές βεράντες, προεξείχαν διαμερίσματα.. Κάθε διαμέρισμα είχε ένα παράθυρο να κοιτά στο ποτάμι… Γαλάζια και πράσινα τα παραθυρόφυλλα και οι τοίχοι σε αποχρώσεις της ώχρας ή της σιένας και κάποιοι σε κίτρινη ή πορτοκαλί  απόχρωση, δημιουργούσαν  ευχάριστη διάθεση…  « είναι κυρίως καταστήματα κι εργαστήρια των χρυσοχόων…» της είπε… Ο Μάριος την άφησε να ξεκουραστεί, και της ζήτησε να του υποσχεθεί πως αύριο θα είναι ο ξεναγός της…  Η ομορφιά γύρω της, είχε χαλαρώσει τις αντιστάσεις της… « γιατί όχι;» …  Την ασπάστηκε στο μάγουλο, και έφυγε.
Το δωμάτιο ήταν στον τελευταίο από τους τρεις ορόφους του κτιρίου που έμενε.. Με θέα πάνω στον  Άρνο…  τα παράθυρα ήταν μεγάλα, γέμιζε το δωμάτιο μεσογειακό φως! Μα η έλλειψη έστω ενός μικρού μπαλκονιού την ενοχλούσε… Πως θα άπλωνε ρούχα; Το ξύλινο πάτωμα και ταβάνι, δίνανε οικεία όψη. Όμως η μυρωδιά ήταν πιο βαριά Παρότι ήτανε περιποιημένο και φροντισμένο το σπίτι κουβαλούσε μεγάλη ιστορία, κι αυτό το ένιωθε.. Ακόμη κι η πέτρα είχε τη μυρωδιά του παλιού. Και το πατρικό της σπίτι ήταν παλιό, αλλά η μυρωδιά δεν ήτανε  ίδια… Αναρωτήθηκε πόσο παλιό να ήταν το κτίριο, ποιοι να μένανε κάποτε εκεί… και πόσα μυστικά χαρές και λύπες είχε φυλαγμένα…  Άραγε υπήρξε κάποιος που να κοιτούσε όπως έκανε εκείνη στο σπίτι της, το παλιό ξύλινο ταβάνι, και να μιλά μαζί του; Να ονειρεύεται κοιτώντας τα νερά του ξύλου; Το πρώτο πράμα που σκέφτηκε ήταν πως το μεγάλο παράθυρο με τα πράσινα πατζούρια, χρειάζεται οπωσδήποτε ένα ανθοδοχείο γεμάτο λουλούδια.. Πόσο ίδια ήταν η σκέψη της, με την Άρτεμις που δε πρόλαβε να γνωρίσει…. Κι αμέσως μετά, με νοσταλγία, έφερε μπροστά της την εικόνα των γονιών της. Πόσο κρίμα, να μη μπορούνε να δούνε τη θέα από το παράθυρο της και πόσο όμορφη πόλη είναι η Φλωρεντία…
Ο Μάριος καθώς έφτανε κοίταξε ψηλά… Το παράθυρο διάπλατα ανοιγμένο κι εκείνη στηριγμένη στους αγκώνες της, ατένιζε τη θέα χαμογελώντας… Χαμογέλασε κι εκείνος και κοντοστάθηκε λίγο να την κοιτά.. Τότε τον είδε… « Μάριε!» .. φώναξε όλο χαρά, μη μπορώντας να πιστέψει ακόμα το όνειρο που ζούσε.. Κι εκείνος, έγνεψε, και βάδισε μέσα στο κτίριο... Φτάνοντας στη πόρτα της βρήκε να τον περιμένει με ανυπομονησία… Η Ελένη βιαζότανε να εξερευνήσει τη Φλωρεντία! … « Πάμε;»  αναφώνησε  μόλις τον είδε…. «Πάμε!»
Περπάτησαν ώρες ατέλειωτες… Η αγορά του Σαν Λορέντσο, γεμάτη πάγκους μικροπωλητών, είχε χρώμα Ελλάδας…  πόσο κοντά ήταν οι δυο λαοί… άλλωστε τους ενώνανε αιώνες κοινής ιστορίας, κι ήταν οι Ρωμαίοι, που επέλεξαν την κλασική Ελλάδα ως βάση της δικής τους πνευματικής και καλλιτεχνικής αναζήτησης. Το υψηλό πνευματικό επίπεδο των ελλήνων, βρήκε στους αναζητητές Ρωμαίους το  γόνιμο έδαφος για να αφήσει το σπόρο του.. Με τους Τούρκους δε συνέβη το ίδιο.. Ο Μάριος, που μοιράστηκε μαζί του αυτές τις σκέψεις, απέδωσε το γεγονός στο θρησκευτικό φανατισμό των δύο λαών. «Το Βυζάντιο», της είπε, «οχυρώθηκε για να κρατήσει τη ταυτότητα του πίσω από την ορθόδοξη εκκλησία. Το μόνο θεσμό που δε καταλύσανε οι Οθωμανοί, προκειμένου να μη βρεθούνε αντιμέτωποι με το χάος της αναρχίας. Η Εκκλησία είχε ήδη πολεμήσει  τον Κλασικό κόσμο με επιτυχία. Οι Οθωμανοί δεν συνάντησαν έναν πνευματικό κόσμο σε ακμή, όπως οι Ρωμαίοι, αλλά ένα παρακμάζον Βυζάντιο.» 
«Υπήρξαν πολλοί πατέρες της εκκλησίας, που έδωσαν και τη ζωή τους ακόμα για την ελευθερία αυτού του λαού…   είναι άδικο αυτό που λες.. Έπειτα πολλά αρχαία συγγράμματα διασώθηκαν χάρη σε μοναχούς…»
«Κι άλλα χάθηκαν, μαζί με μνημεία ολόκληρα… εξαιτίας του μένους της εκκλησίας για ό,τι ειδωλολατρικό…  Δεν αντιλέγω πως υπάρχουν παντού αγνοί άνθρωποι … αλλά η εξουσία της εκκλησίας είναι εξουσία κοσμική.. πολιτική… κι ως τέτοια, κι εκεί κι εδώ, λειτούργησε πάντα. Εδώ χωρίσανε τον Χριστιανικό κόσμο στα δυο, από αγάπη για εξουσία.. Αλήθεια, το ήξερες πως  εδώ στην Φλωρεντία, έγινε η τελευταία Οικουμενική Σύνοδος που βρήκε ενωμένες την Δυτική με την Ανατολική Εκκλησία; Υπάρχει μάλιστα και τοιχογραφία  που απεικονίζει το γεγονός! Αν θες μπορούμε να πάμε να τη δούμε… είναι στο Παλάτσο των Μεδίκων….»
«Των Μεδίκων!..» είπε με θαυμασμό η Ελένη.. κι ύστερα μίκρυνε τα μάτια της… και τον κοίταξε με προσποιητή καχυποψία… « Αλήθεια με τι είπαμε ασχολείσαι και ξέρεις τόσα πολλά;»
« Δεν είπαμε…»
« Και δε θα μου πεις..;»
«Όχι, είναι μυστικό».
«Καλά Μάριε…. Ας κρατήσει ο καθένας τα μυστικά του», είπε γελώντας η κοπέλα, και του γύρισε  ελαφρά την πλάτη… Ο Μάριος πέρασε το χέρι του στη μέση της, και την τράβηξε κοντά του… . Η Ελένη ένιωσε αμηχανία κι αναστάτωση… Πώς τολμούσε; Είχε δίκιο τελικά που ήταν επιφυλακτική απέναντι του..  Έσπρωξε το χέρι του μακριά και τραβήχτηκε.. «Μάριε, τι κάνεις;…»
« Αγκαλιάζω τη φίλη μου»
« Οι φίλοι γνωρίζονται καλά Μάριε, κι εμείς δε γνωριζόμαστε τόσο καλά..»
« Ίσως λοιπόν να μην ήταν τόσο φιλικό αγκάλιασμα…» της είπε και γέλασε αφοπλιστικά….
Η Ελένη τον κοίταξε ενοχλημένη… Αυτό έκανε λοιπόν ο Μάριος; Την έπεφτε σε κάθε νέο πεταρούδι; Την είχε περάσει εύκολη; Ίσως έφταιγε κι εκείνη, πάνω στον ενθουσιασμό της να του έδωσε δικαίωμα… Ήταν μόνη σε μια άγνωστη πόλη και η αρχή που είχε κάνει δε της φαινότανε καθόλου καλή…  «Μη με κάνεις να αισθάνομαι άβολα…» Το πρόσωπο του Μάριου συννέφιασε…
«Τώρα με κάνεις εσύ να αισθάνομαι άβολα.. πέρασε και η ώρα… έχουμε κάνει χιλιόμετρα σήμερα…. Θες να πάμε να φάμε κάτι; Σαν δυο φίλοι εννοώ…»
Τον κοίταξε μέσα στα μάτια.. έβλεπε ειλικρίνεια… αισθάνθηκε άσχημα που του έβαλε σχεδόν τις φωνές.. Το πρόσωπο του ήταν αδύνατο, αλλά αδρό… Τα μαλλιά του κατάμαυρα μα τα μάτια του πράσινα… όχι το βαθύ πράσινο του δάσους, αλλά το πράσινο του ποταμού Άρνου. Πράσινο και καστανό μαζί… όχι μελιά.. Περισσότερο πράσινα… Ήταν όμορφος  άντρας. Ίσως έπρεπε να νιώθει κολακευμένη κι όχι θυμωμένη μαζί του.. Κάνανε μαζί ένα μεγάλο ταξίδι.. δίπλα δίπλα….  Δεν είναι αφύσικο όλο αυτό το ενδιαφέρον του προς εκείνη… Κούνησε καταφατικά το κεφάλι… «σα φίλη» επανέλαβε τα τελευταία λόγια του.. Και τον κοίταξε σαν ένα παιδί που αφού το μαλώσουνε, του δίνουν άφεση αμαρτιών…  Ο Μάριος το ένιωσε και το πρόσωπό του φωτίστηκε και πάλι…
Τις επόμενες μέρες η Ελένη μετά από επιτυχημένες εισαγωγικές εξετάσεις στο σχέδιο, γράφτηκε στη σχολή καλών τεχνών….  Είχε περάσει ένας μήνας σχεδόν. Τον Μάριο τον έβλεπε πιο αραιά μα πάντα με την  ίδια χαρά. Εκείνο το πρωινό, κάποια σπίτια, έβγαλαν Ιταλικές σημαίες στα παράθυρα τους…   Υπήρχε ταραχή και διχογνωμία μεταξύ του κόσμου, από όσα άκουγε σε διάφορες συζητήσεις … Υπήρχε και φόβος.. Η μια πλευρά μίλαγε πολύ και η άλλη, σιωπούσε πολύ… Ήταν 3 Οκτώβρη του 1935. Η Ιταλία με 18 μεραρχίες εισέβαλε στην Αιθιοπία χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου..  Οι εφημερίδες φτιάχνανε παιάνες  για το Μουσολίνι και τη Μεγάλη Ιταλία.. μα  πιο πολλοί ήταν εκείνοι που σιωπούσαν…  
Η Ελένη απολάμβανε να εξερευνά τις ομορφιές της Φλωρεντίας… Τα γράμματα που έστελνε κάθε εβδομάδα στους δικούς της, την περιγράφανε ως την πιο όμορφη πόλη στο κόσμο…  Η Άρτεμις δάκρυζε καθώς τα διάβαζε ευτυχισμένη με τη χαρά που έπαιρνε η ψυχή της κόρης της… όσο κι αν της έλειπε δεν είχε μετανιώσει καθόλου που στηρίξανε αυτή κι άνδρας της το σπλάχνο τους στις επιλογές του…  Υπήρχανε βέβαια και οι κακές ζηλόφθονες γλώσσες, που πάντα βρίσκανε ένα αγκάθι να πετάξουν για την ελευθεριότητα με την οποία είχαν αναθρέψει τη κόρη τους. Όμως εκείνοι γνωρίζανε πέρα από κάθε αμφιβολία πως είχανε κάνει το σωστό ...Τα νέα του πολέμου της Ιταλίας με την Αιθιοπία δε τους ανησυχήσανε τόσο… Η Ιταλία ήταν μια μεγάλη δύναμη, κι ο πόλεμος διεξαγότανε στα βουνά της Αβησσυνίας, μακριά από τα Ιταλικά εδάφη.. Η ανίσχυρη Αιθιοπία δεν ήταν απειλή για την Ιταλία του Μουσολίνι.
Η πρώτη μέρα στο μικρό αμφιθέατρο της σχολής ήταν γεμάτη αγωνία. Η Έλενα πρόσεξε πως υπήρχε μόνο μία ακόμη κοπέλα. Παντού τριγύρω της άνδρες και ένιωθε σε κάθε της κίνηση βλέμματα στραμμένα πάνω της..  Ένας άντρας γύρω στα 55, με κομψό μουσάκι, σηκώθηκε από τα πρώτα έδρανα και προχώρησε προς την έδρα… Η οχλοβοή, υποχώρησε, και ο άντρας καλημέρισε όλους….
«Το όνομα μου είναι Giuseppe Graziosi. Σας καλωσορίζω στην Ακαδημία Καλών τεχνών της Φλωρεντίας, την παλαιότερη και πρώτη σχολή καλών τεχνών της Ευρώπης. Για να είστε εδώ, σημαίνει πως το αξίζετε.. Και η εποχή που ακολουθεί σας ανήκει. Όχι όμως χαρισματικά… Χάρισμα είναι το ταλέντο σας… και ευκαιρία το γεγονός πως είστε εδώ…  Χρειάζεται όμως ακόμη δουλειά, δουλειά , δουλειά.. και αντοχή. Ή αλλιώς αφοσίωση, τέτοια που μόνο από αγάπη βαθιά, μπορεί να πηγάσει. Δε θα πω περισσότερα, δεν αγαπώ τα πολλά λόγια.. Πάνω στην έδρα, κάτω από το λευκό σεντόνι, υπάρχει μια σύνθεση…. Με απλά γεωμετρικά αντικείμενα. Βλέπω έχετε φέρει μαζί σας, βελόνα ποδηλάτου για το μέτρημα, κάρβουνο και πινακίδα με χαρτί. Για τις επόμενες δυο ώρες λοιπόν, θέλω μόνο αυτό… να ζωγραφίσετε ό,τι βλέπετε , από εκεί που κάθεστε…»  Τράβηξε το σεντόνι, και αποκάλυψε μια σύνθεση από σφαίρες κύβους και παραλληλόγραμμα…  πάνω στο ένα παραλληλόγραμμο, υπήρχε ένα γυάλινο μπουκάλι… Στην συνέχεια, ο άντρας άρχισε να βαδίζει αργά ανάμεσα στα έδρανα, κοιτώντας διακριτικά την εργασία των σπουδαστών του. Δεν υπήρχε απόλυτη σιωπή, αλλά η αίθουσα ήταν γενικά ήσυχη, βυθισμένη στο σκοπό της… Περίπου στα μισά της ώρας, ο καθηγητής, μίλησε, απευθυνόμενος σε όλους και σε κανένα.. « να μισοκλείνετε τα μάτια, να βλέπετε φως και σκιά.. Ξεχάστε ό,τι γνωρίζετε πως βλέπετε.. κι επικεντρωθείτε στη πλάνη του φωτός… αφήστε το να σας πλανέψει και πιστέψτε το.. μη σκέφτεστε πως θα το δω εγώ ή όποιος άλλος. Σκεφτείτε αυτό που βλέπετε εσείς.»
Μόλις η Ελένη άρχισε να ζωγραφίζει, χαλάρωσε. Το άγχος της υποχώρησε κι όλοι εκεί μέσα της φανήκανε πιο οικείοι. Οι δυο ώρες περάσανε εύκολα, και ο Graziosi, τους ζήτησε να αφιερώσουν  ακόμα μισή ώρα, για να γράψουν σε ένα χαρτί που θα παραδίδανε μαζί με το έργο, λίγα λόγια, ό,τι νόμιζε ο καθένας , για τον εαυτό του. Σα μια πρώτη σύσταση μεταξύ τους..
Έπειτα τους ζήτησε να του κάνουνε για ακόμα μισή ώρα, ερωτήσεις. Ένας από τους μαθητές, τον ρώτησε για την παρακμάζουσα τέχνη. Τα μάτια του  Graziosi, μικρύνανε  διερευνητικά. Ο φασισμός είχε τρυπώσει παντού.. κι ο ίδιος είχε φροντίσει να διατηρεί καλές σχέσεις με το φασιστικό γραφείο καλών τεχνών. «Ας βρούμε πρώτα τι είναι τέχνη, και τότε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε και για τη μη τέχνη…» , είπε, και κατέληξε « Μαζί μου θα κάνετε το μάθημα της γλυπτικής. Θα σας δω πάλι την Πέμπτη… Αύριο θα γνωρίσετε τον κύριο Felice Garena, ο οποίος θα σας διδάξει ζωγραφική. Κυρίες.. Κύριοι… Καλή χρονιά!»


Τα μαθήματα, φέρανε ευχάριστη ρουτίνα στη ζωή της Ελένης. Μια ρουτίνα διαφορετική από εκείνη που είχε συνηθίσει στο σπιτικό της. Οι Ιταλοί ήτανε ζεστός λαός, πιο ζεστός ακόμα κι από τους Έλληνες.. Ή έστω, περισσότερο παρορμητικός. Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Κι η Ελένη, είχε αποκτήσει ήδη ένα μικρό κύκλο, αποτελούμενο κυρίως από συμφοιτητές της. Μα πέρα από τη τέχνη που τους ένωνε, ο κύκλος αυτός ήταν ανομοιογενής, και σε κανένα δεν είχε βρει τον φίλο, που μαζί του θα μοιραζότανε τη σιωπή ή τη μοναξιά. Έτσι εκείνη την μελαγχολική μέρα του Δεκεμβρίου, περπατούσε αδιάφορα, στη σαγηνευτική πόλη. Υπήρχαν αγάλματα  που οι δημιουργοί τους κάνανε δεκαετίες να τα τελειώσουν… Ανάμεσα τους, οι περίφημες Πόρτες του «Παραδείσου» όπως τις αποκάλεσε ο Μιχαήλ Άγγελος, 50 χρόνια μετά τη δημιουργία τους, του Λορέντσο Γκιμπέρτι.   Ο καλλιτέχνης έφτιαξε τις δύο από τις τρεις πόρτες του Βαπτιστηρίου, για τον ναό του Ωραίου Αγίου Ιωάννη. Τα 27 χρόνια εργασίας του καλλιτέχνη, από το 1425 ως το 1452, μαρτυρούν την θέληση του να φτάσει σε μια τελειότητα που δεν έχει προηγούμενο.  Η πόρτα είναι χωρισμένη δέκα μέρη, που εξιστορούν ιστορίες από τη Βίβλο.  Αν και ανάγλυφες οι παραστάσεις, κοιτώντας τες σε πείθουν πως  κινούνται στο χώρο.. Ο Γκιμπέρτι χρησιμοποίησε τόσο ευρηματικά την προοπτική, τόσο καλά σκαλισμένες οι μορφές, οι πτυχές των υφασμάτων, και οι συνθέσεις του γεμάτες ενέργεια … ναι ήταν ένα τέλειο έργο! Μα αναρωτήθηκε αν άξιζε τόσα χρόνια εργασίας. 
«Πόσο εφήμερος ο άνθρωπος κι όμως ζητά την αιωνιότητα» …  Η αντρική φωνή την ξάφνιασε! Γύρισε το κεφάλι… Ο νεαρός Ιταλός που στεκότανε μπροστά της, δε φαινότανε να κοιτάζει την πόρτα.. Όλο το ενδιαφέρον του, στραμμένο πάνω της..  Τα γαλάζια του μάτια ήτανε δυο ουρανοί που την κάνανε να θέλει να ταξιδέψει. Και τα χείλη του σμιλεμένα, με τρόπο που καμιά σμίλη δε θα έφτανε ποτέ. Κόκκινα σα λαχταριστά κεράσια, σε απόλυτη αντίθεση με το λευκό δέρμα του. Η καρδιά της μούδιασε, καθώς της ξαναμίλησε για να συστηθεί… «Αλφόνσο» …