Η πιο όμορφη ώρα
ήταν αυτή, που έχοντας οι σκέψεις γευματίσει τις πιο δυνατές τους ανησυχίες,
αποκαμωμένες, αφήνονται στο νανούρισμα της γοητείας από τα απαλά φώτα της πόλης,
καθώς ένα ποτάμι άλλο, πολύχρωμο, λιγότερο βοερό από εκείνο που έτρεχε πάνω
κάτω όλη μέρα, ξεχύνεται στα στενά του
Θησείου. Ουράνια τόξα από ματιές σε ματιές, λαμπερά νιογέννητα άστρα και άλλα,
χαμένα εντελώς μες το ταξίδι τους, το γέλιο, την ζεστή αγκαλιά κάποιου
παράπονου.
Το δικό της παράπονο ήταν αυτός, η δική του παρηγοριά εκείνη… Παρηγοριά όπως ένα ποτήρι κόκκινο κρασί υπό την νωχελική έξαψη της μουσικής, που πάνω του ζωγραφίζονται με αντανακλάσεις και λάμψεις τα κορμιά ολόγυρα, των χορευτών.. Ένα ποτήρι κρασί που μπορούσε να κρατήσει έναν ή περισσότερους χορούς, αφήνοντας γλυκόν οίστρο στην ψυχή, για όσο βαστά το ρόδισμα στα μάγουλα… κι ύστερα από αυτό ελαφρύ ύπνο, χωρίς την ανάγκη για όνειρα άλλα.
Τον ύπνο της στοιχειώνανε τα όνειρα που εκείνος δεν έβλεπε. Φαρμάκωνε ο χορός, η μουσική, το φιλί, τις αισθήσεις της, μίκραινε το «εγώ της» για να χωρέσει τις ανάγκες της στις ανάγκες του, κάνοντας την να πετάγεται από το κρεβάτι τις νύχτες στην προσπαθειά της να πάρει ανάσα..
Εκείνο το βράδυ περπάτησε μόνη όλα τα στενά, έφθασε πρώτη στο αγαπημένο τους στέκι αποφασισμένη να μεθύσει για τα καλά προτού ανταμώσουνε. Κάθισε στην άκρη του μπαρ, έτσι ώστε να βλέπει όλο το μαγαζί, να τον δει πριν την δει. Μάζευε όλη της την δύναμη προσπαθώντας να βάλει χρόνους και παγίδες σε μια σειρά, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πόσο καλύτερα ήτανε πριν τον γνωρίσει… ήταν; Αδυνατούσε να θυμηθεί τον εαυτό της. Αμίλητη στεκότανε , ξέχασε ως και να παραγγείλει, κανείς δεν την πλησίασε να την ρωτήσει τι θέλει. Κανείς, αν και μόνη, δεν την γύρεψε σε χορό, το προσηλωμένο στην είσοδο σκοτεινό βλέμμα της μάλλον ήταν αποθαρρυντικό. Και καλύτερα.. δεν είχε καμία διάθεση ούτε να χορέψει με άλλον, ούτε να χρειάζεται να δικαιολογηθεί. Κοιτούσε την πόρτα και βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στις σκέψεις της… μέχρι που δεν υπήρχε γύρω της τίποτε άλλο πέρα από αυτές. Η μουσική κάποτε τελείωσε, τα φώτα έσβησαν, οι πόρτες κλείσανε. Έντρομη συνειδητοποίησε, πως όχι μόνο εκείνος δεν φάνηκε, μα και την κλειδώσανε μέσα…
_ «Αν είναι δυνατόν!» ψέλλισε κι έβαλε τα κλάματα… «πως γίνεται να μου συμβαίνει κι αυτό;»..
_ «Τι άλλο σου συνέβη;»
Η βραχνή φωνή που ακούστηκε από το βάθος του μαγαζιού, δεν ήξερε αν έπρεπε να την καθησυχάσει ή αν την τρόμαζε ακόμα περισσότερο.. Η σιλουέτα ενός άνδρα ξέκοψε από το σκοτάδι και αργά αργά την πλησίασε.. μες το σκοτάδι, αδύνατο να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά, πέρα από το ό,τι είχε την ανάλαφρη σιλουέτα ενός χορευτή. Όλο της το σώμα πάγωσε δεν κατάφερε να βγάλει άχνα από έκπληξη και φόβο. Στάθηκε μπροστά της κι έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Η φλόγα του σπίρτου φώτισε δυο σμαραγδένια μάτια που ήταν στραμμένα πάνω της, ανατριχιαστικά όμορφα, ανατριχιαστικά ακατέργαστα! Η ανάσα της επανήλθε… το ίδιο και η φωνή της: «Συγνώμη, ήμουν αφηρημένη και δεν κατάλαβα πως έκλεισε το μαγαζί… ευτυχώς που είναι κάποιος ακόμα εδώ.»
_ «Όταν έσβησε η μουσική και τα φώτα, η αλήθεια είναι πως γνώριζα πως είσαι εδώ. Σε παρακολουθώ από την ώρα που έφθασε το τραίνο… σε κοιτούσα να περπατάς, φως εσύ κι όλοι ολόγυρα σκιές, μόνη, όλο τον δρόμο ως εδώ.. Κι ύστερα να κάθεσαι, χαμένη κι αόρατη στον κόσμο σου. Κι όλο το μαγαζί άδειο, μόνο εσύ! Τι άλλο σου συνέβη;»
_ «Δεν θυμάμαι… Μα ποιος έβαλε πάλι μουσική;»
_ «Περίμενα όλο το βράδυ, στωικά, την σωστή στιγμή να σου ζητήσω να χορέψουμε μαζί.»
Τα μάτια του είχανε κάτι από έναστρο ουρανό… όσο μιλούσαν, τόσο φωτίζονταν κι αραίωνε το σκοτάδι… δεν το σκέφτηκε καν να αρνηθεί… Εμπιστεύθηκε στο χέρι του το δικό της, κι άρχισαν να στροβιλίζονται κι οι δυο μέσα στα άστρα.. ώσπου στο «έλα» της αυγής, να μην έχει μείνει τίποτε άλλο, πέρα από ένα όνειρο.. Ένα όνειρο που έζησε κι έσβησε όπως η φλόγα ενός κεριού, λιώνοντας το κερί ως το τέλος.
Δεν ξαναπέρασε από το «στέκι τους»… Το κόκκινο κρασί της, φαρμάκωσε τα όνειρά του.. Μια τρέλα απόσταση ο παράδεισος από την κόλαση. Την είδε να ξεγλίστρα από τις πόρτες του θηρίου, να ανεβαίνει την γέφυρα, να την κατεβαίνει.. να περπατά νευρικά πάνω κάτω για ώρα στην αποβάθρα… πότε ολάνθιστη σαν μπουκέτο της άνοιξης, και πότε, συχνότερα, σκυθρωπή, άρρωστη από πόνο, χλωμή με μάτια σκοτεινιασμένα…. Δεν της μίλησε… την κοιτούσε από μακριά και αναρωτιότανε αν όλη τούτη η εξουσία που είχε πάνω της είναι ευλογία ή κατάρα, αν έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό. Μα το τέλος το έδωσε κείνη, καθώς το επόμενο τραίνο που πέρασε, το τάισε με την ψυχή της. και χωρίς να το ξέρει, με ένα κομμάτι από την δική του ψυχή. Το πιο τρυφερό, και μέσα από την άρνησή του να αποδεχτεί τόση τρυφερότητα, την ανάγκη του για εκείνη, το πιο σκληρό. Ένα κομμάτι που έχασε οριστικά και αμετάκλητα. Ποτέ δεν ήπιε πάλι κόκκινο κρασί ακούγοντας ταγκό, ούτε χόρεψε ξανά στη ζωή του… ποτέ!
Το δικό της παράπονο ήταν αυτός, η δική του παρηγοριά εκείνη… Παρηγοριά όπως ένα ποτήρι κόκκινο κρασί υπό την νωχελική έξαψη της μουσικής, που πάνω του ζωγραφίζονται με αντανακλάσεις και λάμψεις τα κορμιά ολόγυρα, των χορευτών.. Ένα ποτήρι κρασί που μπορούσε να κρατήσει έναν ή περισσότερους χορούς, αφήνοντας γλυκόν οίστρο στην ψυχή, για όσο βαστά το ρόδισμα στα μάγουλα… κι ύστερα από αυτό ελαφρύ ύπνο, χωρίς την ανάγκη για όνειρα άλλα.
Τον ύπνο της στοιχειώνανε τα όνειρα που εκείνος δεν έβλεπε. Φαρμάκωνε ο χορός, η μουσική, το φιλί, τις αισθήσεις της, μίκραινε το «εγώ της» για να χωρέσει τις ανάγκες της στις ανάγκες του, κάνοντας την να πετάγεται από το κρεβάτι τις νύχτες στην προσπαθειά της να πάρει ανάσα..
Εκείνο το βράδυ περπάτησε μόνη όλα τα στενά, έφθασε πρώτη στο αγαπημένο τους στέκι αποφασισμένη να μεθύσει για τα καλά προτού ανταμώσουνε. Κάθισε στην άκρη του μπαρ, έτσι ώστε να βλέπει όλο το μαγαζί, να τον δει πριν την δει. Μάζευε όλη της την δύναμη προσπαθώντας να βάλει χρόνους και παγίδες σε μια σειρά, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της πόσο καλύτερα ήτανε πριν τον γνωρίσει… ήταν; Αδυνατούσε να θυμηθεί τον εαυτό της. Αμίλητη στεκότανε , ξέχασε ως και να παραγγείλει, κανείς δεν την πλησίασε να την ρωτήσει τι θέλει. Κανείς, αν και μόνη, δεν την γύρεψε σε χορό, το προσηλωμένο στην είσοδο σκοτεινό βλέμμα της μάλλον ήταν αποθαρρυντικό. Και καλύτερα.. δεν είχε καμία διάθεση ούτε να χορέψει με άλλον, ούτε να χρειάζεται να δικαιολογηθεί. Κοιτούσε την πόρτα και βυθιζόταν όλο και βαθύτερα στις σκέψεις της… μέχρι που δεν υπήρχε γύρω της τίποτε άλλο πέρα από αυτές. Η μουσική κάποτε τελείωσε, τα φώτα έσβησαν, οι πόρτες κλείσανε. Έντρομη συνειδητοποίησε, πως όχι μόνο εκείνος δεν φάνηκε, μα και την κλειδώσανε μέσα…
_ «Αν είναι δυνατόν!» ψέλλισε κι έβαλε τα κλάματα… «πως γίνεται να μου συμβαίνει κι αυτό;»..
_ «Τι άλλο σου συνέβη;»
Η βραχνή φωνή που ακούστηκε από το βάθος του μαγαζιού, δεν ήξερε αν έπρεπε να την καθησυχάσει ή αν την τρόμαζε ακόμα περισσότερο.. Η σιλουέτα ενός άνδρα ξέκοψε από το σκοτάδι και αργά αργά την πλησίασε.. μες το σκοτάδι, αδύνατο να διακρίνει κάποια χαρακτηριστικά, πέρα από το ό,τι είχε την ανάλαφρη σιλουέτα ενός χορευτή. Όλο της το σώμα πάγωσε δεν κατάφερε να βγάλει άχνα από έκπληξη και φόβο. Στάθηκε μπροστά της κι έβγαλε ν’ ανάψει τσιγάρο. Η φλόγα του σπίρτου φώτισε δυο σμαραγδένια μάτια που ήταν στραμμένα πάνω της, ανατριχιαστικά όμορφα, ανατριχιαστικά ακατέργαστα! Η ανάσα της επανήλθε… το ίδιο και η φωνή της: «Συγνώμη, ήμουν αφηρημένη και δεν κατάλαβα πως έκλεισε το μαγαζί… ευτυχώς που είναι κάποιος ακόμα εδώ.»
_ «Όταν έσβησε η μουσική και τα φώτα, η αλήθεια είναι πως γνώριζα πως είσαι εδώ. Σε παρακολουθώ από την ώρα που έφθασε το τραίνο… σε κοιτούσα να περπατάς, φως εσύ κι όλοι ολόγυρα σκιές, μόνη, όλο τον δρόμο ως εδώ.. Κι ύστερα να κάθεσαι, χαμένη κι αόρατη στον κόσμο σου. Κι όλο το μαγαζί άδειο, μόνο εσύ! Τι άλλο σου συνέβη;»
_ «Δεν θυμάμαι… Μα ποιος έβαλε πάλι μουσική;»
_ «Περίμενα όλο το βράδυ, στωικά, την σωστή στιγμή να σου ζητήσω να χορέψουμε μαζί.»
Τα μάτια του είχανε κάτι από έναστρο ουρανό… όσο μιλούσαν, τόσο φωτίζονταν κι αραίωνε το σκοτάδι… δεν το σκέφτηκε καν να αρνηθεί… Εμπιστεύθηκε στο χέρι του το δικό της, κι άρχισαν να στροβιλίζονται κι οι δυο μέσα στα άστρα.. ώσπου στο «έλα» της αυγής, να μην έχει μείνει τίποτε άλλο, πέρα από ένα όνειρο.. Ένα όνειρο που έζησε κι έσβησε όπως η φλόγα ενός κεριού, λιώνοντας το κερί ως το τέλος.
Δεν ξαναπέρασε από το «στέκι τους»… Το κόκκινο κρασί της, φαρμάκωσε τα όνειρά του.. Μια τρέλα απόσταση ο παράδεισος από την κόλαση. Την είδε να ξεγλίστρα από τις πόρτες του θηρίου, να ανεβαίνει την γέφυρα, να την κατεβαίνει.. να περπατά νευρικά πάνω κάτω για ώρα στην αποβάθρα… πότε ολάνθιστη σαν μπουκέτο της άνοιξης, και πότε, συχνότερα, σκυθρωπή, άρρωστη από πόνο, χλωμή με μάτια σκοτεινιασμένα…. Δεν της μίλησε… την κοιτούσε από μακριά και αναρωτιότανε αν όλη τούτη η εξουσία που είχε πάνω της είναι ευλογία ή κατάρα, αν έπρεπε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό. Μα το τέλος το έδωσε κείνη, καθώς το επόμενο τραίνο που πέρασε, το τάισε με την ψυχή της. και χωρίς να το ξέρει, με ένα κομμάτι από την δική του ψυχή. Το πιο τρυφερό, και μέσα από την άρνησή του να αποδεχτεί τόση τρυφερότητα, την ανάγκη του για εκείνη, το πιο σκληρό. Ένα κομμάτι που έχασε οριστικά και αμετάκλητα. Ποτέ δεν ήπιε πάλι κόκκινο κρασί ακούγοντας ταγκό, ούτε χόρεψε ξανά στη ζωή του… ποτέ!