Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16/11/21

άτιτλο

Απαλά σκόρπισε ο άνεμος σε όλο το σπίτι, τις ένδοξες τούτες ημέρες και νύχτες, ιδίως τις νύχτες, που το κροτάλισμα του σαρακιού γινόταν πιο επίμονο. Αυτή η σκόνη όμως κάποτε υπήρξε έπιπλο, δάσος, και παλιά, σχεδόν χθες δηλαδή, ήταν ένας γαλαξίας που εκρήγνυται… «Πόση σκόνη» σκέφτηκε ο ιδιοκτήτης… Και για μια στιγμή διχάστηκε, αν έπρεπε να ξαπλώσει στο δάπεδο, να σκεπαστεί από αυτήν μέχρι η εντροπία καταργήσει κάθε τι, ή αν θα ανοίξει το παράθυρο να μπει ήλιος και φρέσκος αέρας, και να σαρώσει την σκόνη, διώχνοντάς την έξω από το σπίτι που τη γέννησε. Δεν θα σας πω τι έκανε.. μόνο αυτό: Έξω από το σπίτι υπήρχανε κάποια λουλούδια, αδύναμα, κι έτοιμα να πεθάνουν… Μια μέρα μετά, τα λουλούδια τους γίνανε μαγικά, και χωρίς να έχουνε λαμπερά χρώματα, τα μάτια μεθούσαν κοιτάζοντάς τα… Καμπύλωνε το φως πάνω τους, κι αυτά γέρναν τον μίσχο, σα γυμνό λαιμό, στα φιλιά του… κουδουνίζοντας με τις μικρές κινήσεις τους, ένα τραγούδι τόσο καινούργιο, τόσο παλιό, τόσο αόρατο μα και δυνατό… όπως ο έρωτας… !

12/11/21

Το όνομά μου Αύγη…

_Έπαθλο ήμουν. Άνθρωπος δεν υπήρξα: Μήτε παιδί, μήτε γυναίκα, μήτε μάνα πρόλαβα σωστά να γίνω. Την μοίρα μου ορίζανε πάντοτε οι άλλοι, οι ισχυροί… Μα, θα μου πείτε, αυτή δεν είναι η Μοίρα όλων των ανθρώπων; Ε ναι λοιπόν, τούτη η μοίρα τους, όσο η δύναμη με σύμμαχο τον φόβο εξουσιάζει… Στην μοίρα αυτήν αντιτάχθηκα… Μόνο του πατέρα υπάκουσα την εντολή, κι αυτό όχι από φόβο μα από τρόμο… μην γίνω έρμαιο ανδρός. Κάλιο ιέρεια της Θεάς και παρθένα, παρά δουλικό σε έναν κόσμο ζυγισμένο από άνδρες για άνδρες. Βλέπετε, ο πατέρας μου έβαζε σαν όλους σχεδόν τους πατεράδες του τότε κόσμου, πάνω από την ζωή και το μέλλον μου την μοίρα των ανδρών που γέννησε. Και σαν άκουσε από το μαντείο, πως, αν γεννήσω αγόρι, αυτό θα φονεύσει του θείους του, η μοίρα φάνηκε να μου γελά, και μ’ έταξε παρθένα να μείνω στην ζωή μου όλη, την Αθηνά να υπηρετώ στον ναό της στην Ταγέα. Γαλήνια κυλήσανε τα εφηβικά μου χρόνια στη Θεά δίπλα… Ούτε φωνές μεθυσμένων ανδρών, ούτε τα όπλα τους ν’ ακούω και τις οπλές των αλόγων! Η μέρα άρχιζε όμορφα και τελείωνε γεμάτη ευτυχία! Αυτή ήμουν! Για όσο πρόλαβα… Τον έχετε δει φαντάζομαι τον Ηρακλή. Τον ήρωα! Το βαρύ σχεδόν πέτρινο κορμί του σαν μυλόπετρες έλιωσε ότι πιο πολύτιμο είχα… Ένα μικρό ανθάκι στα στήθη μου, μια ανεμώνη… Αδύναμο, δεν είχε καν ακόμα ανθίσει, τα πέταλά του δεν προλάβανε να νιώσουν το φως… Το συνέθλιψε με το πέτρινο σώμα του, αυτός, που όλοι εσείς αποκαλείται σπουδαίο… Η παλάμη του σφράγισε το στόμα μου σαν ταφόπλακα, κι οι κραυγές μου, ο πόνος μου, η γυναίκα που κάποτε ίσως γινόμουν και το παιδί που ακόμα ήμουν, ξεψύχησαν στον τάφο αυτόν… Μα των γυναικών τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό… Μέσα στον τάφο άρχισε να χτυπά μια καρδιά άλλη… Το σώμα μου άλλαξε, παραμορφώθηκε, κι η Θεά ένιωσε τον άνδρα που μεγάλωνε μέσα μου.. κατάρα έριξε πάνω στην κατάρα του Ηρακλή… Κι ως πάντα, την πλήρωσε ο κακομοίρης ο λαός… Πείνα να δουν τα μάτια σου… μα το χειρότερο υπήρξε η πανώλη… Γιατί τυφλή μες την οργή της η Θεά, που άκουγε προτού ακόμα γεννηθεί το βρέφος άτακτα να στριφογυρνά, της αρκούσε να κάνει κάποιους να υποφέρουν, κι ας μην ήταν αυτός ο Ηρακλής. Αρκεί που ξεθύμαινε ο θυμός της… Γιατί κι οι Θεοί ακόμα, φοβούνται τον πιο ισχυρό. Κι ο Δίας ήταν πατέρας και προστάτης του Ηρακλή. Σε αντίθεση με τον δικό μου πατέρα… που με θεώρησε υπαίτια, ΕΜΕΝΑ, για την συμφορά που έπεσε στο λαό… επειδή βιάστηκα!... Με έσυρε στην αγορά, να δούνε όλοι, τι καλός Βασιλιάς είναι, και πως νοιάζεται τον λαό του, και πως δεν διστάζει προκειμένου να σταματήσει την συμφορά, την ίδια την θυγατέρα του να σκοτώσει! Μα αν ψάξετε βαθύτερα για την αλήθεια, ο λόγος ήταν πως έτρεμε μην το παιδί στην κοιλιά μου φονεύσει τους δικούς του γιους του, επαληθεύοντας τον χρησμό! Και παραλίγο να γίνει παιδοκτόνος, αν δεν τον τρόμαζε την τελευταία στιγμή η σκέψη, πως ίσως η Θεά τον τιμωρήσει… Γιατί να λερώσει τα χέρια του με το δικό του αίμα, όταν μπορεί να βάλει άλλους να λερώσουν τα χέρια τους; Κι έτσι μ’ έστειλε δέσμια στον φίλο του Ναύπλιο, βασιλιά της Ευβοίας, ετοιμόγεννη, με την κοιλιά έτοιμη να εκραγεί, για να μας πνίξει στη θάλασσα… Έτσι ήταν το πρέπον. Μια κόρη Βασιλιά, δεν μπορεί να την δολοφονήσει ο καθένας… Όλα κι όλα, τους τύπους πρέπει να τους βαστάμε. Εκεί στον δρόμο, ζήτησα να μείνω λίγο μόνη μου μέσα στο Δάσος για ευνόητους λόγους… Ούτε εγώ γνώριζα πως γεννώ…. Εκεί στο Δάσος, γέννησα μόνη μου, δαγκώνοντας ένα ξύλο να μη με ακούσουν.. έκοψα τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια μου… ΚΙ έκρυψα πανικόβλητη το μωρό, μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου, τυλιγμένο με το μισό μου ένδυμα… ΚΙ ευχόμουνα να μην κλαψει! Αχ, και να θέλανε οι Θεοί, να ζήσει αυτό έστω… Γύρισα κάτασπρη, γεμάτη αίματα ως το λαιμό… με τα μαλλιά γεμάτα χώμα και βάτα, καθώς ξεγέννησα ανάσκελα μόνη μου προσπαθώντας να κρατηθώ από τα αστέρια, του χωρίς φεγγάρι ευτυχώς, ουρανού… Κι ευτυχώς, το μωρό δεν έκλαψε… κι όταν τους είπα πως τάχα, γεννήθηκε νεκρό, βλέποντάς αδύναμη σαν φάντασμα, κι ακούγοντας βαθιά στο δάσος τους λύκους να αλυχτούν, με πιστέψανε… Κι ίσως και να με λυπηθήκανε κι όλας… Γιατί φτάνοντας στην Εύβοια, ο Βασιλιάς Ναύπλιος, ακούγοντας πως γίναν τα πράματα, και γνωρίζοντας πως το μωρό πέθανε, αντί να με πνίξει με έβαλε σε ένα κιβώτιο και το έριξε στη θάλασσα, να αποφασίσουνε την μοίρα μου οι Θεοί. Οι Θεοί!!! Αχ πόσο μα πόσο διασκεδαστικοί θα πρέπει να είμαστε στα μάτια τους! Οι Θεοί φροντίσανε τον γιο μου, μια ελαφίνα τον κράτησε ζωντανό με το γάλα της, ώσπου τον βρήκανε και τον μεγαλώσανε κάποιοι βοσκοί. ΟΙ απλοί άνθρωποι πάντοτε συντρέχουν τον κατατρεγμένο, και πάντα βρίσκουν τρόπο να μοιράζονται αυτά που εκείνοι σχεδόν δεν έχουν, κι άλλοι τα έχουν άφθονα και πάλι δεν τους φτάνει. Όσο για μένα, η θάλασσα με έβγαλε στην ακρογιαλιά της Μυσίας, όπου ο Βασιλιάς Τεύθραντας με βρήκε, κι ακούγοντας την απίστευτη στ’ αυτιά του ιστορία μου, σεβόμενος την θέληση που φάνηκε να έχουν οι Θεοί, να ζήσω, μου πρόσφερε στέγη και προστασία. Σαν κόρη του. Μα σαν κόρη ενός βασιλιά, που δεν ορίζει εκείνη τον εαυτό της, μα η θέλησή του… Έπαθλο μ’ έκανε κι αυτός, χρόνια μετά, στον Τήλεφο, να ξεπληρώσει χάρη που έθεσε σε κίνδυνο τον εαυτό του και λέρωσε τα χέρια του με αίμα, για τον Βασιλιά. Κανόνισε τον γάμο μας. Μα στο πρόσωπο του Τήλεφου, είδα γι’ ακόμα μια φορά εκείνον, τον αχρείο, που με σκότωσε τότε: Τον Ηρακλή… Με κυρίεψε η φρίκη και το μίσος για εκείνον… Έκρυψα μέσα στο πέπλο μου ένα μικρό σπαθί, να τον ξεκάνω την πρώτη του γάμου μας νύχτα.. Και θα τό’ κανα, έτοιμη να δεχτώ κάθε συνέπεια, παρά να ζήσω ακόμα μια φορά τον θάνατό μου. Μα οι Θεοί παίζουν μαζί μας, κι ωστόσο, συχνά μέσα στη διασκέδασή τους, προσπαθούν να φανούν δίκαιοι… Κι έστειλαν ένα φίδι, στο κρεβάτι μας. Την ώρα που σήκωσα το σπαθί, αυτό πετάχτηκε μπροστά μου με το στόμα ανοιχτό.. Ταράχτηκα, μού’ πεσε το σπαθί, κι ο Τήλεφος που είδε τι ετοιμαζόμουνα να κάνω, τινάχτηκε πάνω και μ’ άρπαξε από τα μαλλιά… «Καταραμένε Ηρακλή!» αναφώνησα, κι αυτός, σα να’ νιωσε ποιος ο πατέρας του, ο νόθος γιος που ποτέ δεν γνώρισα, σάστισε, λευτέρωσε το χέρι του από τα μαλλιά μου και ρώτησε να μάθει… λίγο μετά, κλαίγαμε μαζί, αυτός γιατί βρήκε την μάνα του, κι εγώ, για το κακό που πήγα να κάνω, σε μια ψυχή που βασανίστηκε χωρίς να φταίει… Μάνα; Δεν ξέρω άμα ένιωσα ποτέ… Πως είναι να είσαι μητέρα κάποιου, δεν έμαθα.. Δεν ξέρω… Το όνομά μου Αύγη… Ο τάφος μου λένε πως βρίσκεται στην Πέργαμο… Όμως εγώ ξέρω πως αυτό δεν είναι αλήθεια… Είμαι θαμένη στη Τεγέα. Εσύ που άκουσες την ιστορία μου αναλογίσου. Τι γνωρίζουμε αληθινά; Αν είσαι άνδρας που αγαπά κάποια γυναίκα, κόρη, σύζυγο, μάνα ή αν είσαι εσύ η κόρη, η σύζυγος, η μάνα… Τι αληθινά γνωρίζουμε γι’ αυτό που είμαστε;

5/11/21

Στάλα αίμα

Μια μικρή στάλα αίμα στο πάτωμα έχει δημιουργήσει με την πτώση της πάνω στη σκόνη ένα μικρό κρατήρα ενδιαφέροντος. Ακτινωτά και φθίνοντας όσο η απόσταση από το σημείο μηδέν μεγαλώνει, θραύσματά της λειτουργούν ως μαρτυρία της έντασης πρόσκρουσης, καταγράφοντας την σχεδόν αμέσως επόμενη στιγμή. Ωστόσο ο χρόνος συνεχίζοντας το ταξίδι του υποταγμένος στην εντροπία, έχει αποθέσει σκόνη νέα πάνω στον κάποτε ευδιάκριτο λεκέ αίματος, και θα χρειαζόταν μόλις λίγο ακόμα καιρό ώσπου τίποτα να μη μαρτυρά, τι κρύβεται κάτω από την σκόνη. Μα ο σκύλος που στάθηκε πάνω από τον μικρό κρατήρα σνιφάροντας και ξεφυσώντας στη συνέχεια, λειτούργησε ως πομπός για την προσοχή του, που επικεντρώθηκε στο μέχρι πριν λίγο αόρατο στα μάτια του σημείο. Έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή φωτογραφική μηχανή, και εστιάζοντας χειροκίνητα προκειμένου να έχει την μέγιστη δυνατή ευκρίνεια, φωτογράφησε τον μικρό κρατήρα. «Τώρα χρόνε, μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά σου», ψιθύρισε χωρίς αιτία, αφού κανένας άλλος δεν βρισκόταν εκεί… και συνέχισε παραμιλώντας: «αυτό το εύρημα δεν θα χαθεί!». Κατά βάθος γνώριζε πως, η πράξη του μάταιη, όλα ξεχνιούνται, όλα χάνονται στο τέλος. Ιδίως αυτά που μαζεύουμε για να μη χαθούν, όταν το πλήθος τους καθιστά την ανάγκη οργάνωσης κι ευρετηρίασης επιτακτική. Ποιος θα δαπανήσει χρόνο ν’ αναζητήσει κάτι τόσο μηδαμινό όσο την μαρτυρία ενός λεκέ αίματος, χωρίς να έχει αυτός μετατραπεί σε σύμβολο, νοηματοδοτώντας την πράξη αυτή; Αυτό που για τον ίδιον είναι σημαντικό, είναι σημαντικό μόνο για τον ίδιο και κανέναν άλλον. Η τέχνη του αποκρουστική, αδιάφορη, ασήμαντη για τους άλλους. Ο ίδιος όμως γνωρίζοντας πως η ζωή του είναι το μόνο σύνορο αλλά και σημείο ταύτισης με τον «κόσμο» , επαγωγικά αντιμετωπίζοντας τον μικρόκοσμό του, του προσέδιδε την σπουδαιότητα όλου του υπαρκτού. Κάθε γαλαξίας και ήλιος στο διάστημα, ήταν το ίδιο σημαντικός με την διάσταση που έδινε στην κηλίδα αυτή αίματος μες την ψυχή του. Το αποτέλεσμα ήταν πως, όπως η τέχνη του, η ζωή του κι ο ίδιος να είναι στους άλλους, το ίδιο μη σημαντική κι αδιάφορη, ως και αποκρουστική. Σε ένα βαθύ πηγάδι, που ακόμα κι η ηχώ έσβηνε μέσα της, έριχνε σαν πέτρες, όλα αυτά που κάποτε, σαν ένας άνθρωπος σαν ένα ον, του προξενούσανε βαθιά υπαρξιακή λύπη, και μοναξιά: πολύ μοναξιά. Η λογική, όπως γίνεται αντιληπτή μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, ήταν μία από τις πέτρες αυτές. Κάθε μια πέτρα έκανε το πηγάδι βαθύτερο – δεν ήταν πάντα πηγάδι. Στην αρχή ήταν δάκρυ, μετά κραυγή, σιωπή, πάλι κραυγή και ξανά σιωπή… Ώσπου η σιωπή έγινε γαλήνη, κι αυτός πάλι ευτυχισμένος. Ζώντας τόσο βαθιά, μακριά από τον ίδιο και τους γύρω του, που κι αν περπατά κι έχει την μορφή ενός ανθρώπου, ελάχιστα διαφέρει, παρά την πολυπλοκότητα της σκέψης του και των αισθήσεων, από ένα λουλούδι, μια πέτρα, ένα πλανήτη ή το κενό… Η τέχνη του είναι ο τρόπος να αλλάζει τα κακά κείμενα, να μεταμορφώνει το άσκημο, να επαναπροσδιορίζει το σημαντικό, να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του και το όλο. Η ζωή του είναι η τέχνη του. Κι η μικρή αυτή σταγόνα αίμα, ήταν στα μάτια του, μία ανέλπιστη απεικόνιση, αυτής καθ’ αυτής της ζωής του!

3/11/21

άτιτλο

Ακόμα κι όταν λύεται
της θέλησης το "έλα",
Στα κύματα αν αφήνεται
συντρίμι η ψυχή,
τον Καρυωτάκη ρώτησε:
Δύσκολο να σβηστεί..

13/10/21

Εμμονικός

Ο ήρωας δεν ανοίγει την πόρτα, γιατί φοβάται πως αυτός που χτυπά είναι μια δύναμη ανώτερη από τον ίδιο, κι αν της ανοίξει τότε της παραχωρεί εξουσία και μέσα στον χώρο του. Η πόρτα όμως χτυπά και ξαναχτυπά, σταθερά, έντονα, σε ένα μονότονα επαναλαμβανόμενο ρυθμό. Ο ήρωας κλείνει τα αυτιά, βάζει βαμβάκι, αλλά ο χτύπος του τρυπά το μυαλό... Ωστόσο αυτός αρνείται να ανοίξει, ώσπου απελπίζεται. Ανοίγει την πόρτα, κι ότι συμβεί.... Κανείς. Κλείνει την πόρτα πίσω του κι αρχίζει σύγκορμος να τρέμει, γιατί κάποιος χτυπά την πόρτα και πάλι....

1/10/21

Σκέψεις

Εν αρχή είναι ο ήχος… ο ήχος που έχει τη δύναμη να ταξιδεύει τις μικρές μας ζωές πάνω από κάθε ρουτίνα, άγχος, φόβο. Ο ήχος που έχει τη δύναμη να γίνει δάκρυ, γέλιο τρελό, φτερούγες και χορός! Ύστερα είναι η εικόνα…. Η εικόνα που σκορπά ο δυνατός άνεμος των συναισθημάτων για να την ανασυνθέσει με το πινέλο της ψυχής…. Τελευταίος μα όχι υποδεέστερος, είναι ο γραπτός λόγος. Που έρχεται να αντιτάξει σα σπουργίτης το μικρό του κορμί απέναντι στο θεριό που ονομάζεται Εντροπία. Φανταστείτε τι φτιάχνουμε αν αρμονικά ενώσουμε τα τρία αυτά μέσα έκφρασης: Μαγεία! Ή αλλιώς, έναν ηθοποιό. Κι έναν κόσμο αυτόνομο, μοναδικό, κι ωστόσο γέννημα του κόσμου στον οποίο ανήκουμε όλοι. Εξερεύνηση κι επιστροφή μαζί. Αφού, κάθε ταξίδι, όσο κοντινό ή μακρινό είναι, έχει πάντα προορισμό τόσο το άπειρο, όσο και τον ταξιδευτή του. Κάποιοι ονοματίζουν αυτά τα ταξίδια. Άλλος τα ονομάζει έρωτα, άλλος επανάσταση, άλλος αγάπη…. Άπειρα ονόματα, έγχρωμα ή γκρίζα, λευκά ή μαύρα, από φως, σκοτάδι, στιγμές λάμψεις άστρων. Κάθε μέρα που ανοίγω την πόρτα, ή κλείνω τα μάτια να κοιμηθώ, νιώθω πως μια μεγάλη παράσταση μόλις άρχισε… με μοναδικό θεατή το φως και το σκοτάδι μέσα μου. Άλλοτε γελώ, άλλοτε δακρύζω. Η ζωή ένα βόδι που κάνει τον κύκλο της, κι οι στιγμές μέσα στη ζωή είναι όπως το άχυρο στο αλώνι. Κρατά τόσο, όσο συνθλίβεται… Μα στο διάστημα αυτό, χωράνε όλα όσα θαύματα κάνουν την Εντροπία να ντροπιάζεται από ένα σπουργίτη και το μεγαλείο που κρύβει στην καρδούλα του.

23/9/21

Φωτογραφίες.

Η ζωή είναι μία σειρά από φωτογραφίες.
Κοιτάζω αμήχανα τις πιο παλιές,
με περιφρόνηση τις τελευταίες.
Μήπως έτσι δεν σπαταλάμε τη ζωή μας
τον περισσότερο καιρό;
Περιφρονώντας αυτό που είμαστε,
αυτό που μπορούμε,
και που αγαπάμε τόσο πολύ!

15/9/21

Ο Φόνος

«Το να περπατώ ανάμεσα στην τρέλα των ανθρώπων, να τροχίζομαι στα πιστεύω τους, να ποτίζομαι κι ενίοτε να μεθώ από τα πιο υγρά όνειρα της καρδιάς τους, και να πεθαίνω όχι μια αλλά πολλές φορές, ξεγλιστρώντας αθόρυβα, αόρατος σχεδόν από την κόχη των ματιών τους. Έτσι θέλω να ζω… ανακαλύπτοντας διαρκώς αυτόν που είμαι και δεν είμαι. Γιατί την ίδια στιγμή που με ανακαλύπτω, με χάνω. Αφού κάθε διακριτή επιλογή γίνεται ρόλος, παύοντας έτσι να είναι αληθινά επιλογή. Λες και με το που ονοματίζεις στόχους κι οδούς, αυτά αποκτάνε μια άρρωστη ανελαστικότητα, γίνονται λίθινα καλούπια που μοιάζουν περισσότερο με τάφους, και η ψυχή τότε αρχίζει πάλι ν’ ασφυκτιά…»
Κανένα ελάφρωμα δεν ένιωσε στην ψυχή του καθώς έγραψε τα αποσιωπητικά. Όλα αυτά δεν αφορούσανε σκέψεις πρωτόγνωρες, αλλά ερχόντουσαν από ένα βαθύ μουχλιασμένο πηγάδι… Άλλο τα θέλητρα, κι άλλο οι πράξεις. Κι έχει την σημασία του κι ο χρόνος… Ο χρόνος που οι επιθυμίες εμφανίστηκαν, φαντάσματα του εαυτού τους, νεκρές κι ανεκπλήρωτες, στο χαρτί.. Ύστατος χαιρετισμός, ή ύστατη κραυγή αγωνίας που ζητά έστω τώρα, αυτός ο άγνωστος γνωστός να υπάρξει; Μήπως επρόκειτο για κρίση μέσης ηλικίας; Ξανάπιασε το στυλό…
«Αβεβαιότητα… φόβος… Η μη ανοχή στο λάθος πόσο εύκολο να γίνει φόνος!»,
Έσκισε το χαρτί, το τσαλάκωσε και το πέταξε.. Μαζί με αυτό, τον άγνωστο άντρα που τόσο κοντά βρέθηκε στο να τον γνωρίσει. Αν και κατά βάθος, ήδη τόσο γνωστός…

15/7/21

Σκέψεις..

Τα μικρά παιδιά, το μόνο που θέλουνε είναι να τρέξουν, να παίξουν, να ανακαλύψουνε.. να νιώσουνε πράματα που τους ηρεμούνε όπως ίσως ένα τραγούδι, ένα φως που ταξιδεύει αναπαριστώντας σχήματα στους τοίχους, ή, τον ήχο ενός τζίτζικα σε κάποιο κλαδί... Δεν αναρωτιούνται, δεν χρειάζονται κάποιο σκοπό, ή κάποια συνειδητή διαδικασία για να ταξιδέψουνε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, χαρά ή λύπη.. Τα ζουν και τα δυο το ίδιο έντονα, περνώντας τόσο εύκολα από το ένα στο άλλο. Ένα λουλούδι μπορεί να είναι τόσο όμορφο! Φάρμακο να είναι η ομορφιά του στο τοπίο μέσα... Μα την στιγμή που, θα αρχίσει κάποιος να εξηγεί τι το κάνει τόσο σημαντικό, τόσο όμορφο.... αυτό αντί να τον φέρει εγγύτερα στην ομορφιά, αντίθετα, την αποδομεί και την εγκλωβίζει . Μπορεί να σηκωθούμε το πρωί ευτυχισμένοι, ή βαθιά στεναχωρημένοι, ή ακόμη κι απαθείς... Καμιά κατάσταση δεν χρειάζεται να αποκλείσουμε, ψηφίδες όλες κι εποχές της ζωής μας... Το σημαντικό συχνά κρύβεται μέσα σε μια παιδική λασπότουρτα, μια γκρίνια που έγινε χαμόγελο, κι ένα χαμόγελο που έγινε δάκρυ. Υποθέτω πως, η ευτυχία και η συνειδητή στόχευση, είναι περισσότερο φαντάσματα επιθυμίας, παρά πραγμάτωση. Μα ίσως, και η ζωή μας να μην είναι περισσότερο, από ένα τυχαίο παιχνίδισμα ονείρου..

11/7/21

Σκέψεις

Η ζωή είναι μοναχικό ταξίδι. Όσες χαρές κι αν ενώσεις, όση λύπη , όση μοναξιά. Είναι ένα ταξίδι στο Όνειρο. Το δικό σου, προσωπικό όνειρο, που μέσα του αποκτά υπόσταση, φως και σκοτάδι ο κόσμος. Κανείς δε θα βαδίσει με τα δικά σου βήματα, δε θα δει με τα δικά σου μάτια, κι όσο κι αν σε αγάπησε ή προτίθεται να σ’ αγαπήσει, δε θα σε νιώσει τόσο, που να σε καταλάβει. Επειδή κι αυτός βαδίζει στο δικό του όνειρο. Σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι, σημαδεύουν κι αλλάζουν ο ένας τον άλλον.. γίνονται κομμάτια, ψηφίδες... ψηφίδες για να συμπληρώσει ο καθένας την εικόνα που ταιριάζει στο όνειρό του και μέσα της να φτιάξει ζωή να τραφεί.. να χορτάσει την δίψα, την πείνα, την ανάγκη του να πατά κάπου και να μη μετεωρίζεται χωρίς προσανατολισμό στο αχανές τίποτα του σύμπαντος... Όλοι λουλούδια στον κήπο κάποιου άλλου, κι εκείνοι, λουλούδια στον κήπο μας. Κι ωστόσο παραμένουμε μόνοι. Η ζωή είναι μοίρασμα.. μεταμόρφωση... παράνοια. Μα πάνω από όλα μοναξιά. Φέρνω στο νου μου ένα μικρό παιδί... παίζει, γελά κλαίει τόσο εύκολα... και χωρίς πάντα φανερή αιτία. Ένα παιδί που παίζει ανέμελο, χωρίς έγνοια, χωρίς αναζήτηση, που απλώς χαίρεται την κίνηση, το οξυγόνο, το φως... και το μοίρασμα, είναι ο απόλυτος ορισμός της ζωής! Τα υπόλοιπα είναι γεννήματα της ανάγκης, και μάταια ο νους πασχίζει να δικαιολογήσει τ' αδικαιολόγητα και το γιατί μεγαλώνοντας απομακρυνθήκαμε από την ζωή. Σε μια οργανωμένη κοινωνία, καθοριστικός παράγοντας του προσανατολισμού της προς την ευδαιμονία, είναι το σύστημα αξιών πάνω στο οποίο χτίστηκε. Κι ενώ σαν παιδιά, η αλήθεια και οι πραγματικές αξίες υπήρξανε αυτονόητες, αρνηθήκαμε στην πορεία τις περισσότερες από αυτές, υποταγμένοι, ως κύτταρο της κοινωνίας σε ένα σύστημα αξιών χτισμένο όχι για να υπηρετεί την ζωή και τον άνθρωπο, αλλά το κέρδος. Και ανθρωπόμορφα τέρατα. Όταν η ζωή "χωρά" σε ισολογισμούς προσθέσεις και αφαιρέσεις, σημαίνει πως δεν μιλάμε πλέον για τη ζωή. Αλλά για αριθμούς. Η ζωή είναι όμορφη κι ο άνθρωπος, ένα από τα πιο όμορφα παιδιά της, όταν, μεγαλώνει μαθαίνοντας να παίρνει και να δίνει αγάπη, να είναι λεύτερος και δίκαιος. Δίκαιος στο όνομα της ζωής και της Αγάπης. Είμαστε όλοι πλασμένοι από την ίδια ύλη με τ’ άστρα... κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κι ένα με το σύμπαν. Ένα με την αγάπη. Η απόστασή μας από το "όλο" είναι η απόστασή μας από την αγάπη. Κι αυτό εμπερικλείει μία πολύ πιο έντονη μοναξιά. Γιατί τότε, ξεκόβουμε τον εαυτό μας από το όλο, και λειτουργούμε ως καρκίνωμα. Ωστόσο η μοναξιά για την όποια μίλησα εγώ είναι διαφορετική, και μέρος του όλου.. Είναι το εσωτερικό μας σύμπαν, τα δικά μας άστρα κι αγαπημένα, οι δικοί μας θάνατοι κι οι δικές μας γεννήσεις. Είναι ο κόσμος, που, όσο κι αν το ωραίο μοίρασμα τον κάνει κοινό, όμορφο, μέσα από την δική μας, μοναδική για τον καθέναν ματιά, δε μοιάζει με τον κόσμο κανενός άλλου. καθένας μας είναι το ίδιο το σύμπαν και η ίδια η ζωή. Μοναδικός κι αναντικατάστατος. Όπως μοναδική κι αναντικατάστατη είναι η ζωή σε κάθε εκδοχή της... Κι ωστόσο αυτή η ευλογία της ζωής, μαζί με όλους τους αναπόφευκτους θανάτους που υπάρχουν προδιαγεγραμμένοι από την στιγμή που ζεις, κρύβει μέσα στην νομοτέλειά της μια βαθιά εντελώς προσωπική μοναξιά. Δεν ξέρω πως να μιλήσω γι’ αυτή την μοναξιά, γι’ αυτούς τους θανάτους που συνυπάρχουν με τη ζωή - και δε θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς. Όπως το φως έχει την σκϊά του, έτσι και , το να μοιράζεσαι και να νιώθεις, το να βαθαίνεις τις ρίζες σου, σημαίνει, πως αντιλαμβάνεσαι όπως την χαρά και τον πόνο. Συναισθάνεσαι. Και πονάς. Η χαρά στη ζωή είναι σαν μικρά άνθη, που ανοίγουνε σε ιδανικές συνθήκες, για λίγο μόνο. Και που χρειάζεται να βαθύνουνε στο χώμα και το σκοτάδι οι ρίζες πρώτα, πριν καν χτιστεί ο βλαστός, για να φτάσουμε σ' αυτή την κορύφωση του θαύματος. Γι’ αυτή την μοναξιά μιλώ.

Σκέψη

Το αδιάφορο δεν πληγώνει... μόνο εκείνο που του το επιτρέψαμε. Πάντοτε, το φως αγαπά την γύμνια και πάντοτε, η ρίζα του φωτός, θα δυναμώνει μέσα στο σκοτάδι... Όσο βάθος, τόσο ύψος, κι αν κάποτε από το φως χρειάζεται να επιστρέψουμε στο σκοτάδι, για όσο, ας είναι αυτό για να σηκωθούμε με περισσότερη δύναμη και βεβαιότητα ακόμα ψηλότερα. Θωρακισμένοι με την γυμνή μας αλήθεια, άτρωτοι από το ελάχιστο, κι ονειροπόλοι!

ατιτλο

Ξένη είναι πάντοτε η ψυχή, στον κόσμο των ανθρώπων μέσα. Γιατί οι άνθρωποι, θυμούνται.. μα η ψυχή γνωρίζει.. Οι άνθρωποι, φοβούνται.. μα η ψυχή πέρα από το φόβο να ταξιδεύει μπορεί.. Κι έτσι πρέπει.. καθώς, ο άνθρωπος το "στιγμιαίο" είναι της ψυχής το πρόσωπο.. Που στη στιγμή του μέσα χωρά την ώρα που το σύμπαν γεννήθηκε.. Στη πρώτη λέξη, το πρώτο βήμα... το φως που γέννησε τον ήλιο στην καρδιά του λάμπει. Σαν τα φεγγάρια γίνεται έρωτας, αγάπη.. Πανσέληνος και πόθος ή μητέρα... Κι ύστερα, αρχίζει άξαφνα κι όλο θαμπώνει... κι όλο σβήνει και χάνεται... ίδια όπως μαραίνεται μια μαργαρίτα ή κιτρινίζουν τα φύλλα αφού μπει το φθινόπωρο.. Ενώ, η ψυχή, κι αν σήμερα είναι μαργαρίτα, αύριο φύλλο, σύννεφο ή φως, ποτέ δεν γερνά, δεν φθίνει... Κι έτσι, κι ακόμα και σε ένα φοβισμένο κορμί μέσα, ένα πρόσωπο σκαμμένο, φοβισμένο, εκείνη, πεταρίζει πάντοτε, όπως πρωτάκουστη λέξη, βήμα πρώτο και λαχτάρα για το επόμενο, Σελήνη και Γυναίκα. Νύχτα Άγια, που στην αγκαλιά της κοιμάται το φως, για να γεννηθεί Αυγή από τα σπλάχνα της...

Τι θα πει ήρωας; Άνθρωπος ίσως.. μα κι αυτό, ντροπή το νιώθω να το πω... Ίσως, πηλός, χώμα.. σβόλος.. αυτή είναι η επιθυμία μου.. Σβόλος να γίνω ζεστής γης.. Που έμαθε ν' αγαπά... να αντέχει το άροτρο, τον χειμώνα και το καυτό καλοκαίρι.. Κι από του Ουρανού τα δάκρυα, κι αν ακόμα ουρανό δε μπορεί να ανέβει, καρπίζοντας, στον ουρανό να κοιτά.. να σκαρφαλώνει... βαθαίνοντας τις ρίζες στην Αγάπη...

Καθώς, το χιτώνα φοράς τον βέβηλο και βαρύ, το κορμί νιώθει να πνίγεται στης ενδυμασίας του το Ωραίο... Το βλέμμα τυφλώνεται από το βελούδο, το κόκκινο που εξουσιάζει.. Και δε κοιτά πλέον το κορμί... Τα ρούχα κοιτά.. Που άλλους τους κάνει παλιάτσους.. απωθητικούς.. Κι άλλους σπουδαίους να μοιάζουνε... Αντιστρέφοντας την όψη των πραμάτων. Και τα ωραία λόγια, που τα Ωραία, φέρνουν στα αυτιά, τους λόγους σε κάνουν της ψυχής να ξεχνάς.. Παύεις να ακούς... Να κοιτάς... Να ανασαίνει η καρδιά σου... Παύεσαι... καθώς κισός, το Ωραίο, το ωραίο μέσα σου σκεπάζει αθόρυβα... και το νεκρώνει...

άτιτλο

Αφήνομαι να χαθώ, σα να βουλιάζω στο σύμπαν, στην ομίχλη των σειρήνων, που χωρίς φωνή τραγουδάνε, και χωρίς χρώμα ζωγραφίζουνε στον καμβά μονοπάτια. Κι αναρωτιέμαι. Υπάρχει άραγε τόπος καλύτερος για να χάνονται και να συναντιούνται, σχεδόν τυχαία οι άνθρωποι, από την απέραντη αγκαλιά της σιωπής; Τρόπος πιο αληθινός να ανταμώσουν και, πριν ακόμα κοιταχτούνε στα μάτια, να γνωρίζουνε τόσα ο ένας για τον άλλον;

ατιτλο

«Να γράψεις».. να γράψεις τι; Που θύελλα σηκώνονται οι λέξεις , σμήνος σκοτεινό προτού προλάβεις κοντά τους να φτάσεις.. Λέξεις… Πόση βοή καθώς σβήνουν τον ουρανό στο πέταγμά τους. Μα στάσου! Να, μία εκεί, ετοιμοθάνατη, λαβωμένη, αδύναμη! Σπαρταρά χωρίς να μπορεί να σηκώσει τα πόδια από την γη. Μοιάζει σβησμένη μολυβιά πάνω σε βρεγμένο χαρτί. Την σηκώνω με ευλάβεια στο χέρι, μόνο μη φυσήξει άνεμος και σκορπίσει το χάρτινο σώμα της… Την διαβάζω… Την συνθλίβω στο χέρι μου και την πετώ. Άρρωστος, από το ελάχιστο άγγιγμά της... Το κακό έχει ήδη γίνει. Τα πόδια μου δεν είναι πια πόδια. Είναι άροτρα δεμένα με αλυσίδες. Τα χέρια μου δεν είναι πια χέρια. Άνεμος είναι… που η θέληση δεν ορίζει. Και η καρδιά μου ένα πουλί νεκρό, χωρίς στάλα χρώμα, άσημος πρόσφυγας. Πως να τραβήξω τους νεκρούς στον πάνω κόσμο, τι να γράψω, που ο καμβάς είναι η σιωπή; Όταν η μόνη λέξη, που σε δένει με τη γη είναι «σιωπή».

σκέψη

Αν το σκεφτείς, αποτελούμαστε μόνο από πεταλούδες.. με πολύχρωμα φτερά, αλλά και διάφανα, και σκοτεινά τόσο, που συχνά δεν ξεχωρίζουνε από την πιο σκοτεινή νύχτα. Ένα σμήνος από πεταλούδες, μια για κάθε μέρα, νύχτα, ώρα της ζωής μας, που η πτήση του, ιδίως όταν στροβιλίζονται ζαλισμένες από το πολύ φως, ή την απουσία ενός λουλουδένιου φάρου, σχεδόν τυφλές, μοιάζουν με ένα ορμητικό ιπτάμενο ποτάμι. Κι ωστόσο, το μόνο που επιθυμούνε, είναι η ίδια η χαρά της πτήσης, ένα λουλούδι, κι ο χρόνος να το απολαύσουν. Κάθε πεταλούδα ένα κομμάτι της ψυχής μας... μια δική μας στιγμή... Κι όλες μαζί το πορτραίτο μας, το πορτραίτο δηλαδή ενός άγνωστου αγαπημένου.

4/7/21

Χρειάζομαι...

Χρειάζομαι ένα καλοκαίρι μεγάλο. Λευκό – ασβεστωμένο, γεμάτο φως κι αντανάκλαση. Χρειάζομαι ένα αεράκι καλοκαιρινό, να με νανουρίσει πλάι στο κύμα, που σαν γλυκό κουτάβι θα παίζει τρέχοντας και αναπηδώντας γύρω από τα γυμνά μου πόδια. Χρειάζομαι μια θάλασσα αιώνια, καθαρή, με τα σπασμένα ρολόγια να κάνουν τα πράσινα νερά της να αστράφτουν, προσκαλώντας σε, στην αιωνιότητα του να είσαι παιδί, να βουτήξεις μέσα της ολόκληρος ψάχνοντας για θησαυρούς τόσους πολλούς, τόσο σε κοινή θέα, που γίνονται θησαυροί κρυμμένοι κι αθέατοι, ο ένας μέσα στην ομορφιά του άλλου, κι όλοι μαζί, στην γαλήνη μέσα. Μια όαση να κρυφτεί η ψυχή μου, ένα νησί ερημικό, μια γωνιά στον παράδεισο. Φυσικά όλα αυτά δεν θα είχαν καμία αξία και κανένα λόγο ύπαρξης χωρίς εσένα… Χρειάζομαι το λοιπόν, πάνω από όλα, εσένα!

27/6/21

ατιτλο

Η εικόνα που έχω για τη μνήμη, είναι σαν τα ποτάμια που σκαλίζουν τη γη, άλλοτε βαθιά, ακόμα κι αν είναι καμωμένη από πέτρα, κι άλλοτε, σα της βροχής το χάδι, που αρκεί λίγος ήλιος κι αγέρας να την στεγνώσει, και σύντομα να ξεχαστεί κάτω από τα βήματα του καιρού… Είναι χαρακές που κι αν ακόμα ξεχάσεις το όνομά τους , τον τόπο που συνέβη το γεγονός, το πως ή το γιατί, άθελά καθώς το χέρι, το δικό σου ή κάποιου άγνωστου - που μπορεί να είναι ακόμα κι ο εαυτός σου, αγγίζει κάποια στιγμή την ουλή, αυτή ξυπνά τη ζωή που κρύφτηκε μέσα της, σαν σπόρος ενός λουλουδιού που ξυπνά από τον λήθαργο του χειμώνα, σαν μπόρα ξαφνική ή σα να μεσουράνησε ο ήλιος καταμεσής της νύχτας. Όσα βαθιά αγαπήσαμε, νιώσαμε, μας φόβισαν ή και μας πλήγωσαν, ακόμα και χωρίς χάρτη χρονικό ή όνομα, θα είναι πάντα εκεί. Κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν βέβαια κι αυτά που μεταφέρουν τα ποτάμια.. Και μια βαθιά αίσθηση ανακούφισης κι ελευθερίας, καθώς, όλα τους θα εκβάλουν κάποτε , και θα γίνουνε ένα με τη θάλασσα… Είναι η ίδια αίσθηση, πως, όσο κι αν διαφοροποιήσουμε τη ζωή μας, θα ανήκουμε πάντα στο όλο, και θα βρισκόμαστε κάπου αναμεταξύ του παντού και του πάντα.

6/6/21

άτιτλο

Εμπρός του πέντε πηγάδια. Πίσω του η νύχτα που τον κυνηγούσε δαιμονισμένα. «Σ’ ένα από τα πηγάδια κοιμάται το φως» του είχε πει. «Βρες το, και θα έχεις ακόμα μία ελπίδα». Έφαγε μισή ζωή, να τρέχει, κι αναζητώντας από πηγάδι σε πηγάδι το φως. Τώρα είχε πιθανότατα φτάσει στο τέρμα. Όχι γιατί δεν είχε άλλο να τρέξει - χώρος άφθονος, αλλά επειδή τα πόδια του δεν τον βαστούσανε πλέον. Η καρδιά του δεν είχε άλλη δύναμη να στείλει… Έφθασε στα πέντε αυτά πηγάδια παραπαίοντας, βαριά η ανάσα της νύχτας πάνω από το σβέρκο του. Το αρπαχτικό τον είχε σχεδόν φτάσει, κι αν το φως δεν βρισκότανε σε ένα από αυτά τα πηγάδια, σύντομα θα γευμάτιζε την ψυχή του.

5/6/21

άτιτλο

Ένα σύννεφο σε μια κλίνη, ιδρώνει, καίγεται, λιώνει. Τα μαλλιά της ένα με τα κύματα, στο βλέμμα της σπαρταρά ένα χρυσόψαρο. «Σώσε με», ουρλιάζει αμίλητη. Χώμα κι ουρανός γίνανε ένα, κλίνη, τάφος, ελπίδα, χαμός, ένα ασημένιο πτηνό φτεροκοπά δυνατά. Μες τα φτερά του συνθλίβει τον κόσμο. Τα σπασμένα γυαλιά άστρα σκορπούνε στο διηνεκές, άστρα αιχμηρά στην καρδιά μου. Στον τάφο θα μπω, στην κλίνη σου μέσα, στη μήτρα που τον πόνο γεννά θα κρυφτώ, ώσπου το χρυσόψαρο λυτρωθεί, νεκρό, μ’ ένα δάκρυ.

29/4/21

άτιτλο

Δεν υπάρχει πιο όμορφος καμβάς για την σιωπή από τα μάτια, και πιο θεραπευτικό άγγιγμα στην μοναξιά, από το άγγιγμα που γεννιέται, ζει και ανασαίνει λεύτερο, στον καμβά αυτόν μέσα... Ούτε γαλήνη πιο όμορφη, κι από τα χρώματα όλα της γης, παρεκτός αυτής που χαρίζει η φλόγα της μοναξιάς, καθώς ξεψυχώντας μετουσιώνεται σε απλή, γκρίζα απέραντη στάχτη.... Που όσο απλώνεται, τόσο ακούγεται καθαρότερα να χτυπά μέσα της, όλο και με περισσότερη ορμή και πόθο για ζωή, νιόφυτη, η καρδιά της Άνοιξης!

10/4/21

ατιτλο

Το σώμα είναι το σχολείο της ψυχής, αλλά η ψυχή είναι κακός μαθητής. Ποτέ δεν θα προλάβει τα μαθήματά της... έτσι, είναι παρηγοριά γι' αυτήν, ελπίδα, μα περισσότερο από όλα, υποθέτω απόλαυση, να χάνεται και να επιστρέφει πάλι ξανά, στον και από τον ορίζοντα. Μερικές φορές βέβαια, αυτό το απέραντο κι αιώνιο πήγαινε-έλα την ταλανίζει, δεν της αρκεί.. Τότε με τη δύναμη της φωτιάς των άστρων μέσα της, αφού από αυτά ξεκινήσαμε κάποτε όλοι, δραπετεύει.. Και γίνεται βροχή, δάκρυ, ιδρώτας. Ταξιδεύει ένα με ψυχές άλλες, χάνει τον εαυτό της, και χάνεται... Ίσως για να γεννηθεί ακόμα μια φορά, από το μηδέν... να κάνει το ταξίδι της ύπαρξης από την αρχή. Μέχρι που οι ακτές να μείνουνε χωρίς βράχια, κι η ζωή, χωρίς θάνατο.

14/3/21

ταξίδι

Κυλά πάνω στο χαρτί καφές που έριξες επίτηδες· για δες πόσα θαυμαστά καθώς ρέει φέρνει στο νου, τα μάτια, την καρδιά! Ίσως, με λίγο μπλε του κοβαλτίου, λίγο καρμίνι και ψημένη σέπια, ώχρα και μαύρο για τ’ άγουρο της ελιάς το χρώμα, ίσως, απερίσκεπτα παίζοντας σα παιδί ολοένα βαθύτερα στο δάσος προχωρώντας, τα θαύματα γλιστρώντας από το γκρίζο στο φως παίξουν φανερωμένα μαζί σου και πάλι.

28/2/21

Άνεμος έρωτας

Χτυπά ο άνεμος την πόρτα. «Τι θέλει πάλι ;», αναρωτιέσαι – συνυπεύθυνο τον λογαριάζεις για όσα γίνανε μες την καρδιά σου. Δεν ανέχεσαι την ταραχή στην οποία έρχεται καβάλα, την σύγχυση που φέρνει. Σου φέρνει ταχυκαρδία και πονοκέφαλο. Αλλά ο άνεμος χτυπά και ξαναχτυπά, δεν έχει σκοπό να προσπεράσει αφήνοντάς σε αλώβητο. Χτυπά όλο και πιο δυνατά. Αναρωτιέσαι αν σπάσουν πρώτα τα νεύρα σου ή η πόρτα. «Σπάσαν τα νερά!» ακούς από το μέσα δωμάτιο… Μα δεν ήσουνα μόνος; Η φωνή επαναλαμβάνει…. «ήρθε η ώρα…. Γεννώ!» Τα μπατζάκια σου μούσκεμα, ως τον αστράγαλο. Το πάτωμα είναι γεμάτο νερό, δυο τρία χρυσόψαρα, κόβουνε ήδη βόλτες τριγύρω από τα πόδια του τραπεζιού… Γλιστρά το μυαλό στη σκιερή πράσινη γαλήνη, κάτω από το πέτρινο γεφύρι που κυνήγαγες καβούρια στο χωριό του πατέρα… Δεν υπάρχει πια η πηγή, πάνε χρόνια που την ήπιαν πομώνες. Ποιος χρόνος σου επιστρέφει χρέη; Τόσο απλά, τόσο σύντομα, το παρελθόν ήρθε, σχεδόν αβίαστα – παρά την ορμή του ανέμου, και ξέβαψε το σπίτι σου. Το ρολόι στον τοίχο με τους ασπρόμαυρους δείκτες του, σιγοντάρει πως ήρθε η ώρα. Όλα τώρα μοιάζουν σαθρά προσχέδια με μολύβι πάνω στις σελίδες ενός τετραδίου… Το νερό τα έχει κάνει θαμπά, έχει μουλιάσει κάθε σελίδα. Γέρνουν οι τοίχοι… Λιώνουν. Χαμογελάς. Αναρωτιέσαι, αν πρέπει να ανοίξεις την πόρτα, ή να περιμένεις το σπίτι να πέσει να σε πλακώσει. «Σιγά το βάρος!», σκέφτεσαι, «λίγο χαρτί και νερό, πόσο μπορούν να με βλάψουν;» Το μαύρο από τις σελίδες όμως, έχει άλλη άποψη… καθώς γλιστρά στο νερό, σα νερόφιδο ξετυλίγεται , κι όλο και μεγαλώνει… Τρώει ένα ένα τα χρυσά ψαράκια, τυλίγεται και ξετυλίγεται στα πόδια από τα έπιπλα, τα συνθλίβει σα χαρτοπολτό, και καταλήγει ολοένα μεγαλύτερο γύρω από τα πόδια σου. Μια μεγάλη μαύρη φθονερή τρύπα γίνεται, μια χαψιά στα μαύρα σωθικά του αν το θελήσει σε κάνει. Αντί αυτού, σκαρφαλώνει, σχεδόν νωχελικά στο δεξί σου πόδι, τυλίγεται γύρω από το λαιμό, το αριστερό σου χέρι, και βυθίζει το παγωμένο του δόντι στην καρδιά σου, κοιτώντας σε στα μάτια τρυφερά! Με τόση αγάπη, που μεταμορφώνεσαι ολάκερος σε ένα μαύρο ρόδο… Δώρο, στον άνεμο… που χωρίς σπιτικό, του Ανήκεις! Κάθε πέταλο της ψυχής σου, όμοια με τα σύννεφα και τα ώριμα φύλλα. Κορμί σου γίνεται, φωνή σου, και λυτρωμός. Σαν έρωτας στην πιο ιδανική του μορφή!

22/2/21

Άπνοια

Κοιμούνται τα δάχτυλα καθώς τα πλήκτρα αγγίζουν. Άτονα, αδύναμα, μετέωρα ξεμένουν ανάμεσα στ’ ονειρικό και το βαθιά πραγματικό. Εκεί στο ενδιάμεσο, όλες οι λέξεις λιώνουν και ξαναπλάθονται από την αρχή, έρημος σύννεφο και βροχή, φως και σκοτάδι… Καμιά επιλογή δεν είναι σωστή ή αρκετή, καμιά δεν είναι λάθος. Λέξεις φράσεις κι άναρθροι ήχοι ένα μπερδεμένο κουβάρι, θάλασσα με μύριους χρωματισμούς και διαθέσεις. Η ακινησία γίνεται ο πιο πρέπον τρόπος της μαρτυρίας αυτής… Πως να ορίσουν τόση δύναμη, ομορφιά και ασκήμια; Μια τρίχα από την πλούσια κόμη, λίγοι κόκκοι άμμου, ένα δάκρυ φωτός κι ένα μαύρο, ακόμη αγέννητο… Δώρα του τυχαίου στο Όλο. Στο βάθος ακούγεται μουσική.. στο δικό σου μετερίζι δεν ακούγεται… Τώρα. Μετά μπορεί. Ποιος ξέρει αν κάποτε οι ίδιες νότες, ο ίδιος ρυθμός, μπολιάσει και τους δυο. Κλείνεις τα μάτια κι αφήνεσαι, απολαμβάνοντας της δίνης την δύναμη. «Άχαρο την μοίρα σου να μη ορίζεις», σκέφτεσαι με το νου, μα η καρδιά σου βαστά γερά ακόμα εκείνα τα νεκρά μαλλιά, μια τούφα ξανθή από κάποιο παλιότερό σου ταξίδι που έλαβε χώρο στη συνείδηση… Αφουγκράζεσαι τη σιωπή και χορεύεις… εφήμερες οι Καρυάτιδες στη σιωπή σου μπροστά. Οι πλανήτες οδηγούν το σώμα σου, που μοιάζει άγαλμα πέτρινο… Μα κι αυτό, για λίγο μόνο, καθώς στιγμιαία όλα μεταβάλλονται. Κι ωστόσο αιώνια… Όσο ακριβώς διαρκεί δηλαδή ένα ταξίδι, από την αρχή ως την αρχή, κι από την νεότητα ως τη νεότητα. Γιατί ακόμα έχεις τα μάτια ανοιχτά και τα δάχτυλα κοιμισμένα, ονειρεύονται! Που σημαίνει πως τα πάντα μπορούνε να γίνουν, καθώς, όπως ο κόσμος αποκτά υπόσταση στο όνειρό σου, έτσι και συ, υπάρχεις κι αποκτάς υπόσταση, είτε το θες είτε όχι, μέσα στο όνειρο κάποιου άλλου. Γιατί αυτό που αποκαλούμε «ζωή», δεν είναι άλλο, από ένα απέραντο χωνευτήρι και μήτρα ψυχών. Ποιος μπορεί να πει, αν μια χούφτα θάλασσα είναι, από ποιο ποτάμι νερό, βροχή, ή ιδρώτας; Από τον κόρφο ποιανού άστρου γεννήθηκε, από πόσο σκοτάδι και φως;

29/1/21

Μυστικές ανταμώσεις

Γεννήθηκε μια νύχτα του Γενάρη υπό το φως μιας λευκής Πανσελήνου, που έσταζε ανάμεσα από τα σύννεφα σαν φρούτο ώριμο, φως στα μάτια της. Ανάμεσα από τα βλέφαρά της αναδύονταν μέσα από την αχλή της νύχτας σαν ταξιδιάρικα πτηνά εικόνες μαγικές, αναστατώνοντας και θαμπώνοντας το βλέμμα του. Έτσι τον βρήκε ο Έρωτας, καταμεσής της απέραντης νύχτας, ναυαγό κι αβοήθητο στο έλεός της. Μα Εκείνη είχε άλλα στο νου, γι’ αλλού φτερούγιζε η καρδούλα της… Γλίστρησε και χάθηκε σαν πρωινή δροσιά απ’ τά φυλλώματα, αφήνοντάς τον γυμνό, άπνοο, κορμί αδειανό. Ανάμεσα σε πολλά άδεια όστρακα κι αμμόλοφους από προσευχές πνιγμένων. Δίπλα σε ένα ανθισμένο κρινάκι της θάλασσας. Πόσο όμορφα κυμάτιζε η θάλασσα! Που ακόμα ταξίδευε την ψυχή του… «Τι όμορφη γαλάζια θάλασσα!», είπε η κοπέλα καθώς ο ήλιος αναδείκνυε πια όλη της την διαύγεια, κι όλη της την λάμψη. «Τι όμορφο σάβανο…» Έλυσε τα μακριά μαλλιά της αφήνοντας τις έγνοιες της να πέσουν στην άμμο, και αργά, με ιεροτελεστία, άφησε την θάλασσα να την αγκαλιάσει, να την σκεπάσει, ώσπου να μην υπάρχει τίποτα ως και πέρα από τον ορίζοντα, εκτός από εκείνο το κοπάδι φτερωτά… που δεν έλεγε να κοπάσει. Αυτή είναι η ιστορία των ανθρώπων, που συναντιούνται, μα δεν γνωρίζονται. Κι ωστόσο, έχουν μοίρα τόσο κοινή, σαν δυο ρόδα μεγαλωμένα και κομμένα από το ίδιο κλαδί. Κοινά εκτεθειμένα στον ήλιο, την βροχή, τον αέρα… Την ίδια επιθυμία να ζήσουν μα και το ίδιο σαράκι. Και ενώ δεν γνωρίζονται, βαθιά μέσα τους γνωρίζουν τόσο καλά ο ένας τον άλλον. Για την ιστορία μας, κανείς δεν πέθανε πραγματικά, αέναα συνέχισαν να συναντιούνται, θάλασσα αέρας ή ήλιος. Ή σε κάποια από τις φάσεις του φεγγαριού, πότε άστρο, πότε φτερωτό, και πότε στην ωχρή όψη κάποιου μοναχικού λουλουδιού. Και η μαγεία που γεννά κάθε τέτοια συνάντηση, δεν έπαψε ποτέ, από το πρώτο πέταγμά της στην πρώτη έκρηξη του κόσμου, ως τα τώρα, να αναστατώνει και να διασχίζει την ύπαρξη. Πότε φέρνοντας και πότε παίρνοντας πνοή…

24/1/21

Σκέψεις

Περισσότερο από τις λέξεις, είμαστε εικόνες . Όχι όμως από εκείνες που σχηματίζονται από την αντανάκλαση του φωτός, αλλά εκείνες, που σχηματίζει η ψυχή, εικόνες γεμάτες σύμβολα, εικόνες γεννημένες από ένα άγγιγμα, μια απουσία, από ένα τεράστιο «Θέλω» με ένα μεγάλο «Γιατί» καρφωμένο στα πλευρά του, που αιμορραγεί φως.

Χωρίς αποδέκτη

Πάει τώρα καιρός που δεν σου μιλάω. Δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί που να είναι πρέπον. Όλα μια μεγάλη παγίδα του νου, αν κάνεις ή κάνω το λάθος, το χάος μέσα μας θα μας καταπιεί. Και μαζί τον κόσμο που μας περιβάλλει και πατάμε. Δεν με νοιάζει για μας, άξια η πτώση μας κι ιδανική, η αναρχία κυλά ατίθαση επαναστάτρια στο αίμα μας, κάθε που τα μάτια μας είναι αντικρυστά. Αλίμονο αν μπορούσε κάποιος ν’ ακούσει την βοή στο ποτάμι που κυλά κάτω από το έδαφος. Πόσο θα τρόμαζε! Υπάρχει μια σιγή μέσα στον θόρυβο, μέσα στον χρόνο και τους ρόλους και την γκρίζα «πολύχρωμη» εναλλαγή της απόχρωσης της πόλης. Η διαρκής μετατόπιση εμποδίζει τον δείκτη να σκαλώσει παγώνοντας τον χρόνο, τις μέρες, τα χρόνια. Κι αυτό είναι όλο. Όσα έχω να πω, χωράνε σε αυτό το μικρό σύντομο προσπέρασμα του δείκτη. Ακριβώς όπως κάθε αγέννητη ιστορία. Χωρίς αποδέκτη.