Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/1/09

άτιτλο

Τα χέρια μου ματώσανε
σε δρόμους σκορπισμένους
να μαζεύουν άχυρα
έρωτες χαμένους.

Κι έχτισα έτσι την ζωή
να μοιάζει μ΄αχυρώνα,
και την καρδιά μου σκέπασα
για τον βαρύ χειμώνα

Οι φίλοι συνετίζανε
γελούσαν οι αγνώστοι,
μα στην καρδιά δε χώραγε
ούτε μια στάλα γνώση.

Φύσηξε άγριος βοριάς
που γκρέμισε τ΄αστέρια
μα το μικρό καλύβι μου
έστεκε κει ακόμα.

Παράνομο κηρύχθηκε
απ΄την πολεοδομία
δεν έφτανε η αγάπη μου
για να πληρώσω μία.

Κι έτσι λοιπόν εντύθηκα
κι εγώ σαν τη χελώνα,
όπου καρδιά το σπίτι μου,
και χάθηκα στα χρόνια.

23/1/09

Ιστορία απλή...

Κι έπειτα, η αίθουσα άδειασε, τα φώτα σβήσαν..  η μοναξιά στάθηκε δίπλα της χωρίς προσωπείο. Πέταξε από πάνω της το κουρασμένο χαμόγελο, και στόλισε δάκρυα τα μάγουλά της. Άφησε το ποτήρι στην άκρη, και άρχισε να στριφογυρίζει χωρίς να υπάρχει μουσική, αφημένη στο ρυθμό της καρδιάς της. Μέχρι που ζαλίστηκε, κι έπεσε ζαλισμένη, στο πάτωμα. Στο σύντομο αυτό διάστημα, που την στροβίλιζε αυτός ο παρορμητικός χορός, της φάνηκε πως είδε τα πράγματα καθαρότερα.
Από το πάτωμα, σηκώθηκε την αυγή, με το κελάηδημα των πουλιών, και το γαύγισμα του αγαπημένου της φίλου. Πήγε στο δωμάτιό της, κι έφτιαξε μια μικρή τσάντα, με τα απαραίτητα ρούχα. Έβαλε μέσα λίγες φωτογραφίες, μία επιστολή, ένα μικρό κουτάκι ανθισμένα λουλούδια. Θα έφευγε, αφήνοντας σαν παλιό δέρμα φιδιού, όλη της την εν τάξη, ζωή πίσω. Τα πιο πολύτιμα, τα είχε μέσα της.. Τα παιδιά μεγάλα πια, οι αποστάσεις μεγαλύτερες ανάμεσα σε κείνη και τη Ζωή. Είχε πολύ, και δύσκολο δρόμο να κάνει, και σίγουρη δεν ήταν καθόλου, πόσο μακριά θα φτάσει. Μα κόβοντας τη ρίζα, από τα πόδια της ψυχής, όλα δυνατά είναι.. "Λευκή σελίδα η ζωή", σκέφτηκε..
Χρειαζότανε μια τελευταία βόλτα με τον σκύλο της.. Τον είχε σχεδόν δεκαοχτώ χρόνια, ο καημένος, ήταν γέρος πια. Μα η καλή φροντίδα, τον είχε διατηρήσει αρκετά υγιή για την ηλικία του. Αν μπορούσε, δεν ήταν τόσο μεγάλος, θα τον έπαιρνε μαζί της. Η σκέψη όμως, πως αυτό θα τον ταλαιπωρούσε, την έκανε να το αποκλείσει.. "Σ’ αγαπώ, του είπε, και τον φίλησε στη μουσούδα..".. "Αν υπάρχει Θεός, θα σε συναντήσω ξανά, επειδή η αγάπη δε χάνεται.."
Η αλήθεια είναι, πως μόλις μπήκε στο σπίτι, το ξανασκέφτηκε.. Μια αμφιβολία πάντα την πιλάτευε. Μα η οδύνη της εικόνας, να τακτοποιεί ξανά, τα λίγα ρούχα που διάλεξε στα ράφια και τα συρτάρια, την έκανε να νιώσει πως το να μείνει, ισοδυναμούσε με την είσοδό της σε τάφο.. Έσπασε, λοιπόν τις ρίζες, που δέναν τα πόδια, και .. ξεκίνησε!
Τηλέφωνο δε τον πήρε. Ήθελε πρώτα να βρει κάπου να μείνει, να σκεφτεί, παρόλη τη λαχτάρα να τον σφίξει στην αγκαλιά της, κι ύστερα, κι ενώ αυτός θα την αναζητούσε, να βρεθεί μπροστά του, να του πει.. "έφθασα.. είμαι εδώ!" Μα η μοίρα των ανθρώπων, είναι αμείλικτη. Κι ενώ συχνά δίνει τόσες ευκαιρίες, αρέσκεται να γελά με τον τρόπο που σχεδιάζουμε δίχως εκείνη. Έφθασε αρκετά νωρίς, για την κηδεία του, αρκετά αργά για να τον αγκαλιάσει.... Σα να έπρεπε, τούτος ο έρωτας να μείνει πάντα ιδανικός, ένα παραμύθι των αγγέλων, ειπωμένο μια χιονισμένη, παγωμένη μέρα της ζωής μας. Για να κάνει την καρδιά, να νιώσει ζεστά, να νιώσει την αγάπη μιας άνοιξης και ν’ ανθίσει..
Το κόκκινο τριαντάφυλλο, που έκοψε από ένα κήπο στην σκέψη του, και της μάτωσε το χέρι, τώρα της μάτωνε την καρδιά, καθώς αντί για φιλί γινότανε ύστατο αντίο μιας μεγάλης αγάπης, που δεν πρόλαβε, παρά τις τόσες υποσχέσεις για "όταν περάσουν τα χρόνια".. να ζήσει....
Ένα μικρό σκυλί, αδέσποτο, ακολούθησε τα βήματά της, που ξεμακραίνανε.. από αυτόν.. Την ώρα που κάθισε σε ένα παγκάκι, γεμάτη αναφιλητά και δάκρυα, εκείνο χοροπηδούσε ολόγυρά της μες την καλή χαρά, και κουνούσε την ουρά.. Τόσο αστείο και χαρούμενο σκυλάκι ήταν, που στο τέλος, γέλασε! Το πήρε στην αγκαλιά της, και κείνο, την κοίταξε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη.. Θυμήθηκε τον σκύλο της, και το έσφιξε πάνω της όσο πιο δυνατά μπορούσε.. "Σ’ αγαπώ", ψιθύρισε...Ο ήλιος, αποτραβιόταν από τα σύννεφα λαμπρός, καθώς άνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε μέσα από τα θολά της μάτια, να γελά! Ήταν σίγουρη, σχεδόν ένιωσε να της λέει και κείνος.. "Σ’ αγαπώ!.. είμαι εδώ, μαζί σου, πάντα.. Φοράς την καρδιά μου.. το ξέχασες;.. Σ’ αγαπώ! ".... Και με ένα ανάμικτο αναστεναγμό, θλίψης κι ευτυχίας μαζί, σηκώθηκε παρέα με τον καινούργιο της σύντροφο, και βάδισε στον ηλιόλουστο
δρόμο, που στέγνωνε από τη βραδινή μπόρα.. Το ανέμελο τραγούδι ενός κοτσυφιού, της έλεγε με τον τρόπο του, πως η ζωή συνεχίζεται, πάντα, μα ότι αγαπήθηκε αληθινά, δεν χάνεται ποτέ! «Πάντα» και «Ποτέ».. δυο λέξεις που ποτέ δεν είπε εύκολα, που τις φοβόταν. Μα τώρα, κατάλαβε τι σημαίνουν.. και τις άκουγε να επαναλαμβάνονται, μέσα στην καρδιά της.. κι ο ήλιος, της χάιδευε τρυφερά το μάγουλο...

16/1/09

Κλέφτης στιγμών...

Είναι φορές που θες να πετάξεις και νιώθεις αφόρητη στους ώμους την απουσία αυτής της δυνατότητας. Σα την βροχή περνάνε γρήγορα οι μέρες μας. Και μεις στο παράθυρο κολημένοι τεχναζόμαστε ταξίδια στη λίμνη του πεπρωμένου, πέρα από τον ορίζοντα... Ποιος τρελλός Δημιουργός φαρμάκωσε με όνειρα το δύστηχο σώμα μας; Τι περίμενε από λίγη λάσπη που στάθηκε όρθια, σε δυο πόδια.. να υποτάξει τη ψυχή; Πως; .. Και πως το κορμί τις προσταγές ν΄ακολουθήσει της επαναστατημένης ψυχής;Φυλακισμένοι βρέθηκαν κι οι δύο, δέσμιοι το ένα με τ΄άλλο... Πολλά τα "θέλω" και τα "πρέπει" κι αλληλοτρώγονται... Μία ζωή.. μία καρδιά.. να "φτάσει" τι... Μόνο στα πόδια του συλογισμού, ίσα ν΄αγγίξει ικέτης τα γόνατα, προλαβαίνει.. Να νιώσει την ευλογία, πως προσπάθησε. Μα είναι μάταιο. Και θλιβερό σα την πιο μεγάλη νύχτα, αυτή που γεννιέται μέσα μας, κάθε φορά που συναντάμαι το όριο. Ίσως η μόνη πραγματική υπέρβαση, ο Θάνατος. Μα πάλι.. τη στιγμή ακριβώς που κόβεις το νήμα των ορίων, και πριν γευτείς τη νίκη σου, τά χεις χάσει ήδη όλα. Ο κόσμος μας είναι για τους χαμένους, μόνο. Ανθρώπους κι αγγέλους ξεπεσμένους, που ζούνε ως δυνατότητα, ξεκλέβοντας αραιά και που στιγμές του ουρανού, μικρές ανάσες αιωνιότητας. Χαμίνια ελπίδων, που μεγαλώνουν έξω από το κάστρο του Παραδείσου, ζώντας με ζητιανιά και τεχνάσματα.
Κάποτε, μια ψυχή καταφέρνει ξεχνώντας το "Τώρα", να υψωθεί στις μύτες των ποδιών, και να δει στην αυλή του Παραδείσου. Τότε, συχνά τρελαίνεται. Γιατί συνηδειτοποιεί πόσο μόνη είναι, πόσο μόνος είναι ο καθένας μας και πόσο διαιρεμένος ο κόσμος. Ο πύργος της Βαβέλ, σκόρπισε στη γη αυτή την κατάρα. Ο ένας είμαστε όλοι, κι όλοι είμαστε ένας, κι όμως, συναστρέφεται πιο εύκολα το είδωλό του στο κάτοπρο κανείς, παρά τον ίδιο του τον εαυτό που κατοικεί σε σώμα άλλο. Όλοι είμαστε μοναδικοί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.. Η μοναδικότητα του καθενός συμπληρώνει τη δική μας μοναδικότητα. Αυτή η βροχή, που θα μπορούσε να ήταν η καρδιά και το κύμα ωκεανού... είναι φθόγκοι θλίψης, ασχημάτιστα γέλια και κλάματα, που τόσο άσκοπα χάνονται..
Το μόνο που μας απόμεινε, παιχνίδι θεικό, να ξεχνάμε τη θνητή μας φύση, ο Έρωτας. Το μυσταγωγικό του άγγιγμα, η έκφραση που γίνεται οδός να περπατήσει.. Ότι ωραίο μας έχει απομείνει, Έρωτας.. Έρωτας εντός πολλών ορίων, έρωτας μυστικός, τυφλός, έρωτας κλέφτης. Κλέφτης στιγμών...

15/1/09

Η ανεμόνη ..

Ήταν όμορφη, ήταν γλυκιά.
Σαν ανεμόνη, σε άγριο λιβάδι.
Ήταν υπέροχο λουλούδι, θαυμαστό.
Μία γλύκα άγρια, ξελογιάστρα.
Και κείνος την είδε...
Αδύνατο να μη την έβλεπε.
Η δίψα της ψυχής του
τον οδηγούσε σε κείνη..

Ήταν ένα άγριο λουλούδι.
Κι ήταν η εποχή της, έλαμπε..
Τον είδε από μακρυά, αδιάφορα,
να την πλησιάζει.
Τίναξε τα πέταλά της
και ευώδιασε διακριτικά τον αέρα..
Τον άφησε να έρθει κοντά, πολύ κοντά.
Η ανάσα του έγινε ανάσα της...

Το βλέμα του σκοτεινό από πόθο.
Το άρωμα της σάρκας του μεθούσε το νου,
η καρδιά αδύναμη να ακολουθήσει..
Σκοτείνιασε στο τρόπο που την αγκάλιαζε
η φύση. Μάβιασε ο ουρανός.
Τα πουλιά φτεροκόπησαν τρομαγμένα..
Η ανεμόνη έκλεισε τα μάτια
και τα ξανάνοιξε με πόνο, δίχως ρίζα,
στολίδι στη κόκκινη καρδιά ενός άνδρα..

Τα πέταλα κόκκινα, κατακόκκινα,
από αίμα αθώο που χύθηκε...
τα τύλιξε προσεχτικά, γύρω από το γυμνό της κορμί,
να μη σπάσουν ακόμη περισσότερο..
Έγινε ένα μικρό κόκκινο μπουμπούκι..
και γέμισε αγκάθια και "μη" η ψυχή της.
Ένα μικρό κόκκινο, κατακόκινο ρόδο
που αιμοραγεί λέξεις και αισθήματα..
ενός ατίθασου παιδιού, ενδυμένου γυναίκα..

7/1/09

Εσύ...

Ταξίδεψα σε μέρη σιωπήλά,
ακούγοντας τους άλλους,
τρύγησα το τίποτα
και ήπια το χυμό του όλου.
Κάθε μικρή στιγμή χαράς,
κελάηδημα, κελάρισμα, ανάσα,
στο ένα βήμα γεννιότανε
στο άλλο σκορπούσε.
Ο δρόμος μικρά σοκάκια
που κρύβουν ευθεία κι ορίζοντα.

Το μόνο που απόμεινε σίγουρο, εσύ...
Το πιο βέβαιο δικό μου κομμάτι.
Σε κάθε βήμα είσαι εκεί,
μουσικό κλειδί ονείρων
καρδιάς που χτυπά.
Κι όσες φορές κλειδωθώ
με λευτερώνεις.

Μπορεί να χάσω τον εαυτό μου,
μα όσο πιστεύω σε σένα,
ξανά θα τον βρω.
Γιατί, εγώ είμαι εσύ,
ένοχος κι αθώος,
άγνωστος και γνωστός.
Δίχως φτερά, δίχως αθανασία.
Απλά Άνθρωπος...