Δρόμοι που πάνε και δρόμοι που φεύγουν.. Συναντιούνται.
Αθόρυβα, σα διαβάτες που μοιάζουν άγνωστοι, μα καθώς κοιτάνε ο ένας τον άλλο
στα μάτια, γνωστοί φανερώνονται.. Και πεταρίζει η καρδιά, ν’ αλλάξει ζητά, το
βήμα, να λοξοδρομήσει, αντάμα να βαδίσει με τον γνωστό - άγνωστο, ίσκιο της...
Ίσκιος πολύχρωμος, γεμάτος όνειρα, όπως οι ίσκιοι των δέντρων στην Πανσέληνο, ή
η σκιά ενός τοίχου ασπρισμένου, αυλής που κοιτά κατά το πέλαγο.... Πόσες
γραμμές, που δεν χαράξαμε στην καρδιά μας, πόσα ποτάμια, πόσες ευκαιρίες, πόσα
γιατί, στο βλέμμα κείνο, που μόλις προσπέρασε...
Αυτός ο άγνωστος, λες και ξέκοψε από την καρδιά μας... φοράει το δικό μας χέρι, πόδι, τη δική μας πνοή. Τη δική μας αγκαλιά.. αυτή που πάντα λείπει, εκτός από τις ώρες που η θύμηση βουλιάζει στα χρώματα και σωπαίνει όπως ίσκιος... κι απομένει μόνο, η χαρά του αγγίγματος που δεν θυμάται, το χαμόγελο πού’ ναι μόνο φως, κι ο ύπνος, με φτερά πάλλευκα, ανοιχτά, ταξιδευτής στα κύματα του στήθους.
Μικρά σταυροδρόμια όλη μας η ζωή, σημαδεμένα για να μη χαθούμε, από αγάπη... Μέσα μας καταλήγουν όλοι οι δρόμοι... κι αυτοί που έρχονται, και αυτοί που φεύγουν. Κι αν ήτανε δυνατό να τους βάλεις στη σειρά, τότε, θα χανόντουσαν στο άπειρο... στον μεγάλο Ωκεανό της αγάπης! Εκεί, που αρχίζει, και ποτέ δεν τελειώνει.. η ζωή!
Αυτός ο άγνωστος, λες και ξέκοψε από την καρδιά μας... φοράει το δικό μας χέρι, πόδι, τη δική μας πνοή. Τη δική μας αγκαλιά.. αυτή που πάντα λείπει, εκτός από τις ώρες που η θύμηση βουλιάζει στα χρώματα και σωπαίνει όπως ίσκιος... κι απομένει μόνο, η χαρά του αγγίγματος που δεν θυμάται, το χαμόγελο πού’ ναι μόνο φως, κι ο ύπνος, με φτερά πάλλευκα, ανοιχτά, ταξιδευτής στα κύματα του στήθους.
Μικρά σταυροδρόμια όλη μας η ζωή, σημαδεμένα για να μη χαθούμε, από αγάπη... Μέσα μας καταλήγουν όλοι οι δρόμοι... κι αυτοί που έρχονται, και αυτοί που φεύγουν. Κι αν ήτανε δυνατό να τους βάλεις στη σειρά, τότε, θα χανόντουσαν στο άπειρο... στον μεγάλο Ωκεανό της αγάπης! Εκεί, που αρχίζει, και ποτέ δεν τελειώνει.. η ζωή!