Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

27/5/09

άτιτλο

Δρόμοι που πάνε και δρόμοι που φεύγουν.. Συναντιούνται. Αθόρυβα, σα διαβάτες που μοιάζουν άγνωστοι, μα καθώς κοιτάνε ο ένας τον άλλο στα μάτια, γνωστοί φανερώνονται.. Και πεταρίζει η καρδιά, ν’ αλλάξει ζητά, το βήμα, να λοξοδρομήσει, αντάμα να βαδίσει με τον γνωστό - άγνωστο, ίσκιο της... Ίσκιος πολύχρωμος, γεμάτος όνειρα, όπως οι ίσκιοι των δέντρων στην Πανσέληνο, ή η σκιά ενός τοίχου ασπρισμένου, αυλής που κοιτά κατά το πέλαγο.... Πόσες γραμμές, που δεν χαράξαμε στην καρδιά μας, πόσα ποτάμια, πόσες ευκαιρίες, πόσα γιατί, στο βλέμμα κείνο, που μόλις προσπέρασε...
Αυτός ο άγνωστος, λες και ξέκοψε από την καρδιά μας... φοράει το δικό μας χέρι, πόδι, τη δική μας πνοή. Τη δική μας αγκαλιά.. αυτή που πάντα λείπει, εκτός από τις ώρες που η θύμηση βουλιάζει στα χρώματα και σωπαίνει όπως ίσκιος... κι απομένει μόνο, η χαρά του αγγίγματος που δεν θυμάται, το χαμόγελο πού’ ναι μόνο φως, κι ο ύπνος, με φτερά πάλλευκα, ανοιχτά, ταξιδευτής στα κύματα του στήθους.
Μικρά σταυροδρόμια όλη μας η ζωή, σημαδεμένα για να μη χαθούμε, από αγάπη... Μέσα μας καταλήγουν όλοι οι δρόμοι... κι αυτοί που έρχονται, και αυτοί που φεύγουν. Κι αν ήτανε δυνατό να τους βάλεις στη σειρά, τότε, θα χανόντουσαν στο άπειρο... στον μεγάλο Ωκεανό της αγάπης! Εκεί, που αρχίζει, και ποτέ δεν τελειώνει.. η ζωή!

15/5/09

άτιτλο

Μετάξι μετέωρο στον Βόρειο άνεμο
αιμοραγεί, λέξεις.
Παγώνουν τα δάχτυλα των επιθυμιών
καθώς τις αγγίζουν.

Σε μια πτυχή ονείρου, που κυματίζει,
γατζωμένο ένα μικρό κοριτσάκι.
Ο πόθος το παρασέρνει να γκρεμιστεί
στα τάρταρα γυναικείας ψυχής.

14/5/09

Νεφέλη

Ήταν όμορφη, ήταν γλυκιά.
Σαν ανεμώνη, σε άγριο λιβάδι.
Ήταν υπέροχο λουλούδι, θαυμαστό.
Μία γλύκα άγρια, ξελογιάστρα.
Και κείνος την είδε...
Αδύνατο να μη την έβλεπε.
Η δίψα της ψυχής του
τον οδηγούσε σε κείνη..

Ήταν ένα άγριο λουλούδι.
Κι ήταν η εποχή της, έλαμπε..
Τον είδε από μακρυά, αδιάφορα,
να την πλησιάζει.
Τίναξε τα πέταλά της
κι ευώδιασε διακριτικά τον αέρα..
Τον άφησε να έρθει κοντά, πολύ κοντά.
Η ανάσα του έγινε ανάσα της...

Το βλέμα του σκοτεινό από πόθο.
Το άρωμα της σάρκας του μεθούσε το νου,
η καρδιά αδύναμη να ακολουθήσει..
Σκοτείνιασε στο τρόπο που την αγκάλιαζε
η φύση. Μάβιασε ο ουρανός.
Τα πουλιά φτεροκόπησαν τρομαγμένα..
Η ανεμώνη έκλεισε τα μάτια
και τα ξανάνοιξε με πόνο, δίχως ρίζα,
στολίδι στη κόκκινη καρδιά ενός άνδρα..

Τα πέταλα κόκκινα, κατακόκκινα,
από αίμα αθώο που χύθηκε...
τα τύλιξε προσεχτικά, γύρω από το γυμνό της κορμί,
να μη σπάσουν ακόμη περισσότερο..
Έγινε ένα μικρό κόκκινο μπουμπούκι..
και γέμισε αγκάθια και "μη" η ψυχή της.
Ένα μικρό κόκκινο, κατακόκινο ρόδο
που αιμοραγεί λέξεις και αισθήματα..
ενός ατίθασου παιδιού, ενδυμένου γυναίκα..

9/5/09

ιστορία χωρίς "αντίο"

Μάζευε μορφές από τους δρόμους
έπαιζε με τ΄άστρα τ΄ουρανού
μ΄ένα παιδικό σορτσάκι μόνο
έφθασε σαράντα χωρίς νου.

Γύρευε βαπόρι να σαλπάρει
για μέρη που ποτέ σου δεν ακούς,
στην καρδιά μέσα είχε πλάσει
άλλη γη και άλλους ουρανούς.

Είχε ένα δέρμα από μετάξι,
τό΄σχιζε το φως κάθε αυγή,
σα ποτάμι, χύνονταν στα δάση
πεταλούδες όνειρα, βροχή.

Τώρα, πριν γεράσει, ξεψυχάει
σαν παιδί που τ΄άσθμα καταργεί,
σε μια πόλη που κι αν ξενυχτάει
στήνει μακρυά απ΄το πόνο αυτί.

Αύριο, κάποιος θ΄απορρήσει:
"τι απέγινε κείνος ο τρελός
που έκανε τον κόσμο να δακρύσει,
πρώτης τάξεως, γελωτοποιός;"

Μα ίσως πάλι, μ΄ανακούφιση κοιτάξουν
την πόρτα κλειδωμένη στη σιωπή,
και μ΄απαλό το βήμα προσπεράσουν
δίχως καμιά να νιώσουν ενοχή

6/5/09

Γράμμα χωρίς αποδέκτη

Είναι τα δάχτυλα παγόβουνα
που αγκαλιάζουν τη σκέψη.
Η καρδιά έσπασε, ράισε η όραση.
Φλούδες από μανταρίνι και πορτοκάλι
αναδύουν καιγόμενα άρωμα ημερών άλλων.

Στη σιωπή του μικρού δωματίου
ακούς τα πάντα.
Ποδοβολητά, βρισιές, κλάματα,
και το σκοτάδι που αναρριχάται
στα κάστρα του εγώ.

Ο πόνος στο κεφάλι δένει τα χέρια.
Όλοι μπορούν να σε φτάσουν,
μα συ, δεν φτάνεις κανένα.
Τρέμεις. Καραβάνι ατελείωτο
ο φόβος στην ψυχή σου.

Η σελήνη στρογγυλή.
Την κοιτάς μέσα από σύννεφα,
σε κοιτά, επικοινωνείτε.
Κι ύστερα... χάνεται.
Μένεις μόνος.

Κάθε δυο και τρεις φορές,
που άκουγες να μαζεύονται τα πνεύματα,
σκεφτόσουν να φύγεις.
Να πας ταξίδι σε κάποια γαλάζια θάλασσα
που δεν φτάνουν οι νόμοι.
Να μουλιάσεις σώμα και ψυχή.

Κι ύστερα ερχόταν εκείνη, σταθερά την ίδια ώρα
όπως η σελήνη που μεσουρανεί ολοστρόγγυλη
στον ίδιο πάντα χρόνο.

"Είμαι ένα πουλί χωρίς φτερούγες"
συλογίστηκες ταξιδεύοντας στο φως
του λευκού κορμιού της, κάποτε.
Κι έμεινε μετέωρη αυτή η αγάπη για το κενό,
κάθε που χαμήλωνες λίγο παραπάνω τα μάτια.
Οι φίλοι σου το είχανε καταλάβει, και.. φρόντιζαν
να σε κάνουν ένα με τη γη. Να αποφεύγεις υψώματα,
και για χάρτες με άστρα, μήτε κουβέντα.

Λύση κρυφή για ταξίδι στο βυθό, ουρανός άλλος
για πτήσεις χωρίς φτερά... η θάλασσα,
μέσα από τα βάθη της καρδιά σου, σε κάλεσε...

Μα πάλι εκείνη... Αναδυόμενη από δάκρυ κρυφό
παρέσερνε κι έδενε τα μάτια στον ουρανό.
Και το ταξίδι αναβαλλόταν γι' ακόμα μια νύχτα.

Το πρωί όλα μοιάζανε όνειρο, διπλωμένο προσεχτικά
ανάμεσα στο χαμόγελο των χειλιών σου. Γράμμα χωρίς αποδέκτη.

"Καλημέρα", "καλησπέρα", "καλά", "μακάρι", "πάντα".
"Αλήθεια, σου είπα πόσο πολύ σ΄αγαπώ, σήμερα;"

άτιτλο

Η ζωή ντρέπεται τα παιδιά της, και τα ξεγελά. Για το κρυφό της ταίρι, δε τους μιλά. Ο θάνατος κι η ζωή, αγκαλιάζουν όμορφα ο ένας τον άλλο.. Μυστικά, και μπρος τα μάτια όλων, χωρίς να τους βλέπει κανείς, χορεύουν. Κι όλο στριφογυρίζουν! Κείνος, ποιητής δειλός, σηκώνει τη Ζωή στον αέρα, κι αυτή τον σκεπάζει με το φως της. Μάταια προσπαθεί στο φως, και τις επικύνδινες στροφές, να κρύψει το πρόσωπό του.. Η ζωή το γνωρίζει καλά, καλύτερα από τον ίδιο.. που δεν κοιτά ποτέ στον καθρέφτη.
Οι νεράιδες, δε χάθηκαν. Μόνο, που είχαν τη χαρά να δουν το σκοτεινό πρόσωπο του θάνατου. Έχει μια ακαταμάχητη ομορφιά, μια βαθιά γλυκίτατη γοητεία, σαν άρωμα γιασεμιού, νύχτα ζεστή και υγρή.. ζαλίστηκαν. Μέθυσαν, από αυτόν τον άγνωστο νέο, που πρώτη φορά αντίκρυσαν, κι ωστόσο, τους ήταν τόσο γνωστός και οικείος... χόρεψαν μαζί του, και νύχτες υγρές και ζεστές, εκεί που το φως του φεγγαριού μόλις φτάνει, μπορείς ακόμη να διακρίνεις τα μικρά τους βήματα.. μόνο που... αν προσέξεις, τα βήματα κάθε βράδυ, είναι αλλού.. μερικές φορές χάνονται στον αέρα, κι άλλοτε, τα νιώθεις απαλά πάνω σου.Μοιάζουν με χάδι ανέμου, κι όμως, είναι μικρά βήματα. Συχνά, η καρδιά χτυπά άρυθμα, ψιθυριστά, ανταποκρινόμενη σε μια αόρατη μουσική.
Οποιοσδήποτε μπορεί να νιώσει και να δει ακόμη τις νεράιδες.. Και να παίξει, να γελάσει ή να χορέψει μαζί τους! Άλλωστε οι νεράιδες αγαπούν το χορό, όσο και τα λουλούδια... Όμως, μετά δε το πει σε κανένα. Μα, και δε θα το θέλει, να σταματήσει τον χορό, για κανένα.

4/5/09

σκέψεις...

Θυμάμαι, την εποχή που η πέτρα κι οι διχάλες κλαδιών ήταν πανίσχυρα όπλα, πόσο ενθουσιασμό και χαρά, έφερνε στο κορμί και το νου, η φαντασίωση εχθρών, που έπρεπε να νικήσουμε. Εξερευνήσεις μυστικές σε μέρη, που αν κι ανάμεσα στο κόσμο, την πραματική τους υπόσταση και διάσταση, λαμβάνανε μόνο μέσα από τη δική μας ματιά... Η παιδική μας ορμή, εκτός από τρυφερότητα είχε ανάγκη και τον πόλεμο. Η γη μικρή, για να αιτιολογήσει τις πράξεις που είχαμε ανάγκη, να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας και να την κάνουμε μεγαλύτερη. Κι η φαντασία, κάλυπτε την αδυναμία αυτή της πραγματικότητας. Στην πραγματικότητα, ήμασταν άμεσα εξαρτημένοι από γονείς, κι άλλους προστάτες, και τα φτερά στη ψυχή, μικρά... Αν δε μεγάλωνε η αυλή, με την φαντασία μας, θα μεγάλωνε η θλίψη της σκλαβιάς που γεννάει η ασφάλεια... Εκ του ασφαλούς λοιπόν, οι μάχες κι οι εχθροί δεν είναι μόνο εύκολοι, μα και ανάγκη. Παίζει με αυτά, σα παιδούλα μικρή, η Πίστη, για να μη μαραθεί και χαθεί, μη βρίσκοντας παράθυρο άλλο να κοιτάξει... Η πιο καλή της συντρόφισσα, η φαντασία, γίνεται ο πιο δυνατός της δεσμοφύλακας. Σαν ένα μαντήλι που βαστά τα μάτια κλειστά, κι οι ευκαιρίες έρχονται και φεύγουν, κι εκείνη παίζει για να νιώσει σπουδαία, ενώ, μπορεί να γίνει σπουδαία..
Πότε περνάει ακριβώς η παιδική ηλικία, κι οι εποχές των υπερηρώων και των πανίσχυρων φραγμάτων εξουσίας, που δίνουν άλλοθι στη φυγή; Πότε μέσα στο σύνολο, η μονάδα νιώθει τόσο ισχυρή, που να ξεδιπλώσει άφοβα τα φτερά και να κοιτάξει πέρα από τον ορίζοντα, εντός κι εκτός; Ίσως όταν είναι αληθινά λεύτερη.. Κι η λευτεριά, προϋποθέτει κριτική σκέψη, επιλογή, κι όχι απλά δικαίωμα επιλογής. Κριτική σκέψη, σημαίνει γνωρίζω και αποφασίζω, χωρίς παροπίδες φόβου και σύνορα. Σημαίνει, δε ντρέπομαι να νιώσω και να αποδεκτώ, τα συναισθήματα και τις ανάγκες μου, όπως αγάπη, τις αδυναμίες και τα θέλω μου, όπως συμβάσεις και αξιοπρέπεια, να επιδιώξω αυτό που διατηρεί και αναπτύσει τη ψυχή μου... Η λογική διεργασία, που δεν είναι δέσμια σε ίσως και πρέπει, βοηθά στην τακτοποίηση όλων αυτών των πραμάτων μέσα μας... Αυτό είναι ωστόσο ένα εργαλείο, που η χρήση του διδάσκεται και προϋποθέτει ουσιαστική ανθρωποκεντρική παιδεία. Περιβάλλον με σεβασμό.
Το κράτος, ποτέ δεν φάνηκε να είναι μέσα στις επιδιώξεις του, ο σκεπτόμενος πολίτης. Άλλωστε η εξουσία από μόνη της, είναι διαφθορέας, κατά πόσο, τώρα που τα κέντρα ελέγχου των κρατών, κινούνται συγχρονισμένα από μεγάλα οικονομικά συμφέρoντα, κι υπηρετούν την αυλή τους, αντιμετωπίζοντας τους υπόλοιπους ως όχλο που πρέπει να τιθασευτεί για την καλύτερη εκμεταλευσή του.
Είναι ανάγκη να πάψει ο στρουθοκαμηλισμός, και να σταματήσουμε να κοιτάμε δεξιά κι αριστερά τι κάνουν οι άλλοι. Το ουσιαστικό ερώτημα, είναι "τι κάνω εγώ"... χωρίς το εμείς. Το εμείς, είναι το επόμενο βήμα, που χτίζεται αφού, προσδιορίσουμε σε ατομικό επίπεδο την δική μας ευθύνη στα θέλω, και τα μπορώ, και τη διαιώνιση μιας αδιέξοδης κατάστασης. Γιατί οι επαναστάσεις είναι εύκολες, κι εύκολα αποτυγχάνουν, και ο κάθε Στάλιν ή Ναπολέοντας, γίνεται αυτοκράτορας στη θέση του αυτοκράτορα. Μα οι αληθινές επαναστάσεις, είναι εσωτερικές, βασίζονται όχι στο θυμό, μα την αγάπη, όχι στην έξαρση μα τη γνώση, και έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα, γιατί συμβαίνουν, όταν είμαστε ήδη λεύτεροι, και δεν μπορεί πλέον να συμβεί αλλιώς.