Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/6/14

ατιτλο

Η ζωή είναι μοναχικό ταξίδι. Όσες χαρές κι αν ενώσεις, όση λύπη , όση μοναξιά. Είναι ένα ταξίδι στο Όνειρο. Το δικό σου, προσωπικό όνειρο, που μέσα του αποκτά υπόσταση, φως και σκοτάδι ο κόσμος. κανείς δε θα βαδίσει με τα δικά σου βήματα, δε θα δει με τα δικά σου μάτια, κι όσο κι αν σε αγάπησε ή προτίθεται να σ΄αγαπήσει, δε θα σε νιώσει τόσο, που να σε καταλάβει. Επειδη κι αυτός βαδίζει στο δικό του όνειρο. Σμίγουν και χωρίζουν οι ανθρώποι, σημαδεύνουν κι αλλάζουν ο ένας τον άλλον.. γίνονται κομμάτια, ψηφίδες... ψηφίδες για να συμπληρώσει ο καθένας την εικόνα που ταιριάζει στο όνειρό του και μέσα της να φτιάξει ζωή να τραφεί.. να χορτάσει την δίψα, την πείνα, την ανάγκη του να πατά κάπου και να μη μετεωρίζεται χωρίς προσανατολισμό στο αχανές τίποτα του σύμπαντος... Όλοι λουλούδια στον κήπο κάποιου άλλου, κι εκείνοι, λουλούδια στον κήπο μας. Κι ωστόσο παραμένουμε μόνοι.
Η ζωή είναι μοίρασμα.. μεταμόρφωση... παράνοια. Μα πάνω από όλα μοναξιά.

19/6/14

ατιτλο

Οι αληθινές ιστορίες, είναι πολλά μικρά ρυάκια, άλλα από μυστικές πηγές που γεννηθήκανε μαζί με μας.. κι άλλα από στάλες τις βροχής.. μα αρχίζουν κι αποκτάνε υπόσταση όταν όλες αυτές οι ιστορίες ταιριάζουν τους δρόμους τους, σμίγουνε, κι οδεύουν μέσα σε μια κοίτη, για κάποια θάλασσα.. είτε φτάσουνε είτε όχι . Μια θάλασσα που μπορεί να είναι από κύμματα αλλά ίσως κι από άστρα... και που ο βυθός της είμαστε εμείς.

12/6/14

Έλα να φύγουμε

Έλα να φύγουμε..
θα σου κρατώ το χέρι
όπως ο άνεμος τη φτερούγα του πτηνού.
Θα’ ναι ούριος άνεμος
θα φυσά μέσα από την καρδιά μας
με προορισμό πάντοτε την καρδιά.
Όπως γλιστράνε τα μαλλιά σου πάνω στο στήθος μου
άσε χρυσή βροχή να κυλήσουν πάνω μου
οι έγνοιες σου και να γίνουν δικές μου.
Όχι, δεν είναι βάρος. Ευλογία είναι…
βάρος και φυλακή είναι
να με κλειδώσεις απέξω.
Μη σε γελά η γη κι η βαρύτητα.
Χωρίς πτήση
ο κόσμος είναι ανύπαρκτος.
Και δεν υπάρχει ζωή.

9/6/14

Υ.Γ.

«Κοιμούνται» είπε. «Ελαφρά περπάτα.
Στον χάλκινο απόηχο της συνείδησης
τα βήματα ηχούνε σα καμπάνα».
«Κοιμούνται» απάντησα  «δεν ξυπνάνε πλέον
Έσχατο της ύπαρξής τους φαγοπότι, η κόλασή τους».

Θύματα πολέμου

Αλητήριες νύχτες σε σώμα ξένο.
Γιορτές μεθυσμένων μεταναστών
από μια εποχή που δεν υπήρξες
σε μια εποχή στοιχειωμένη.
Θύματα ακήρυχτου πολέμου.
Και μέσα σε όλα αυτά τα τραγικά
να ωρύεσαι πως είσαι παιδί.  «Είσαι γυναίκα»
σου είπα και σε τράβηξα απ’ το χέρι
ενώπιον  των ευθυνών σου.
Των ευθυνών σου που γεννήθηκες γυναίκα.

Ολοένα συχνότερα χιόνιζε στάχτη στους δρόμους.
Ξελογιασμένη, μεθυσμένη,
κατάφερες να βρεις την ύστατη στιγμή
το χερούλι  της πόρτας,
με μαλλιά ψαρά και χέρια άδεια
φέρνοντάς μου μέσα απ’ το τίποτα
πολύτιμο δώρο το χαμόγελό σου.
Κι οι έρημες μέρες σταθήκανε δακρυσμένες
να κοιτούν , έχοντας διασχίσει τόση άμμο,
την όαση των χειλιών σου.
Τα ξάστερα μάτια σου φώτισαν
τους σκοτεινούς ποταμούς της καρδιάς μου.

«Είμαι γυναίκα» είπες.
«Κι έκανα παιδιά και ξέχασα
το χρώμα των μαλλιών που είχα παιδί»
Κι ύστερα μεταμορφώθηκες σε σιωπή.
Με άφησες να πιω, να ξεδιψάσω,
λευτέρωσες την μοίρα
και τα δεμένα ποτάμια μέσα μου.
Έλυσες τα μαλλιά σου.
Πιάστηκαν σ’ ένα μικρό  σύννεφο που περνούσε
και  χάθηκες μαζί του.