Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/1/21

Μυστικές ανταμώσεις

Γεννήθηκε μια νύχτα του Γενάρη υπό το φως μιας λευκής Πανσελήνου, που έσταζε ανάμεσα από τα σύννεφα σαν φρούτο ώριμο, φως στα μάτια της. Ανάμεσα από τα βλέφαρά της αναδύονταν μέσα από την αχλή της νύχτας σαν ταξιδιάρικα πτηνά εικόνες μαγικές, αναστατώνοντας και θαμπώνοντας το βλέμμα του. Έτσι τον βρήκε ο Έρωτας, καταμεσής της απέραντης νύχτας, ναυαγό κι αβοήθητο στο έλεός της. Μα Εκείνη είχε άλλα στο νου, γι’ αλλού φτερούγιζε η καρδούλα της… Γλίστρησε και χάθηκε σαν πρωινή δροσιά απ’ τά φυλλώματα, αφήνοντάς τον γυμνό, άπνοο, κορμί αδειανό. Ανάμεσα σε πολλά άδεια όστρακα κι αμμόλοφους από προσευχές πνιγμένων. Δίπλα σε ένα ανθισμένο κρινάκι της θάλασσας. Πόσο όμορφα κυμάτιζε η θάλασσα! Που ακόμα ταξίδευε την ψυχή του… «Τι όμορφη γαλάζια θάλασσα!», είπε η κοπέλα καθώς ο ήλιος αναδείκνυε πια όλη της την διαύγεια, κι όλη της την λάμψη. «Τι όμορφο σάβανο…» Έλυσε τα μακριά μαλλιά της αφήνοντας τις έγνοιες της να πέσουν στην άμμο, και αργά, με ιεροτελεστία, άφησε την θάλασσα να την αγκαλιάσει, να την σκεπάσει, ώσπου να μην υπάρχει τίποτα ως και πέρα από τον ορίζοντα, εκτός από εκείνο το κοπάδι φτερωτά… που δεν έλεγε να κοπάσει. Αυτή είναι η ιστορία των ανθρώπων, που συναντιούνται, μα δεν γνωρίζονται. Κι ωστόσο, έχουν μοίρα τόσο κοινή, σαν δυο ρόδα μεγαλωμένα και κομμένα από το ίδιο κλαδί. Κοινά εκτεθειμένα στον ήλιο, την βροχή, τον αέρα… Την ίδια επιθυμία να ζήσουν μα και το ίδιο σαράκι. Και ενώ δεν γνωρίζονται, βαθιά μέσα τους γνωρίζουν τόσο καλά ο ένας τον άλλον. Για την ιστορία μας, κανείς δεν πέθανε πραγματικά, αέναα συνέχισαν να συναντιούνται, θάλασσα αέρας ή ήλιος. Ή σε κάποια από τις φάσεις του φεγγαριού, πότε άστρο, πότε φτερωτό, και πότε στην ωχρή όψη κάποιου μοναχικού λουλουδιού. Και η μαγεία που γεννά κάθε τέτοια συνάντηση, δεν έπαψε ποτέ, από το πρώτο πέταγμά της στην πρώτη έκρηξη του κόσμου, ως τα τώρα, να αναστατώνει και να διασχίζει την ύπαρξη. Πότε φέρνοντας και πότε παίρνοντας πνοή…

24/1/21

Σκέψεις

Περισσότερο από τις λέξεις, είμαστε εικόνες . Όχι όμως από εκείνες που σχηματίζονται από την αντανάκλαση του φωτός, αλλά εκείνες, που σχηματίζει η ψυχή, εικόνες γεμάτες σύμβολα, εικόνες γεννημένες από ένα άγγιγμα, μια απουσία, από ένα τεράστιο «Θέλω» με ένα μεγάλο «Γιατί» καρφωμένο στα πλευρά του, που αιμορραγεί φως.

Χωρίς αποδέκτη

Πάει τώρα καιρός που δεν σου μιλάω. Δεν υπάρχει κάτι να ειπωθεί που να είναι πρέπον. Όλα μια μεγάλη παγίδα του νου, αν κάνεις ή κάνω το λάθος, το χάος μέσα μας θα μας καταπιεί. Και μαζί τον κόσμο που μας περιβάλλει και πατάμε. Δεν με νοιάζει για μας, άξια η πτώση μας κι ιδανική, η αναρχία κυλά ατίθαση επαναστάτρια στο αίμα μας, κάθε που τα μάτια μας είναι αντικρυστά. Αλίμονο αν μπορούσε κάποιος ν’ ακούσει την βοή στο ποτάμι που κυλά κάτω από το έδαφος. Πόσο θα τρόμαζε! Υπάρχει μια σιγή μέσα στον θόρυβο, μέσα στον χρόνο και τους ρόλους και την γκρίζα «πολύχρωμη» εναλλαγή της απόχρωσης της πόλης. Η διαρκής μετατόπιση εμποδίζει τον δείκτη να σκαλώσει παγώνοντας τον χρόνο, τις μέρες, τα χρόνια. Κι αυτό είναι όλο. Όσα έχω να πω, χωράνε σε αυτό το μικρό σύντομο προσπέρασμα του δείκτη. Ακριβώς όπως κάθε αγέννητη ιστορία. Χωρίς αποδέκτη.