Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/3/15

Το κορίτσι που πνίγηκε στο φεγγάρι

Η Μιράντα ήτανε ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών. Με τα μακριά καστανά της μαλλιά, την λευκή της επιδερμίδα που τόνιζε τα κεράσια  στα μάγουλά της, που ζωγράφιζε κάθε συναίσθημα. Ήταν ένα διάφανο παιδί, χαρισματικό, ευγενικό, που απέπνεε γλυκύτατη αύρα, λες και η Άνοιξη βάδιζε μαζί της, κρατημένες χέρι με χέρι. Τουλάχιστον αυτό, επέτρεπε να δούνε οι άλλοι, ή έστω, εκείνοι που τους αγαπούσε και την αγαπούσανε…  Εκείνοι που μπορούσανε να την δούνε όπως ήτανε αληθινά, με τους απέραντους κήπους της ψυχής της να βαραίνουν από τον ανθό, από αρώματα και χρώματα. Μα κι εκείνοι ακόμα  δεν μπορέσανε να προλάβουνε το κακό, να δούνε ανάμεσα στα λουλουδιασμένα της όνειρα και την άγρια πρωτόβλαστη φύση  το σκεπασμένο πηγάδι που καλούσε την ψυχή της να γκρεμιστεί,  τάζοντάς της ένα πλαστό κομμάτι ουρανό, και την εύνοια μιας κορωμένης Σελήνης…  Τότε που η νύχτα δεν ήταν τόσο σκοτεινή, αλλά το κεφάλι δεν είχε όση δύναμη του χρειαζότανε να κοιτάξει ψηλά. Στη μέση της σελήνης, ζωγραφισμένο το δικό της πρόσωπο, έμοιαζε πάνω στο σχεδόν ακίνητο νερό του πηγαδιού να χαμογελά, να της χαμογελά… κι ήτανε μεγάλη παρηγοριά, τις ήσυχες εκείνες ώρες  τις μοναχικές, να αφήνεται  στη γοητεία της γνώριμης και συνάμα άγνωστης φίλης της, στο χαμόγελο αυτό που της φαινότανε πέρα για πέρα αληθινό, γιατί ήταν από εκείνη την ίδια,  με όλη την γλυκύτητά του κι όλη την πίκρα του.
ΟΙ φίλες της Μιράντας, γίνανε λιγότερο φίλες και κάποιες χαθήκανε εντελώς από όταν άρχισε να γίνεται σημαντικότερο για αυτές ένα αγόρι από την φιλία. Το να κάνανε παρέα μαζί της σήμαινε πως θα έπρεπε να είναι κοινοί αποδέχτες του τρόπου με τον οποίο πολλά από τα παιδιά της ηλικίας τους, κοίταζαν επιδοκιμαστικά ή ακόμα χειρότερα σχολίαζαν την φίλη τους. Γιατί η όμορφη Μιράντα ήτανε μαγεμένη και η ομορφιά της ήτανε φανερή μόνο σε όσους την αγαπήσανε, σε όσους  η δύναμη της αγάπης  επέτρεπε να δούνε πέρα από τα μάγια που θάβουν  τις ψυχές των ανθρώπων μέσα σε μια φριχτή όψη.  Κυρίως την κοροϊδεύανε για το βάρος της, με σχόλια σε μορφή αφελών αστείων, όπως, ό,τι «θα έπρεπε να πληρώνει διπλό εισιτήριο στο σινεμά», πως «χρειάζεται ένα θρανίο μόνη της»,  πως «Θα ήτανε ο ιδανικός τερματοφύλακας κι ο τελευταίος που θα έπρεπε να καλέσει κανείς σε ένα τραπέζι»,  με προσδιοριστικά επίθετα όπως «η χοντρή» μα κι άλλα, λιγότερο αφελή αστεία, που στόχευαν το κορίτσι μέσα της. Η άμυνά της ήτανε οι φίλες της , η σιωπή, και τελευταίοι οι δικοί της. Όχι, κανείς δεν θέλησε να βλάψει την μικρή Άνοιξη. Όλα γίνανε από καθαρή αφέλεια, ανοησία, κι από την ανάγκη να έχουνε γύρω τους ανθρώπους κοινά αποδεκτούς.
Ένα κάτοπτρο ευτυχίας έφτασε να έχει για εκείνην, τόση σημαντικότητα, όση αν είχε εμπρός της την ίδια την ευτυχία. Πολλοί αναζητήσανε τις αιτίες, κάποιοι νιώσανε ενοχή , άλλοι καθόλου.  Σύντομα την θυμόντουσαν μοναχά εκείνοι  που την αγάπησαν. Το πηγάδι σφραγίστηκε από τον χρόνο, κάτω από το βάρος μιας πολύχρωμης Άνοιξης. Κι απόμειναν κάποια ξεχασμένα άστρα, μόνο αυτά, να παραμένουν μαγεμένα από το γλυκόπικρο χαμόγελο που κάποτε μάγευε την ίδια την Σελήνη, σαν κοιταζότανε ολόφωτη πανσέληνος, βαθιά μες την ψυχή της.

28/3/15

το φιλί



«Αστειεύομαι»,  του είπε. Κοίταγε επίμονα τα μάτια της, να δει μία ρωγμή , να καταλάβει, αν  μίλησε έτσι από πίκρα ή φόβο.  Τρεμούλιαζε το σκοτάδι στα ολοφώτεινα μάτια της, σαν λίμνη που σκιάζουνε δέντρα βαριά, φύλλα από πλατάνια σκεπάζουνε το  κρυστάλλινο νερό της, και δεν ξέρεις να πεις αν μόλις πήρε να  χαράζει ή να νυχτώνει… Οι σκέψεις του πέφτανε φύλλα πάνω στα πεσμένα φύλλα, χωρίς να μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα εκείνο που θα νικούσε την αμφιβολία.  Να παραιτηθεί στα λόγια της, ή να επιμείνει διακινδυνεύοντας , όχι τόσο να πληγωθεί – είχε εμπιστοσύνη στις αλήθειες του, - όσο το να πληγώσει. Να διαρρήξει εκείνα τα όρια, που είτε φέρνουν τους ανθρώπους πιο κοντά είτε τους σπρώχνουνε εντελώς μακριά τον έναν από τον άλλον. Θα ήταν τόσο πιο εύκολο αν μπορούσε να διαβάσει τα μάτια της, αν του επέτρεπε  καθαρά να δει μέσα της… Όμως γιατί δεν τον άφηνε να δει μέσα της, αν αυτά που είπε τα εννοούσε; Είχε τόση εμπιστοσύνη στις αλήθειες του, που δυσκολευότανε να παραδεχτεί πως δεν ήταν οι δικοί της ενδοιασμοί και φόβοι που τον δυσκόλευε να δει καθαρά, αλλά οι δικοί του. Η πάλη του έγινε τρέμουλο, έτρεμε το χαμόγελο στα χείλη του, το χέρι , έτρεμε η καρδιά!...  Σπαρταρούσε η θέληση  στα δίχτυα του «όχι» και του «πρέπει».   Κι εκείνη το πρόσεξε…
«Τρέμεις!» του είπε…. με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη και καταγοητευμένη από την δύναμη της χημείας…  σχεδόν μπορούσε να ακούσει την καρδιά του να χτυπά, στο άκουσμα της διαπίστωσής της… «τρέμεις!». Πόσο παράξενο του φάνηκε που μπορούσε να το δει, πόσο γυμνός ήτανε τώρα μπροστά της.. Δε μίλησε, δεν είχε φωνή να μιλήσει. Μίλησε εκείνη γι’ αυτόν, πιάνοντάς του το χέρι…  και φέρνοντας τα ορθάνοιχτα μάτια της, παρατηρητές και δικαστές εμπρός στα δικά του μάτια. Σε αυτή την συνομιλία  που μόλις άρχιζε, τα πάντα ψευδή λόγια, γιατί ποτέ δεν θα μπορέσουν να αγγίξουν τις πράξεις, απουσίασαν τελείως, παρότι τα χείλη, δεν μείνανε καθόλου σιωπηλά. Κι είχαν τον τρόπο τους να διηγούνται  και να γεύονται πόσο παραμυθένια αντέχει να γίνει η πραγματικότητα..!

25/3/15

Η επανάσταση



Η επανάσταση έγινε
από μια παρέα φοβισμένα αγόρια,
για την ψυχή ενός λαγού.
Ένα μάτσο τριαντάφυλλα ήταν
που σκέπασε το λευκό του ονείρου
και μέθυσε τους Χειμώνες Άνοιξη.
Η επανάσταση, είπε,
άρχισε καθώς αρχίσανε να χτυπάνε
χιλιάδες σήμαντρα,
ως καρδιές των κοριτσιών.
Στην αγκαλιά και το δάκρυ  της μάνας,
και τα ροζιασμένα χέρια
του πατέρα,
καθώς ακούμπαγε πάνω στο τραπέζι
τον μόχθο και την απελπισία του
για φαί.
Και τέλος, τέλος, είπε ο τρελός,
γιατί οι παπαρούνες είναι κόκκινες
και τα πουλιά έχουνε φτερούγες
να πετάνε ψηλά.

Τα παιδιά γελάσανε μαζί του, σίγουρα δεν γνώριζε
μήτε τ’ όνομα της επανάστασης.
Μα η δασκάλα βούρκωσε
έβαλε απαλά το χέρι στο κεφάλι του
κι έγνεψε, χωρίς φωνή, όλο κατάφαση.

23/3/15

Σύντομη ιστορία 1

«Έλα να τρέξουμε!», είπε το μικρό αγόρι στο αγόρι που μόλις συνάντησε…  «όποιος αγγίξει πρώτος τον απέναντι τοίχο κερδίζει!»
«Δεν μπορώ..»  απάντησε λυπημένο το αγόρι, «δεν γίνεται να σηκωθώ από το κάθισμά μου»
«Κρίμα.. είναι τόσο όμορφη μέρα», είπε το μικρό αγόρι , μη μπορώντας να κατανοήσει πλήρως το γιατί δεν γίνεται. Κι έτρεξε μακριά…  είχε ανάγκη να τρέξει.

7/3/15

Χωρίς πρόσωπο.


Τελευταία φορά που κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, ήτανε σαράντα πέντε χρονών. Από τότε πέρασε πολύς καιρός,  τόσος που ξέχασε πως μοιάζει το πρόσωπό του. Οι μνήμες που είχε, γινόντουσαν ολοένα πιο θολές…  Ελάχιστα πρόσωπα θυμότανε ακόμα, κι αυτά, όχι ολόκληρα, μα κάποιες σημαντικές  για εκείνον λεπτομέρειες.. αν τα συναντούσε τυχαία, σε κάποιο τόπο έξω από τον αναμενόμενο, εκεί που λάβανε χώρο οι μνήμες του,  το πιθανότερο θα του ήτανε άγνωστα.
Ζούσε παρακμιακά, μαζεύοντας σκουπίδια του πολιτισμού και μετατρέποντάς τα σε ψωμί, ένδυμα, ακόμα και μικρούς πολύτιμους θησαυρούς.  Ένα κουτάκι αλουμίνιο, ένα πεταμένο καλώδιο, ένα μπουκάλι , μια χαρτόκουτα, σήμαινε γι αυτόν εργασία. Ο χρόνος γι ‘αυτόν τον άντρα είχε συντηχθεί στο σήμερα, κι ούτε το πριν ήταν αρκετό ούτε το αύριο για να κάνει την καρδιά του να αλλάξει αυτή την ρουτίνα.  
Το σπίτι του ένα μικρό δωμάτιο που προοριζότανε για αποθήκη. Αν και  χαμηλό το αντίτιμο που πλήρωνε ανεπίσημα στον ιδιοκτήτη,  ήταν από κάθε άποψη αρκετά ακριβό, γι αυτό το υγρό και σκοτεινό δωμάτιο. Αυτό όμως δε φαινότανε να τον απασχολεί, καθώς, είχε μια στέγη πάνω από το κεφάλι  και ένα χώρο κατάδικο του, όπου δεν τον είχε ενοχλήσει ποτέ κανείς..  Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, αράδιαζε εμπρός του πολύχρωμα χαρτιά από καραμέλες, ετικέτες, αφίσες, περιοδικά ή εφημερίδες που μάζευε…. Τα ψαλίδιζε δίνοντάς τους σχήμα και υπόσταση, και σύνθετε με αυτά στον τοίχο μία ανεκπλήρωτη διήγηση. Μια ιστορία που πριν ολοκληρωθεί, είχε ήδη ξεκινήσει να σκεπάζεται από μια άλλη. Μόνο το ταβάνι έχασκε γυμνό από αυτές τις διηγήσεις,  μουντό από το γκρίζο της υγρασίας. Σαν ξάπλωνε, υπήρχαν φορές που το ταβάνι μετατρέπονταν σε διάδρομο νοσοκομείου… κι εκείνος πάνω σε φορείο που κυλά, να βυθίζεται σε δίνη, διασχίζοντας τον ατέρμονο αυτόν διάδρομο, παραδομένος σε κάθε τι καλό ή κακό, έρθει. Αδύναμος κι αδιάφορος για να το επεξεργαστεί. Ίσως μάλιστα ευχότανε μερικές φορές, κρυφά μέσα του, να κοιμηθεί τόσο βαθιά, που οι τοίχοι, ο διάδρομος, το πρωί, και αν είναι νύχτα, όλα αυτά, απλώς να πάψουνε να υπάρχουν. Να κοιμηθεί τόσο βαθιά, που επιτέλους να ξαποστάσει η ψυχή του.

5/3/15

ακόμα μια φορά

Θα περάσουμε μέσα από χρόνια
όπως περνά στη βελόνα η κλωστή.
Φλόγα η ψυχή θα φωτίζει
στα μαύρα σκοτάδια του νου,
κι ακτή ολόγυρα καμία.

Με ένα πούπουλο
στον άνεμο θα γράψω για πάντα
πως εδώ κατοικήσαμε, Εσύ κι εγώ.
Όπου φυσά ο άνεμος να ηχεί
γλυκιά μουσική  τ’ όνομά σου.

Τα δάση μας, τα μονοπάτια που βαδίσαμε
και κείνα που μείνανε απάτητα,
όλα θα τα σκεπάσει ο καιρός.
Μα οι ξεχασμένες κρήνες
θα βλαστήσουνε παραδείσους.

Θα είναι παράξενο να υπάρχουμε
και μετά, σε κορμιά από αγριολούλουδα
φυτρωμένα στη σχισμή βράχων,
μυρωμένα απ’ τά  μαλλιά γυναίκας,
όπου τα στόλισε το χέρι του άντρα.

Διάττων αστέρας η ζωή χάραξε με φως την ψυχή,
κι αυτή η πληγή δεν κλείνει με τα μάτια.
Θα αιμορραγούμε έρωτα κι αγάπη, φως και όνειρα
κι όταν ο κόσμος θα έχει πια τελειώσει..
Δημιουργώντας τον  ακόμα μια φορά,  απ’ την αρχή!