Κόρη του φωτός, θυγατέρα της Σελήνης, Εσύ, που μ’ ασημί κλωστή, μίτο βαστάς μες το σκοτάδι να βουτάς δίχως να χάνεσαι.... Προσταγή δική μου, Πάθος ο τρόπος που σ’ αρμόζει... Φωτιά που καίει και γεννά.... στη μουσική σου τα θέλγητρά μου, γοητευμένα, αφήνονται... Και μια γλυκιά μαγεία, ασημένια , το αίμα μου φαρμάκι κάνει της λογικής που το αρχέγονο ζητά να υποτάξει. Στα νερά που ξαπλώνει το φως σου, στα υγρά σου μάτια αφήνομαι, κορδέλα κόκκινη, λυμένη, ταξιδεμένη στα πέρατα από ανέμους ισχυρούς, ξεσχισμένη μα όμορφη μες το κόκκινο, αφήνομαι.. Στα μαλλιά σου τύλιξέ με, κι άφησέ με να σε σεργιανίσω και να σεργιανιστώ. Φως των ματιών μου, στα σκοτάδια μου δύσε και κάψτα... Κι ύστερα στον καθρέφτη κοιτάξου, των ματιών μου. Και δες.. Πόσο όμορφη μες την αλήθεια σου είσαι... Πόσο όμορφος μπορώ να γίνω αγγίζοντάς σε... κορδέλα κόκκινη στα μαλλιά σου.. φιλί στα χείλη σου... πόθος στο κορμί σου παραδομένος στο πάθος του Φωτός.. που ζητά όλο ξανά και πάλι, να ζει και να πεθαίνει... χορός που για λίγο σταματά, ίσα για να νιώσει ξανά το τράβηγμα κείνο, στο χέρι... τον χτύπο της καρδιάς.. και πάλι, πιο δυνατά ν’ αρχίσει! .
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
18/12/09
Μεθώ το φως...
Κόρη του φωτός, θυγατέρα της Σελήνης, Εσύ, που μ’ ασημί κλωστή, μίτο βαστάς μες το σκοτάδι να βουτάς δίχως να χάνεσαι.... Προσταγή δική μου, Πάθος ο τρόπος που σ’ αρμόζει... Φωτιά που καίει και γεννά.... στη μουσική σου τα θέλγητρά μου, γοητευμένα, αφήνονται... Και μια γλυκιά μαγεία, ασημένια , το αίμα μου φαρμάκι κάνει της λογικής που το αρχέγονο ζητά να υποτάξει. Στα νερά που ξαπλώνει το φως σου, στα υγρά σου μάτια αφήνομαι, κορδέλα κόκκινη, λυμένη, ταξιδεμένη στα πέρατα από ανέμους ισχυρούς, ξεσχισμένη μα όμορφη μες το κόκκινο, αφήνομαι.. Στα μαλλιά σου τύλιξέ με, κι άφησέ με να σε σεργιανίσω και να σεργιανιστώ. Φως των ματιών μου, στα σκοτάδια μου δύσε και κάψτα... Κι ύστερα στον καθρέφτη κοιτάξου, των ματιών μου. Και δες.. Πόσο όμορφη μες την αλήθεια σου είσαι... Πόσο όμορφος μπορώ να γίνω αγγίζοντάς σε... κορδέλα κόκκινη στα μαλλιά σου.. φιλί στα χείλη σου... πόθος στο κορμί σου παραδομένος στο πάθος του Φωτός.. που ζητά όλο ξανά και πάλι, να ζει και να πεθαίνει... χορός που για λίγο σταματά, ίσα για να νιώσει ξανά το τράβηγμα κείνο, στο χέρι... τον χτύπο της καρδιάς.. και πάλι, πιο δυνατά ν’ αρχίσει! .
8/12/09
Η δύναμη του Ρόδου..
Κι εκείνος, έχοντας εξαντλήσει και με το παραπάνω τα λάθη του, δεν τόλμαγε να τραβήξει το σχοινί. Όλα του τα χαρτιά καμένα. Το ίδιο κι αυτός... Κι ένιωθε, πως η σιγουριά που της πρόσφερε, την έσπρωχνε στην άλλη πλευρά. Κάπου μέσα του, ευχόταν όλο αυτό το μαρτύριο να πάρει τέλος, με όποιο τίμημα. Αλλά τον τελευταίο λόγο, μπορούσε να έχει μόνο εκείνης η καρδιά, κι όχι η δική του. Υποταγμένος απόλυτα στη θελησή της, έβλεπε, και ξεχνούσε αμέσως, ένιωθε, μα πιο πολύ από τη δύναμη του αγκαθιού υπερτερούσε το ρόδο.
29/11/09
άτιτλο
20/11/09
Άνεμος ζωή
τη θλίψη θρέψε της φωτιάς
π΄όλα τα καίει.
Τη μια σε σύννεφο πατάς
κι ύστερα το χαμό ζητάς
άρα τι φταίει;
Δέσε κορδέλα στα μαλλιά
στα στήθη ρόδα αγκαλιά
και χαμογέλα.
Άνεμος είναι η ζωή
στα χείλη σου κρυφό φιλί
σου λέει Έλα!
10/11/09
Το σκουλήκι και το δέντρο
Το δέντρο άκουσε το διάλογο, τα φυλωματά του, αναριγήσανε, κι είπε στον γεροσκώληκα. " Είσαι κλαδί απ΄ τα κλαδιά μου, και σώμα στο σώμα μου.. Εσύ με το σάλιο σου κι εγώ με τον κεραυνό μου, ταιριάζομαι, τα ψέματα κατατρώγοντας. Εσύ αργά, ήσυχα... κι εγώ... κατακαίγοντας τα πάντα..." ... " Κάνεις όμορφους καρπούς!" Είπε θαυμάζοντας το σκουλήκι.. " Οι χυμοί μου είναι γεμάτοι ορμή κι αλήθεια" , απάντησε το δέντρο. " Κανείς δεν αντέχει την αλήθεια.. μα συ... εσύ την χωνεύεις, την κάνεις ξανά χώμα.... Κι αυτό είναι το πιο όμορφο στον κόσμο. Μια χωμάτινη ψυχή.... Που μπορεί την βροχή να νιώσει, τον ήλιο. και πάνω της να φυτρώσουν λουλούδια και σύννεφα..."
22/10/09
Άτιτλο..
γεννήθηκα κι εγώ.
Μες σ΄ασήμια σκουριασμένα
στων άστρων το φως.
Κι είδα εσένα, βρήκα εμένα
σ΄όνειρο κρυφό,
σε μαλαματένια στήθη
κάστρα σα βουνό...
Μα τα όνειρα περάσαν
όπως κι ο καιρός,
και μαράζωσαν τα στήθη
απ΄το καημό.
Μες τα θαλασιά σου μάτια
στον χαμένο αδελφό
μια γοργόνα τραγουδάει,
πως να κοιμηθώ...
Το παράπονο με δένει
πάνω στα σχοινιά,
σε καράβι που βουλιάζει
κάπου στ΄ανοιχτά.
Κι είναι γύρω μου γαλήνη,
μα και μοναξιά,
ίσως να σε συναντήσω
στον βυθό ξανά.
18/10/09
Μία μέρα Ζωή
στα λαγκάδια των θυμών,
σε κρυστάλινα ποτήρια
θαμπές άχνες στεναγμών.
Το τσιγάρο αναμένο
μα το όνειρο σβηστό,
κι είναι διπλοκλειδωμένο
ότι φαίνεται σωστό.
Στο τραπέζι σκορπισμένα
φύλλα από πλατανιά
τα παράθυρα σπασμένα
από ανήμερο βοριά.
Δηλητήριο στα στήθη
κάθε ανάσα και πονάς
για των άλλονε τα ήθη
την καρδούλα ξεπουλάς.
Μα σα κλείνουνε τα μάτια
και κοιμάται πια ο νους,
τα ατίθασα φεγγάρια
δραπετεύουν για αλλού.
Ξεδιψάνε στα σκοτάδια
το ασημένο τους το φως,
και με εραστών τα χάδια
ξεκλειδώνει ο καημός.
Κι είναι αιώνες τα σκοτάδια
και μια μέρα η ζωή,
κάνει τα θλιμμένα μάτια
να ξεχνάνε το πρωί.
21/9/09
άτιτλο
Μαύρα πηγάδια τα μάτια της... κι ήθελε να πέσει μέσα να πνιγεί.. να μη την αφήσει να φύγει. Ποια δύναμη παράξενη, στη φωνή της, στο αντίο που δε του είπε, του αφαίρεσε όλη τη δύναμη της θέλησης, να ακούσει τη προσταγή της καρδιάς του;Τα χείλη του αγγίξανε δυο πέτρινα χείλη.. η πνοή της σύννεφο ξέπνοο... όχι.. πριν την αφήσει να φύγει, εκείνη ήταν ήδη μακρυά πολύ.. Κι εκείνος έμεινε να κοιτάζει το φάντασμά της, τη σιλουέτα της να καίγεται σα χαρτί στο δειλινό και να σβήνει, βυθισμένος σε μνήμες που πια δεν του ανήκανε.. Όπως δεν του άνηκε και το μέλλον...
Συναντηθήκανε άθελα, σε κείνο το τοπίο ερημιάς.. δεν κοιταχτήκανε... προσπέρασαν ο ένας τον άλλον, ακολουθώντας, σαν σε κύκλο, τα ίχνη από τα βήματα που άφηνε ο άλλος ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση... συναντηθήκανε και προσπέρασαν βουβά κι οι δυο.. όπως βουβά αφήσανε να προσπεράσει η ζωή...
15/8/09
Τα μάτια σου...
γαληνεύουν της ψυχής μου τα φτερά
καθώς σκιρτάν στον ήχο της καρδιά σου,
και το μπορώ, να σε κρατάω αγκαλιά.
Στα μαλλιά σου κάθε έγνοια κοιμάται
σβήνουν οι φόβοι όταν γέρνω κι ακουμπώ,
στα δάχτυλά μου η επιθυμία ταξιδεύει
θάλασσα άγρια, που με καλεί ν΄αφανιστώ.
Κι αν ναυαγήσω και χαθώ μέσα σε σένα
θα γίνω απόηχος καταιγίδας στην ακτή,
σκόρπια φιλιά στην άμμο απλωμένα
να καίνε τα πέλματά σου στη σιγή.
Ήλιος θα γίνω, βροχή να σε ζητήσω
σύννεφο να πιω και να κρυφτώ,
δάκρυ γλυκό, φωτιά στον αφαλό σου
από τ΄αλάτι της ζωής σου να μεθώ.
Είναι τα μάτια σου εισιτήριο για μένα
για του παράδεισου τα μέρη προσταγή,
στον ουρανό τα φτερά μου απλωμένα
και συ η μόνη που ζητώ, να γυρίσω, γη.
7/8/09
μικρό άτιτλο...
"Εκεί", του είχανε πει, "εκεί πάνε όσοι αγαπούμε. Εκεί είναι ο παππούς, εκεί και η γιαγιά σου.."
"Που; Δε τους βλέπω.."
"Να, εκεί... σε εκείνα τ’ άστρα.. φανερώνονται τη νύχτα, να μη φοβάσαι το σκοτάδι. Την ώρα που κοιμάσαι, οι άγγελοι τα χαμηλώνουν τόσο που σχεδόν αγγίζουν το μέτωπό σου.."
"Γι’ αυτό βλέπω όμορφα όνειρα;"
"Γι’ αυτό καρδιά μου όμορφη.. γι’ αυτό!"
Εκείνο το βράδυ φύσαγε παγωμένος βόρειος άνεμος, και το παιδί ξύπνησε από τη βοή. Σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό. Δάκρυσε φοβισμένο. Ο ουρανός μαύρος, ούτε ο παππούς ούτε η γιαγιά του ήταν εκεί.. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του, κι όσο κι αν τυλίχτηκε στις κουβέρτες, το σωματάκι του δεν έλεγε να ζεσταθεί. Ο ύπνος το βρήκε μες τα αναφιλητά.. Το πρωί σηκώθηκε κακόκεφο, αμίλητο.. Και όλη την εβδομάδα, αρνήθηκε πεισματικά να κοιτάξει πάλι έξω από το παράθυρό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την προδοσία.. Πως μια τέτοια φοβερή νύχτα, τον ξέχασαν, εκείνοι που τους θυμάται να του λένε πόσο τον αγαπούνε... Σκεφτόταν , πως η αγάπη δεν βαστά για πάντα. Πως ίσως ακόμη και οι γονείς του, να τον πρόδιδαν κάποτε. Και πίκραινε το σφιγμένο στόμα του.
Η μάνα του, είχε δει την αλλαγή. μια ανύποπτη στιγμή πλησίασε τον μικρό και τον ρώτησε, τι είναι αυτό που το βασανίζει. Τα παιδιά δεν αντέχουν τα μυστικά.. Της τά’ πε όλα.. και έπεσε στη αγκαλιά της κλαίγοντας.. "Δε θέλω να σταματήσετε να μ’ αγαπάτε.. δε θέλω.. " Κι η μάνα του τον έσφιξε στην αγκαλιά.. "Πάντα θα σ’ αγαπώ... Το αληθινό φως δεν έρχεται από τ’ αστέρια καρδούλα μου.. Το αληθινό φως, αυτό που κάνει τα αστέρια φωτεινά, είναι το φως της αγάπης. Μπορεί τα αστέρια να τα σκεπάσουνε τα σύννεφα, μα η αγάπη μέσα σου σβήνει όταν συννεφιάζει;"
"Όχι."
"Έτσι δεν σβήνει και το φως.. Το βράδυ οι άγγελοι, φέρνουνε τ’ άστρα κοντά στο μέτωπό σου, όχι για να σε φωτίσουνε. Μα για να τα φωτίσουν."
"Και όσοι πήγαν στον ουρανό, παίρνουνε φως από μένα;"
"Ο ουρανός έχει ανάγκη το φως σου. Το φως της αγάπης.. όλοι, όσοι ζούμε στη γη, πρέπει να δίνουμε στον ουρανό φως.. Να νιώθουμε πόσο δυνατή είναι η αγάπη.. Και τότε, όσες καταιγίδες κι αν έρθουν, όλες θα είναι περαστικές. Να εμπιστεύεσαι το φως μέσα σου. Κι όταν ακόμη είναι σκοτάδι, και φυσά, και κάνει κρύο.. Άκου προσεχτικά την καρδιά σου και θα το νιώσεις.. Πως μόνος δεν είσαι. Ούτε ήσουν ποτέ.. "
Εκείνο το βράδυ το παιδί, ξάπλωσε ευτυχισμένο, έκλεισε τα μάτια του, και ψιθύρισε.. Ελάτε να πάρετε φως.. Σας αγαπώ! Πολύ πολύ!
Ήξερε, πως κι όταν ακόμη δε βλέπει αστέρια στον ουρανό, εκείνα υπάρχουν. Πως τις πιο σίγουρες απαντήσεις τις δίνει η καρδιά...
30/7/09
Σ΄αγαπώ!
Κι ύστερα, έπεσε ένα αστέρι... μία ευχή... μϊα ευχή που ίσως μοιραστήκανε.. γιατί το χέρι της έσφιξε τρυφερά το δικό του.. σα να σφίχτηκε η καρδιά της από λαχτάρα κρυφή.... Στράφηκε προς εκείνη και απαλά με τα δάχτυλα του άλλου χεριού, έστρεψε το προσωπό της προς αυτόν.... κοιταχτήκανε... Μια θλίψη απέραντη στα μάτια της.. κι άλλο δάκρυ... "Δεν μπορώ να αγαπήσω ξανά.."... του ψιθύρισε... "Δεν μπορώ να δώσω χαρά.."... Μα κείνος, σαν να μην άκουσε τα λόγια της, ακούγοντας μόνο τον παλμό της... ανάμεσα στο χέρι του.. στις άκρες των δαχτύλων που σχεδόν αγγίζανε τον λαιμό της, έσκυψε και την φίλησε... Εκείνη, παγωμένη στην αρχή, όπως ένα ερωτηματικό, που δεν τολμάει να ρωτήσει, ύστερα αφέθηκε στο φιλί.... Και κούρνιασε στην αγκαλιά του... Ανοίγοντας κάποια στιγμή, τα μάτια της, πριν αποκοιμηθεί, είδε πέρα στης θάλασσας την άκρη, το φεγγάρι να ζωγραφίζει με φως, τον ορίζοντα.... δεν σκέφτηκε άλλο.. Κούρνιασε και κοιμήθηκε εκεί.. στην αγκαλιά του..Κι ο πόνος της, έγινε πόνος του, κι ο δικός του πόνος, φτερά έβγαλε και πέταξε.. παίζοντας κυνηγητό με την ψυχή του ανάμεσα στ΄άστρα... Την ώρα που ανάλαφρη ήτανε πια, έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί το πιο μεγάλο του μυστικό.. "Σ΄αγαπώ!.. " Και μες τον ύπνο της, του φάνηκε πως χαμογέλασε και φωτίστηκε το προσωπό της... Έλαμψε και το δικό του πρόσωπο... "Αυτό, είναι! ".. σκέφτηκε.... "Θα της φανερωθώ στα όνειρά της.. εκεί που η αλήθεια του κόσμου, δεν μπορεί να φυλακίσει την αλήθεια της ψυχής... Και στο πιο όμορφο όνειρο, της Αγάπης, θα την πάρω να δραπετεύσουμε... Μέχρι που το όνειρο να γίνει η μόνη αλήθεια, και κάθε άλλη αλήθεια να μαραζώσει και να χαθεί.. Και τότε, θα της ζητήσω, να χορέψουμε! Κι όχι σα να είμαστε μόνοι, αλλά σα να ήμασταν από ανέκαθεν, μόνο μαζί! Σαν ένα... ολόκληρο Ένα... "... Και στα λόγια του, που άθελα τα είπε φανερά, ράγισε το φεγγάρι, κι άρχισε στον ορίζοντα, γαλήνια να έρχεται η αυγή... "Πόσο όμορφο να χορεύουμε στη νοτισμένη, δροσερή άμμο... ".. σκέφτηκε, "κι μέρα να χαράζει στα μάτια της..." Σαν ηχώ μιας λέξης που δεν ειπώθηκε, ένιωσε στο στήθος του την καρδιά της να χτυπά... κι ανάσανε σχεδόν ευτυχισμένος... την αναπνοή της...
"Σ΄αγαπώ! "....
24/7/09
"Big.. bang"...
Ο αληθινός κόσμος, είναι αυτός που ανθίζει μέσα μας, όταν δε φοβόμαστε, όταν, ο πόνος κι η χαρά μπορούν να χορέψουν μαζί.. και να ταξιδέψουν την σκέψη στα σωστά μονοπάτια.. Εκείνα που όταν όλες οι ανάγκες μας σβήσουν, όταν καταρεύσουν τα ψεύτικα πρότυπα μιας τίμιας ή ηδονικής ζωής, μιας ζωής ταγμένης σε ένα σκοπό ή άλλον, εκείνα τα μονοπάτια, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Τα μόνα, όταν όλος ο κόσμος χαλάσει.. Και δεν οδηγούν στα άστρα... όπως πολλοί ζωγράφοι, πολλά παιδιά κι ερωτευμένοι φαντάζονται.. Μα συγκλίνουν μέσα μας, γη κι ουρανό, όλα, μπορούν να τα χωρέσουν σε μια μικρή καρδιά. Ή ένα δάκρυ.
Ίσως τα άστρα να μην είναι παρά μια καρδιά που έσπασε... Το big bang, από το οποίο γεννήθηκε ο κόσμος, καθώς μας λένε οι αστρονόμοι, ίσως δεν είναι αλλο από μια καρδιά, που έσπασε απ΄αγαπή...
20/7/09
Ένα
Το πρωί, οι κουρτίνες παίζανε με το φως.. Τ’ απαλό χάδι του ανέμου, έφερνε αύρα θαλασσινή, και μνήμες ... που ζητούσαν επίμονα να ξαναγίνουν παρόν... Η παλάμη του, στοργικά σα φωλιά πουλιών, έκρυβε τη καρδιά της... Ολόκληρη, είχε φωλιάσει το κορμί της στο δικό του κορμί.. Τα πόδια τους μπλεγμένα... Της άρεσε αυτή η αίσθηση ανάμεσα στα πόδια της... Πέρασε το χέρι της πάνω από το δικό του.. "Σ’ αγαπώ! Ψιθύρισε.... σ’ αγαπώ!".... Ένα δάκρυ που κύλισε ως τα χείλη της, ήταν η πρώτη γεύση εκείνο το πρωινό.. Ένα δάκρυ, με τόσα πολλά συναισθήματα μέσα.. κι ίσως να είχαν κυλίσει κι άλλα... αν δεν την άκουγε μέσα στο όνειρό του, που ζούσε... Ανασηκώθηκε ελαφρά, έγειρε πάνω από το πρόσωπο της, και το χαμόγελό του σαν ήλιος, της ζέστανε την ψυχή... "Κι εγώ σ’ αγαπώ!" της είπε... Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια... γαλήνεψε η ψυχή της... "Μα, πως.. πως με άκουσες;" Του είπε παιχνιδιάρικα, μα με απορία.. "αφού σχεδόν, το είπα μέσα μου.. και κοιμόσουν".... "Είναι γιατί σ’ αγαπώ, μικρή μου! Ζωή μου! Φως μου! ".... Το χέρι του κύλησε στο λαιμό της... στήριξε το κεφάλι της, και της έδωσε ένα κατακόκκινο, απαλό φιλί... η μέρα είχε μόλις αρχίσει.. κι ήταν εκεί.. μαζί...