Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18/12/09

Μεθώ το φως...

Μεθώ το φως, το Φως Σου, Σελήνης κόρη συ.. την άμπωτη και τη παλίρροια του κορμιού σου, όπως αυτό, από άυλο, ύλη κι ιδρώτας αναδύεται... και προσευχή, χορογραφίες τα χείλη να διδάσκουν, τρόπους χίλιους, χορεύοντας να αναζητούν. Μονοπάτια αστεριών, ν’ αναριχείται το φως απ’ των αστραγάλων τους ασημένιους κρίκους ως την κρήνη προσευχών άλλων... ερημίτες που συναντιούνται στη μέση της ερήμου, και γδύνονται της ερημιάς τα ενδύματα τα πολυφορεμένα.. Σα τη σελήνη, που κουρασμένη άλλους να σεργιανά, στην αγκαλιά ξαπλώνει των κυμάτων, σεργιάνισμα λαχταρώντας... Σαν το παιδί, που κοιτά στα μάτια της ονειρευόμενο τον έρωτα προτού έρωτας γίνει... Έτσι ολόψυχα, και μόνο έτσι, μπορώ στο φως σου ν’ αφεθώ.. Υγρή φωτιά να γίνω εντός Σου, Υπάρχοντας.. ή μακριά σου, κερί, που η φλόγα του διψασμένη σιγοσβήνει, άστρο να μείνω μακρινό που η αυγή θα σβήσει. Μαζί με μένα.. που νύχτα κι άλλη άφησα χωρίς να Υπάρξω... Δεν είναι του θανάτου η αγωνία. Είναι το βάρος του Φωτός, που άλλο δεν αντέχεται, δε κουβαλιέται.. και σπάει σα ρόδι, εκρήγνυται, γίνεται κομμάτια η καρδιά, κοινωνούς αναζητώντας ή τον χαμό ακόμη...
Κόρη του φωτός, θυγατέρα της Σελήνης, Εσύ, που μ’ ασημί κλωστή, μίτο βαστάς μες το σκοτάδι να βουτάς δίχως να χάνεσαι.... Προσταγή δική μου, Πάθος ο τρόπος που σ’ αρμόζει... Φωτιά που καίει και γεννά.... στη μουσική σου τα θέλγητρά μου, γοητευμένα, αφήνονται... Και μια γλυκιά μαγεία, ασημένια , το αίμα μου φαρμάκι κάνει της λογικής που το αρχέγονο ζητά να υποτάξει. Στα νερά που ξαπλώνει το φως σου, στα υγρά σου μάτια αφήνομαι, κορδέλα κόκκινη, λυμένη, ταξιδεμένη στα πέρατα από ανέμους ισχυρούς, ξεσχισμένη μα όμορφη μες το κόκκινο, αφήνομαι.. Στα μαλλιά σου τύλιξέ με, κι άφησέ με να σε σεργιανίσω και να σεργιανιστώ. Φως των ματιών μου, στα σκοτάδια μου δύσε και κάψτα... Κι ύστερα στον καθρέφτη κοιτάξου, των ματιών μου. Και δες.. Πόσο όμορφη μες την αλήθεια σου είσαι... Πόσο όμορφος μπορώ να γίνω αγγίζοντάς σε... κορδέλα κόκκινη στα μαλλιά σου.. φιλί στα χείλη σου... πόθος στο κορμί σου παραδομένος στο πάθος του Φωτός.. που ζητά όλο ξανά και πάλι, να ζει και να πεθαίνει... χορός που για λίγο σταματά, ίσα για να νιώσει ξανά το τράβηγμα κείνο, στο χέρι... τον χτύπο της καρδιάς.. και πάλι, πιο δυνατά ν’ αρχίσει! .

8/12/09

Η δύναμη του Ρόδου..

Σιγά σιγά το τοπίο καθάρισε. Αυτή, ήταν κι εκεί, και μακρυά, δίχως να μπορεί με σιγουριά να αποφασίσει που θέλει ή δεν θέλει να είναι. Πιο πολύ την τραβούσε το απόμακρο... Εκείνο, που οριακά φοβόταν μη χάσει. Το μπλεξιμό της αυτό, λειτουργούσε, και ως λεπίδα. Λεπίδα, που σε παραστράτημα, θα απόκοβε το λάθος θέλοντας να κρατήσει το Σωστό.
Κι εκείνος, έχοντας εξαντλήσει και με το παραπάνω τα λάθη του, δεν τόλμαγε να τραβήξει το σχοινί. Όλα του τα χαρτιά καμένα. Το ίδιο κι αυτός... Κι ένιωθε, πως η σιγουριά που της πρόσφερε, την έσπρωχνε στην άλλη πλευρά. Κάπου μέσα του, ευχόταν όλο αυτό το μαρτύριο να πάρει τέλος, με όποιο τίμημα. Αλλά τον τελευταίο λόγο, μπορούσε να έχει μόνο εκείνης η καρδιά, κι όχι η δική του. Υποταγμένος απόλυτα στη θελησή της, έβλεπε, και ξεχνούσε αμέσως, ένιωθε, μα πιο πολύ από τη δύναμη του αγκαθιού υπερτερούσε το ρόδο.

29/11/09

άτιτλο

Σταγόνες νερού, σταλακτίτη που στάζει...οι σκέψεις μου, σε σένα πετούν, τον χρόνο αγνοώντας... Δεν αρκούνε μέρες και νυχτες να διαβάσεις το γράμμα αυτό.. Δεν αρκεί ούτε μια ούτε δυο ζωές.. Αν την σκέψη δε μπορέσεις να καταλάβεις του νερού.. Της μικρής του διαδρομής, από την οροφή του σπηλαίου, ως της λίμνης που σκεπάζει σιωπή αιώνια... Μία νότα αφήνοντας μόνο, δίχως απάντηση αν ξεψυχά ή γεννιέται, καθώς χάνεται σε λίμνες υπόγειες... Όχι, καρδιά μου... Δε μπορείς να διαβάσεις το γράμμα αυτό... επειδή δεν έχει μέσα του παρά μόνο σιωπή...

20/11/09

Άνεμος ζωή

Σώπα τα λόγια της καρδιάς

τη θλίψη θρέψε της φωτιάς

π΄όλα τα καίει.

Τη μια σε σύννεφο πατάς

κι ύστερα το χαμό ζητάς

άρα τι φταίει;


Δέσε κορδέλα στα μαλλιά

στα στήθη ρόδα αγκαλιά

και χαμογέλα.

Άνεμος είναι η ζωή

στα χείλη σου κρυφό φιλί

σου λέει Έλα!

10/11/09

Το σκουλήκι και το δέντρο

Στο δέντρο της βροντής, κρεμάστηκε ένα Χερουβίμ... Θέλοντας ανθός του να γίνει. Ένα χρόνο μετά, μια μέρα, μια στιγμή μικρή, ύπουλη, τύψης.... τα φτερά του σκορπισμένα ήταν κι άθλια, στα πέρατα... και το σώμα του σαν απίδι βαρύ, σκασμένο στο χώμα, γλέντοκόπι ήτανε γερό, στα σκουλήκια... Ένας γέροσκώληκας, κοίταξε το δέντρο και έβαλε με το νου του, πως αφού κάνει τόσο καλούς καρπούς, εκεί να ζήσει θέλει, τα γεραματά του. Στην κόχη ματιού αδειανού, σε κρανίο χωρίς νου, σάλα χορού να φτιάξει... Και ξεκίνησε, στο ροζιασμένο κορμό να ανεβαίνει. Τότε είδε μια κάμπια: "Τι σκουλίκη είσαι εσύ;" Την ρώτησε.. "Είμαι κάμπια των ψυχών" .. "Και τι κάνει μια κάμπια των ψυχών;" ... "Τρέφεται με ψυχές. Δαίμονας τ΄ονομά μου, μα σα φτερά βγάλω, και πετάξω, δεν έχω όνομα.. Δεν υπάρχει στο γένος των ανθρώπων όνομα για τόση ελευθερία" .. " Τότε, μοιάζεις με το θάνατο" .... κι η κάμπια, χωρίς χαμόγελο, κοίταξε το σκουλίκη με τρόπο που το έκανε να κουλουριαστεί... " Ξέρεις τι είναι ο Θάνατος , παρότι μιλάς ακόμα" .... " Ξέρω" ... " Θέλω να ζευγαρώσουμε σαν βγάλω φτερά"... Το σκουλήκι, την κοίταξε αμίλητο. Και συνέχισε τον δρόμο του ψιθυρίζοντας.. "Πάντα η ίδια η ιστορία... τα ίδια μου έλεγε κάποτε κι η μάνα σου, κι η γιαγιά σου... Μα μόλις βγάλεις φτερά, τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, από το να πετάξεις..." ...
Το δέντρο άκουσε το διάλογο, τα φυλωματά του, αναριγήσανε, κι είπε στον γεροσκώληκα. " Είσαι κλαδί απ΄ τα κλαδιά μου, και σώμα στο σώμα μου.. Εσύ με το σάλιο σου κι εγώ με τον κεραυνό μου, ταιριάζομαι, τα ψέματα κατατρώγοντας. Εσύ αργά, ήσυχα... κι εγώ... κατακαίγοντας τα πάντα..." ... " Κάνεις όμορφους καρπούς!" Είπε θαυμάζοντας το σκουλήκι.. " Οι χυμοί μου είναι γεμάτοι ορμή κι αλήθεια" , απάντησε το δέντρο. " Κανείς δεν αντέχει την αλήθεια.. μα συ... εσύ την χωνεύεις, την κάνεις ξανά χώμα.... Κι αυτό είναι το πιο όμορφο στον κόσμο. Μια χωμάτινη ψυχή.... Που μπορεί την βροχή να νιώσει, τον ήλιο. και πάνω της να φυτρώσουν λουλούδια και σύννεφα..."

22/10/09

Άτιτλο..

Μες το ψέμα, σ΄ένα τέλμα,
γεννήθηκα κι εγώ.
Μες σ΄ασήμια σκουριασμένα
στων άστρων το φως.

Κι είδα εσένα, βρήκα εμένα
σ΄όνειρο κρυφό,
σε μαλαματένια στήθη
κάστρα σα βουνό...

Μα τα όνειρα περάσαν
όπως κι ο καιρός,
και μαράζωσαν τα στήθη
απ΄το καημό.

Μες τα θαλασιά σου μάτια
στον χαμένο αδελφό
μια γοργόνα τραγουδάει,
πως να κοιμηθώ...

Το παράπονο με δένει
πάνω στα σχοινιά,
σε καράβι που βουλιάζει
κάπου στ΄ανοιχτά.

Κι είναι γύρω μου γαλήνη,
μα και μοναξιά,
ίσως να σε συναντήσω
στον βυθό ξανά.

18/10/09

Μία μέρα Ζωή

Μελαγχολικά τοπία
στα λαγκάδια των θυμών,
σε κρυστάλινα ποτήρια
θαμπές άχνες στεναγμών.

Το τσιγάρο αναμένο
μα το όνειρο σβηστό,
κι είναι διπλοκλειδωμένο
ότι φαίνεται σωστό.

Στο τραπέζι σκορπισμένα
φύλλα από πλατανιά
τα παράθυρα σπασμένα
από ανήμερο βοριά.

Δηλητήριο στα στήθη
κάθε ανάσα και πονάς
για των άλλονε τα ήθη
την καρδούλα ξεπουλάς.

Μα σα κλείνουνε τα μάτια
και κοιμάται πια ο νους,
τα ατίθασα φεγγάρια
δραπετεύουν για αλλού.

Ξεδιψάνε στα σκοτάδια
το ασημένο τους το φως,
και με εραστών τα χάδια
ξεκλειδώνει ο καημός.

Κι είναι αιώνες τα σκοτάδια
και μια μέρα η ζωή,
κάνει τα θλιμμένα μάτια
να ξεχνάνε το πρωί.

21/9/09

άτιτλο

Τα μάτια της τρύπες μαύρες.. περπατούσε μπροστά χωρίς να βλέπει που πατάει.. χωρίς την αίσθηση του αίματος να κυλά μέσα της.. Θα μπορούσε να είχε σωριαστεί εκεί.. στην άκρη του κόσμου της... μπρος τα όχι που είπε, και τα ναι, που πεθάναν μέσα της.. Μα σαν άνεμος η ψυχή της την οδηγούσε πιο πέρα.. πιο μακρυά.. στην ερημιά που το μέλλον της έταζε ... Στη βοή της ησυχίας που κάνουν οι σκέψεις όταν αδιέξοδα, σαν άνθρωπος σκυφτός, αδιάφορος, κάνουν κύκλους πολλούς, περνώντας ξανά και ξανά πίσω από τα ίδια κλειστά παράθυρα...
Μαύρα πηγάδια τα μάτια της... κι ήθελε να πέσει μέσα να πνιγεί.. να μη την αφήσει να φύγει. Ποια δύναμη παράξενη, στη φωνή της, στο αντίο που δε του είπε, του αφαίρεσε όλη τη δύναμη της θέλησης, να ακούσει τη προσταγή της καρδιάς του;Τα χείλη του αγγίξανε δυο πέτρινα χείλη.. η πνοή της σύννεφο ξέπνοο... όχι.. πριν την αφήσει να φύγει, εκείνη ήταν ήδη μακρυά πολύ.. Κι εκείνος έμεινε να κοιτάζει το φάντασμά της, τη σιλουέτα της να καίγεται σα χαρτί στο δειλινό και να σβήνει, βυθισμένος σε μνήμες που πια δεν του ανήκανε.. Όπως δεν του άνηκε και το μέλλον...

Συναντηθήκανε άθελα, σε κείνο το τοπίο ερημιάς.. δεν κοιταχτήκανε... προσπέρασαν ο ένας τον άλλον, ακολουθώντας, σαν σε κύκλο, τα ίχνη από τα βήματα που άφηνε ο άλλος ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση... συναντηθήκανε και προσπέρασαν βουβά κι οι δυο.. όπως βουβά αφήσανε να προσπεράσει η ζωή...

15/8/09

Τα μάτια σου...

Ο ουρανός στα μάτια σου ομορφαίνει
γαληνεύουν της ψυχής μου τα φτερά
καθώς σκιρτάν στον ήχο της καρδιά σου,
και το μπορώ, να σε κρατάω αγκαλιά.

Στα μαλλιά σου κάθε έγνοια κοιμάται
σβήνουν οι φόβοι όταν γέρνω κι ακουμπώ,
στα δάχτυλά μου η επιθυμία ταξιδεύει
θάλασσα άγρια, που με καλεί ν΄αφανιστώ.

Κι αν ναυαγήσω και χαθώ μέσα σε σένα
θα γίνω απόηχος καταιγίδας στην ακτή,
σκόρπια φιλιά στην άμμο απλωμένα
να καίνε τα πέλματά σου στη σιγή.

Ήλιος θα γίνω, βροχή να σε ζητήσω
σύννεφο να πιω και να κρυφτώ,
δάκρυ γλυκό, φωτιά στον αφαλό σου
από τ΄αλάτι της ζωής σου να μεθώ.

Είναι τα μάτια σου εισιτήριο για μένα
για του παράδεισου τα μέρη προσταγή,
στον ουρανό τα φτερά μου απλωμένα
και συ η μόνη που ζητώ, να γυρίσω, γη.

7/8/09

μικρό άτιτλο...

Ήταν ένα μικρό παιδάκι που λάτρευε τον ουρανό. Και τ’ αστέρια..
"Εκεί", του είχανε πει, "εκεί πάνε όσοι αγαπούμε. Εκεί είναι ο παππούς, εκεί και η γιαγιά σου.."
"Που; Δε τους βλέπω.."
"Να, εκεί... σε εκείνα τ’ άστρα.. φανερώνονται τη νύχτα, να μη φοβάσαι το σκοτάδι. Την ώρα που κοιμάσαι, οι άγγελοι τα χαμηλώνουν τόσο που σχεδόν αγγίζουν το μέτωπό σου.."
"Γι’ αυτό βλέπω όμορφα όνειρα;"
"Γι’ αυτό καρδιά μου όμορφη.. γι’ αυτό!"
Εκείνο το βράδυ φύσαγε παγωμένος βόρειος άνεμος, και το παιδί ξύπνησε από τη βοή. Σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό. Δάκρυσε φοβισμένο. Ο ουρανός μαύρος, ούτε ο παππούς ούτε η γιαγιά του ήταν εκεί.. Ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του, κι όσο κι αν τυλίχτηκε στις κουβέρτες, το σωματάκι του δεν έλεγε να ζεσταθεί. Ο ύπνος το βρήκε μες τα αναφιλητά.. Το πρωί σηκώθηκε κακόκεφο, αμίλητο.. Και όλη την εβδομάδα, αρνήθηκε πεισματικά να κοιτάξει πάλι έξω από το παράθυρό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αυτή την προδοσία.. Πως μια τέτοια φοβερή νύχτα, τον ξέχασαν, εκείνοι που τους θυμάται να του λένε πόσο τον αγαπούνε... Σκεφτόταν , πως η αγάπη δεν βαστά για πάντα. Πως ίσως ακόμη και οι γονείς του, να τον πρόδιδαν κάποτε. Και πίκραινε το σφιγμένο στόμα του.
Η μάνα του, είχε δει την αλλαγή. μια ανύποπτη στιγμή πλησίασε τον μικρό και τον ρώτησε, τι είναι αυτό που το βασανίζει. Τα παιδιά δεν αντέχουν τα μυστικά.. Της τά’ πε όλα.. και έπεσε στη αγκαλιά της κλαίγοντας.. "Δε θέλω να σταματήσετε να μαγαπάτε.. δε θέλω.. " Κι η μάνα του τον έσφιξε στην αγκαλιά.. "Πάντα θα σ’ αγαπώ... Το αληθινό φως δεν έρχεται από τ’ αστέρια καρδούλα μου.. Το αληθινό φως, αυτό που κάνει τα αστέρια φωτεινά, είναι το φως της αγάπης. Μπορεί τα αστέρια να τα σκεπάσουνε τα σύννεφα, μα η αγάπη μέσα σου σβήνει όταν συννεφιάζει;"
"Όχι."
"Έτσι δεν σβήνει και το φως.. Το βράδυ οι άγγελοι, φέρνουνε τ’ άστρα κοντά στο μέτωπό σου, όχι για να σε φωτίσουνε. Μα για να τα φωτίσουν."
"Και όσοι πήγαν στον ουρανό, παίρνουνε φως από μένα;"
"Ο ουρανός έχει ανάγκη το φως σου. Το φως της αγάπης.. όλοι, όσοι ζούμε στη γη, πρέπει να δίνουμε στον ουρανό φως.. Να νιώθουμε πόσο δυνατή είναι η αγάπη.. Και τότε, όσες καταιγίδες κι αν έρθουν, όλες θα είναι περαστικές. Να εμπιστεύεσαι το φως μέσα σου. Κι όταν ακόμη είναι σκοτάδι, και φυσά, και κάνει κρύο.. Άκου προσεχτικά την καρδιά σου και θα το νιώσεις.. Πως μόνος δεν είσαι. Ούτε ήσουν ποτέ.. "
Εκείνο το βράδυ το παιδί, ξάπλωσε ευτυχισμένο, έκλεισε τα μάτια του, και ψιθύρισε.. Ελάτε να πάρετε φως.. Σας αγαπώ! Πολύ πολύ!
Ήξερε, πως κι όταν ακόμη δε βλέπει αστέρια στον ουρανό, εκείνα υπάρχουν. Πως τις πιο σίγουρες απαντήσεις τις δίνει η καρδιά...

30/7/09

Σ΄αγαπώ!

Κάθε φορά που εκείνη ήταν λυπημένη, βαριά συννεφιά φούσκωνε τα πνευμόνια του... Οι βαθιές εισπνοές από το τσιγάρο της, κάθε της ανησυχία, η κάθε έγνοια, πνίγαν την δική του αναπνοή... Ξύπνησε με αυτή την αίσθηση, πως γλυστρούσε στο βυθό της θάλασσας, σαν ένας νεκρός που ρίχθηκε από σανίδα πλοίου, καλά τυλιγμένος σ' άσπρο σεντόνι... Μια υπόκωφη βοή ησυχίας, και η αίσθηση τελικής πτώσης.... Μια πτώση που δεν έλεγε να σταματήσει... σα να μην είχε πάτο η θάλασσα.. Σαν αν έπεφτε αντί για τη θάλασσα στον ουρανό... ίδια απελπισία , ίδια η μοναξιά του ναύτη που στα κύματα θάβεται και κείνου του ονειροπόλου "αστροναύτη", που θάβει στα άστρα τις προσευχές του... Θα μπορούσε για πάντα να μείνει εκεί, να πέφτει... να πέφτει... κι όλο να πέφτει, ώσπου το τέλος του χρόνου να δώσει τέλος. Τον σώζαν τα μάτια της.. Τις ώρες, τους αιώνες ίσως, που τα μάτια του παραδινόντουσαν στο σκοτάδι και τα βλέφαρα ατσάλι βαρύ σκεπάζανε τις μνήμες, έβλεπε τα μάτια της... Φάρους φωτεινούς, που τα αλλάζαν όλα, δίνοντας χρώμα στη θάλασσα, ζωή, και κάνανε το σεντόνι να καεί, σα να ήταν φτιαγμένο από λάμψη μόνο να σκορπίσει στα κύματα, μέχρις να μείνει γυμνός.. γυμνός και λεύτερος.... Με την παλάμη της η θάλασσα, τον έφερνε τότε κοντά της... Παραλία γυμνή, με δυο πέτρες, που λάμπανε στο φως του φεγγαριού, αυτός κι εκείνη... Την πλησίασε αργά, με χαρά, με ιερότητα και πόθο.. Στοργικά γονάτησε δίπλα της, καθώς αυτή καθόταν στην άμμο, και κάπνιζε, κοιτόντας το φεγγάρι... _"Μα γιατί είναι τόσο θλιμένο..".... Μονολόγησε... "Το φεγγάρι είναι πάντα θλιμένο σαν με κοιτά, τα τελευταία χρόνια. Ίσως, γιατί το πρόδωσα... Γιατί δε βάσταξα φως μου, φως και για κείνο... Όλο το έδωσα. Όλο το χάρισα... Τίποτα δε κράτησα.. ".... Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα , κι ύστερα λευτέρωσε τον καπνό, μαύρο, πιο μαύρο από πριν.. και δάκρυ μαύρο κύλησε στην άμμο... "Δεν είχα χέρια να κρατήσω", συνέχισε, "δεν είχα βλέπεις πια ψυχή δική μου για να ορίσει τα χέρια μου. Τα έδωσα όλα... για μένα κράτησα μερικές αλήθειες μόνο, και τώρα με συντροφεύουν, καπνός, μες τη ζωή μου".... Ήθελε τόσο να την κάνει να τον κοιτάξει.. να δει τα μάτια της στα μάτια του, να νιώσει, να της πει πως εκείνη, με το φως που λέει πως δεν έχει, τον γύρισε πίσω στη ζωή... Τίποτα δεν είπε.. μόνο κάθησε δίπλα της, έπιασε το αριστερό της χέρι, απαλά... και κοίταξε κι αυτός το φεγγάρι... Τον τόπο που κατοικούνε όλοι οι έρωτες που χαθήκανε μα δε ξεχαστήκανε.. Το φεγγάρι... που καίει την αύρα μας, και κλέβει την λευκή της φλόγα....

Κι ύστερα, έπεσε ένα αστέρι... μία ευχή... μϊα ευχή που ίσως μοιραστήκανε.. γιατί το χέρι της έσφιξε τρυφερά το δικό του.. σα να σφίχτηκε η καρδιά της από λαχτάρα κρυφή.... Στράφηκε προς εκείνη και απαλά με τα δάχτυλα του άλλου χεριού, έστρεψε το προσωπό της προς αυτόν.... κοιταχτήκανε... Μια θλίψη απέραντη στα μάτια της.. κι άλλο δάκρυ... "Δεν μπορώ να αγαπήσω ξανά.."... του ψιθύρισε... "Δεν μπορώ να δώσω χαρά.."... Μα κείνος, σαν να μην άκουσε τα λόγια της, ακούγοντας μόνο τον παλμό της... ανάμεσα στο χέρι του.. στις άκρες των δαχτύλων που σχεδόν αγγίζανε τον λαιμό της, έσκυψε και την φίλησε... Εκείνη, παγωμένη στην αρχή, όπως ένα ερωτηματικό, που δεν τολμάει να ρωτήσει, ύστερα αφέθηκε στο φιλί.... Και κούρνιασε στην αγκαλιά του... Ανοίγοντας κάποια στιγμή, τα μάτια της, πριν αποκοιμηθεί, είδε πέρα στης θάλασσας την άκρη, το φεγγάρι να ζωγραφίζει με φως, τον ορίζοντα.... δεν σκέφτηκε άλλο.. Κούρνιασε και κοιμήθηκε εκεί.. στην αγκαλιά του..Κι ο πόνος της, έγινε πόνος του, κι ο δικός του πόνος, φτερά έβγαλε και πέταξε.. παίζοντας κυνηγητό με την ψυχή του ανάμεσα στ΄άστρα... Την ώρα που ανάλαφρη ήτανε πια, έσκυψε και της ψιθύρισε στο αυτί το πιο μεγάλο του μυστικό.. "Σ΄αγαπώ!.. " Και μες τον ύπνο της, του φάνηκε πως χαμογέλασε και φωτίστηκε το προσωπό της... Έλαμψε και το δικό του πρόσωπο... "Αυτό, είναι! ".. σκέφτηκε.... "Θα της φανερωθώ στα όνειρά της.. εκεί που η αλήθεια του κόσμου, δεν μπορεί να φυλακίσει την αλήθεια της ψυχής... Και στο πιο όμορφο όνειρο, της Αγάπης, θα την πάρω να δραπετεύσουμε... Μέχρι που το όνειρο να γίνει η μόνη αλήθεια, και κάθε άλλη αλήθεια να μαραζώσει και να χαθεί.. Και τότε, θα της ζητήσω, να χορέψουμε! Κι όχι σα να είμαστε μόνοι, αλλά σα να ήμασταν από ανέκαθεν, μόνο μαζί! Σαν ένα... ολόκληρο Ένα... "... Και στα λόγια του, που άθελα τα είπε φανερά, ράγισε το φεγγάρι, κι άρχισε στον ορίζοντα, γαλήνια να έρχεται η αυγή... "Πόσο όμορφο να χορεύουμε στη νοτισμένη, δροσερή άμμο... ".. σκέφτηκε, "κι μέρα να χαράζει στα μάτια της..." Σαν ηχώ μιας λέξης που δεν ειπώθηκε, ένιωσε στο στήθος του την καρδιά της να χτυπά... κι ανάσανε σχεδόν ευτυχισμένος... την αναπνοή της...

"Σ΄αγαπώ! "....

24/7/09

"Big.. bang"...

Ο αληθινός κόσμος, είναι αυτός που ανθίζει μέσα μας, όταν δε φοβόμαστε, όταν, ο πόνος κι η χαρά μπορούν να χορέψουν μαζί.. και να ταξιδέψουν την σκέψη στα σωστά μονοπάτια.. Εκείνα που όταν όλες οι ανάγκες μας σβήσουν, όταν καταρεύσουν τα ψεύτικα πρότυπα μιας τίμιας ή ηδονικής ζωής, μιας ζωής ταγμένης σε ένα σκοπό ή άλλον, εκείνα τα μονοπάτια, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Τα μόνα, όταν όλος ο κόσμος χαλάσει.. Και δεν οδηγούν στα άστρα... όπως πολλοί ζωγράφοι, πολλά παιδιά κι ερωτευμένοι φαντάζονται.. Μα συγκλίνουν μέσα μας, γη κι ουρανό, όλα, μπορούν να τα χωρέσουν σε μια μικρή καρδιά. Ή ένα δάκρυ.


Ίσως τα άστρα να μην είναι παρά μια καρδιά που έσπασε... Το big bang, από το οποίο γεννήθηκε ο κόσμος, καθώς μας λένε οι αστρονόμοι, ίσως δεν είναι αλλο από μια καρδιά, που έσπασε απ΄αγαπή...

20/7/09

Ένα


Τα μάτια της θολά τοπία, βροχής... Τα μαλλιά της βρεγμένα κι αυτά. Ολόκληρο το κορμί της έτρεμε... Βάσταγε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, ενώ τα πόδια της προσπαθούσαν να τον φυλακίσουν εκεί.. Μα η ανάσα, οι αντοχές της, την προδίδαν.. Και χρειαζόταν τότε Αυτός, με όλη του τη δύναμη, να την υποτάξει... Η φωνή λυγμός έφτασε στα χείλη της... κι από κει άξαφνα, κραυγή έγινε, ζητώντας να πετάξει...Να πάρει μαζί ψυχή και κορμί ως τον ουρανό... Ναι.. εκεί ήταν... εκεί που καμιά ενοχή δε σκιάζει το φως, που βγάζουν δυο κορμιά σαν ενώνονται σε ένα... "Φτάνει... δεν αντέχω άλλο, φτάνει", του είπε, προσπαθώντας να πάρει ανάσα... Κι αυτός, με τη γεύση της στο στόμα, διψασμένος πιο πολύ από πρώτα, γλίστρησε απαλά φτιάχνοντας ένα μονοπάτι από φιλιά, ξεπερνώντας του αφαλού της τις δίνες, ως τα στήθη... ως το στόμα... Κι έκλεψε την αναπνοή της, καθώς, χανόταν μέσα στα σωθικά της... Πυρωμένα τα χείλη του, από την δική της φωτιά, κι αυτή η αίσθηση, πως είναι δική του, όσο δεν πάει.. Ψυχή και σώμα... Να κρυφτεί ήθελε ως το τέλος του χρόνου μέσα της, να μη γυρίσει ποτέ στον ψεύτικο κόσμο, της υποκρισίας.. Τόσο κοντά, έπρεπε πάντα να είναι.. Αυτός κι Εκείνη, ήταν Ένα.. Αυτή η μόνη αλήθεια. Το σμίξιμό τους ήταν το σμίξιμο μιας άδικα διαιρεμένης ψυχής.. Που από λάθος, ή φθόνο των Θεών, βρέθηκε μοιρασμένη σε δυο κορμιά... Δυο κορμιά που τώρα πια δεν υπήρχαν, δεν θέλανε να χωρίσουν... "Ταξίδι", ονόμαζε με το νου, την ώρα της αναμονής, τον τρόπο που ήθελε ο πόθος κοντά της να πετάξει... Όχι .. όχι, δεν είναι ταξίδι.. Δεν είναι μέρη ανεξερεύνητα το κορμί της... Δεν είναι άστρα τα μάτια της, δεν είναι θάλασσα τα κύματα που σπάνε στο στήθος του, καθώς την κρατά αγκαλιά... Όχι.. Ήταν και είναι το δικό του κορμί, αυτό που βαστάει.. Η δική του ανάσα, η ανάσα της... Επιστροφή είναι... στον παράδεισό! Εκεί, που δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο να ζητήσεις πια... γιατί τα έχεις όλα!...

Το πρωί, οι κουρτίνες παίζανε με το φως.. Τ’  απαλό χάδι του ανέμου, έφερνε αύρα θαλασσινή, και μνήμες ... που ζητούσαν επίμονα να ξαναγίνουν παρόν... Η παλάμη του, στοργικά σα φωλιά πουλιών, έκρυβε τη καρδιά της... Ολόκληρη, είχε φωλιάσει το κορμί της στο δικό του κορμί.. Τα πόδια τους μπλεγμένα... Της άρεσε αυτή η αίσθηση ανάμεσα στα πόδια της... Πέρασε το χέρι της πάνω από το δικό του.. "Σ’ αγαπώ! Ψιθύρισε.... σ’ αγαπώ!".... Ένα δάκρυ που κύλισε ως τα χείλη της, ήταν η πρώτη γεύση εκείνο το πρωινό.. Ένα δάκρυ, με τόσα πολλά συναισθήματα μέσα.. κι ίσως να είχαν κυλίσει κι άλλα... αν δεν την άκουγε μέσα στο όνειρό του, που ζούσε... Ανασηκώθηκε ελαφρά, έγειρε πάνω από το πρόσωπο της, και το χαμόγελό του σαν ήλιος, της ζέστανε την ψυχή... "Κι εγώ σ’ αγαπώ!" της είπε... Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια... γαλήνεψε η ψυχή της... "Μα, πως.. πως με άκουσες;" Του είπε παιχνιδιάρικα, μα με απορία.. "αφού σχεδόν, το είπα μέσα μου.. και κοιμόσουν".... "Είναι γιατί σ’ αγαπώ, μικρή μου! Ζωή μου! Φως μου! ".... Το χέρι του κύλησε στο λαιμό της... στήριξε το κεφάλι της, και της έδωσε ένα κατακόκκινο, απαλό φιλί... η μέρα είχε μόλις αρχίσει.. κι ήταν εκεί.. μαζί...