Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

10/2/20

Αλυκές

Μέρες που κοιμήθηκαν οι σιωπές,
μέρες που η σκέψη αγναντεύει το χθες.
Γίνεται η σκιά ρούχο και σκοπός
πάνω σε ρολόγια που έσπασε το φως.

Ο μεγάλος δείκτης σκίζει την καρδιά
λάβαρο μαχών γι’ άταφα φιλιά.
Θάλασσα κυματίζει μες τα βλέφαρα
γλυκιά Ταραχή μου, που δεν μ’ έδωσα.

Ο μικρός ο δείκτης είναι πιο σοφός
βήματα μεγάλα στο τροχισμένο φως.
Στέκεται για λίγο σχεδόν ακίνητος
κι ύστερα προσπερνά, τάχα αήττητος.

Σκόρπισε τις μέρες, σάρωσε καλά,
κάπου από το δώμα ο άντρας σε κοιτά.
Σκέπασε τα μάτια, κρύψε την καρδιά
κι αλυκές κάνε από τα κρίματα.

Ρίξε στο φαΐ αλάτι και σιωπή
σύννεφο να γίνουν και βροχή,
όμορφα άνθη μες τον κήπο σου
στεφάνι στον βαθύτερο ύπνο σου.

4/2/20

Αναμονή.


Κάλπικα κέρματα, παλιά φεγγάρια,
στη χούφτα βάσταγες τα βράδια...
Στην τόση θλίψη σου είχα απορήσει
πως λάμπεις όμορφα σαν δύση!

Κάθε φεγγάρι, απ’ τά θαμμένα,
στα μάτια φώτιζε τα περασμένα,
ασήμι γλίστρησε στο μάγουλό σου
και σφράγισε τα χείλη σου κερί.

Το σώμα ψέλλισε «έφθασε η ώρα,
βάλε φωτιά να λιώσεις το κερί».
Κι ένα βράδυ – όμοια πόσα!,
δραπέτευσε στη νύχτα σαν πουλί.