Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30/9/13

Απόστημα

Κυοφορούσε μια τεράστια σιωπή.
Κρυμμένη κάτω από πολύχρωμες λέξεις
και προτάσεις.
Αν πρόσεχες, πίσω από κάθε ωραία εικόνα,
πίσω από κόμματα, τελείες, ανάσες,
θα την έβλεπες.
Μα έβαζε τα σημεία στίξης πολύ βιαστικά,
να μη προλαβαίνεις να δεις, να νιώσεις,
άλλο από ό,τι φαίνεται.

Κι έτσι περπατούσε ανάμεσα στους ανθρώπους,
κι όλοι λέγανε: τι ευγενικός, τι όμορφα που μιλά,
τι ωραία ζωντανή φαντασία, πόσες εικόνες.
τι όμορφος ο κήπος της ψυχής του.
Ούτε όταν η σιωπή έσπασε,
και τα χρώματα , οι εικόνες, το φαίνεσθαι,
βυθίστηκαν στο απέραντο χάος της,
δεν υποψιάστηκαν την αλήθεια.
Γιατί χωρίς ωραίες εικόνες να βλέπουνε,
προσπέρασαν αδιάφορα, χωρίς να τον προσέξουν.

άτιτλο

Συμβαίνει όλη την ώρα.
Διπλώνεται, αναδιπλώνεται,
ξετυλίγεται στον άνεμο ως σημαία….
Ή ως τα μακριά μαλλιά κοριτσιού
π’ αγναντεύει τη θάλασσα.

Στάχτη

Άσπρος σα το πανί
ζωγραφίζει τους φόβους του.
Κι είναι εικόνες 
θεάτρου σκιών.

Δε διακρίνει από καιρό μορφές,
μόνο σκιές και φως και αδιέξοδα.
Απέραντο λευκό πανί οι επιλογές του,
όλες σταματούν εκεί: στη σιωπή.

Κάθε μέρα φορά το χαμόγελό του,
λούζεται και χτενίζεται να φύγει η στάχτη.
Μα κάθε βράδυ το μαξιλάρι του γεμίζει γκρίζο,
αστέρια που δεν έχουν ουρανό.

Και ζωγραφίζει με τα δάχτυλα στη στάχτη,
κι είναι η καρδιά του που σιγοκαίγεται δειλά.
Ως το πρωί, θα έχει μείνει ακόμη κάτι,
όσο κι αν καίγεται, δε λέει να σβήσει η φωτιά.

Ασυνέχεια

«Όπως αρχίζει έτσι τελειώνει.»
Αφήνει ίχνη στην άμμο με το ξύλο,
μονολογεί ακατάπαυστα, ακατανόητα.
Οι ώμοι του τσακισμένοι απ’ το βάρος,
σβήνει το κύμα τα σχέδια του.
«Η ασυνέχεια, είναι η συνέχεια
φυσικό επακόλουθο του τρόμου.
Φεύγει, όλο φτερουγίζει, αρκεί να φεύγει,
άτακτα, χωρίς πλάνο σωτηρίας.
Η συνέχεια είναι η ασυνέχεια του τρόμου»

Φορά ένα κουρελιασμένο μπασμένο σακάκι
κι ένα κοντό σορτσάκι παιδικό.
Τα μαλλιά του άσπρα, αχτένιστα, θυμωμένα.
Σχεδιάζει ξανά και ξανά με το ραβδί.
Γνωρίζει πως το κύμα θα τα σβήσει.
Κι αυτή είναι η αγωνία του, να προλάβει
να χαράξει μία νέα γραμμή πριν η παλιά σβηστεί.
Όλο αυτό ξεκίνησε ως παιχνίδι,
κι έγινε η ζωή του.. Άγχος…
Τρόμος πως κάποια μέρα θα χαθεί.

17/9/13

φύσημα



Ένα φύσημα τ' ανέμου η ζωή
και καποια πεσμένα φύλλα φθινοπώρου
να μας θυμίζουνε στιγμές που ζήσαμε
ή κι αλλες που αφήσαμε
στο παραλήρημα τ' ανέμου να χαθούν... Ν.Κ.

Ένα φύσημα τ’ ανέμου η ζωή
και μια πνοή: η Άνοιξη!
Από παλιές που ζήσανε στιγμές
κι εκείνες,  π’ αποκοιμηθήκαν
 χωρίς να παίξουν,
να φτιάχνει σα χώμα σκάβοντας τη ψυχή
ελπίδες
που θα ψηλώσουνε ως  τ’ άστρα!
Η νύχτα θα καρπίσει και αυτή,
ολόγιομη θα κρέμεται η σελήνη
στα κλαδιά που γύμνωσε η θλίψη
και ξάπλωσε κατάλευκος  χειμώνας…
Κι όπως θ΄ ανθίζουνε, θ’ ανθίσεις και εσύ,
κι η νύχτα θ’ ανάβει σα γιορτή!

Και θα’ ναι κατακόκκινη η καρδούλα σου
το πιο όμορφο της Άνοιξης λουλούδι..!

Γαλήνη!

Στεκόντουσαν όρθιοι κι αγκαλιασμένοι.
_Θα μπορούσα να το κάνω για πάντα αυτό…  της είπε.
_Θα έκανες καμπούρα!
«Ένας σάκος   γεμάτος  επιθυμίες, όνειρα κι άστρα», σκέφτηκε …  Αν τον τσίμπαγε κανείς με κάτι τόσο αιχμηρό, όσο η πιο βαθιά του αλήθεια, θα έσκαγε όπως ένα  μπαλόνι και θα απελευθερωνόντουσαν  σαν πολύχρωμες πεταλούδες στο φως.. !
Χαμογέλασε!.. Το μυαλό του γεμάτο συναισθήματα κι εικόνες,  μα δεν είπε τίποτα..
Πώς να μιλήσεις  για την αλήθεια, τι  να πεις για την ομορφιά, όταν οι δυο τους ως ένα στέκεται εμπρός σου, την κοιτάς στα μάτια, την ανασαίνεις, την αγκαλιάζεις, την ζεις;  Την ομορφιά όταν την ζεις δεν την περιγράφεις..  Δε την μικραίνεις να χωρά σε λέξεις…

10/9/13

Μαζί!

   Κρέμασε τα πόδια στο κενό και κοίταξε πέρα μακριά.. Ο αέρας ανασήκωνε τη φουστίτσα της, που ίσα κάλυπτε  τα γόνατά της…  Μπροστά της  φτερουγίζουνε άναρχο σμήνος τα χελιδόνια, παίζουν και τιτιβίζουνε δίνοντας μία εύθυμη νότα στη συννεφιά της μέρας. Έτσι όπως καθότανε στο παράθυρο, τρεις ορόφους πάνω από τη γη, ήταν μες την πόλη μια μαγική όαση, που ξεκούραζε μάτια και καρδιά! Ανέμιζαν τα μακριά της μαλλιά στο δροσερό αεράκι που προμήνυε βροχή, κι από το μισάνοιχτο πουκάμισό της , έμπαινε όλη η αύρα του φθινοπώρου, γεμάτη μεστωμένα αρώματα κάποιου μακρινού δάσους και κάποιας θάλασσας και δροσίζανε το ξαναμμένο στήθος της.
    Την πλησίασε απλά, όπως αν ήταν το πιο εύθραυστο πλάσμα στον κόσμο, λες κι αν έκανε κάποια απότομη  βεβιασμένη κίνηση θα σκόρπαγε ως ένα σύννεφο από πεταλούδες στον άνεμο, και θα την έχανε από τα μάτια του σαν όλα όσα είχανε μοιραστεί μόλις πριν, να ήτανε όνειρο κι όχι αλήθεια… Την πλησίασε και την αγκάλιασε από την μέση, κι εκείνη έγειρε πίσω το κορμί της πάνω στηριζόμενη μ’ εμπιστοσύνη πάνω στο δικό του.. θέση βολική όσο και προκλητική, έτσι όπως ξεπρόβαλε γυμνός ο λαιμός της, για να της δώσει εκεί,  ένα φιλί…  Στα χείλη του ένιωσε την αδάμαστη από τον άνεμο εφηβεία των σαράντα χρόνων της, το σφυγμό της, το άρωμα της ολάνθιστης ευτυχίας… Δε βιάστηκε καθόλου να τραβήξει τα χείλη από τη σάρκα της.. κι έμενε εκείνη βουβή, δακρυσμένη, με μάτια κλειστά, με το κεφάλι γερμένο, σα να του έλεγε: «μη! Μη βιαστείς να πάρεις τα χείλη σου από πάνω μου….»
   Μα έπειτα θυμήθηκε, πως δε θα τον ξαναδεί… όχι έτσι!.. όχι τόσο κοντά… Δάκρυα κυλίσανε από τα κλειστά της βλέφαρα, κι ας χαμογελούσε.. Χαμόγελο γλυκόπικρο, βασανισμένο από αφόρητη ευτυχία κι από αφόρητη  μοναξιά, λαμπερό… κι ωστόσο γλυκόπικρο. Έπιασε το χέρι του και το μετέφερε στην καρδιά της, κρατώντας πάνω του την παλάμη της. Η ώρα Ιερή. Ιερή σιωπή… δεν είχε, δεν ήθελε τίποτα να πει, τίποτα να ακούσει. Τα χείλη του απομακρύνθηκαν μία μόλις ανάσα από το λαιμό της, φτάσαν στ’ αυτί…. «σ’ αγαπώ!» της ψιθύρισε…  Πόσο αδύναμη στάθηκε να βρει ψυχή, την ελάχιστη  φωνή που χρειάζονται δυο σίγμα στη σειρά για ν’ ακουστούνε.. «σσ!» Ο άνεμος σκέπασε τη φωνή της, δε μπορούσε να δει τα δάκρυά της…  «σ’ αγαπώ» επανέλαβε αργά. Κι ήταν τα λόγια του ρομφαία που της τρυπήσανε την καρδιά!
   Μια σκέψη της πέρασε από το μυαλό, έτσι όπως έβλεπε ξέγνοιαστα τα πουλιά να πετάνε.. Έκανε μια μικρή, αμυδρή κίνηση, αλλά το κορμί αρνήθηκε να φύγει από το αγκάλιασμά του.. Το να πηδήξει ήταν το εύκολο. Το δύσκολο να ζει μακριά του.. Θα έπρεπε να τον μισεί για όσα της είπε, για όσα της λέει…  Ήθελε να πιστέψει τα μισά από αυτά και τα άλλα μισά να μη τα είχε ακούσει ποτέ.. Ποτέ! Αδιαμαρτύρητα αφέθηκε να βουλιάξει μαζί  του στη «στιγμή» , παρότι ήδη γνώριζε..  Από έρωτα; Από απελπισία; Ίσως από κτητικότητα, να του δείξει πόσα χάνει, αν είναι μακριά.. Ίσως, γιατί είχε μόλις χάσει τον εαυτό της, κι ήθελε να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα  ναυαγισμένα ωραία «θέλω» της. Μια παρένθεση στην Πραγματικότητα….
   Όπως και να’ χει, δεν της άξιζε ο δεύτερος ρόλος.. αλλιώς, αλλιώς το είχε ονειρευτεί… Ή μήπως της άξιζε; Τι σκατά είχε μες το μυαλό της, τι; Η αλήθεια της καρδιάς και πράσινα άλογα… Η αλήθεια, η δίκη της μονόπλευρη αλήθεια!  Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί. Μα τώρα.. για όσο.. χωρίς λέξεις, χωρίς γιατί, χωρίς… χωρίς!… ήταν εκεί, Μαζί του!