Κρέμασε τα πόδια
στο κενό και κοίταξε πέρα μακριά.. Ο αέρας ανασήκωνε τη φουστίτσα της, που ίσα
κάλυπτε
τα γόνατά της…
Μπροστά της
φτερουγίζουνε άναρχο σμήνος τα χελιδόνια, παίζουν
και τιτιβίζουνε δίνοντας μία εύθυμη νότα στη συννεφιά της μέρας. Έτσι όπως καθότανε
στο παράθυρο, τρεις ορόφους πάνω από τη γη, ήταν μες την πόλη μια μαγική όαση,
που ξεκούραζε μάτια και καρδιά! Ανέμιζαν τα μακριά της μαλλιά στο δροσερό
αεράκι που προμήνυε βροχή, κι από το μισάνοιχτο πουκάμισό της , έμπαινε όλη η αύρα
του φθινοπώρου, γεμάτη μεστωμένα αρώματα κάποιου μακρινού δάσους και κάποιας
θάλασσας και δροσίζανε το ξαναμμένο στήθος της.
Την πλησίασε απλά, όπως αν ήταν το πιο εύθραυστο
πλάσμα στον κόσμο, λες κι αν έκανε κάποια απότομη βεβιασμένη κίνηση θα σκόρπαγε ως ένα σύννεφο
από πεταλούδες στον άνεμο, και θα την έχανε από τα μάτια του σαν όλα όσα είχανε
μοιραστεί μόλις πριν, να ήτανε όνειρο κι όχι αλήθεια… Την πλησίασε και την
αγκάλιασε από την μέση, κι εκείνη έγειρε πίσω το κορμί της πάνω στηριζόμενη μ’
εμπιστοσύνη πάνω στο δικό του.. θέση βολική όσο και προκλητική, έτσι όπως ξεπρόβαλε
γυμνός ο λαιμός της, για να της δώσει εκεί, ένα φιλί… Στα χείλη του ένιωσε την αδάμαστη από τον
άνεμο εφηβεία των σαράντα χρόνων της, το σφυγμό της, το άρωμα της ολάνθιστης
ευτυχίας… Δε βιάστηκε καθόλου να τραβήξει τα χείλη από τη σάρκα της.. κι έμενε
εκείνη βουβή, δακρυσμένη, με μάτια κλειστά, με το κεφάλι γερμένο, σα να του έλεγε:
«μη! Μη βιαστείς να πάρεις τα χείλη σου από πάνω μου….»
Μα έπειτα θυμήθηκε,
πως δε θα τον ξαναδεί… όχι έτσι!.. όχι τόσο κοντά… Δάκρυα κυλίσανε από τα
κλειστά της βλέφαρα, κι ας χαμογελούσε.. Χαμόγελο γλυκόπικρο, βασανισμένο από
αφόρητη ευτυχία κι από αφόρητη μοναξιά,
λαμπερό… κι ωστόσο γλυκόπικρο. Έπιασε το χέρι του και το μετέφερε στην καρδιά της,
κρατώντας πάνω του την παλάμη της. Η ώρα Ιερή. Ιερή σιωπή… δεν είχε, δεν ήθελε τίποτα
να πει, τίποτα να ακούσει. Τα χείλη του απομακρύνθηκαν μία μόλις ανάσα από το
λαιμό της, φτάσαν στ’ αυτί…. «σ’ αγαπώ!» της ψιθύρισε… Πόσο αδύναμη στάθηκε να βρει ψυχή, την
ελάχιστη φωνή που χρειάζονται δυο σίγμα
στη σειρά για ν’ ακουστούνε.. «σσ!» Ο άνεμος σκέπασε τη φωνή της, δε μπορούσε
να δει τα δάκρυά της… «σ’ αγαπώ»
επανέλαβε αργά. Κι ήταν τα λόγια του ρομφαία που της τρυπήσανε την καρδιά!
Μια σκέψη της πέρασε
από το μυαλό, έτσι όπως έβλεπε ξέγνοιαστα τα πουλιά να πετάνε.. Έκανε μια
μικρή, αμυδρή κίνηση, αλλά το κορμί αρνήθηκε να φύγει από το αγκάλιασμά του..
Το να πηδήξει ήταν το εύκολο. Το δύσκολο να ζει μακριά του.. Θα έπρεπε να τον
μισεί για όσα της είπε, για όσα της λέει… Ήθελε να πιστέψει τα μισά από αυτά και τα άλλα
μισά να μη τα είχε ακούσει ποτέ.. Ποτέ! Αδιαμαρτύρητα αφέθηκε να βουλιάξει μαζί
του στη «στιγμή» , παρότι ήδη γνώριζε.. Από έρωτα; Από απελπισία; Ίσως από
κτητικότητα, να του δείξει πόσα χάνει, αν είναι μακριά.. Ίσως, γιατί είχε μόλις
χάσει τον εαυτό της, κι ήθελε να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα ναυαγισμένα ωραία «θέλω» της. Μια παρένθεση
στην Πραγματικότητα….
Όπως και να’ χει,
δεν της άξιζε ο δεύτερος ρόλος.. αλλιώς, αλλιώς το είχε ονειρευτεί… Ή μήπως της
άξιζε; Τι σκατά είχε μες το μυαλό της, τι; Η αλήθεια της καρδιάς και πράσινα άλογα…
Η αλήθεια, η δίκη της μονόπλευρη αλήθεια! Όχι. Δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξαναδεί. Μα
τώρα.. για όσο.. χωρίς λέξεις, χωρίς γιατί, χωρίς… χωρίς!… ήταν εκεί, Μαζί του!