Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

16/11/21

άτιτλο

Απαλά σκόρπισε ο άνεμος σε όλο το σπίτι, τις ένδοξες τούτες ημέρες και νύχτες, ιδίως τις νύχτες, που το κροτάλισμα του σαρακιού γινόταν πιο επίμονο. Αυτή η σκόνη όμως κάποτε υπήρξε έπιπλο, δάσος, και παλιά, σχεδόν χθες δηλαδή, ήταν ένας γαλαξίας που εκρήγνυται… «Πόση σκόνη» σκέφτηκε ο ιδιοκτήτης… Και για μια στιγμή διχάστηκε, αν έπρεπε να ξαπλώσει στο δάπεδο, να σκεπαστεί από αυτήν μέχρι η εντροπία καταργήσει κάθε τι, ή αν θα ανοίξει το παράθυρο να μπει ήλιος και φρέσκος αέρας, και να σαρώσει την σκόνη, διώχνοντάς την έξω από το σπίτι που τη γέννησε. Δεν θα σας πω τι έκανε.. μόνο αυτό: Έξω από το σπίτι υπήρχανε κάποια λουλούδια, αδύναμα, κι έτοιμα να πεθάνουν… Μια μέρα μετά, τα λουλούδια τους γίνανε μαγικά, και χωρίς να έχουνε λαμπερά χρώματα, τα μάτια μεθούσαν κοιτάζοντάς τα… Καμπύλωνε το φως πάνω τους, κι αυτά γέρναν τον μίσχο, σα γυμνό λαιμό, στα φιλιά του… κουδουνίζοντας με τις μικρές κινήσεις τους, ένα τραγούδι τόσο καινούργιο, τόσο παλιό, τόσο αόρατο μα και δυνατό… όπως ο έρωτας… !

12/11/21

Το όνομά μου Αύγη…

_Έπαθλο ήμουν. Άνθρωπος δεν υπήρξα: Μήτε παιδί, μήτε γυναίκα, μήτε μάνα πρόλαβα σωστά να γίνω. Την μοίρα μου ορίζανε πάντοτε οι άλλοι, οι ισχυροί… Μα, θα μου πείτε, αυτή δεν είναι η Μοίρα όλων των ανθρώπων; Ε ναι λοιπόν, τούτη η μοίρα τους, όσο η δύναμη με σύμμαχο τον φόβο εξουσιάζει… Στην μοίρα αυτήν αντιτάχθηκα… Μόνο του πατέρα υπάκουσα την εντολή, κι αυτό όχι από φόβο μα από τρόμο… μην γίνω έρμαιο ανδρός. Κάλιο ιέρεια της Θεάς και παρθένα, παρά δουλικό σε έναν κόσμο ζυγισμένο από άνδρες για άνδρες. Βλέπετε, ο πατέρας μου έβαζε σαν όλους σχεδόν τους πατεράδες του τότε κόσμου, πάνω από την ζωή και το μέλλον μου την μοίρα των ανδρών που γέννησε. Και σαν άκουσε από το μαντείο, πως, αν γεννήσω αγόρι, αυτό θα φονεύσει του θείους του, η μοίρα φάνηκε να μου γελά, και μ’ έταξε παρθένα να μείνω στην ζωή μου όλη, την Αθηνά να υπηρετώ στον ναό της στην Ταγέα. Γαλήνια κυλήσανε τα εφηβικά μου χρόνια στη Θεά δίπλα… Ούτε φωνές μεθυσμένων ανδρών, ούτε τα όπλα τους ν’ ακούω και τις οπλές των αλόγων! Η μέρα άρχιζε όμορφα και τελείωνε γεμάτη ευτυχία! Αυτή ήμουν! Για όσο πρόλαβα… Τον έχετε δει φαντάζομαι τον Ηρακλή. Τον ήρωα! Το βαρύ σχεδόν πέτρινο κορμί του σαν μυλόπετρες έλιωσε ότι πιο πολύτιμο είχα… Ένα μικρό ανθάκι στα στήθη μου, μια ανεμώνη… Αδύναμο, δεν είχε καν ακόμα ανθίσει, τα πέταλά του δεν προλάβανε να νιώσουν το φως… Το συνέθλιψε με το πέτρινο σώμα του, αυτός, που όλοι εσείς αποκαλείται σπουδαίο… Η παλάμη του σφράγισε το στόμα μου σαν ταφόπλακα, κι οι κραυγές μου, ο πόνος μου, η γυναίκα που κάποτε ίσως γινόμουν και το παιδί που ακόμα ήμουν, ξεψύχησαν στον τάφο αυτόν… Μα των γυναικών τα βάσανα δεν έχουν τελειωμό… Μέσα στον τάφο άρχισε να χτυπά μια καρδιά άλλη… Το σώμα μου άλλαξε, παραμορφώθηκε, κι η Θεά ένιωσε τον άνδρα που μεγάλωνε μέσα μου.. κατάρα έριξε πάνω στην κατάρα του Ηρακλή… Κι ως πάντα, την πλήρωσε ο κακομοίρης ο λαός… Πείνα να δουν τα μάτια σου… μα το χειρότερο υπήρξε η πανώλη… Γιατί τυφλή μες την οργή της η Θεά, που άκουγε προτού ακόμα γεννηθεί το βρέφος άτακτα να στριφογυρνά, της αρκούσε να κάνει κάποιους να υποφέρουν, κι ας μην ήταν αυτός ο Ηρακλής. Αρκεί που ξεθύμαινε ο θυμός της… Γιατί κι οι Θεοί ακόμα, φοβούνται τον πιο ισχυρό. Κι ο Δίας ήταν πατέρας και προστάτης του Ηρακλή. Σε αντίθεση με τον δικό μου πατέρα… που με θεώρησε υπαίτια, ΕΜΕΝΑ, για την συμφορά που έπεσε στο λαό… επειδή βιάστηκα!... Με έσυρε στην αγορά, να δούνε όλοι, τι καλός Βασιλιάς είναι, και πως νοιάζεται τον λαό του, και πως δεν διστάζει προκειμένου να σταματήσει την συμφορά, την ίδια την θυγατέρα του να σκοτώσει! Μα αν ψάξετε βαθύτερα για την αλήθεια, ο λόγος ήταν πως έτρεμε μην το παιδί στην κοιλιά μου φονεύσει τους δικούς του γιους του, επαληθεύοντας τον χρησμό! Και παραλίγο να γίνει παιδοκτόνος, αν δεν τον τρόμαζε την τελευταία στιγμή η σκέψη, πως ίσως η Θεά τον τιμωρήσει… Γιατί να λερώσει τα χέρια του με το δικό του αίμα, όταν μπορεί να βάλει άλλους να λερώσουν τα χέρια τους; Κι έτσι μ’ έστειλε δέσμια στον φίλο του Ναύπλιο, βασιλιά της Ευβοίας, ετοιμόγεννη, με την κοιλιά έτοιμη να εκραγεί, για να μας πνίξει στη θάλασσα… Έτσι ήταν το πρέπον. Μια κόρη Βασιλιά, δεν μπορεί να την δολοφονήσει ο καθένας… Όλα κι όλα, τους τύπους πρέπει να τους βαστάμε. Εκεί στον δρόμο, ζήτησα να μείνω λίγο μόνη μου μέσα στο Δάσος για ευνόητους λόγους… Ούτε εγώ γνώριζα πως γεννώ…. Εκεί στο Δάσος, γέννησα μόνη μου, δαγκώνοντας ένα ξύλο να μη με ακούσουν.. έκοψα τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια μου… ΚΙ έκρυψα πανικόβλητη το μωρό, μέσα στην κουφάλα ενός δέντρου, τυλιγμένο με το μισό μου ένδυμα… ΚΙ ευχόμουνα να μην κλαψει! Αχ, και να θέλανε οι Θεοί, να ζήσει αυτό έστω… Γύρισα κάτασπρη, γεμάτη αίματα ως το λαιμό… με τα μαλλιά γεμάτα χώμα και βάτα, καθώς ξεγέννησα ανάσκελα μόνη μου προσπαθώντας να κρατηθώ από τα αστέρια, του χωρίς φεγγάρι ευτυχώς, ουρανού… Κι ευτυχώς, το μωρό δεν έκλαψε… κι όταν τους είπα πως τάχα, γεννήθηκε νεκρό, βλέποντάς αδύναμη σαν φάντασμα, κι ακούγοντας βαθιά στο δάσος τους λύκους να αλυχτούν, με πιστέψανε… Κι ίσως και να με λυπηθήκανε κι όλας… Γιατί φτάνοντας στην Εύβοια, ο Βασιλιάς Ναύπλιος, ακούγοντας πως γίναν τα πράματα, και γνωρίζοντας πως το μωρό πέθανε, αντί να με πνίξει με έβαλε σε ένα κιβώτιο και το έριξε στη θάλασσα, να αποφασίσουνε την μοίρα μου οι Θεοί. Οι Θεοί!!! Αχ πόσο μα πόσο διασκεδαστικοί θα πρέπει να είμαστε στα μάτια τους! Οι Θεοί φροντίσανε τον γιο μου, μια ελαφίνα τον κράτησε ζωντανό με το γάλα της, ώσπου τον βρήκανε και τον μεγαλώσανε κάποιοι βοσκοί. ΟΙ απλοί άνθρωποι πάντοτε συντρέχουν τον κατατρεγμένο, και πάντα βρίσκουν τρόπο να μοιράζονται αυτά που εκείνοι σχεδόν δεν έχουν, κι άλλοι τα έχουν άφθονα και πάλι δεν τους φτάνει. Όσο για μένα, η θάλασσα με έβγαλε στην ακρογιαλιά της Μυσίας, όπου ο Βασιλιάς Τεύθραντας με βρήκε, κι ακούγοντας την απίστευτη στ’ αυτιά του ιστορία μου, σεβόμενος την θέληση που φάνηκε να έχουν οι Θεοί, να ζήσω, μου πρόσφερε στέγη και προστασία. Σαν κόρη του. Μα σαν κόρη ενός βασιλιά, που δεν ορίζει εκείνη τον εαυτό της, μα η θέλησή του… Έπαθλο μ’ έκανε κι αυτός, χρόνια μετά, στον Τήλεφο, να ξεπληρώσει χάρη που έθεσε σε κίνδυνο τον εαυτό του και λέρωσε τα χέρια του με αίμα, για τον Βασιλιά. Κανόνισε τον γάμο μας. Μα στο πρόσωπο του Τήλεφου, είδα γι’ ακόμα μια φορά εκείνον, τον αχρείο, που με σκότωσε τότε: Τον Ηρακλή… Με κυρίεψε η φρίκη και το μίσος για εκείνον… Έκρυψα μέσα στο πέπλο μου ένα μικρό σπαθί, να τον ξεκάνω την πρώτη του γάμου μας νύχτα.. Και θα τό’ κανα, έτοιμη να δεχτώ κάθε συνέπεια, παρά να ζήσω ακόμα μια φορά τον θάνατό μου. Μα οι Θεοί παίζουν μαζί μας, κι ωστόσο, συχνά μέσα στη διασκέδασή τους, προσπαθούν να φανούν δίκαιοι… Κι έστειλαν ένα φίδι, στο κρεβάτι μας. Την ώρα που σήκωσα το σπαθί, αυτό πετάχτηκε μπροστά μου με το στόμα ανοιχτό.. Ταράχτηκα, μού’ πεσε το σπαθί, κι ο Τήλεφος που είδε τι ετοιμαζόμουνα να κάνω, τινάχτηκε πάνω και μ’ άρπαξε από τα μαλλιά… «Καταραμένε Ηρακλή!» αναφώνησα, κι αυτός, σα να’ νιωσε ποιος ο πατέρας του, ο νόθος γιος που ποτέ δεν γνώρισα, σάστισε, λευτέρωσε το χέρι του από τα μαλλιά μου και ρώτησε να μάθει… λίγο μετά, κλαίγαμε μαζί, αυτός γιατί βρήκε την μάνα του, κι εγώ, για το κακό που πήγα να κάνω, σε μια ψυχή που βασανίστηκε χωρίς να φταίει… Μάνα; Δεν ξέρω άμα ένιωσα ποτέ… Πως είναι να είσαι μητέρα κάποιου, δεν έμαθα.. Δεν ξέρω… Το όνομά μου Αύγη… Ο τάφος μου λένε πως βρίσκεται στην Πέργαμο… Όμως εγώ ξέρω πως αυτό δεν είναι αλήθεια… Είμαι θαμένη στη Τεγέα. Εσύ που άκουσες την ιστορία μου αναλογίσου. Τι γνωρίζουμε αληθινά; Αν είσαι άνδρας που αγαπά κάποια γυναίκα, κόρη, σύζυγο, μάνα ή αν είσαι εσύ η κόρη, η σύζυγος, η μάνα… Τι αληθινά γνωρίζουμε γι’ αυτό που είμαστε;

5/11/21

Στάλα αίμα

Μια μικρή στάλα αίμα στο πάτωμα έχει δημιουργήσει με την πτώση της πάνω στη σκόνη ένα μικρό κρατήρα ενδιαφέροντος. Ακτινωτά και φθίνοντας όσο η απόσταση από το σημείο μηδέν μεγαλώνει, θραύσματά της λειτουργούν ως μαρτυρία της έντασης πρόσκρουσης, καταγράφοντας την σχεδόν αμέσως επόμενη στιγμή. Ωστόσο ο χρόνος συνεχίζοντας το ταξίδι του υποταγμένος στην εντροπία, έχει αποθέσει σκόνη νέα πάνω στον κάποτε ευδιάκριτο λεκέ αίματος, και θα χρειαζόταν μόλις λίγο ακόμα καιρό ώσπου τίποτα να μη μαρτυρά, τι κρύβεται κάτω από την σκόνη. Μα ο σκύλος που στάθηκε πάνω από τον μικρό κρατήρα σνιφάροντας και ξεφυσώντας στη συνέχεια, λειτούργησε ως πομπός για την προσοχή του, που επικεντρώθηκε στο μέχρι πριν λίγο αόρατο στα μάτια του σημείο. Έβγαλε από την τσέπη του μια μικρή φωτογραφική μηχανή, και εστιάζοντας χειροκίνητα προκειμένου να έχει την μέγιστη δυνατή ευκρίνεια, φωτογράφησε τον μικρό κρατήρα. «Τώρα χρόνε, μπορείς να συνεχίσεις τη δουλειά σου», ψιθύρισε χωρίς αιτία, αφού κανένας άλλος δεν βρισκόταν εκεί… και συνέχισε παραμιλώντας: «αυτό το εύρημα δεν θα χαθεί!». Κατά βάθος γνώριζε πως, η πράξη του μάταιη, όλα ξεχνιούνται, όλα χάνονται στο τέλος. Ιδίως αυτά που μαζεύουμε για να μη χαθούν, όταν το πλήθος τους καθιστά την ανάγκη οργάνωσης κι ευρετηρίασης επιτακτική. Ποιος θα δαπανήσει χρόνο ν’ αναζητήσει κάτι τόσο μηδαμινό όσο την μαρτυρία ενός λεκέ αίματος, χωρίς να έχει αυτός μετατραπεί σε σύμβολο, νοηματοδοτώντας την πράξη αυτή; Αυτό που για τον ίδιον είναι σημαντικό, είναι σημαντικό μόνο για τον ίδιο και κανέναν άλλον. Η τέχνη του αποκρουστική, αδιάφορη, ασήμαντη για τους άλλους. Ο ίδιος όμως γνωρίζοντας πως η ζωή του είναι το μόνο σύνορο αλλά και σημείο ταύτισης με τον «κόσμο» , επαγωγικά αντιμετωπίζοντας τον μικρόκοσμό του, του προσέδιδε την σπουδαιότητα όλου του υπαρκτού. Κάθε γαλαξίας και ήλιος στο διάστημα, ήταν το ίδιο σημαντικός με την διάσταση που έδινε στην κηλίδα αυτή αίματος μες την ψυχή του. Το αποτέλεσμα ήταν πως, όπως η τέχνη του, η ζωή του κι ο ίδιος να είναι στους άλλους, το ίδιο μη σημαντική κι αδιάφορη, ως και αποκρουστική. Σε ένα βαθύ πηγάδι, που ακόμα κι η ηχώ έσβηνε μέσα της, έριχνε σαν πέτρες, όλα αυτά που κάποτε, σαν ένας άνθρωπος σαν ένα ον, του προξενούσανε βαθιά υπαρξιακή λύπη, και μοναξιά: πολύ μοναξιά. Η λογική, όπως γίνεται αντιληπτή μέσα σε μια οργανωμένη κοινωνία, ήταν μία από τις πέτρες αυτές. Κάθε μια πέτρα έκανε το πηγάδι βαθύτερο – δεν ήταν πάντα πηγάδι. Στην αρχή ήταν δάκρυ, μετά κραυγή, σιωπή, πάλι κραυγή και ξανά σιωπή… Ώσπου η σιωπή έγινε γαλήνη, κι αυτός πάλι ευτυχισμένος. Ζώντας τόσο βαθιά, μακριά από τον ίδιο και τους γύρω του, που κι αν περπατά κι έχει την μορφή ενός ανθρώπου, ελάχιστα διαφέρει, παρά την πολυπλοκότητα της σκέψης του και των αισθήσεων, από ένα λουλούδι, μια πέτρα, ένα πλανήτη ή το κενό… Η τέχνη του είναι ο τρόπος να αλλάζει τα κακά κείμενα, να μεταμορφώνει το άσκημο, να επαναπροσδιορίζει το σημαντικό, να νοηματοδοτεί την ύπαρξή του και το όλο. Η ζωή του είναι η τέχνη του. Κι η μικρή αυτή σταγόνα αίμα, ήταν στα μάτια του, μία ανέλπιστη απεικόνιση, αυτής καθ’ αυτής της ζωής του!

3/11/21

άτιτλο

Ακόμα κι όταν λύεται
της θέλησης το "έλα",
Στα κύματα αν αφήνεται
συντρίμι η ψυχή,
τον Καρυωτάκη ρώτησε:
Δύσκολο να σβηστεί..