Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

29/8/15

Ωδή στον Έρωτα


Ω Θάνατε,
απελπισμένε Άγγελε τυφλωμένε
που καθαρότερα κοιτάς στις ψυχές
από τα θαμπωμένα από το φως μάτια.
Ω Έρωτα ,
με τα πολλά ονόματα και μορφές
που μόνο γυμνός την χαρά σου
το πρόσωπό σου αναγνωρίζεις
ως Έσχατο
σύνορο της αλήθειας και της ζωής.
Μεταμορφώσου,
πολύχρωμο αίμα του Ουράνιου Τόξου,
μεταμορφώσου
πυρωμένο κάρβουνο στην καρδιά της νύχτας,
ξεπερνώντας το άντρο των κλεφτών και της απελπισίας,
αποδεχόμενος
πως πέρα από το ύστατο σύνορο της απελπισίας
ο μόνος άνεμος, ο μόνος τόπος, το μόνο φως
είναι η Ελευθερία της γύμνιας σου.
Της γύμνιας από κάθε υπόσχεση, ελπίδα, αιωνιότητα.
Ωραίος ως Θάνατος, Έρωτας,  Λεύτερος,
στεφανωμένος μακάρια σιωπή και ατάραχη δόξα,
Άστρο αχαρτογράφητου ουρανού
που ούτε ποιητές ούτε ζωγράφοι ή γλύπτες,
παρά μόνο κάποιο φιλί, κάποτε,
που ίσως δεν δόθηκε και ποτέ,
μπόρεσε τέτοια τιμή σε Σένα μόνο,
να προσφέρει.

22/8/15

Ορίζοντες.



Είναι εκείνα τα τοπία που σε μαγεύουν.
Μία αχτίδα ήλιου, ένα συννεφιασμένο δάκρυ
 στον ορίζοντα,
και η θάλασσα με ταραγμένα σπλάχνα
να ντύνει με δαντέλα τις ακτές.
Χείλη γυναίκας, μεθυσμένη
από αλμύρα και ήλιο – διψασμένα
για σένα.

Είναι εκείνα τα τοπία
που χωράνε όλα μέσα σε μια ματιά,
σε μια τούφα μαλλιών που ανεμίζει.
Εκείνες οι ζεστές αμμουδιές
που χωράνε στην παλάμη
καθώς αυτή αρμενίζει
στον ταραγμένο παλμό μίας ψυχής.

Κι από τις κορυφές του στήθους
ως τα άδυτα των «Θέλω»,
απλώνουν ορίζοντες, να ταξιδέψεις!

σημαδούρα


Μια σημαδούρα μες τη θάλασσα,
κι ογδόντα θά ‘τανε  χρονών,
ακίνητη μες  τ’ άσπρο της καπέλο.
Σκορπούσε τις έγνοιες στα κύματα
τα χρόνια της στην άμμο.

Κι αν άλλαζε ολόγυρα ο κόσμος
εκείνη σταθερή ως βράχος,
ξορκίζει κάθε αλλαγή και συνέχεια.

Στο τέλος της μέρας
μόνο το καπέλο έπλεε ακόμη
ακίνητο, αγκυροβολημένο.
Ήταν φαίνεται, καπέλο μαγικό!

άτιτλο



Καιρός  που ανθίζεις, καιρός που πεθαίνεις. Κι ανάμεσά τους τόσος αποπροσανατολισμός. Θα έπρεπε πρώτα να πεθαίνουνε οι άνθρωποι, όπως ακριβώς φυτεύεται ένας σπόρος – σοφά τα φυτά – κι ύστερα, με λαχτάρα περίσσια και δίψα για ζωή, ν’ ανοίγει στο φως ο ανθός. Έτσι ώστε να μη χάνεται στην άγνοια και τον φόβο σε λάθος μέρη, καμία στιγμούλα της ζωής.

12/8/15

Γέφυρες.



Και φύσηξε άνεμος, δρόσισε κάπως το πνιγμένο δέρμα.  Τρεχαντήρια τα σύννεφα σα τα μάτια του, ελαφρά αναψοκοκκινισμένα από τον φλεγόμενο δίσκο που δύει πίσω από τους χάρτινους ορεινούς όγκους του ορίζοντα, κάνοντας τα κύματα να μοιάζουν ταξιδευτές προς μέρη παραμυθένια….  Ως κι ο θάνατος μοιάζει γαλήνιος τούτη την ώρα. Σαν  ξεκούραστος όμορφος ύπνος, χωρίς βάρη, όνειρα, βυθισμένος σε ασάλευτη γαλήνη.
 Κι ωστόσο αυτή ήταν μία γαλήνη έθραυστη, που μπορούσε να την σκίσει τα φτερά μιας πεταλούδας που θα πετούσε μπροστά από τα μάτια του. Κατά πόσο η φωνή της μικρής του κόρης, που σαγηνευμένη κι εκείνη από την ομορφιά του τοπίου τόλμησε κάτι να ψελλίσει, μια μόνο λέξη…  τόσο πρόλαβε, προτού τα χάρτινα βουνά πυρακτωμένα βουλιάξουνε στην θάλασσα, και τα διάφανα ως τότε τρεχαντήρια  πυκνώσουν και γίνουν μαύρες πύλες, θύελλα που από το πουθενά ήρθε ξερνώντας φωτιές,  κατακαίοντας και καταστρέφοντας την γαλήνη. Τόση κραυγή, οργή, απελπισία.. Ένα μόλις δευτερόλεπτο φάνηκε αρκετό να ραγίσει μία  παιδική ψυχή και να φτερουγίσει τρομαγμένη, πίσω στη μοναξιά του δωματίου της, εκεί που οι τέσσερις τοίχοι  μοιάζανε τώρα περισσότερο προστασία από φυλακή.  Κι εκείνος κλείστηκε ξανά στην δική του φυλακή, τιμωρημένος από τον ίδιο του τον εαυτό, ένοχος και θυμωμένος, που τόσο εύκολα γκρεμίζει ό,τι πασχίζει μία ζωή να φτιάξει: Γέφυρες.