Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

5/12/14

Αποχαιρετιστήριο

Η Ήρα με τα θλιμμένα μάτια τα υγρά,
που ο χρόνος σκέπασε με άσπρο πέπλο,
την πάντα παιδική της την καρδούλα
που σώπασε για να μην πονά.

Θαμμένη είναι σε ψηλή ραχούλα
ν’ αγναντεύει από κει τους ουρανούς,
την θάλασσα όπου αγαπούσε την αλμύρα
στα άσπρα βότσαλα και τους παφλασμούς.

Ποιος ξέρει αν ποτέ της μας γυρεύει,
ή αν λεύτερη παίζει χαρωπά.
Αν τα ματάκια της μπορούν να δουν ακόμα
ή αν το χώμα τα κράτησε κλειστά.

Αν μάταιος ο τάφος  στη ραχούλα
κι η Ήρα μας δεν είναι πια εδώ.

Θυμάμαι τις λευκές της τούφες,
να σκεπάζουν τα μάτια τα θολά,
την άσβεστη την δίψα της για χάδια,
την πάντα τρυφερή της αγκαλιά!

Κάποτε για ένα κουνελάκι
αρνιότανε και βόλτα για να βγει,
κι ένα μικρούλη γατάκι
το θήλασε σα μάνα του κι αυτή.

«Μη Ήρα ανέβεις στο κρεβάτι..
η θέση σου είναι στο χαλί..»
Αθόρυβα ανέβαινε τα βράδια
στα πόδια μας να κουλουριαστεί.

Αν γνώριζα πόσο μικρή η ζωή της
σπάνια  θα της έλεγα το μη.
Με τα παιδιά μεγάλωσε κι εκείνη
μα έμεινε το πιο μικρό παιδί.

Αντίο Ήρα μας.. (5 μήνες χωρίς την Ήρα)

3/12/14

γεφύρια

_Να με θυμάσαι…
_Δεν ξεχνιούνται οι άνθρωποι που συναντήθηκαν.
_Όμως φεύγεις… γιατί;
_Γιατί φοβάμαι τον χρόνο. Προτιμώ να είμαι μισός και να γνωρίζω πως κάποτε σε συνάντησα, κι είσαι το άλλο μου μισό, παρά κάποτε, ίσως, να ζήσω την απομυθοποίηση.
_Είσαι ηλίθιος και δειλός. Κι εγωιστής Μα δε με αγαπάς, δε με νοιάζεσαι καθόλου; Πως τολμάς, πως, αν εμείς είμαστε ο ένας το μισό του άλλου;
_Μη το κάνεις πιο δύσκολο απ’ ότι είναι … μη το χαλάς.
_Στο διάολο!
_Το πιστεύεις;
_....με πονάς…
_Αυτός είναι καλός πόνος. Τον αθόρυβο, ύπουλο πόνο να φοβάσαι. Εκείνον τρέμε. Γι αυτό φεύγω… για μας. Θα είσαι η δύναμη στη ζωή μου να ονειρεύομαι.. να ελπίζω….
_.. όμως σκοτώνεις την ελπίδα…
_Όχι την ελπίδα καλή μου… την σιωπή που φέρνει ο χρόνος. Αυτήν αρνούμαι.

  Δεν έμαθε ξανά νέα του.  Δεν σήκωνε ποτέ το τηλέφωνο, κι έπαψε να τον καλεί. Και όταν κάποια Χριστούγεννα  αμήχανα ξανασχημάτισε το νούμερο του, διαπίστωσε πως έχει καταργηθεί.
 Προχώρησε τη ζωή της σίγουρη πως χρειαζότανε  κάτι καλύτερο, κάτι πιο αληθινό που να αντέχει να αναμετρηθεί με τον χρόνο. Ποτέ της δεν έμαθε πως ο λόγος που ο Κώστας την χώρισε, ήταν για να μη τον δει να σβήνει, καθώς του είχε διαγνωσθεί κακοήθης όγκος .

Από αγάπη έφυγε, από αγάπη τον μίσησε. Γιατί η αγάπη δεν ξέρει μόνο να φτιάχνει γεφύρια, αλλά όταν κρίνει πως αυτό είναι καλύτερο για τον άλλον, ξέρει και να γκρεμίζει.

29/11/14

το κενό

«Χαρισμένο σε κείνους, που όπως εγώ, αγαπήσανε το κενό», έγραψε..
«το κενό είναι ο πιο βέβαιος τρόπος να συναντηθούν οι ψυχές χωρίς
να πληγώσει η μια την άλλην. Το κενό είναι ο μόνος τρόπος να δοθείς
χωρίς να φοβάσαι πως έκανες κάτι λιγότερο ή περισσότερο, από όσο αντέχεις..»

Και γράφοντας αυτές τις λέξεις, έκλεισε το παράθυρο σαν να ήταν απλώς ένα τετράδιο.
Χαμογέλασε. Δάκρυσε. Γέλασε σπαρακτικά δυνατά, σπαρακτικά αθόρυβα…
«Μαμά!.. μαμά τι έχεις, τι κοιτάς;» … «Τίποτα χαρά μου, τίποτα απολύτως»
Και κοιτώντας στα μάτια του παιδιού, οι βεβαιότητες της γίνανε καπνός,
ο πόνος μέλι…  και η μέρα άνοιξε μοναχή της ξανά το παράθυρο.
Το φως της μαρτύρησε πως δεν έχει δική της σκιά, πόσο διάφανη έγινε.
Έφερε τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό της, και δεν είδε τίποτα. Τίποτα απολύτως.

Και κατάλαβε πως μπορεί ν’ αντικρύσει πλέον το φως,  χωρίς φόβο ν’ανθίσει
ο σπόρος της ψυχής, κι όσοι την αγαπούνε νιώσουν, ποια αληθινά  είναι.

25/11/14

ατιτλο


"Ακροάζεσαι τους νεκρούς σου;"  της είπε.

"Υπάρχει ένα πηγάδι εδώ, το πηγάδι των πεθαμένων στιγμών.
Από λάθος, έριξα μέσα του ευχή.. όπως καταλαβαίνεις,
μετά απ' αυτό κινδυνεύει να διασαλευτεί ο χρόνος κι η τάξη του.
Κάθε ευχή ανάμεσα σε πεθαμένες στιγμές είναι άκρως τοξική.
για κείνον που την έκανε, όσο και για εκείνους που αντάμωσε.
Δημιουργεί νεκροζώντανους,  και τότε, η καμπύλη του χρονοτόξου
διπλώνει τόσο, που η μια άκρη του αγγίζει την άλλη. Κι ίσως σπάσει.
Αν δεν πάρω πίσω την ευχή, ή έστω να βρω κάποιον να την κάψει,
δε γίνεται να λευτερωθώ από την σήψη του πηγαδιού.
Μιλώ με τους νεκρούς κι είμαι έτοιμη και κατάβαση να κάνω,
αρκεί να λευτερώσω και να λευτερωθώ, απ' τήν ευχή..."

"Ακροάζεσαι τους νεκρούς σου. Και βρίσκεις δικαιολογίες να το κάνεις.
Γιατί δεν είσαι έτοιμη να αποχωριστείς όσα γνώρισες με τ' όνομά τους,
οικεία βλέμματα κι αγαπημένα χέρια. Μιλάς στους νεκρούς σα να σ' ακούνε.
Όμως εκείνοι, δεν κατατρέχονται από τους δικούς μας φόβους κι ανάγκες,
δε χρειάζονται, όπως εσύ, όνομα για κείνους ή τους άλλους. Δεν ακούνε.
Άλλη απάντηση από την εικόνα τους μέσα σου άσκοπα την προσμένεις".

"Η λογική είναι σίδερο πιο βαρύ από τον χαμό", του είπε πικραμένη.
Και δίνοντας ώθηση στα λεπτά σα καλαμάκια πόδια της, πήδηξε στο κενό.

5/11/14

Γλυκό του κουταλιού

Την πίκρα στο στόμα π’ άφησε ο πρωινός καφές
την έρανες ροδόφυλλα και πάχνη από άχνη,
ένα γλυκό του κουταλιού να δέσει ο σεβντάς
την μοίρα με τα πιο άθλια κι ασίγαστα τα πάθη.

Μεσόκοπες σκέψεις και παλιές στίγματα στο δέρμα
μ’ άσπρο σεντόνι σκέπασες τα μάτια της ψυχής.
Από παιδί τις έτρεμες, αλύτρωτες ψυχές
που αδίκως βολοδέρνουνε διψώντας για στιγμές.

Τριπλά σταυροκοπήθηκες αρχίζοντας την μέρα
που πάλι εξημέρωσε, κι ήτανε Κυριακή,
χωρίς σκυλί μονάχη σου έγλυψες τις πληγές σου
κι όπως εχτές συνέχισες στην ίδια τη ζωή.

Κοιμάται το μαρτύριο θεριό που νανουρίζεις,
στα λόγια που αμαρτύρητα σβήσανε στη καρδιά.
Τα σύννεφα στα βλέφαρα βουλιάξανε στις κόχες
στις άκρες των δαχτύλων σου στεγνώνουν τα νερά.

Μα συ γελάς και σκέφτεσαι πως «πάντα κάτι χάνεις»
πως «και ο Κροίσος στάθηκε στα ύστατα φτωχός»,
το φως της μέρας χαίρεσαι μα και τη σιωπή σου
και πως «από το τίποτα, κι αυτό είναι καλό».

9/9/14

άτιτλο

Χωρίς φωνή θυμήθηκε όσα είχε ξεχασμένα
και τα παλιά και τα κρυφά και τα ονειρεμένα.
Ζυγός ήταν τα μάτια της τα χείλη αλυσίδες
στερνό σαν έδωσε φιλί και την ψυχή του πήρε.

άτιτλο

Άστρα τη γη βασάνισαν
με την ομορφιά τους
Κεντήσανε τον πόνο της
πάνω στον ουρανό.

Σώπαινες στο παράθυρο
κοιτώντας τον αχό τους
Κλείδωνες την καρδούλα σου
μη δουν τον στεναγμό

Χτίζοντας στη σιωπή.

Μουτζουρώνεις μια λέξη
που μετάνιωσες,
και στα ερείπιά της πάνω
χτίζεις τη σιωπή.
Γραμμές μπερδεμένες , τάσεις φυγής,
κάποιο ταξίδι σε μέρη
που η πόλη δε σε φτάνει.
μακριά από τους ανθρώπους
από έρωτες, αδικίες, απογοητεύσεις.
Δεν έχει νικητές και χαμένους
γιατί είσαι μόνος σου.
τα δάκρια γίνονται πουλιά βουβά
που φτερουγίζουνε στη σιωπή.
Κι οι χαρές γίνονται
μικρά χαμομήλια τ’ απομεσήμερο.
Ακόμα κι η θάλασσα
χωρά στη σιωπή σου.

Κι ύστερα η μουτζούρα τελειώνει.
Ο αόρατος κόσμος σου γκρεμίζεται
στον πανικό
που φυσά βοριάς στην καρδιά σου.
Όλα όσα πριν εξαφάνισες,
ο πόνος, ο φόβος, οι αδικίες,
η απογοήτευση,
από φαντάσματα παίρνουνε σάρκα
και ζητάνε τη σάρκα σου
να τραφούν.
Κι εσύ αφήνεσαι ελπίζοντας
όταν τελειώσουν το δείπνο τους
να μην έχει απομείνει τίποτα.
Ούτε ψυχή.

ατιτλο

Εκείνος κοιμάται, εκείνη ξαγρυπνά
παγιδευμένη σε ξόβεργα αγάπης.
Μεθά από πόνο, κατάματα η τρέλα την κοιτά
κι ωστόσο σφαλίζει  το στόμα με τα «πρέπει».

3/9/14

Χρόνος αόριστος

Χρόνος αόριστος... νοθεύοντας ένα ατέλευτο παρόν. Σαν τι μοιάζει κάτι που δε συνέβη ποτέ;
Στον καθρέφτη ξεδιπλώνουν μία μία οι απάτες τα φτερά τους. Πεταρίζουνε ως την καρδιά… Δεν τις φοβάμαι… Απ’ τό πρώτο σκίρτημα ως τα τώρα συνήθισα. Αποφεύγω να κοιτώ τον καθρέφτη, κι όταν κοιτώ, γνωρίζω ότι είναι κάποιος άλλος εκεί.. Κάποιο μοχθηρό πνεύμα, μια καταδικασμένη ψυχή. Όχι η δική μου.
Μετρώ με νύχτες τις φωτεινές μου στιγμές και το άθροισμα είσαι πάντοτε συ! . Εσύ που ποτέ δεν υπήρξες παρών και πληρών. Είναι η απουσία σου.. Ίσως, όμως, είναι η δική μου απουσία.. Τόσες ελπίδες κι όνειρα και σε κανένα δε χώρεσε η ψυχή. Θάλασσες και πελάγη, μα κάθε που έσκυβα να πιω από τα χείλη σου, στερεύανε. Μικραίνανε και γινόντουσαν ένα λίθινο κοίλωμα, λιοπύρι… Που στέγνωνε στη δίψα τη ψυχή.
Σεπτέμβρης, λες… απολογισμού ώρα… Μα ακόμα κι οι άνεμοι στερεμένοι.. Σα να κοντοστέκονται, μήπως την ύστατη ώρα φανείς.. Σα να γυρεύουν για να ταξιδέψουν την άκρη της κλωστής, το νήμα της ζωής μου. Στέκονται σάμπως στη μέση του πουθενά, όπως δυο τεράστιες φτερούγες, που δεν ξέρεις αν πέσουνε από τον ώμο, ή αν θα σε σηκώσουνε ψηλά.. ορθάνοιχτες και λαβωμένες από φωτιά. Τα χείλη μου πληγιασμένα από την δίψα σου.. στέκομαι μαζί τους και περιμένω, αυτό που δε θά’ρθει. Γίνομαι προσευχή και θάνατος… και στο τέλος μόνο ένα λίθινο κοίλωμα… που όσο κι αν η μίκρυνε ψυχή δεν την χωράει. Όσο κι αν κλάδεψα τα όνειρά.. Όσο κι αν αρνιέται την ύπαρξή σου και τη δική μου μαζί.

25/8/14

Πεπερασμένο κι αστέρια

Η ζωή, όσο κι αν είναι αδιανόητο για κάποιους να το σκεφτούν ακόμη, είναι ψυχοσωματική. Και λέω "ζωή" επειδή δε θέλω να αδικήσω καμία εκδοχή της. Ότι ζει, έχει ψυχή, κι ανάμεσα στα ζωντανά πλάσματα και ο άνθρωπος. Αν ήθελα να το πάω ακόμα πιο πέρα, θα έλεγα πως όλοι είμαστε φτιαγμένοι από τα ίδια άστρα, το ίδιο "μηδέν", διαδρομή και προορισμό. Χωρίς το σάρκινο σώμα μας η ψυχή θα ήταν τυφλή, κουφή, χωρίς χέρια ή πόδια, πείνα ή δίψα.
Διδάσκεται η ψυχή, μαθαίνει και συνειδητοποιεί την ύπαρξή της, την μοναξιά, την συνύπαρξη. Μα όλα αυτά που μαθαίνει και της μαθαίνουν τον εαυτό της,  η πείνα, η δίψα, η ερωτική επιθυμία, το να είναι άντρας ή γυναίκα, η χαρά της κίνησης, του χορού,  οι εικόνες κι ο λόγος  θα ήταν αδύνατα χωρίς το κορμί.
Δεν ξέρω τι είναι πέρα από εδώ…  Αν η ψυχή παραμένει κάτι από τον εαυτό της όπως τον έμαθε μες το κορμί…  αν γδυμένη από τις ανάγκες της σάρκας,  κρατά μόνο τη συνείδηση της αγάπης, την παρουσία ή απουσία της. Το πιο πιθανό η πεποίθηση αυτή να πηγάζει από την ανάγκη μας να μη χάσουμε όσα γνωρίζουμε και απ’ τον φόβο για το άγνωστο. Έχω δει σπουδαία μυαλά μετά από εγκεφαλικό ή ατύχημα να χάνουν τη νόηση . Κι όπως χάνουν τη νόηση, με μια απλή λοβοτομή, είναι εύκολο  να χάσουν και τη συναισθηματική νόηση. Μπορούν ακόμη με παρεμβολή στις ορμόνες, να αλλάξουνε ερωτικές προτιμήσεις, ή με μια διαταραχή στους νευρώνες του εγκεφάλου, μια καλλιτεχνική φύση να γίνει εξαιρετικά πρακτική και το αντίθετο.
 Όχι, η ψυχή χωρίς το κορμί, δεν έχει σχέση με όσα γνωρίζει  για τον εαυτό της, και η γνώση μας πάνω στο θέμα αυτό είναι στοιχειώδης. Ίσως το ταξίδι «από τα άστρα» να συνεχίζεται… Ίσως τα αισθητήρια όργανά μας και ο νους δεν επαρκούν ώστε να συλλάβουμε την όλη εικόνα, και τίποτα από το μετά να  μην έχει καν σχέση με όσα  υποθέσαμε.

Η ζωή είναι εδώ, κι εμείς είμαστε εδώ. Η ψυχή είναι το ίδιο ευάλωτη με το κορμί μας και άρρηκτα συνδεδεμένη μαζί του.  Η συνείδηση της ψυχής είναι η μορφή του κόσμου όπως την ξέρουμε, για τον καθένα μοναδική, ανάλογη με το αν περιλαμβάνει περισσότερη αγάπη, μίσος, φόβο. Και όλη αυτή η συνείδηση βρίσκεται στο μέρος του κορμιού που ονομάζεται εγκέφαλος.  Ο «χρόνος των άστρων» είναι τώρα…  και το δώρο που μας δόθηκε μοναδικό κι ανεπανάληπτο. Ο χρόνος μας είναι τώρα…  το «μετά» αφορά υποθέσεις γεννημένες από πεπερασμένη γνώση, φόβο κι επιθυμίες.

Οι σκέψεις αυτές δημιουργηθήκανε προσπαθώντας να κατανοήσω μία πράξη αυτοχειρίας ή μία πράξη αυτοθυσίας.  Και οι δυο πράξεις μπορούν να συμβούν για να διαφυλάξουνε αρχές και πιστεύω. Ωστόσο μπορούν να συμβούνε κι από υποταγή στο φόβο κι απελπισία.
Τιμούμε τους ήρωες που διαφυλάξανε γενικότερες αρχές και αξίες , που αφορούνε το γενικό καλό. Γιατί λοιπόν να αρνηθούμε, ως ηρωική πράξη εκείνους που γίνανε αυτόχειρες για να διαφυλάξουνε την δική τους ακεραιότητα; Μήπως η προσωπική πίστη σε αρχές και ιδέες δεν είναι αυτή που στο σύνολό της, δημιουργεί την πίστη στις ιδέες και αρχές γενικότερα, στις αξίες; Κι αν αξία είναι μια ιδέα που είναι γεννημένη μέσα από τις συμβάσεις και την πολυπλοκότητα της κοινωνίας μας, από την ανάγκη της συνύπαρξης  και του προσδιορισμού της θέσης μας σε αυτόν τον κόσμο –μια ιδέα δέσμια της εποχή της λοιπόν και του τόπου που γεννήθηκε, τότε, πως μπορούμε να μη χαρακτηρίσουμε ως αξία πανανθρώπινη εκείνες τις αξίες που σε κάθε τόπο και χρόνο αποδεδειγμένα  γεννιούνται μαζί με το πρώτο κλάμα κι ανάσα ; Την αγάπη, την ελευθερία, την αξιοπρέπεια; Κανείς δε θέλει να ζει χωρίς αγάπη, υποδουλωμένος, ή χωρίς αξιοπρέπεια.

Αρέσκεται η κοινωνία να αντιμετωπίζει ως ασθενείς ή ακόμα χειρότερα, παράσιτα ή καρκινώματα όσους δεν μοιάζουν στην εικόνα που θέτει για τον εαυτό της. Το πρόβλημα εδώ είναι πως η εικόνα αυτή που τόσο επιμελημένα διδάσκεται στα νέα μέλη της κοινωνίας, και τόσο απεγνωσμένα διαφυλάττεται, είναι η εικόνα μίας άνισης κοινωνίας που έχει πάψει από καιρό να είναι ανθρωποκεντρική κι εξυπηρετεί  - καθώς η ισχύ δίνει την ικανότητα σε εκείνον που την διαθέτει να διαμορφώνει κατά το συμφέρον του την εικόνα της κοινωνίας  - συγκεκριμένα συμφέροντα. Η πυραμίδα αξιών της εποχής μας είναι φαραωνικού τύπου κι  έχει στην κορυφή της το χρήμα, ως υπέρτατη αξία, όπου μπορεί να αγοράσει κάθε άλλη αξία. Και στη βάση , ως μυρμήγκια – γρανάζια απαραίτητα αλλά όχι και μη αναντικατάστατα , τον άνθρωπο. Αυτή η κοινωνία θα μιλήσει για πατρίδα, για θρησκεία, για παράδοση, και θα στείλει στο όνομα της πατρίδας, της θρησκείας, των συνεκτικών αρχών, τον στρατιώτη να πολεμήσει για τα πετρέλαια κάποιων ισχυρών, κι ας είναι εκείνοι οι ισχυροί που κάνουνε την οικογένειά του να πεινάει, τον σταυροφόρο ή τον τζιχατζιστή να καταστρέψει ανθρώπους και να λεηλατήσει στο όνομα της μεγαλοσύνης ενός θεού, ή για να προστατέψει μία παράδοση υποταγής. Οι ισχυροί διαφυλάττουν τον εαυτό τους και την ισχύ τους  με όπλα την επιταγή του καθήκοντος, την πίστη,  αλλά και την τιμωρία και παραδειγματισμό, όσων δεν συμμορφώνονται με τις επιλογές τους. Αυτή είναι η συνήθης εικόνα μιας κοινωνίας που στην πραγματικότητα, ασθενής είναι η ίδια, καθώς δεν επιτρέπει στα «κύτταρα της» που το καθένα είναι ένας κόσμος ολόκληρος από μόνο του, να ζήσουν τιμώντας τη ζωή, ως ελεύθεροι άνθρωποι με δική τους βούληση, νιώθοντας σημαντικοί ως μονάδες και μέλη της κοινωνίας επειδή είναι άνθρωποι κι όχι επειδή είναι ισχυροί, με σεβασμό, αγάπη, δικαιοσύνη  κι αξιοπρέπεια. Μία κοινωνία που δε διαθέτει αυτά τα στοιχεία, είναι ανίκανη να διαμορφώνει ορθή κρίση περί ηθικής. Η διάκριση μεταξύ αυτοθυσίας, αυτοχειρίας , δολοφονίας και ηρωισμού δε μπορεί να υπάρξει .

Είναι λάθος , για μένα, να βασίζεται κανείς σε μια ανελεύθερη κοινωνία για να διαμορφώσει την προσωπικότητά του. Η ζωή μας  δίνεται μόνο μία φορά, και πέρα από τα χρήσιμα κι απαραίτητα για τη διαβίωση, είναι και όλα εκείνα που αποτελούνε τη ζωή. που για αυτά ζούμε. Δε ζούμε για να γίνουμε γιατροί,  να χτίσουμε ένα σπίτι, να βγάλουμε  χρήματα..  Αυτό είναι χρήσιμο ίσως, αλλά όχι το ουσιώδες. Ζούμε για να είμαστε ελεύθεροι, να αγαπηθούμε και να αγαπήσουμε, να έχουμε αξία που δεν χάνεται όταν δεν έχουμε τίποτα – αυτό αποκαλώ αξιοπρέπεια, και να δημιουργήσουμε έργα ψυχής.. με το ίδιο τρόπο που ένα παιδί φτιάχνει με τη φαντασία του μία λασπότουρτα..  Η ζωή είναι σύντομη, και δεν μας αφήνει μεγάλα χρονικά περιθώρια για να πορευόμαστε λάθος. Η ζωή συμβαίνει, και είναι τώρα. Και το πιο σημαντικό της δώρο σε μας, είναι η ίδια η χαρά της ζωής…. το να είμαστε και να δρούμε χωρίς φόβο και παρωπίδες, ως ελεύθερα πλάσματα που απολαμβάνουν να δίνουνε και να παίρνουνε αγάπη, και με «λάσπη» την αγάπη, να φτιάχνουνε τις πιο όμορφες τούρτες και να χτίζουν γέφυρες, ανάμεσα στο πεπερασμένο και τα αστέρια!

4/8/14

Κοιτώντας το ίδιο φεγγάρι



Κοιτάζουνε το φεγγάρι κι αυτό αρπάζει φωτιά.
Κάποια άστρα γεννήθηκαν στο πρώτο αυτό άναμμα
στην προσευχή της επιθυμίας να είναι κοντά.
Η απόσταση δε μετρά. Μόνο η επιθυμία
που πάνω από κάθε απουσία κι απόσταση
φτιάχνει γέφυρες από φως και φωτιά.
Κοιτάζουνε το φεγγάρι μαζί κι ας ζούνε χώρια.
Εκείνη γέρνει μ' εμπιστοσύνη στο μπράτσο του,
κι εκείνος τρυφερά την βαστά σα μωρό.
Πως ν' αντέξει τόση επιθυμία χωρίς να καεί
το φεγγάρι; Πυρώνει η νύχτα, αργοκυλά
σε ποτάμια και θάλασσες να δροσιστεί.
Και μαγεύει...  όπως γυμνή γλιστρά, τα νερά
και τα όνειρα.. Μεθά με το άρωμα του έρωτα
τα κοριτσίστικα μάγουλα - κάθε γυναίκα
είναι κορίτσι σαν ερωτεύεται - και τα χείλη
των αγοριών με ρόδα κι αγκάθια.

Κοιτάζουνε το φεγγάρι κι νύχτα ανθίζει.
Μεθά το φεγγάρι, τα άστρα μεθούνε,
ως το πρωί θά' χουν πνιγεί - μεθυσμένα
και θα κείτονται νεκρά
στην δική τους κόλαση και παράδεισο.
Κάτοικοι άλλης γης  κι άλλου ουρανού.

16/7/14

Καφές στην παραλία

Μετράς τα λόγια τα δαντελένια
στου ποτηριού τις άκρες, του καφέ...
Ανακατεύεις  την μοίρα με το καλαμάκι
και γεύεσαι του έρωτα τον ήλιο τον πικρό.

Τρεις κουταλιές ζάχαρη και δύο ο καφές
κι η γεύση του σταγόνα δεν αλλάζει..
Στα χείλη σου παραλίες και ακτές
και θάνατος ο ήλιος που γιορτάζει.

Κι όπως γιορτάζει με τη μνήμη αγκαλιά
κι όπως η μέρα σα τη νύχτα τρυφερή,
νά 'σου στα μάτια μια μικρή ψιχάλα
ευώδιασε μπουρίνι την ψυχή.

Σμαράγδια η θάλασσα σπαρμένη
και διαμάντια, χαμογελά...
Και σου μιλά... Ακόμα μια γουλιά
κι ύστερα, δική της θε να γίνεις.

9/7/14

Μετεωρισμός



Με κοίταξε το κενό και ήξερε τ’ όνομά μου.
Το ψέλλισε αχνά, στο φτερό ενός μικρού ανέμου
που ήταν προσευχή και πνοή μου μαζί.
Σκάλωσαν οι λέξεις στο κενό
δύσπνοια κάλυψε τα στήθη μου
μα και πάλι,
χωρίς ν' ακούσω ένιωσα. Γνώρισα.
Την απουσία σου μέσα στο κενό,
την πνοή σου στη πνοή μου
και την ζωή ντυμένη θάνατο
μέσα στο θάνατο που ντύνεται ζωή.

Χωρίς παράκληση καμία
βάσταξα την αναπνοή,
άφησα τον άνεμο να περάσει
και χωρίς τίποτα
συνέχισα στο Τίποτα
λευτερώνοντας το θάνατο και τη ζωή
από ψεύτικα ενδύματα
κι αβάσταχτες υποσχέσεις.

Κάπως έτσι γεννιούνται τα άστρα μέσα απ' τό τίποτα.