Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/10/13

μικρό παραμυθάκι

«Κοίτα», της είπε,
κι έδειξε το βάτραχο
που πέρασε απρόσμενα το δρόμο.
Ολόγυρα, η πάχνη είχε απλώσει.
Κι ήταν σα νά’ σβηνε το μονοπάτι
μες τα μάτια της
κι ο βάτραχος η καρδιά του
ο προδότης.
«Κοίτα» της είπε,
για ν’ ακούσει την απόκριση.
Μια λέξη ίσως,
ή μια μικρούλα φράση.
Να γίνει η στιγμή μικρή ανάσταση
στης σιωπής το έρημο μονοπάτι.
Κι εκείνη
όπως είδε την καρδούλα του
έτσι αδέξια το δρόμο  να περνάει,
γοητευμένη, στα μάτια τον εκοίταξε,
κι άθελα άρχισε, μονάχη να γελάει.
«Κοίτα» της είπε, «τι αστείος βάτραχος!
Παράξενο  εμπρός μας να περάσει..»
Αστείο, που γρήγορα τελείωσε, καθώς,
ο βάτραχος,  στη πάχνη πάλι εχάθει.

26/10/13

Κραυγές

Τη νύχτα που σωπαίνουν οι φωνές,
οι κραυγές γλιστρούνε αθόρυβα
από το ταβάνι που τις εκτίναξε η σιωπή
ως τον παλμό,
μιας σμαραγδένιας φλέβας,
π’ ονειρεύεται.
Γλιστρούν, και πίνουν από τις δονήσεις της,
μεθούν και ξεχνάνε πως είναι κραυγές.
Ξεχνάνε αν σε αγάπησα,
ή αν σε μίσησα.
Σα ξελογιασμένα κορίτσια
πριν σμίξουνε,
χάνουν τη δύναμή τους
και την κάνουνε δύναμή σου.
Πνοή σου κι όνειρο.
Κι ανοίγεις, μεσάνυχτα, άξαφνα
τα μάτια, τρεμοπαίζουν τα βλέφαρα
από δάκρυα.
Μα ύστερα
γυρνώντας αθόρυβα πλευρό,
μη ξυπνήσουν,
κλείνεις τα βλέφαρα ώσπου,
επιτέλους, ξανακοιμάσαι.

Κάθε σου ταξίδι στο θάνατο
φαρμακώνει τη ζωή,
και κάθε που ταξιδεύεις στη ζωή,
ξυπνά ένας θάνατος.
Κι απ’ όλες τις αλήθειες
και τα ψέματα,
ως το πρωί, παραμένει το πιο μεγάλο.
Η αμνησία.
Τόσα επιτηδευμένα κενά.
Να μη πνίγεσαι.
Μα δε στεριώνει και βροχή στη ψυχή σου.
Ένα ρυάκι δω, ένα εκεί
Ούτε πηλός, ούτε λάσπη…
Υποψία μόνο..
Μια ιδέα
καταμεσής μεσονύκτιου ύπνου.

15/10/13

στερνό φιλί

Απόψε θλίψη τον γυρνά, σιμά του να καθίσει,
με παραμύθια αλλοτινά το νου να σεργιανίσει.
Κι είναι η Πανσέληνος μια ύπουλη προδότρα,
φωτιά ρίχνει στη καρδιά και της αγάπης ξόρκια.

Χωρίς φωνή θυμήθηκε, όσα είχε ξεχασμένα,
και τα παλιά και τα κρυφά και τα ονειρεμένα.
Ζυγός ήταν τα μάτια της, τα χείλη αλυσίδες,
στερνό φιλί σαν έδωσε και την ψυχή του πήρε.

9/10/13

παράπονο

'Αστρα τη γη βασάνισαν
με την ομορφιά τους.
Κεντήσανε το πόνο της
πάνω στον ουρανό.

Σώπαινες στο παράθυρο
κοιτώντας τον αχό τους,
κλείδωνες τη καρδούλα σου
μη δουν το στεναγμό.

8/10/13

Τι βλέπεις.. τι βλέπω;

Κι αν σταθώ ακόμα, μπροστά στα μάτια σου, τι πιθανότητες έχω να με δεις, τι να δεις αυτό που εσύ φαντάζεσαι; Το αιώνιο ερώτημα... του να κοιτάς. "Τι βλέπεις.. τι βλέπω;"



7/10/13

Σιωπή

Μουτζουρώνεις μια λέξη
που μετάνιωσες,
και στα ερείπιά της πάνω,
χτίζεις τη σιωπή.
Γραμμές μπερδεμένες,
τάσεις φυγής,
κάποιο ταξίδι σε μέρη
που η πόλη δε σε φτάνει.
Μακριά από ανθρώπους,
από έρωτες, αδικίες, απογοητεύσεις.
Δεν έχει νικητές και χαμένους,
Γιατί είσαι μόνος σου.
Τα δάκρυα γίνονται πουλιά,
βουβά δάκρυα που τώρα φτερουγίζουν
στη σιωπή.
Κι οι χαρές γίνονται πουλιά
Μικρά χαμομήλια, τα’ απομεσήμερο.
Ακόμα κι η θάλασσα, χωρά
στη σιωπή σου.

Κι ύστερα, η μουτζούρα τελειώνει.
Ο αόρατος κόσμος σου, γκρεμίζεται
στον πανικό
που φυσά βοριάς στην καρδιά σου.
Όλα όσα πριν εξαφάνισες,
ο πόνος, ο φόβος, οι αδικίες,
η απογοήτευση
από φαντάσματα παίρνουνε σάρκα,
και ζητάνε τη σάρκα σου
να τραφούν.
Κι εσύ αφήνεσαι ελπίζοντας,
όταν τελειώσουν το δείπνο τους,
να μην έχει απομείνει τίποτα.
Ούτε ψυχή.

1/10/13

Δίλημμα

 Κοίταξε από το παράθυρο.. την περισσότερη ζωή του την θυμότανε να κάνει ακριβώς αυτό. Να κοιτά από το παράθυρο τη ζωή και να ονειρεύεται.
Κάποιες φορές, όπως και σήμερα, θα ήθελε να κλείσει το παράθυρο και να τραβήξει τη κουρτίνα. Έτσι απλά, να τελειώνει με τούτο το βασανιστήριο. Να σταματήσει να ονειρεύεται, να σκέφτεται, να ζει.
 Μα τον φρέναρε πάντοτε, μια μικρή ελπίδα, που χώραγε μέσα από κάποια ελάχιστη, αόρατη χαραμάδα. Η ελπίδα πως, ίσως κάποτε, ζήσει κάτι από όλα αυτά τα όνειρα. Η ελπίδα κι ο φόβος. Ο φόβος, μήπως χάσει την ευκαιρία να τα ζήσει.
Έτσι πορεύτηκε τις μέρες και τις νύχτες του ως σήμερα. Ως συνήθως, να στέκεται εμπρός από το ίδιο δίλημμα.. Ανάμεσα στο να πετάξει και να σβηστεί..

Αυτανάφλεξη

Άνοιγε την μια πόρτα μετά την άλλη,
προχωρώντας - πίστευε - ολοένα βαθύτερα.
Στην πραγματικότητα όμως,
αν αποδεχτούμε το σχετικό ως πραγματικό,
προχωρούσε προς το φως.
«Αυτανάφλεξη».
Αυτό καταχωρήθηκε ως αιτία θανάτου.
Παρά την δυσπιστία, όσοι ερεύνησαν
Συμφώνησαν ως προς ετούτο:
«Αιτία θανάτου: Αυτανάφλεξη».
Το ειρωνικό είναι πως,
μετά από τόσο ταξίδι και τόση προσπάθεια
ν’ ανοίγει πόρτες τριπλοκλειδωμένες
και πόρτες που δεν είχαν ανοίξει ποτέ,
ύστερα από τόσο φως, ώστε έγινε φως,
τον θάψανε βαθιά στο χώμα.
Κι ο καημένος, δεν ήταν από εκείνους
που πίστευαν στην ανάσταση…