Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

31/8/12

Αστροφωτισμένη



Ήσουν τόσο όμορφη..... δεν είδα καθαρά το πρόσωπό σου. Λάμπανε όμως τα χείλη σου, κάτω από το φως των άστρων.. και τα μάτια σου... δυο γαλάζια φεγγάρια που μου καίγανε την καρδιά.. Μία έλλειψη ονείρου η μορφή σου... σα την ημισέληνο που κρέμεται στο λαιμό σου... και κει στο βάθος, πάνω από την καρδιά σου, να λάμπει ένα ξεχασμένο φιλί.. Που λαχτάρησα κάποτε να σου δώσω..
Πλησίασα... κοντά και έσκυψα στο πρόσωπό σου...αλλά ακόμα δεν μπορούσα να το δω...χάιδεψα το μάγουλο σου και τότε αισθάνθηκα το δάκρυ σου...σε ρώτησα γιατί κλαις μα δεν απάντησες… έσκυψες ελαφρά το κεφάλι... Ακούμπησα το δικό μου στο δικό σου. Σε σκέπασα με τα χέρια μου κρατώντας σε έτσι, σιωπηλά, για λίγο... Το χέρι σου γύρεψε το δικό μου... η ανάσα σου στάθηκε... Ένιωσα την καρδιά σου να χτυπά πιο δυνατά. Και τότε, το ομολόγησες... χωρίς να με κοιτάς...  χωρίς να κομπιάσεις: «Θέλω να χωρίσουμε…. Ναι δεν γίνεται αλλιώς....δεν γίνεται....καλυτέρα μην με φιλήσεις....γιατί τότε δεν θα υπάρξει γυρισμός....αφού το ξέρουμε και οι δυο ότι μαζί δεν θα μπορέσουμε να είμαστε ποτέ....θα συναντιόμαστε μόνο στα όνειρά μας....και όταν έχει φεγγάρι πάντα θα σε θυμάμαι και θα σε αναζητώ.... καλυτέρα έτσι....ίσως να πονέσουμε λιγότερο.... ίσως θα έχουμε λιγότερα να θυμόμαστε…. αν όλα ήταν αλλιώς....ίσως....»
Ήθελα να της πω... «Μείνε... δεν θα αντέξω χωρίς εσένα.. Ξεριζώνεται η  καρδιά μου... άδεια είναι όλα»… μα το βρήκα τόσο εγωιστικό.  Ίσως πάλι, θα έπρεπε να φανώ εγωιστής. να μην την χάσω.. και σε όλη αυτή την πάλη, δεν έλεγα τίποτα..
«Δεν έχεις τίποτα να πεις; να φωνάξεις; να με βρίσεις; κάτι;» ... Σιωπή.. οι λέξεις πνιγόντουσαν  πριν φτάσουν στα χείλη.. Τόσες  σκέψεις.. τόσα πράματα να πω.. «Σ αγαπώ!.. μείνε..»  Μα τίποτα... Στο τέλος μόνο, είπα: «Έχεις απόλυτο δίκιο.. καλύτερα τώρα παρά μετά. Αν αυτό θες, αυτό θέλω»...Με κοίταξε παγωμένη.. χαμογέλασε... Σχεδόν δάκρυσε χαμογελώντας.. Ύστερα τίναξε το κορμί της, σα να τίναζε από πάνω της κάτι εντελώς ξένο, σηκώθηκε και στάθηκε εμπρός στο παράθυρο. Τι τεράστιο φεγγάρι! ... Απόρησα, αν αυτό κοιτούσε, ή βαθιά μέσα της... Έτρεμε το κορμί της... κι ένιωθα όπως αν στεκόμουνα εμπρός σε ένα γκρεμό...  την άκουσα πάλι να μιλά.. Η φωνή της μόλις ακουγότανε..  «Πάντα θα σε σκέπτομαι πάντα θα σε θέλω....κάποτε θα με ευγνωμονείς που
σου ζητώ να μην ξανασυναντηθούμε....το πάθος δεν καταλήγει πουθενά… και οι αδιέξοδες σχέσεις.. είναι καταδικασμένο αυτό που θέλουμε να ζήσουμε πριν γίνει… κράτα το βλέμμα στα μάτια μου....την φλόγα και δεν θα με ξεχάσεις....»
«Ξἐρω πολλές αδιέξοδες σχέσεις χωρίς πάθος» .. ήθελα να της πω.. «Το πάθος είναι η ζωή...» ... Μα οι άνθρωποι είναι δέντρα, γεμάτα ρίζες...  Πως να σπάσεις τις ρίζες σου χωρίς να πληγώσεις τον άλλον; Μάνα είναι πάνω από όλα.. ύστερα γυναίκα.. Ύστερα το Πάθος. Για μας τους άντρες δεν είναι έτσι.. Μα για εκείνη το μαρτύριο αφόρητο. «Μίλησες για πάθος...  όμως εσύ πρώτη μίλησες γι αγάπη.. γιατί; ...»
«Δεν υπάρχει γιατί....μην ψάχνεις....καλυτέρα να φύγουμε χωρίς να πούμε τίποτα άλλο…»
Κι ωστόσο έτρεμε... Ένιωθα όλη τη δύναμή μου πάνω της.. Την δύναμή μου,  που της επέτρεπα να αποτινάξει.... Το ήθελα αυτό; να τελειώσουνε όλα εδώ; όχι.. Σίγουρα όχι... «Καληνύχτα» της είπα... χωρίς να γυρίσω να την δω.. άλλωστε εκείνη κοίταζε από ώρα μόνο την Πανσέληνο. Βγήκα από το δωμάτιο, έκλεισα την πόρτα απαλά... Κι έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα..
Τα περισσότερα σπίτια είχανε πια κλειστά τα φώτα.. οι δρόμοι έρημοι.. Και  γω πιο έρημος ακόμη. Σήκωσα το βλέμμα στον ουρανό και κοίταξα το φεγγάρι που καιγόταν στα μάτια της.. Με έρωτα κι απελπισία.. «καληνύχτα!» Του ψιθύρισα τρυφερά.. και συνέχισα, χωρίς βιασύνη το δρόμο μου…

Νικόλας Παπανικολόπουλος και Maria Veleri   ( συν + γραφή )

29/8/12

Φτερό σπασμένο



Πως να ισορροπήσει με ένα φτερό σπασμένο; .. Καθότανε στο πρεβάζι, στον έκτο όροφο.. Κι από κει κοιτούσε ούτε κάτω, ούτε πάνω.. Μόνο πέρα μακριά.. Κοιτούσε τα πτηνά που πετάγανε... και πιο πολύ τα χελιδόνια, που σαν αυτά, δεν υπάρχει άλλο φτερωτό, να αγαπά τόσο το πέταγμα! Κοιτούσε τα σύννεφα που ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά, πιο γεμάτα... βαριά... Κι ήξερε πως ήτανε θέμα χρόνου να βρέξει... Κι ο άνεμος σώπαινε... περιμένοντας την βροχή κι εκείνος.. Σώπαινε κι η καρδιά του... Κι έτσι, χαμένος στη σιωπή, και στο ύψος .. κοιτούσε αιχμάλωτος αυτό που δεν έμαθε να κάνει. Αλλά μπορούσε μια χαρά να το φανταστεί:  να πετά... και έτσι  δειλά τίναξε τα φτερά του....και πέταξε....επιτέλους το είχε καταφέρει… πέταξε μακριά....και όλα έδειχναν τόσο όμορφα από εκεί ψηλά... έφτασε το σύννεφο της βροχής.. ντύθηκε τις στάλες που κουβαλούσε. Και συστήθηκε με τον άνεμο... «Σε περίμενα».. του είπε ο άνεμος, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά του..  «Σε περίμενα, για να αρχίσει να βρέχει. Οι άνθρωποι χρειάζονται την χαρά της θλίψης σου, το όνειρο ενός αγγέλου με ένα φτερό... που ωστόσο είναι Ολόκληρο.."
«Ένα φτερό».. ήχησε η λέξη στο αυτί του σα σφαίρα! .. έκλεισε τα μάτια και τ άνοιξε, τρομαγμένος.. Κι είχε ακόμα ένα φτερό.. Κι είχε πάρει να βρέχει...
«Σε περίμενα», άκουσε να τρέμει μια φωνή, που δεν είχε ξανακούσει... Ξεκάρφωσε το βλέμμα από το άπειρο.. κοίταξε δίπλα του.. Ένα κορίτσι, στεκότανε εκεί με ένα φτερό.. «Σε βρήκα από την βροχή στα μάτια σου.. κι από τον κεραυνό της καρδιάς σου που έσκισε τη σιωπή..»
"Πάρε με αγκαλιά" της είπε... Κι εκείνη τον τύλιξε στα χέρια της.. κι εκείνος  την έδεσε στα δικά του... Κι έτσι μαζί, αμίλητοι, αφήσανε την απάτη του έκτου ορόφου πίσω τους.. Μπρος τους δεν είχανε πια το βάθος μιας πτώσης.. ούτε το όριο ενός παραθύρου.. Με τα δυο τους φτερά, σαν ένας , πέταξαν ψηλά.. Πιο όμορφα κι από τα χελιδόνια.. Πιο πέρα κι από την βροχή..

Νικόλας Παπανικολόπουλος και Maria Veleri   ( συν + γραφή )

22/8/12

κι έτσι θαμπή


Κι έτσι θαμπή, πίσω από το φως που τύφλωσες το κορμί μου, να καίγεσαι... Ρόδο κόκκινο από πόθο.. κι ορθάνοιχτο από Αγάπη... "Και τι είναι το όνομα της Αγάπης" , μου είπες. " Δε φτάνει για μας... δε φτάνει να μας σκεπάσει... Όπως με σκεπάζεις εσύ.. κι εγώ εσένα.." 

...στην άκρη του κόσμου


Καθότανε στην άκρη του κόσμου.. ήτανε πεπεισμένος πως αυτό έκανε αφού από εκεί δε γινότανε να πάει πιο πέρα. Οι φίλοι όλοι άχρηστοι. Άλλωστε σε τέτοιες περιπτώσεις λένε τα συνηθισμένα: «Η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να συνεχίσεις να ζεις» .. ή.. «αν ήταν γραπτό, αν άξιζε, θα ήτανε στη ζωή σου» ..ή.. «Θα δεις, πως κάποτε θα γελάς με όλα αυτά..  τα έχεις υπερεκτιμήσει» .. ή.. «το καλύτερο φάρμακο είναι ο χρόνος» .. ή .. «τρώγοντας έρχεται η όρεξη» …. Πόσο άχρηστη κάθε συμβουλή τους. Εκείνοι δε πονάνε.. δεν μπορούν να νιώσουν την άβυσσο.. Πως είναι, να έχεις φτάσει στο τέλος του κόσμου, κι η μόνη δυνατή διέξοδος, να βαδίσεις τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω.. αργά, βασανιστικά, λυτρωτικά. Ζώντας ανάμεσα στα ερείπια των αναμνήσεων, να τρέφεσαι από αυτές, και να δημιουργείς μικρές ιστορίες.. λίμνες όμοιες με αυτές που αφήνει πίσω της μια καταιγίδα όταν κοπάσει στις γούβες ενός δρόμου των νότιων προαστίων, κι  αντανακλούν  μέσα τους ψηφίδες της εικόνα σου.  
Κάθε εικόνα έχει τουλάχιστον τρεις τρόπους να την κοιτάς. Όπως την βλέπουν οι άλλοι, όπως την βλέπεις εσύ.. κι εκείνη την μορφή,  που χωρίς να σου συστηθεί, γνωρίζεις πως είσαι εσύ.. κι ας μη σου μοιάζει καθόλου. Η μορφή που ακολουθεί κάθε σου βήμα, μα παρουσιάζεται όταν πονάς πολύ, ή στη σιωπή. Κρίνοντάς σε  που την καταδίκασες ν’ ακολουθεί, αντί να πορεύεστε μαζί..  Δαγκώνει τη σιωπή με τα μάτια:  «Δεν είναι η βροχή, δε φταίνε οι γούβες του δρόμου.. εσύ φταις που δε κατάφερες να με βρεις. .. φταις που η εικόνα σου σπασμένη χίλια κομμάτια..»
Περπατώντας ξανά και ξανά, στον ίδιο δρόμο, από την  Ύπαρξη ως την άκρη του κόσμου, έψαχνε απεγνωσμένα να βρει ένα καινούργιο λουλούδι.. ένα πέταγμα πτηνού.. ένα σύννεφο..  Οτιδήποτε θα μπορούσε να αλλάξει κάπως το τοπίο. Έλπιζε ακόμη;  Είναι δυνατόν;  Όχι δεν ήταν ελπίδα. Αλλά το όνειρο…  Ξεχνιότανε. Παρηγοριά πολύτιμη…
 «Εδώ είσαι;» …. Του είπε..
 Τα πόδια του μετέωρα πάνω από την άβυσσο.. Τα μάζεψε ντροπιασμένος.. Απάντησε με ήρεμη φωνή, αργά, μη μαρτυρήσει τίποτα. «Εδώ»  - λες και θα μπορούσε να είναι αλλού…  
«Σε γύρεψα απόψε» ..   
Χαμογέλασε τρυφερά… απόψε η νύχτα θα ήταν  γεμάτη άστρα…  τρικύμισε η θάλασσα στην καρδιά του..  Στο βάθος του ορίζοντα, ένα χάρτινο καραβάκι, φορτωμένο όνειρα, άρχιζε το ταξίδι του…. στο βαθύ άγνωστο…  «Εδώ είμαι.. πάντα εδώ… για σένα..»

10/8/12

Άστρο στον ουρανό..


Τον κοίταξε στα μάτια  και του έστειλε ένα φιλί.. μπροστά στη πόρτα του σπιτιού της..
Το άρπαξε, καθώς φτερούγισε, και το ακούμπησε απαλά στην καρδιά του…  εκεί, που βρισκόταν όλη η ψυχή του….  Φοβότανε τον αποχωρισμό….  πως ίσως δεν επιστρέψει..  Σχεδόν βεβαιότητα ο φόβος  αυτός  τον τελευταίο καιρό. Σχεδόν επιθυμία.
Είναι παράξενο, να κατοικούνε νεκροί στον κόσμο των ζωντανών. Να βαδίζουν ανάμεσά τους, με εμμονές που δεν είναι πια εμμονές.. αλλά ένας σκούρος λεκές θλίψης, φτιαγμένος από χρώματα δυνατά.. το κόκκινο του αίματος, το μπλε το βαθύ.. την μωβ αύρα όταν το ένα αγγίζει το άλλο, όπως οι επιθυμίες όταν αγγίζονται μα δε παντρεύονται..    Το κίτρινο που έχουν τα σταχοχώραφα στο θέρος, το καστανοπράσινο των σκιερών από πλατάνια ποταμών..  Μνήμες. Παγιδεύονται οι ψυχές στις επιθυμίες τους, δεν μπορούν να προχωρήσουν.. Κι έτσι κατοικούνε φως και σκιά, στα πιο όμορφα, τα πιο αγαπημένα των ανθρώπων.  Στην πρωινή δροσιά και στη γλυκιά σέπια του ρόδου που τυλίχτηκε την φλόγα του χρόνου.  Μα πιο παράξενο ακόμα, όταν οι ζωντανοί, άθελά τους, περνούν το κατώφλι του κόσμου των  νεκρών. Και γίνονται σκιές, ενώ βαθύ κόκκινο ζεστό ακόμα, κυλά αίμα στις φλέβες , με τρόπο που να μην ανήκουν τελικά ούτε ανάμεσα στους ζωντανούς, ούτε ανάμεσα στους πεθαμένους.
«Δεν ανήκω εδώ» , σκεφτότανε καθώς περπατούσε ήδη στο δρόμο. «αν θέλω αληθινά να κάνω κάτι για εκείνη, πρέπει να μάθω να ζω χωρίς εκείνη. Κι ας είναι αδύνατο να ανασάνω χωρίς να την σκεφτώ» …. Η αδιαφορία τον είχε ήδη τυλίξει, όπως η γαλάζια φλόγα του χρόνου, τον άλλαζε καίγοντας τα πιο μεγάλα του θέλω, τα  ανθισμένα ρόδα του και το γαλάζιο ακόμα τ’ ουρανού…  Βήματα χωρίς νόημα, τον φέρανε πίσω, σ’ ένα τόπο που έμοιαζε με τη ζωή που κάποτε πίστευε για ζωή. Μα κάθε πρωινό, κάθε βράδυ, τυλιγμένος στις ίδιες φλόγες, καιγότανε… ποτέ δεν γινότανε στάχτη…  καταδικασμένος να καίγεται αιώνια, σε κάθε πνοή του, στη σιωπή μιας μεγάλης αγάπης. Στη σιωπή της ζωής του.
Αποδέχτηκε αυτή τη σιωπή, όπως ο νεκρός οφείλει να αποδέχεται πως είναι νεκρός. Μα με κίνητρο ακόμα πιο δυνατό. Από αγάπη. Τη δύναμη που ορίζει τα θαύματα. Και την αντοχή. Ζούσε σ’ ένα σκουρόχρωμο θαμπό λεκέ… μιας ζωής της οποίας υπήρξε λαθρεπιβάτης.
Ο άνεμος μύριζε βροχή..  Το πρωί η μέρα άρχισε ηλιόχαρη, μα από το μεσημέρι κι ύστερα ο καιρός άλλαξε δραματικά. Μολυβένια συννεφιά  κάλυψε τον ορίζοντα κι  από κάπου κοντά, ακούγονταν βροντές.  Απέναντι από το μπαλκόνι του, στο βάθος, υπήρχε μία συστάδα Κουκουναριές… Από τα πανύψηλα δέντρα, είχαν σηκωθεί κοπάδι τα κοράκια και πέταγαν άναρχα.  Αλάφρωσαν τα σύννεφα στο πέταγμά τους.  Και το βλέμμα του αλάφρωνε κι αυτό.. κι ήταν,  σαν η μπόρα που θα ξεσπούσε σε λίγο σα να μην ήτανε μπόρα.. Αλλά τρικυμία…  σα νά’ ταν  ο ουρανός θάλασσα, θηλυκό με παράξενους τρόπους, κι η ψυχή του καράβι που ναυαγεί στο βυθό της.. Πόσες εικόνες δε φέρανε  στα μάτια του τα μαύρα τους φτερά.. Κι αν ήταν μαύρα, με μωβ ζωγράφιζαν στα νέφη… με κόκκινο και βαθύ μπλε… 
Ο άνεμος μύριζε βροχή.. κι ήταν σα να είναι η βροχή τ’ άρωμά της….  Πόσοι μουσκεμένοι πόθοι, ταξίδεψαν, πόσες φορές, από τα μάτια του ως το μηδέν.  Το τίποτα της ύπαρξής του.. επειδή η γραμμή της ζωής του εκεί που άρχισε εκεί έμεινε.. Μόλις μια τελεία - χωρίς παύλα…   Που να στρέψει το βλέμμα και να μην είναι εκείνη;...  τι νόημα έχει να συμβεί οτιδήποτε, να λάμψει ή να σκοτεινιάσει ,  μακριά της; Μα ευτυχώς, όλα συμβαίνουν γι’ Αυτήν.. Γι αυτήν ο άνεμος φυσάει όλο και πιο δυνατά, για τον ορίζοντα κάτω από τις μακριές  της βλεφαρίδες   αγριεύει η θάλασσα να κυριεύσει  τον ουρανό…  Γι αυτήν υπάρχει ο ουρανός κι η γη..  Γι αυτό γεννήθηκε κι ο ίδιος.. γι αυτό , και δεν Υπάρχει…  Γιατί μόνο αν Εκείνη  Υπάρχει… όλα είναι σωστά κι έχουν νόημα..  Όλα!
Κι έκανε τότε επίκληση στον άνεμο… να έχει φτερούγες να πετά…  να βουλιάζει ψαράκι του ουρανού στη δίνη των επιθυμιών.. Να βουλιάξει για πάντα εκεί ψηλά.. να γίνει άστρο … κι από εκεί να την προσέχει όταν κοιμάται φωτίζοντας τα όνειρά της..  Κι ο άνεμος τον άκουσε, σήκωσε άγριο κύμα η θάλασσα.. Άρχισε η μπόρα…. Ένα ένα τα κατάρτια των ονείρων του, σπάσανε….  Σκόρπισαν τα πανιά..  Το ξύλινο σώμα του χάθηκε… θάφτηκε σε σιωπή που δεν αντέχει ο χρόνος…. Κι η ψυχή, λεύτερη, Φως, πήρε να λάμπει στο βυθό τ’ ουρανού… σα  χαμόγελο παιδιού, για κάποιον που αγάπησε πολύ.. τόσο πολύ, που η Αγάπη του, δε θα σβήσει ποτέ… κι ούτε το χαμόγελό του…