Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

20/2/14

κρυφτό..

Κοιμότανε και ξύπναγε και  στο ενδιάμεσο τακτοποιούσε τις μικρές εκκρεμότητες της. Κοιμότανε τόσο συχνά, όσο χρειαζότανε, ώστε να μην απομένει χρόνος, να ασχοληθεί με τις μεγάλες εκκρεμότητες  της ζωής της. Έτσι, κατάφερνε και τις ξεχνούσε,  κι  όμοια την ξέχασε η ζωή. Κοιμήθηκε πρώτη φορά τον βαθύ αυτό ύπνο, σχεδόν κοριτσάκι..  στην αρχή κοιμότανε λίγο, μα όσο γιγαντωνόντουσαν μέσα της οι ελλείψεις και οι ανάγκες,  για να τις κάνει να σωπάσουν, κοιμότανε όλο και περισσότερο. Και τα κατάφερε. Ο ύπνος έγινε μία μηχανική συνήθεια, χωρίς να θυμάται πια το γιατί..  Οι μέρες της ξέβαψαν, οι νύχτες της γδυθήκανε τα άστρα και τα καλέσματα  και γίνανε ήρεμες νύχτες..
Και το κοριτσάκι συνέχισε να κοιμάται, μέσα σε ένα κορμί που έπαψε να είναι το δικό της. Ελάχιστα, όσο κι αν προσπαθούσε, θα θυμότανε τα κατακόκκινα χείλη της στον καθρέφτη, κι αδύνατο να κοιτάξει πίσω και πέρα από αυτόν, όπως κάποτε, πετούσε  λεύτερη από υποχρεώσεις και «πρέπει» στο δικό της, κατάδικό της ουρανό.
Ο χρόνος,  λένε, είναι ο καλύτερος γιατρός.  Ψέματα.. δεν είναι γιατρός .. δολοφόνος είναι. Κι ό,τι  δεν μπορεί να σκοτώσει το θάβει ζωντανό..  Αλίμονο στα όνειρα - κι εκείνους που τα φέρουν - που έθαψε ζωντανά  δίχως ποτέ να πεθάνουν. Ο ύπνος του θανάτου  δε γνωρίζει τίποτε από την οδύνη εκείνων  που θαφτήκανε ζωντανοί σ’ ένα βαθύ, αμίλητο, καθημερινό ύπνο.  Εκείνων που όταν ξυπνάνε αδιάφοροι, είναι καλό για αυτούς, επειδή, δεν ξυπνήσανε κουρασμένοι.. από μια ζωή γυμνωμένη από θέλω κι ελπίδες. Και που το καλύτερό τους είναι όλο κι όλο αυτό.. μια ήσυχη, συνηθισμένη, αδιάφορη μέρα που καταλήγει σε μια ακόμα πιο αδιάφορη  κι αδιαφανή νύχτα.
Ό,τι συνέβαινε στο βαθύ ύπνο, στα ζωντανά φυλακισμένα όνειρά της, έμενε εκεί  χωρίς ένα γυαλάκι ανάμνησης να αναδύεται στα  σκοτεινά νερά.  Όμως, τα τελευταία πέντε χρόνια, ακριβώς ύστερα από την ηλικία ορόσημο των σαράντα, είχαν αρχίσει αθόρυβα να επαναστατούν.  Το κοριτσάκι μας, ξυπνούσε περισσότερο κουρασμένο παρά αδιάφορο.. . Και καθώς στεκότανε εμπρός στον καθρέφτη, αραιά και που, κάποια αντανάκλαση από γυαλάκι παλιό, σπασμένο, κρυφογλύστραγε στο μάγουλό της, αφήνοντας αιμάτινη χαρακιά στη ψυχή της. Στα πέντε αυτά χρόνια  τα επαναστατημένα όνειρα είχανε αποκτήσει λόγο στην ύπαρξή της  και ταράζανε το βυθό με όλη τους τη δύναμη, να ακουστούνε ως εκεί ψηλά, που κυλά ο χρόνος.. Κι ενώ το συνειδητό αμπάρωνε γερά τις πόρτες  να μη λυθούνε οι τρόμοι του, το ασυνείδητο κέρδιζε συνέχεια έδαφος, μετατοπίζοντας τα σύνορα και τις θύρες του λογισμού, συρρικνώνοντας την κυριαρχία του, πίσω από τα τείχη της οποίας, πάσχιζαν να συνεχίσουν το ίδιο ανέμελα τη ζωή τους  οι μικρές καθημερινές συνήθειες.
Η Ιφιγένεια, αυτό είναι το όνομα του σαρανταπεντάχρονου κοριτσιού, έπιανε τον εαυτό της να δακρύζει χωρίς λόγο, κι ύστερα, μια ξαφνική άμπωτη, να στερεύει όλη της τη διάθεση.. ακόμα και για τις συνηθισμένες, μικρές εκκρεμότητες της ημέρας.  Κι έμοιαζε τότε ένας βράχος καταμεσής σε θάλασσα που έχασε τα νερά της πριν από χιλιάδες χρόνια, κι από αφετηρία ταξιδιών έγινε αφιλόξενη έρημος. 



Εκείνο το πρωινό, ξύπνησε χωρίς διάθεση να κάνει τίποτα..  όχι πως κοιμήθηκε τη νύχτα, αλλά κατά το πρωί λυγίσανε τα βλέφαρά της, κι έμειναν έτσι λίγο παραπάνω κλειστά, από ότι θα αρκούσε για να πει κανείς πως έμεινε και τελείως ξάγρυπνη..  Στην αρχή κλείσανε εσκεμμένα, από φόβο, μήπως καθώς σηκωνότανε από το κρεβάτι ο σύζυγός της, έβλεπε πως τα μάτια της ήταν υγρά. Δεν είχε καμία διάθεση , ούτε να τον βάλει σε σκέψεις, ούτε να εξηγεί, μπρος στην ανησυχία του, το γιατί.  Θα τα κράταγε κλειστά ώσπου να ακούσει την εξώπορτα να ανοίγει και να κλείνει πάλι.. Μα η κούραση την κατέβαλε, περισσότερο από την ξάγρυπνη θλίψη της.. για λίγο μόνο..  Σαν να την είχε πλακώσει στο στήθος μια μαρμάρινη πλάκα, ένιωσε ασφυξία  κι άνοιξε τρομαγμένη τα μάτια προσπαθώντας να πάρει ανάσα…  βαθιά ανάσα.. κι άλλη ακόμα πιο βαθιά να γεμίσουν τα πνευμόνια της οξυγόνο.  Σχεδόν πετάχτηκε από το κρεβάτι όρθια.. κι έγειρε στα  γόνατα να κλάψει  χωρίς κάποια  φανερή αιτία. Ή τουλάχιστον, χωρίς να θέλει να κάνει ερωτήσεις και να πάρει απαντήσεις για την αιτία.
Τον άντρα της τον γνώρισε στα δεκαέξι.. εκείνος ήτανε ήδη παλικάρι στα εικοσιπέντε. Άλλον άντρα από τον Τάσο, δεν γνώρισε.. Ήταν το μπουμπούκι του, η νεράιδά του, το κοριτσάκι του..  Την κοιτούσε στα μάτια κι έλιωνε.. και πάντα με σεβασμό την αγαπούσε. Παιδιά  δεν αποκτήσανε. Ο έρωτας, μέρα με τη μέρα, παραχώρησε τη θέση του σε μια ακόμα πιο βαθιά αγάπη. Και καθώς δεν υπήρχανε παιδιά, έδωσε την καρδιά της ολάκερη στον Τάσο.
« Είσαι τυχερή» , της λέγανε οι φιλενάδες της, «που απόφυγες τις κακοτοπιές από νωρίς» ..  Για πολλά χρόνια ένιωθε ακριβώς έτσι: Τυχερή κι ευλογημένη, πως  η σχέση της με τον Τάσο την βοήθησε να διαφυλάξει την αγνότητα της ψυχής της. Όμως όταν κάποιος γνωρίζει κάποιον άλλον  τόσο νωρίς, προτού ακόμα γνωρίσει τον εαυτό του, τις ιδιαίτερες κλίσεις κι ανάγκες  της ψυχής του, πώς μπορεί να είναι σίγουρος πως ταιριάζει με τον άλλον, και μέσα από τις ίδιες προτεραιότητες αξιών, μπορούν να βαδίσουν μαζί, ως «Ένα», διατηρώντας ταυτόχρονα ο καθένας την ακεραιότητά του;  Όχι, δε μπορείς.. Κι είναι μεγάλη τύχη αν αυτό συμβεί. Παραδομένη στην μεγάλη της αγάπη, η Ιφιγένεια  δεν απόκτησε κάποιες ιδιαίτερες σπουδές, ή επαγγελματική κατάρτιση..  μετέτρεψε το σπιτικό της σε τόπο λατρείας, φρόντιζε να είναι όλα στη σειρά, κι εκείνη, όμορφη,  για τον Τάσο.  Κι όταν , κάποτε, ένιωσε τις ώρες στο σπίτι να μην την γεμίζουν, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική.. Το είχε ανάγκη η ψυχή της…  να δημιουργεί! Μα κάποτε κι αυτές οι αποδράσεις, μέσα από τα μπογιατισμένα όνειρα, πάψανε να είναι αρκετά.  Καθώς μεγάλωνε , το σπίτι αντίστροφα γινότανε όλο και μικρότερο κι από παλάτι  έγινε μια κρυστάλλινη φυλακή. «Είσαι τόσο τυχερή» της λέγανε οι φίλες της.. «εσύ δε πληγώθηκες, δεν γνώρισες την προδοσία και την μοχθηρία. Έχεις δίπλα σου φύλακα άγγελο, κάποιον που σε αγαπά κι αγαπάς.. κι έζησες από νωρίς το παραμύθι σου» .. «Είσαι τόσο τυχερή!» … Και στα αυτιά της, η φράση αυτή, ακουγότανε επιτακτικά «μην είσαι αχάριστη».  Γιατί καθώς περνούσαν τα χρόνια, η Ιφιγένεια έπαψε να νιώθει τόσο τυχερή.. κι ένιωθε φυλακισμένη. Φυλακισμένη στην αχαριστία της, όπως το έβλεπε η ίδια, αφού, είχε όσα ίσως άλλοι ποτέ δε θα αξιωθούνε να έχουνε στη ζωή της. Το κυριότερο: Αγάπη. Κι όπως περνούσαν τα χρόνια κι ένιωθε  ολοένα πιο ένοχη, η ενοχή της γέννησε μια συγκαταβατικότητα τιμωρό. Έναν τιμωρό  που υποσυνείδητα κατασκεύασε η ίδια για εξιλέωση της αμαρτωλής της ψυχής.  Κι αφοσιωνότανε ακόμα πιο πολύ, στο σπίτι και τον Τάσο. Γιατί, κάποτε οι δυο αυτές έννοιες θολώσανε.. το σπίτι ήταν ο Τάσος.. κι ο Τάσος το σπίτι.  Ένας γνώριμος τόπος,  όπου τα πάντα συνέβαιναν  με ένα προκαθορισμένο ρυθμό , χωρίς απρόοπτα, που μέσα του υπήρχε ασφάλεια. Η Ιφιγένεια ξέχασε να υπάρχει για την Ιφιγένεια. Οι προτεραιότητές της, πάψανε να είναι προτεραιότητες, κι οι μέρες, πάψανε να φέρνουνε δώρα. Έγινε ιδιαίτερα ευσυγκίνητη, σιωπηλή, αόρατη. Δεν ήθελε να κοιτά τον καθρέφτη, γιατί όποτε τον κοιτούσε στεκότανε εμπρός σε μια άγνωστη, αόρατη παρουσία. Διέκρινε μόνο τα ρούχα που φορούσε και τη σκιά από κάποιες ρυτίδες.. Κι όταν ντυνότανε λίγο πιο καλά, το απαλό μέικ-απ και τα κόκκινα βαμμένα χείλη…
Εκείνο το πρωινό, των σαράντα πέντε χρόνων της η Ιφιγένεια στάθηκε εμπρός στον καθρέφτη, κοιτάχτηκε βαθιά μες τα μάτια και είδε εκείνην. Μετά από πολύ  - πολύ καιρό.. χρόνια! Έφερε τα δάχτυλα στα χείλη… κι ένιωσε πως δεν ήτανε χείλη. Ήταν πληγές.  Άφησε το χέρι να κυλήσει πάνω στο λαιμό ως το αριστερό της στήθος..  Έκλεισε τα μάτια κι αφέθηκε να ακούσει τη φωνή της καρδιάς της. Όχι τους χτύπους.. αλλά τη φωνή… και ταξίδεψε πίσω στον χρόνο. Σε κείνη την εποχή που την σημάδεψε, κι από την οποία, δεν έφυγε αληθινά ποτέ..  Ποτέ δε μεγάλωσε.. δεν έγινε μητέρα.. δε θα γίνει γιαγιά.. δε θα πάψει να είναι παιδί. Κι ωστόσο, γυναίκα. Γυναίκα! Τι λέξη κι αυτή.. πόσο μακρινή.. πόσο εκείνη…  Κι ένιωσε όλη την συνήθεια της καθημερινότητας, μία βαριά τενεκεδένια πανοπλία, πολύ βαριά για ένα παιδί, τόσο άκομψη για μια γυναίκα. Κι ένιωσε και φόβο.. για την γριά που σε λίγο καιρό , έτσι γρήγορα όπως τρέχουνε τα χρόνια, θα είναι. Για την Ιφιγένεια που ξέχασε, και δεν αγάπησε ούτε εκείνη.. Και στην ουσία και κανείς άλλος, αφού, η Ιφιγένεια που αγαπήθηκε, ήτανε μια άλλη.

7/2/14

ατιτλο

Γεμίσαμε με θάνατο από το πρώτο άνοιγμα των φτερών μας.. όμοια όπως γεμίσαμε ζωή.. Γεμίσαμε ζωή και κύνδινο απώλειας.. κι απώλειες.. και φόβο.. Κι ο φόβος έσμιξε με τη ζωή, όπως το σκοτάδι με φως, γέμισε τον ουρανό άστρα, προσευχές κι ευχές, ελπίδες.. κι ακόμα μεγαλύτερο φόβο.

Γεμίσαμε με ζωή, κι αυτό μας έκανε να γνωρίσουμε το θάνατο.. μας δόθηκε η χαρά της πτήσης, κι είναι όμοια πλατιά όσο κι ο πόνος. Μαθαίνεται η ύπαρξη, χτίζεται από τα δυο αυτά υλικά, όποιο όνομα κι αν τους δώσει κανείς. Ζωή και Θάνατο, Φως και Σκοτάδι, Χαρά και Πόνο, Ελπίδα και Φόβο.

Και εγένετο ο Άνθρωπος. Ευλογία και κατάρα μαζί.. τόσο για τον εαυτό του όσο και για τους άλλους..

Κι άλλοι ανοιχτήκανε στα πέρατα του Ωκεανού της Ύπαρξης: "Ας χαθούμε λεύτεροι" σκεφτήκανε.. Κι άλλους τους φυλάκισε ο φόβος.. κι άλλους τους συνέτριψε ο πόνος.. Κι έγιναν μόλοι και βυθισμένες άγκυρες..  Και από τα ερείπια της ύπαρξης, αναδύθηκε μεγαλύτερος από κάθε θαύμα, τόσο μεγάλος που να αναιρεί τα "θαύματα" που τον γέννησαν, ο Θεός.

Και μίκρυνε ο άνθρωπος  για να είναι ο θεός μεγάλος.. Και υπερασπίστηκε το μεγαλείο του Θεού, ακόμα και μαχώμενος την ίδια την Ύπαρξη.. εκείνη, που αντέχει να ταξιδεύει καταμεσίς των Ωκεανών, πάρά τους Φόβους και τις απώλειες, που αυτός κρύβει στα σπλάχνα του.. Τα σπλάχνα των Ανθρώπων.