Ένα λυπημένο χοντρό παιδί, τόσο χοντρό
σα να είχε ανάγκη ένα αρκετά συμπαγές και μεγάλο καβούκι
ώστε να κρύβεται μέσα του.
«Μη με κοιτάς με αυτά τα μάτια» είπε η ψυχή του δακρυσμένη.
«Αρνούμαι τον θάνατο, θα αντισταθώ στον τάφο που χτίζεις γύρω μου»
Λόγια υπνωτισμένα, καθώς η ψυχή έκλεινε τα μάτια μη δει
πόσο ολόγυρα απλώνονταν σκοτάδι, και πόση ερημιά η απόσταση
χωρίς να γνωρίζει καν προς τα πού να βαδίσει,
γεγονός που άφηνε το βήμα μετέωρο στο σκοτάδι.
«Μη με φοβάσαι» ανταπάντησε αμίλητο το παιδί,
κοιτώντας τον ακόμα και πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.
«Μη φοβάσαι ό,τι είσαι, αλλά ό,τι δεν μπορείς να γίνεις και θες.
Κοίτα, είμαστε καλά κρυμμένοι εδώ οι δυο μας.
Αόρατοι, προστατευμένοι, μαζί.
Αν δακρύζεις μπορεί κάποια νύχτα να ακούσουν,
και να διαρρήξουν τον αόρατο μανδύα μας
ζητώντας τρόπους να μας κρατήσουνε χώρια.
Μόνος δίχως ελπίδα συμφιλίωσης, ειρήνης.
Θα σου μάθω να ακροπατείς χωρίς φτερά σε τρίχα επάνω.
Τα πιο κρυμμένα μυστικά, τα πιο σιωπηλά
θησαυρούς από ατόφια μαύρη πέτρα, τέτοιους
που ούτε η Σελήνη με όλα της τα άστρα δε θα άντεχε να κουβαλήσει.
Πηγές γάργαρες, ψυχές που δεν έχουν τίποτα άλλο να πουν·
γιατί τα είπανε όλα σε ένα δάκρυ…
Η βαθύτερη μοναξιά είναι ν’ αρνείσαι εσένα».
σα να είχε ανάγκη ένα αρκετά συμπαγές και μεγάλο καβούκι
ώστε να κρύβεται μέσα του.
«Μη με κοιτάς με αυτά τα μάτια» είπε η ψυχή του δακρυσμένη.
«Αρνούμαι τον θάνατο, θα αντισταθώ στον τάφο που χτίζεις γύρω μου»
Λόγια υπνωτισμένα, καθώς η ψυχή έκλεινε τα μάτια μη δει
πόσο ολόγυρα απλώνονταν σκοτάδι, και πόση ερημιά η απόσταση
χωρίς να γνωρίζει καν προς τα πού να βαδίσει,
γεγονός που άφηνε το βήμα μετέωρο στο σκοτάδι.
«Μη με φοβάσαι» ανταπάντησε αμίλητο το παιδί,
κοιτώντας τον ακόμα και πίσω από τα κλειστά βλέφαρα.
«Μη φοβάσαι ό,τι είσαι, αλλά ό,τι δεν μπορείς να γίνεις και θες.
Κοίτα, είμαστε καλά κρυμμένοι εδώ οι δυο μας.
Αόρατοι, προστατευμένοι, μαζί.
Αν δακρύζεις μπορεί κάποια νύχτα να ακούσουν,
και να διαρρήξουν τον αόρατο μανδύα μας
ζητώντας τρόπους να μας κρατήσουνε χώρια.
Μόνος δίχως ελπίδα συμφιλίωσης, ειρήνης.
Θα σου μάθω να ακροπατείς χωρίς φτερά σε τρίχα επάνω.
Τα πιο κρυμμένα μυστικά, τα πιο σιωπηλά
θησαυρούς από ατόφια μαύρη πέτρα, τέτοιους
που ούτε η Σελήνη με όλα της τα άστρα δε θα άντεχε να κουβαλήσει.
Πηγές γάργαρες, ψυχές που δεν έχουν τίποτα άλλο να πουν·
γιατί τα είπανε όλα σε ένα δάκρυ…
Η βαθύτερη μοναξιά είναι ν’ αρνείσαι εσένα».