Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

27/6/21

ατιτλο

Η εικόνα που έχω για τη μνήμη, είναι σαν τα ποτάμια που σκαλίζουν τη γη, άλλοτε βαθιά, ακόμα κι αν είναι καμωμένη από πέτρα, κι άλλοτε, σα της βροχής το χάδι, που αρκεί λίγος ήλιος κι αγέρας να την στεγνώσει, και σύντομα να ξεχαστεί κάτω από τα βήματα του καιρού… Είναι χαρακές που κι αν ακόμα ξεχάσεις το όνομά τους , τον τόπο που συνέβη το γεγονός, το πως ή το γιατί, άθελά καθώς το χέρι, το δικό σου ή κάποιου άγνωστου - που μπορεί να είναι ακόμα κι ο εαυτός σου, αγγίζει κάποια στιγμή την ουλή, αυτή ξυπνά τη ζωή που κρύφτηκε μέσα της, σαν σπόρος ενός λουλουδιού που ξυπνά από τον λήθαργο του χειμώνα, σαν μπόρα ξαφνική ή σα να μεσουράνησε ο ήλιος καταμεσής της νύχτας. Όσα βαθιά αγαπήσαμε, νιώσαμε, μας φόβισαν ή και μας πλήγωσαν, ακόμα και χωρίς χάρτη χρονικό ή όνομα, θα είναι πάντα εκεί. Κομμάτι του εαυτού μας. Υπάρχουν βέβαια κι αυτά που μεταφέρουν τα ποτάμια.. Και μια βαθιά αίσθηση ανακούφισης κι ελευθερίας, καθώς, όλα τους θα εκβάλουν κάποτε , και θα γίνουνε ένα με τη θάλασσα… Είναι η ίδια αίσθηση, πως, όσο κι αν διαφοροποιήσουμε τη ζωή μας, θα ανήκουμε πάντα στο όλο, και θα βρισκόμαστε κάπου αναμεταξύ του παντού και του πάντα.

6/6/21

άτιτλο

Εμπρός του πέντε πηγάδια. Πίσω του η νύχτα που τον κυνηγούσε δαιμονισμένα. «Σ’ ένα από τα πηγάδια κοιμάται το φως» του είχε πει. «Βρες το, και θα έχεις ακόμα μία ελπίδα». Έφαγε μισή ζωή, να τρέχει, κι αναζητώντας από πηγάδι σε πηγάδι το φως. Τώρα είχε πιθανότατα φτάσει στο τέρμα. Όχι γιατί δεν είχε άλλο να τρέξει - χώρος άφθονος, αλλά επειδή τα πόδια του δεν τον βαστούσανε πλέον. Η καρδιά του δεν είχε άλλη δύναμη να στείλει… Έφθασε στα πέντε αυτά πηγάδια παραπαίοντας, βαριά η ανάσα της νύχτας πάνω από το σβέρκο του. Το αρπαχτικό τον είχε σχεδόν φτάσει, κι αν το φως δεν βρισκότανε σε ένα από αυτά τα πηγάδια, σύντομα θα γευμάτιζε την ψυχή του.

5/6/21

άτιτλο

Ένα σύννεφο σε μια κλίνη, ιδρώνει, καίγεται, λιώνει. Τα μαλλιά της ένα με τα κύματα, στο βλέμμα της σπαρταρά ένα χρυσόψαρο. «Σώσε με», ουρλιάζει αμίλητη. Χώμα κι ουρανός γίνανε ένα, κλίνη, τάφος, ελπίδα, χαμός, ένα ασημένιο πτηνό φτεροκοπά δυνατά. Μες τα φτερά του συνθλίβει τον κόσμο. Τα σπασμένα γυαλιά άστρα σκορπούνε στο διηνεκές, άστρα αιχμηρά στην καρδιά μου. Στον τάφο θα μπω, στην κλίνη σου μέσα, στη μήτρα που τον πόνο γεννά θα κρυφτώ, ώσπου το χρυσόψαρο λυτρωθεί, νεκρό, μ’ ένα δάκρυ.