Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

20/9/10

Ωρίωνας

Πέρα από τον Ωρίωνα, κοιμάμαι, είπες..
Ξεμάκρυνες το βήμα σου.. Κι είχα το νου μου αλλού..
Ήρθε η Ηχώ κι επανέλαβε: " πέρα από τον Ωρίωνα, κοιμάμαι.. "
Είχες φύγει.. Εικόνα άδεια όλα.. μια απουσία ο χρόνος.
Μία τρύπα μες την ύπαρξη, πηγάδι καιρού αλλοτινού η μνήμη.
Μακάρι να μπορούσα να ξεδιψάσω την φωτιά των άστρων,
που τα βήματά σου αφήσανε... μα δε δοκίμασα καν.
Είδα πως έφυγες.. και έφυγα...

Τώρα την ιστορία μας διηγούνται πουλιά,
που πετάνε μάταια γυρεύοντας ισορροπία πάνω από τη θάλασσα..
Σε ένα ξεχασμένο κοχύλι η φωνή σου ακόμα επαναλαμβάνει...
ψιθυριστά.. "κοιμάμαι πέρα από τον Ωρίωνα.. σε περιμένω.. έλα..."
Μακάρι η Ηχώ να μου είχε φέρει τις τελευταίες λέξεις.
Αυτές που χάθηκαν στη σιωπή και την σκόνη των βημάτων σου..
Όταν αλλού κοίταζα, μα αλλού ήθελα να πάω...

17/9/10

Ατιτλο

Στην σιωπή σου έφθασα ναυαγός,
προσκυνητής στου φεγγαριού σου την χάρη..
Κρατήθηκα στην άκρη των βλεφάρων σου
κι ονειρεύτηκα στο φως σου το φως σου...

11/9/10

Άτιτλο

Στάρι ταίζω τους ανέμους
τα σύννεφα βαφτίζω στη σιωπή.
Τι κι αν μοιράστηκα σε πέντε δρόμους,
τι, κι αν δεν ταξίδεψα πολύ.

Τους φόβους μου είχα πιστά αδέρφια
την έγνοια πιστή μου αδερφή.
Στη χούφτα μου βαστώ στα δυο μου χέρια
όση μου απόμεινε ζωή.

Εγώ, που μέτραγα τα πάθη
στα δάχτυλα του ενός χεριού,
σ΄όλες τις πράξεις βρήκα λάθη
κι έσκισα τα χαρτιά του νου.

Άτιτλο

Ήταν ένα δύσκολο καλοκαίρι.

Ο ήλιος θρονιάστηκε στο κέντρο της ψυχής

στέγνωσε τις σκέψεις

κι έκανε τους τόπους των δακρύων αλυκές...

Έφτιαξε με αλάτι ένα μεγάλο αστραφτερό σπίτι,

εκεί που κάποτε ήταν θάλασσα και παλμός.

Σταφίδιασαν τα χέρια του

να σκάβει και να χτίζει αλάτι..

Μικρά όστρακα ήταν ο θησαυρός του.

Κάθε που έβρισκε ένα, το καθάριζε

και το έβαζε στην άκρη,

να το δώσει σε κάποιο παιδί.


Μια μέρα συννέφιασε πολύ, άρχισε να βρέχει..

Το σπίτι έλιωσε και χάθηκε στα νερά..

Τα όστρακα σκόρπισαν.. χάθηκαν..

Όταν κόπασε ο καιρός μαθεύτηκε η συμφορά.

Η θάλασσα, έφερε ένα πνιγμένο παιδί.

«Ευτυχώς, δεν ήταν από δω»... «Κακόμοιρο παιδί!»

Πόσο παράξενα και τρομακτικά ήταν τα χέρια του!

Σα χέρια γέρου… σταφιδιασμένα....

3/9/10

Άτιτλο..

Το λευκό σκαλιστό μάρμαρο θα ξεχαστεί..
Τα ονόματα, ο φιλοξενούμενος, η ζωή του.
Κάτω από τα βλέφαρα του ήλιου,
θ΄απομείνει λευκή σιωπή..
Ο χρόνος θα αποστειρώσει τα δάκρυα απ΄τη θλίψη,
θα γίνουν όλα λεύκωμα παλιό, εφηβικό,
στο συρτάρι επίπλου που δεν ανήκει σε κανένα.
Και καθώς ο ήλιος δύει,
μια ιστορία άλλη θα αρχίζει...
Πανομοιότυπη.
Τούτα σκεφτότανε καθώς βημάτιζε
από τον έναν τοίχο στον άλλον.
Χιλιόμετρα, μα ίσως μόνο τρία βήματα.
Και καθώς βημάτιζε, καθώς σκεφτόταν,
του διέφευγε το πιο βασικό: η ζωή του.